Ο Ισορροπιστής (Κεφάλαιο 1)

Το μόνο που ακούγεται στο μικρό και παλιό σαλόνι είναι η αγωνιώδης ανάσα του, που πασχίζει να τη σιγήσει με το χέρι του. Ο ιδρώτας, που έχει ποτίσει κάθε σπιθαμή του λεπτού κορμιού του, δεν είναι από την αυγουστιάτικη ζέστη, ούτε από το άγχος, ούτε από τον τρόμο, που κάνει τη καρδιά του να πάλλεται σαν τρελή, αλλά από τη συνειδητοποίηση του τέλους. Καταχωνιασμένος δίπλα από τον ρετρό ξεφτισμένο καναπέ βλέπει μέσα από το σκονισμένο παράθυρο το δάσος του Σαντ Ριτζ. Πριν λίγες ώρες ήταν εκεί ελεύθερος, προστατεύοντας το σπίτι του. Απολαμβάνοντας τη μυρωδιά της χλόης το ξημέρωμα και το ατένισμα των φώτων του Σπρίνγκφιλντ τα βράδια. Υπέροχη η εικόνα που σχηματίζεται στο κεφάλι του και τον βοηθάει να κλείσει λίγο τα μάτια του και να χαθεί ξανά σ’ εκείνο το δάσος.

Όμως ένας απότομος ήχος σκάει σαν πυρηνική έκρηξη δίπλα του και τον επαναφέρει στο σαλόνι. Ξανακούγεται και το ξύλινο πάτωμα τραντάζεται. Το τραπεζάκι στο κέντρο μετακινείται και η σκόνη του γεμίζει το σαλόνι. Εκείνος ανατριχιάζει και ανοίγει διάπλατα τα μάτια του, γιατί καταλαβαίνει ότι είναι βήματα. Βήματα από τον διώκτη του. Βαριά οργισμένα και κάθε δευτερόλεπτο που περνάει αλλάζουν θέση. Στρέφει τα μάτια του πάνω, μετά κάτω, μετά δίπλα του. Ακούγονται στο υπνοδωμάτιο, στην κουζίνα, στον ξενώνα, στις σκάλες, στο υπόγειο, παντού.

Πλέον, τα μάτια του θολώνουν και κεντράρουν στο παράθυρο. Η κρίση πανικού έχει κατακλύσει το σώμα του. Ξάφνου ακούει τα βήματα από τον διάδρομο δίπλα πιο γρήγορα και πιο οργισμένα.

Ανασηκώνεται λίγο, δίνει μια ώθηση στο δεξί πόδι και πηδάει στο τραπεζάκι. Ξαναδίνει μια ώθηση στο αριστερό και σπάει το παράθυρο. Είναι έξω. Οι ακτίνες του ηλίου στο πρόσωπό του τον κάνουν να χαμογελάει. Το ασθενές αεράκι μετατρέπει τον ιδρώτα σε ευλογημένη δροσιά και το Σαντ Ριτζ είναι ακόμα πιο κοντά. Ακόμα κι ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό του.

Καθώς είναι στον αέρα, νιώθει την μπλούζα του να τραβιέται πίσω και τον γιακά να τον πνίγει. Απλώνει τα χέρια να ακουμπήσει το γρασίδι σχεδόν χωρίς αναπνοή. Λίγους πόντους πριν το έδαφος, σταματάει στον αέρα και για ένα δέκατο του δευτερολέπτου καταλαβαίνει ότι κάτι πιο δυνατό απ’ αυτόν τον έχει πιάσει.

Αμέσως ξανασηκώνεται στον αέρα, έρχεται με φόρα πίσω, πετάει με μεγάλη ταχύτητα στο σαλόνι και προσκρούει στο καναπέ μ’ έναν πολύ γερό γδούπο. Δεν προλαβαίνει να νιώσει τον πόνο στη πλάτη του, καθώς ένα χέρι τον γραπώνει από τον λαιμό. Εκείνος ανοίγει τα μάτια διάπλατα και η φιγούρα του Ισορροπιστή καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του οπτικού του πεδίου. Είναι από πάνω και η αντηλιά που τον καλύπτει τον μετατρέπει σε μία θηριώδη σκιά. Πιάνει το χέρι που τον έχει καθηλωμένο και προσπαθεί να μιλήσει. Αντ’ αυτού θα βγουν μερικά φωνήεντα και η φωνή του Ισορροπιστή θα ακουστεί τελικά πρώτη.

«Δε σου ‘φταναν τα καλά ζωάκια του δάσους, ε; Ήθελες να εμπλουτίσεις το μενού».

Και τότε ο κρατούμενος βγάζει μια απόκοσμη κραυγή και δείχνει τη πραγματική του μορφή. Το σώμα του γίνεται ανοιχτό καφέ με κάποιες μαύρες αποχρώσεις. Το δέρμα τραβιέται τόσο πολύ στα κόκκαλα, που τα ρούχα γίνονται φαρδιά επάνω του. Τα νύχια εξαφανίζονται. Από τους κροτάφους ξεπροβάλλουν κέρατα στο χρώμα κορμού δέντρων. Η όψη του θεριεύει. Το κεφάλι του εκτείνεται και τα μάτια του μαυρίζουν. Τα χείλη χάνονται, αποκαλύπτοντας μεγάλα αιχμηρά και βρόμικα δόντια με ακόμα πιο βρόμικα ούλα. Είναι ένα Wendigo. Ένα κτήνος των αμερικάνικων δασών. Ένας θρύλος που συνδέθηκε με τον κανιβαλισμό των ανθρώπων παλαιότερων εποχών. Και τώρα είναι αιχμάλωτος ενός ανθρώπου.

Το Wendigo αρχίζει να χτυπιέται, αλλά ο Ισορροπιστής σφίγγει ακόμα περισσότερο και λέει με μια περιπαικτική διάθεση:

«Έτσι μπράβο. Να μιλάμε στα ίσα. Σκατόφατσα προς σκατόφατσα».

Το Wendigo προσπαθεί να πει:

«Όχι, μη, πε… πε… περίμενε!»

«Τι να περιμένω; Έφαγες ζωντανούς τρεις ανθρώπους. Οι οικογένειές τους πίσω τους ψάχνουν, δε θα τους βρουν ποτέ και δε θα βρουν ποτέ και δικαιοσύνη. Τι ακριβώς να περιμένω;»

Ένα δάκρυ θα κυλήσει από τα μαύρα του μάτια και καταλαγιάζοντας τις προσπάθειες να ξεφύγει λέει:

«Δεν ήθελα να πειράξω κανέναν. Ειλικρινά. Οι άνθρωποι όμως, οι άνθρωποι όμως προσπαθούν αποψιλώσουν το δάσος μου. Ήθελα…»

«Δεν είναι δικό σου το δάσος, ρε παλιομαλάκα. Δε θα πειράξεις ανθρώπους και θα είσαι ο προσωπικός μας ρουφιάνος. Παραβίασες τον πρώτο όρο. Μάντεψε τώρα τι θα γίνει».

Και αμέσως το απλωμένο του χέρι αρχίσει να λαμπυρίζει. Το θρυλικό χρυσό φως των Ισορροπιστών γεμίζει το σαλόνι. Το Wendigo χάνει τη λαλιά του από τον ανείπωτο πόνο. Είναι σαν να πατάει στον ήλιο. Χτυπιέται σαν δαιμονισμένο και βγάζει μια τελευταία δυνατότατη κραυγή, πριν η αυλαία πέσει στα μάτια του και επικρατήσει ησυχία.

***

Ακούγεται ο ήχος του ξυπνητηριού. σηκώνει τη λεπτή του σιλουέτα και το κλείνει. Πιάνει το κεφάλι του, καθώς ο πόνος είναι αφόρητος. Σηκώνεται πάει μέχρι το τραπεζάκι, βάζει ένα παυσίπονο στο ποτήρι, ρίχνει λίγο νερό και το πίνει κοιτάζοντας τον συννεφιασμένο ουρανό του Ρέικιαβικ. Σκέφτεται ότι μία από αυτές τις μέρες πρέπει να πάει σε γιατρό.

Καθώς ετοιμάζεται να πάει στη δουλειά του, προσπαθεί να αγνοήσει τελείως τον πόνο. Αυτό που επίσης αγνοεί είναι ότι πριν μερικά λεπτά ήταν Wendigo στην Αμερική. Τετρακόσια χρόνια κυνηγιού, παραμόνευσης πίσω από τα δέντρα και τις σκιές, αλυχτίσματος και ελευθερίας χάθηκαν σε μια στιγμή. Το μόνο που απέμεινε από τη θνητοποίηση του είναι η ψυχή του Wendigo, που πλέον είναι ανθρώπινη και χτυπάει στον εγκέφαλο για να βγει έξω. Καταριέται τον Ισορροπιστή για το κακό που του έκανε. Γιατί το μόνο που ήθελε ήταν να προστατέψει το δικό του δάσος από την αδηφάγα πρόοδο των ανθρώπων.

***

Η αφήγηση τελειώνει και το βιβλίο κλείνει. Ένας ένας οι προβολείς ανάβουν αποκαλύπτοντας το στούντιο, που διαβαζόταν τόση ώρα η ιστορία. Μια κόκκινη αυλαία, δύο καναπέδες κι ένα τραπεζάκι στη μέση. Ο τελευταίο προβολέας φωτίζει το πρόσωπο της βραδιάς και αμέσως το κοινό χειροκροτεί την Αλέσσια Νέλσον. Ντυμένη μ’ ένα μπλε ταγέρ αφήνει το βιβλίο πάνω στο τραπεζάκι και το πανέμορφο μαύρο πρόσωπό της αρνείται να στραφεί προς το κοινό. Τα μελιά μάτια της μένουν στο πάτωμα και το καρέ μαύρο μαλλί της χρησιμοποιείται ως ασπίδα απέναντι στα τόσα μάτια. Το στρες της είναι τεράστιο και είναι κοντά στην κρίση πανικού. Είναι η πρώτη φορά που κάνει αυτή τη συνέντευξη και πρώτη φορά που εμφανίζεται μπροστά σε τόσο κόσμο.

Από τα μεγάφωνα ακούγεται μια χαρωπή μουσική που την τρομάζει αρχικά και πίσω από την αυλαία βγαίνει ο παρουσιαστής της εκπομπής. Ένας εύσωμος σαραντάρης με υπερβολικά μακρύ μούσι, μόχωκ κόκκινο στο κεφάλι και ένα κουστούμι στο χρώμα του κρεμ. Το κοινό χειροκροτεί και εκείνος μ’ ένα περίεργο χαμόγελο και τη χαρακτηριστική χροιά του αμερικάνικου νότου λέει:

«Καλησπέρα. Καλησπέρα σε όλους. Χαίρομαι που είστε όλοι εδώ». Το χειροκρότημα καταλαγιάζει. «Σήμερα ξεκινήσαμε λίγο περίεργα. Ξέρετε ότι στην εκπομπή μας φέρνουμε διάφορους ιντερνετικούς αστέρες. Youtubers, instagramers, tiktokers, πορνοστάρς του OnlyFans». Το κοινό χαχανίζει κι ο παρουσιαστής συνεχίζει με πιο εύθυμη διάθεση. «Ναι, εμείς δεν κολλάμε, όπως ξέρετε. Αλλά σήμερα δεν ασχολούμαστε με κανένα σταρ καμίας ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Σήμερα έχουμε κάτι τελείως διαφορετικό. Η καλεσμένη μου έχει προκαλέσει πάταγο στο ίντερνετ με τις ιστορίες αλλά και τις απόψεις της. Την ονομάσανε θηλυκό Στίβεν Κινγκ, μαύρο Λάβκραφτ, συνεχίστρια της Σίρλει Τζάκσον. Κυρίες και κύριοι, ένα νέο πρόσωπο στον χώρο του τρόμου και του ερέβους. Σας παρουσιάζω την Αλέσσια Νέλσον».

Το κοινό ξαναχειροκροτάει κι εκείνη για πρώτη φορά σηκώνει το πρόσωπό της. Δεν ανταποδίδει όμως ούτε με χαμόγελο ούτε με κάποια άλλη χειρονομία. Ψάχνει ανάμεσά τους τον έρωτα της που τόσα χρόνια τής έχει σταθεί στις δύσκολές της καταστάσεις. Την εντοπίζει στη μεσαία σειρά να της κάνει νόημα με το δεξί χέρι. Η Ιόλη χαϊδεύει το στήθος, δείχνοντας ότι το βελούδινο άγγιγμά της θα είναι πάντα εκεί για να τη βοηθάει έστω και νοητά. Η Αλέσσια μειδιά με αυτή τη κίνηση κι, όταν ο παρουσιαστής κάθεται παραδίπλα της, νιώθει λίγο πιο έτοιμη.

«Αλέσσια, καλωσόρισες. Χαίρομαι που είσαι εδώ».

«Κ… κι εγώ χαίρομαι πάρα πολύ για την πρόσκληση. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ» λέει κομπιάζοντας.

«Ο Ισορροπιστής, λοιπόν. Μια σειρά βιβλίων που τα τελευταία χρόνια έχει προκαλέσει το αναγνωστικό κοινό. Κι αυτό γιατί στις ιστορίες σου δεν τρέχουν οι άνθρωποι να κρυφτούν από τα τέρατα, αλλά τα τέρατα τρέχουν να κρυφτούν από έναν άνθρωπο. Όποτε έρχομαι και ρωτάω τι είναι αυτός ο Ισορροπιστής που τρομοκρατεί όλα τα υπερφυσικά πλάσματα που τρέμαμε σαν κοινωνία τόσους αιώνες; Είναι ο Κάπτεν Αμέρικα; Είναι ο Ντην Γουίντσεστερ; Είναι ο Μπάιντεν; Τι είναι, τέλος πάντων;»

Η Αλέσσια ξαναρίχνει μια κλεφτή ματιά στην Ιόλη, που έχει ενώσει τα δάχτυλά της και τα κουνάει από το πάνω χείλος προς τα κάτω προτρέποντάς την να κρατήσει χαμηλούς τόνους. Εκείνη παίρνει μια βαθιά ανάσα και απαντά:

«Για αιώνες αυτά πλάσματα αποτυπώθηκαν σε τοιχογραφίες, βιβλία, ταινίες, κόμιξ κι από στόμα σε στόμα στη¨ν προφορική παράδοση. Ναι, όλοι τα φοβόμασταν, αλλά κανένας δεν αναρωτήθηκε ποτέ. Αφού είναι υπερφυσικά γιατί δεν μας έχουν καταβροχθίσει; Αποφάσισα να δώσω εγώ την απάντηση με τον Ισορροπιστή».

«Ωραίος συλλογισμός, αλλά δεν απάντησες στην ερώτησή μου. Τι το ξεχωριστό έχει αυτός ο άνθρωπος που πνέει το φόβο στα τέρατα;»

Η τελευταία λέξη κάνει την Αλέσσια να σφίξει τα χείλη της. Τέσσερα βιβλία έγραψε κι ακόμη κανένας δε φαίνεται να πιάνει το νόημα που θέλει να περάσει. Αφήνει δύσθυμα τον αέρα να βγει από τη μύτη και κοιτώντας τον παρουσιαστή με μια ξινίλα στον οισοφάγο της και λέει:

«Τι το ξεχωριστό είχαν οι προφήτες και οι Άγιοι της Βίβλου, του Κοράνιου και όλων των θρησκειών; Η ηθική τους ζωή. Ηθικοί όμως ήταν κι άλλοι άνθρωποι εκείνων των εποχών. Γιατί επιλέχθηκαν οι συγκεκριμένοι; Άγνωσται αι βουλαί του Θεού, όπως λέτε εσείς οι πιστοί. Χάνεις το νόημα των ιστοριών μου. Ο Ισορροπιστής δεν είναι το κέντρο τους».

«Τότε γιατί ονόμασες τη σειρά Ισορροπιστής;»

«Δεν ήταν δική μου ιδέα. Η κοπέλα μου και μάνατζέρ μου το πρότειναν. Να βάλουμε ένα βασικό πρωταγωνιστή μ’ ένα βασικό υπόβαθρο».

Η Ιόλη μόλις ακούει τη φράση χώνεται πιο πίσω στο κάθισμα. Βάζει τα χέρια της ανάμεσα στους μηρούς της και σχεδόν κρατάει την αναπνοή της. Το βλέμμα της περιφέρεται τριγύρω μήπως κανείς τη κοιτάζει περίεργα. Θέλει να γυρίσει να κοιτάξει περιφερειακά, αλλά κωλύεται μήπως δώσει στόχο. Αντ’ αυτού συνεχίζει να παρακολουθεί την Αλέσσια.

Ο παρουσιαστής συνεχίζει λέγοντας:

«Και μιας που το ανέφερες, δεν είναι ένα απλό υπόβαθρο. Είναι σχεδόν ολόκληρη μυθολογία».

 Η Αλέσσια εκνευρίζεται, αλλά για να μην το δείξει πιάνει το βιβλίο και το σφίγγει τόσο δυνατά, που οι παλάμες της ιδρώνουν. Τρελαίνεται με το γεγονός ότι ο παρουσιαστής προσπαθεί να περάσει ένα ακόμα τοξικό ανδρικό πρότυπο. Ο ίδιος φυσικά συνεχίζει λέγοντας:

«Για παράδειγμα, τα χρυσά χέρια του Ισορροπιστή; Τι είναι αυτό;»

«Ο χρυσός τραβάει, οπότε σκέφτηκα να το βάλω σαν όπλο ενάντια στα πλάσματα. Αλλά…»

«Και η θνητοποίηση. Τι λέξη είναι αυτή;»

«Είμαι συγγραφέας. Δουλειά μου είναι να φτιάχνω κόσμους και ιστορίες. Και μπορώ να χρησιμοποιώ τη φαντασία μου, για να φτιάχνω και λέξεις, όπως έκαναν ο Τόλκιν ή ο Μάρτιν».

«Δεν είναι απλά μια λέξη. Είναι η σούπερ δύναμη του ήρωά σου».

«Δεν είναι ήρωας και δεν είναι σούπερ δύναμη. Είναι καταδίκη».

«Γιατί;»

 Παίρνει μια βαθιά ανάσα και δίνει τιτάνια μάχη, για να μην αρχίσει να βρίζει. Αυτός ο άνθρωπος επιβεβαιώνει όλους τους λόγους που δεν πήγαινε ποτέ σε συνεντεύξεις και δε συγχρωτιζόταν με άλλους. Γιατί πάντα ένιωθε αδικημένη κι ότι πνίγεται. Όμως τώρα δεν μπορεί να κάνει πίσω. Όποτε βάζει τη φαντασία της μπροστά, τον κοιτάζει ευθεία στα μάτια και του λέει:

«Φαντάσου ότι πας μ’ έναν φίλο σου στο δάσος για κυνήγι. Βρίσκετε ένα ελάφι και χωρίζεστε για να το πλευροκοπήσετε. Και τότε μια αόρατη δύναμη μετατρέπει εσένα σε ελάφι. Πώς πιστεύεις ότι θα νιώσεις εκείνη τη στιγμή που δεν είσαι ο θηρευτής, αλλά το θήραμα;»

Ο παρουσιαστής κοιτάζει το σοβαρό της πρόσωπο, χαμογελάει και λέει:

«Κοίτα, ως ελάφι θα γλίτωνα από haters, τη φορολογία και τα εξώδικα των δύο πρώην γυναικών μου. Οπότε μάλλον ανακουφισμένος».

 Γυρνάει προς το κοινό γελάει κι εκείνοι του το ανταποδίδουν. Η Αλέσσια κουνάει το κεφάλι της απογοητευμένη απ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους. Απλά ανακάθεται πίσω και ξεφυσάει δεχόμενη την ήττα της. Ο παρουσιαστής απ’ την άλλη συνεχίζει λέγοντας:

«Αλλά σοβαρά τώρα, είδα στα βιβλία σου ότι ο Ισορροπιστής εμφανίζεται σε διάφορα μέρη του κόσμου τη στιγμή που συμβαίνει κάποιο πρόβλημα. Πώς το κάνει αυτό;»

«Τηλεμεταφέρεται».

«Μάλιστα. Αυτό που μου έκανε επίσης μεγάλη εντύπωση είναι ότι κανένας δε φαίνεται να ξέρει τις ηρωικές του πράξεις. Σαν να μην τον βλέπουνε. Πώς γίνεται αυτό;»

 Η Αλέσσια γυρνάει το κεφάλι της και τον κοιτάζει μ’ ένα βλέμμα γεμάτο οργή.

«Για τελευταία φορά, δεν είναι ήρωας».

«Λέω απλά ότι από αρχαιοτάτων χρόνων όσοι έκαναν ανδραγαθήματα έμεναν στη συνείδησή μας, είτε φανταστικοί είτε αληθινοί. Εδώ πέρα δεν του έχεις δώσει καν περιγραφή. Ούτε το όνομά του δεν ξέρουμε».

«Δεν έχει σημασία. Μετράνε μόνο οι πράξεις του».

«Αλέσσια, θα μου επιτρέψεις να πω ότι για συγγραφέας ενός μπεστ σέλλερ έχεις κάνει πολύ τεμπέλικη δουλειά στο θέμα του–»

«Μην τολμήσεις να τον πεις ήρωα. Θα έδινες αυτόν τον χαρακτηρισμό σ’ έναν παρασημοφορημένο αστυνομικό, που όμως είναι σεξουαλικός παραβάτης;»

«Σκοτώνει τέρατα, δε βιάζει».

«Τα τέρατα, όπως τα αποκαλείς, παλεύουν για τη θέση τους στο κόσμο μας. Ο Ισορροπιστης είναι εχθρός τους και κατ’ επέκταση και δικός μας».

«Είσαι πάρα πολύ ευαίσθητη. Ίσως πάρα, πάρα πολύ…»

«Είμαι γιατί είδα τι κάνει και–»

 Κόβει απότομα τη φράση της γιατί καταλαβαίνει τι ξεστόμισε. Μια ταχύτατη ανατριχίλα διαπερνάει το κορμί της και αδειάζει το μυαλό της. Γυρνάει αργά προς το κοινό και τώρα όλα τα βλέμματα έχουν καρφωθεί επάνω της. Το διαβάζει παντού σαν να ξέρει τις σκέψεις τους. Τι εννοούσε; Τι είδε; Μήπως είναι τρελή;

Το βλέμμα της πέφτει πάνω στην Ιόλη που κι αυτή την κοιτάζει με έκπληξη. Μόνο οι δυο τους ήξεραν αυτή την αλήθεια. Τα τελευταία επτά χρόνια, η Αλέσσια βλέπει συνέχεια μπροστά της έναν ψηλό τύπο με άγρια πράσινα μάτια, αγέλαστα σαρκώδη χείλη και λιγοστά μαλλιά. Φοράει πάντα τα ίδια ρούχα. Ένα μαύρο δερμάτινο σακάκι, ένα μπλουζάκι γεμάτο βρομιά και ένα μπορντό ζιβάγκο. Μέχρι και σήμερα δεν έχει καταλάβει αν πρόκειται για κάποιο όραμα ή εφιάλτη, αλλά το σίγουρο είναι ότι τη στοιχειώνει. Τον βλέπει σε διάφορες σκηνές. Να είναι σ’ ένα φλογισμένο κτήριο χωρίς να ιδρώνει ή να καίγεται και τριγύρω του να ακούγονται τσιρίδες. Σε σκοτάδι υπονόμου να ακούγονται γρυλίσματα από πίσω του κι εκείνος να μη σαλεύει. Σκυλιά της κολάσεως να έρχονται καταπάνω του και στο μισό μέτρο να κάθονται σούζα κι απλά να γαβγίζουν δαιμονισμένα. Τον έχει δει να αποκεφαλίζει, να χτυπάει με μανία έναν λυκάνθρωπο, άγγελοι να πετάνε μακριά όταν τον βλέπουν, δαίμονες να βγαίνουν από σώματα γρήγορα, σφαίρες να σφυρίζουν τριγύρω του και να μην τον ακουμπάνε. Να είναι καλυμμένος με αίμα και πάντα να έχει το ίδιο βλοσυρό και χωρίς αισθήματα πρόσωπο. Τα τελευταία επτά χρόνια είναι ένα μαρτύριο γι’ αυτήν.

Η όψη του της πρωτοεμφανίστηκε ένα βράδυ, που ήταν στο νοσοκομείο σοβαρά τραυματισμένη. Η νοσοκόμος, η Ιόλη, άκουσε την τσιρίδα της και έτρεξε φουριόζα στο δωμάτιό της, για να αντικρίσει την Αλέσσια να τραβάει τα μαλλιά της και να τρέμει σαν ψάρι. Πήγε κοντά της, την πήρε αγκαλιά και προσπάθησε να την καλμάρει. Η Αλέσσια όλο το βράδυ παραμιλούσε γι’ αυτόν τον άντρα που πέρασε έναν σωλήνα στο στομάχι μιας γυναίκας και μετά τυλίχτηκε στις φλόγες κάτω από το σεληνόφως. Η Ιόλης την κράτησε αγκαλιά όλη νύχτα. Αυτό όμως συνεχίστηκε και τις μέρες που ακολούθησαν, τις βδομάδες και τους μήνες. Οι δύο τους συνδέθηκαν από αγάπη και η Ιόλη έμεινε δίπλα της σε όλες τις μαύρες στιγμές. Σε ψυχολόγους, σε ψυχιάτρους, σε κρίσεις πανικού, σε ξεσπάσματα, στα πάντα. Προσπάθησε πάρα πολλές φορές να δώσει τέλος στη ζωή της, αλλά ήταν πάντα εκεί η Ιόλη να την κρατάει με την αγάπη της. Όσο περνούσε όμως ο καιρός και οι εικόνες αυτές αυξάνονταν, έπιασε τον εαυτό της να τις κοιτάζει λίγο διαφορετικά. Τα πλάσματα αυτά φοβόντουσαν. Και δεν ήταν ένας απλός φόβος. Ένοιωθε τον ίδιο φόβο σ’ αυτά που ένιωθε παλιότερα κι εκείνη, όταν βίωνε ρατσισμό για το χρώμα της και φοβόταν για τη ζωή της. Όταν έβγαινε έξω και ένιωθε τα λαίμαργα βλέμματα να τη γδύνουν. Σε μπαρ, όταν την πλησίαζαν για να τη φλερτάρουν και τους δήλωνε ότι είναι γκέι. Και τότε τα βλέμματα άλλαζαν και έβλεπε στα πρόσωπά τους διάφορα αισχρά πράγματα.

Μέχρι που ένα απόγευμα, σε μία από αυτές τις απαίσιες σκηνές, ένας άντρας με ουρά και κεντρί σκορπιού στην πλάτη του πάλευε με αυτόν τον άντρα και τον αποκάλεσε Ισορροπιστή. Τότε όλα έβγαλαν νόημα στο μυαλό της. Η επιφοίτηση που της ήρθε την έκανε να σηκωθεί όρθια και να τρέξει στην Ιόλη. Της εξήγησε όλη τη θεωρία της αλλά και τον τρόπο να ξεπεράσει όλον αυτόν τον εφιάλτη. Να μοιραστεί αυτές τις ιστορίες με τον υπόλοιπο κόσμο. Προς έκπληξή της η Ιόλη ήταν κατηγορηματικά αντίθετη μ’ αυτήν την ιδέα. Η συζήτησή τους εξελίχθηκε σε καβγά. Η Αλέσσια έλεγε ότι αυτό θα μπορούσε να είναι θεραπευτικό γι’ αυτήν, αλλά η Ιόλη επαναλάμβανε ότι θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο και θα τραβούσε πολλά βλέμματα πάνω τους. Η Αλέσσια όμως είχε πάρει ήδη την απόφασή της και ξεκίνησε το ίδιο βράδυ να γράφει. Η Ιόλη όμως δεν έμεινε. Έφυγε. Τέσσερις μέρες μετά όμως γύρισε μετανοημένη, δηλώνοντας ότι δεν μπορούσε να ζήσει μακριά της. Μάλιστα προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει στην προώθηση του βιβλίου υπό έναν όρο: δε θα έλεγε ποτέ σε κανέναν γι’ αυτούς τους εφιάλτες. Η Αλέσσια δυσανασχέτησε λέγοντας ότι αυτό θα ήταν το τέλειο χαρτί για να γίνει viral to βιβλίο, αλλά η Ιόλη ήταν ανένδοτη. Σε κανέναν.

Και φτάνοντας στο απόψε, η Αλέσσια έσπασε αυτόν τον όρο. Και τώρα το κοινό έχει βγάλει τα κινητά περιμένοντας τη συνέχεια αυτής της δήλωσης. Ο παρουσιαστής, γνωστός για την τάση του να φέρνει σε δύσκολη θέση τους καλεσμένους, παίρνει ένα μεφιστοφελικό χαμόγελο, γέρνει λίγο προς το μέρος της και ρωτάει:

«Τι ακριβώς εννοείς όταν λες ότι τον είδες;»

Αυτό που δεν ξέρει εκείνος είναι ότι η Αλέσσια είναι αριστούχος φιλόλογος με άψογη κατανόηση της γλώσσας. Ένα προσόν που την έχει βοηθήσει πολύ στο παρελθόν. Οπότε απαντά:

«Ξέρω τι περιμένεις να πω. Ότι τον έχω δει στ’ αλήθεια αυτόν τον άνθρωπο κι ότι είμαι τρελή».

«Εσύ το είπες, όχι εγώ».

«Όντως. Τον έχω δει σε κάθε άντρα που χτυπάει τη γυναίκα του λέγοντας ότι την αγαπάει. Σε κάθε βλάχο ρατσιστή που πιστεύει ότι ανήκει σε μια ανώτερη φυλή λόγω του χρώματός του. Σε γονείς που τραμπουκίζουν τα παιδιά τους για τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Σε όλη την Αμερική. Ο Ισορροπιστής δεν είναι ο ήρωάς σας αλλά ο εχθρός σας».

Το πρόσωπο του παρουσιαστή παραμένει χαμογελαστό, αν και ψεύτικο, γιατί δεν πήρε την είδηση που θα εκτόξευε τα νούμερα της εκπομπής στον αέρα. Παρ’ όλα αυτά σαν σωστός επαγγελματίας, θα κρύψει την απογοήτευσή του και θα πιαστεί από την τελευταία της φράση για να κάνει δουλειά.

«Κι όπως είπα στην αρχή, η σημερινή μας καλεσμένη θα μας απασχολήσει όχι μόνο με το έργο της αλλά και με τις απόψεις της. Οπότε, Αλέσσια, σε ενοχλεί η Αμερική, μια χώρα με αστικές ελευθερίες, που δεν έχει καμία άλλη στο πλανήτη. Αλλά η Iphone και Fortnite γενιά σου δεν μπορεί να τις εκτιμήσει. Για πες μας κι άλλα για αυτό, θέλω πολύ να μάθω».

«Αυτό ήταν φθηνό ακόμα και για σένα. Επειδή, δηλαδή, υπάρχουν τόσες πολλές ελευθερίες σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αδικίες;»

«Για ποιες αδικίες μιλάς;»

«Μόλις χθες δεκαπέντε απόπειρες βιασμού. Τις προάλλες ένας πατέρας σκότωσε το παιδί, επειδή έκανε εγχείρηση αλλαγής φύλου».

«Άκου όμως…»

«Παίρνω συνέχεια μηνύματα για περιστατικά ρατσισμού από αφροαμερικανούς, ασιάτες, λατίνους και κάθε λογής μη αμερικάνικη φυλή».

«Αχ, αυτή η γενιά τα υπεραναλύει όλα».

 Η Αλέσσια σουφρώνει τα μάτια της και τον κοιτάζει με στόμα μισάνοιχτο, προσπαθώντας να καταλάβει την αντίδρασή του.

«Τι στον διάολο εννοείς;»

«Εννοώ, Αλέσσια, ότι η γένια σου έχει εγκαθιδρύσει δικτατορία στο ίντερνετ. Δεν τολμάμε να κάνουμε ένα τραβηγμένο αστείο, κατευθείαν πέφτετε να μας φάτε με αναφορές. Έχετε ευνουχίσει όλα τα αγόρια και φοβούνται να φλερτάρουν μια κοπέλα μην τυχόν και θεωρηθούν βιαστές. Και μιας που λες για μηνύματα, πήρες κανένα μήνυμα για τη λεκτική επίθεση των ομοίων σου σε καθηγητή της Μιννεάπολις; Τον τραμπουκίσανε μέσα στην τάξη επειδή ήταν ρεπουμπλικανός και δίδασκε αμερικάνικη ιστορία. Ωραία πράγματα, δεν μπορώ να πω. Επίσης…»

Το λογύδριό του συνεχίζεται αδιάκοπο και το κοινό έχει προσηλωθεί πάνω του. Οι ψίθυροι δεξιά αριστερά δίνουν την αίγλη ότι έχει δίκιο. Ή τουλάχιστον αυτό εκλαμβάνει η Ιόλη, που ακόμη είναι τσιτωμένη και νευρική. Για λίγο αποστρέφει το βλέμμα της και κοιτάζει την Αλέσσια. Ναι μεν το πρόσωπό της είναι στραμμένο στον παρουσιαστή, αλλά παρατηρεί κάτι που την κάνει να πιάσει τα μπράτσα της καρέκλας, να γείρει λίγο μπροστά, για να επιβεβαιώσει την υποψία της. Όταν το κάνει, ξεφυσάει από τη μύτη και ψιθυρίζει:

«Όχι, όχι, όχι, όχι τώρα, όχι τώρα!»

 Το πουκάμισο της Αλέσσια πάλλεται. Αυτό υποδηλώνει αύξηση άγχους, ανεβασμένους παλμούς και γρήγορη αναπνοή. Φαίνεται να κοιτάζει τον παρουσιαστή, αλλά στην πραγματικότητα έχει μπροστά της ένα μικρό και σκοτεινό παιδικό δωμάτιο.

Το λιγοστό φως που μπαίνει απ’ έξω την κάνει να δει το κρεβάτι στη μέση, αλλά κυρίως βλέπει το μικρό τρομαγμένο αγοράκι, που κοιτάζει τη δίφυλλη ντουλάπα του. Είναι κουκουλωμένο μέχρι τη μύτη και τρέμει σύγκορμο.

Ξάφνου η αριστερή πόρτα της ντουλάπας ανοίγει λίγο και σιγά. Το αγόρι σφίγγει τη κουβερτούλα του πιο σφιχτά. Μ’ ένα σιγανό τρίξιμο ανοίγει λίγο ακόμα και την ησυχία του δωματίου τη σπάει ένα σύρσιμο. Κάτι κινείται πολύ αργά στη μοκέτα και πλησιάζει το κρεβάτι. Το αγόρι κολλάει πιο πίσω στο κρεβάτι όταν το σύρσιμο σταματάει κι ακούγεται μια λεπτή και γρυλιστή φωνή:

«Κέβιν. Κέβιν».

Ο μικρός Κέβιν τραβάει απότομα την κουβέρτα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να καλύψει την όρασή του. Δάκρυα έχουν γεμίσει τα μάτια του και κυλάνε στα μάγουλά του, καθώς έχει χάσει τη φωνούλα του και δε νιώθει δυνατό να φωνάξει βοήθεια.

«Κέβιν. Κέβιν».

Ξανακούγεται λίγο πιο δυνατά η φωνή. Κατεβάζει λίγο την κουβέρτα και βλέπει άσπρα δάχτυλα να σηκώνονται και να εναποθέτονται στο ξύλο. Αυτό που ξεπροβάλλει στη συνέχεια κάνει τον μικρό Κέβιν να αφήσει τη κουβέρτα και να παγώσει μια και καλή στο θέαμα. Σηκώνεται μπροστά του ένα πλάσμα με ξεφτισμένα ρούχα γελωτοποιού. Όμως ο Κέβιν έχει κεντράρει πάνω στο πρόσωπό του. Μάτια κίτρινα και πεινασμένα. Μύτη κόκκινη με κάποιες απολήξεις, που απλώνονται σε όλη της τη περιοχή. Δέρμα κάτασπρο και γεμάτο αυλάκια. Το χειρότερο απ’ όλα όμως είναι το στόμα του. Ανοιγμένο από το ένα αυτί ως το άλλο σαν χαμόγελο και γεμάτο δόντια.

Το πλάσμα βάζει το αριστερό χέρι στο κρεβάτι και ανεβαίνει. Με το δεξί κάνει μια κίνηση μπροστά. Επαναλαμβάνει μία φορά ακόμα και κινούμενο λέει:

«Μη φοβάσαι, μικρέ Κέβιν». Πλησιάζοντας αργά με κίνηση γάτας λέει ξανά: «Είμαι μόνος μου, όπως κι εσύ».

Έχει περάσει τα μισά του κρεβατιού και απέχει δύο αναπνοές από τον Κέβιν, που τώρα είναι στο στάδιο των σπασμών από τον τρόμο.

«Θέλω μόνο να παίξω. Να έχω παρέα».

Λέει και σταματάει εκατοστά πριν το πρόσωπο. Γέρνει λίγο το κεφάλι του δεξιά και απλώνει το χέρι του αργά αργά. Λίγο πριν τον ακουμπήσει σταματάει. Ο Κέβιν τρέμει ακόμη σύγκορμος. Το πλάσμα όμως δεν μπορεί να τον ακουμπήσει. Γυρνάει το κεφάλι και βλέπει ότι τα ρούχα του είναι τραβηγμένα από το δεξί χέρι του Ισορροπιστή. Η στιγμή τους κρατάει μόνο δύο δευτερόλεπτα.

Αμέσως τον πιάνει και με το αριστερό, κάνει μισή περιστροφή και τον εκσφενδονίζει. Η πόρτα του δωματίου σπάει και χτυπάει στον τοίχο. Ο Ισορροπιστής, ερχόμενος από πίσω, κοιτάζει με περιφρονητικό βλέμμα το πλάσμα που σηκώνεται. Εκείνο λέει:

«Πουτάνας γιε. Έχει ιδέα πόση μοναξιά υπάρχει στο κενό;»

«Χέστηκα. Πάρε κανένα λούτρινο».

Ο Ισορροπιστής κάνει μια κίνηση μπροστά, αλλά το πλάσμα σηκώνει τα χέρια του σαν να παραδίνεται. Εκείνος σταματάει και το πλάσμα λέει:

«Όχι, όχι, όχι, όχι μεγάλε. Το συμβούλιο σου έχει απαγορέψει να με σκοτώσεις. Σας είμαι πολύτιμος. Το ξέχασες;»

Ο Ισορροπιστής χαλαρώνει το κορμί του και μένει ακίνητος. Το πλάσμα θεωρώντας ότι κέρδισε γυρνάει και χασκογελάει. Πέφτει στα τέσσερα και περπατάει κατά μήκος του διαδρόμου. Στα μισά όμως ακούει τον Ισορροπιστή να λέει:

«Δεν είπαν όμως ποτέ να μη σου σπάσω τα παΐδια».

Γυρίζει απότομα και βλέπει τον διάδρομο κενό. Δε θα προλάβει όμως να σκεφτεί, καθώς την επόμενη στιγμή κάτι τον έχει σηκώσει και χτυπάει στο ταβάνι. Όταν προσγειώνεται, ο Ισορροπιστής κρατάει τη μούρη του κάτω και τον σέρνει για αρκετά μέτρα, μέχρι να τον πιάσει ολόκληρο και να τον πετάξει στο ισόγειο της μονοκατοικίας. Το πλάσμα πέφτει στο γυάλινο τραπεζάκι κάνοντάς το θρύψαλα. Αγκομαχάει από τον πόνο, όταν ο Ισορροπιστής έρχεται από πάνω του. Προσπαθεί να αμυνθεί και τα χέρια του ψάχνουν τριγύρω. Ένα κομμάτι γυαλί μαζί με το τηλεκοντρόλ μοιάζουν πολύ καλές επιλογές. Τα αρπάζει και τα πετάει πάνω του. Ο Ισορροπιστής όμως τα αποκρούει και το τηλεκοντρόλ χτυπάει πάνω στον τοίχο. Η τηλεόραση ανοίγει και τώρα φωτίζει όλο το σαλόνι που δείχνει αυτούς τους σαν σκηνή από αρχαία τραγωδία.

Ο Ισορροπιστής ξεκινάει να τον κλοτσάει στην αρχή αργά. Όσο περνάνε όμως τα δευτερόλεπτα, οι κλοτσιές γίνονται πιο βάρβαρες και πιο δυνατές. Ο Ισορροπιστής σφίγγει το πρόσωπό του και βγάζει όλη του την αγανάκτηση και την οργή επάνω στο πλάσμα. Το φως της τηλεόρασης δείχνει ξεκάθαρα το μίσος του και τρομάζει την Αλέσσια που λέει:

«Σταμάτα».

 Η σκηνή όμως αρχίζει να ξεθωριάζει. Η Αλέσσια τη μια στιγμή είναι στο σαλόνι και την άλλη στο στούντιο κοιτώντας τον παρουσιαστή, που ακόμη κάνει τον μονόλογό του.

«Σταμάτα!»

Λέει πιο έντονα και βλέπει τον Ισορροπιστή να πατάει το στήθος του πλάσματος και να τον πιέζει προς τα κάτω, ενώ μια μαύρη ουσία απλώνεται κατά μήκος του πλάσματος κι αρχίζει να το ρουφάει. Η Αλέσσια χάνει τον ήχο της σκηνής, αλλά βλέπει ξεκάθαρα το πλάσμα που χάνεται στο σκοτάδι να προσπαθεί να κρατηθεί στον κόσμο μας. Ο Ισορροπιστής όμως απλά πιέζει ακόμα πιο πολύ στο στήθος μέχρι να χαθεί τελείως.

Ο παρουσιαστής τώρα ακούγεται τέλεια να λέει:

«Και για όλα αυτά θεωρώ ότι η γενιά σας είναι οι μεγαλύτεροι φασίστες».

 Η Αλέσσια βλέπει πλέον πεντακάθαρα το στούντιο, αλλά η αποτρόπαια σκηνή που βίωσε δεν την αφήνει να ηρεμήσει και λέει φωναχτά:

«Σταμάτα, σταμάτα, σταμάτα!

Και σηκώνεται όρθια. Το βιβλίο έχει πέσει στο πάτωμα και η ίδια είναι ιδρωμένη σαν να έτρεχε σε μαραθώνιο και να τρέμει από τα νεύρα της. Τώρα όλοι έχουν καρφωθεί επάνω της και τα φώτα μοιάζουν πιο λαμπερά. Ο παρουσιαστής σηκώνεται κι αυτός και λέει ειρωνικά:

«Τι έγινε Αλέσσια; Σ’ ενοχλεί η άποψή μου; Μήπως επιτέθηκα στα αισθήματά σου και σε τραμπούκισα; Τι;»

Το βλέμμα που είδε στον Ισορροπιστή τώρα το αποκτάει αυτή. Σκυθρωπή καθώς είναι γυρίζει και τον κοιτάζει. Όλοι περιμένουν την απάντησή της μέσα στη νεκρική ησυχία του στούντιο. Και εκείνη δεν απογοητεύει:

«Θες να μάθεις γιατί επικεντρώθηκα στα “τέρατα” κι όχι στον Ισορροπιστή;»

«Παρακαλώ».

«Γιατί είμαι ένα από αυτά».

Ο παρουσιαστής για πρώτη φορά χάνει το χαμόγελό του και μένει σκεφτικός. Όταν βρίσκει κάποιες λέξεις τη ρωτάει:

«Τι εννοείς;»

«Για χρόνια, για αιώνες, άνθρωποι σαν εμένα αντιμετωπίζονταν με προκατάληψη. Ήμασταν τα τέρατα στα μάτια σας. Μας σκοτώνατε, μας βασανίζατε, μας καίγατε, βάζατε ολόκληρες κοινωνίες απέναντί μας, μας κάνατε και σκλάβους. Κι όλο αυτό γιατί; Γιατί δεν ήμασταν το ίδιο με σας».

«Αυτό είναι πανάρχαια ιστορία. Πλέον–»

«Πλέον τι; Δεν υπάρχει ρατσισμός; Διακρίσεις; Ξέρεις τι είναι ο Ισορροπιστής; Τι πραγματικά είναι; Εσείς όλοι».

Με το χέρι σηκωμένο γυρίζει και δείχνει όλο το κοινό. Η κάμερα πλέον δεν ξεκολλάει από πάνω της. Με βλέμμα δικαστή, στάση στρατηγού και φωνή άριας λέει δυνατά:

«Όλοι εσείς με τα φανταχτερά σπίτια σας, τα Iphone σας, τα Instagram σας και την ησυχία σας. Τα χρυσά χέρια είναι οι απόψεις σας και η θνητοποίηση ο λόγος σας για να μας κάνετε ίδιους με τα μούτρα σας, παλαιολιθικοί ανόητοι».

«Απαράδεκτο. Απαράδεκτο. Ζητώ συγγνώμη από το αγαπητό κοινό».

Είναι όμως πλέον αργά. Οι ψίθυροι έγιναν οχλαγωγία και τώρα το κοινό βάλλει κατά πάνω της. Εκείνη όμως απτόητη συνεχίζει.

«Το μόνο που κάνετε είναι να δουλεύετε, να τρώτε σαν μοσχάρια και να καταδικάζετε ανθρώπους σαν εμάς. Αυτό είναι άδικο. Δε μπορείτε να…»

«Αλέσσια, έχεις ξεπεράσει τα όρια. Αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν να ξεσκάσουν κι εσύ τους ταμπουκίζεις».

«Εσύ είσαι ο τραμπούκος. Εσύ κι όλοι οι άριστοι σαν εσένα. Όλοι οι συντηρίκλες, ανόητοι πίθηκοι».

«Κόψτε την εκπομπή. Κόψτε την εκπομπή γρήγορα!»

Κάνει ο παρουσιαστής με μια κίνηση στο κοντρόλ, αλλά η Αλέσσια συνεχίζει απτόητη το μανιφέστο της. Το κοινό έχει σηκωθεί όρθιο και οι ύβρεις στο πρόσωπό της έρχονται κατά ριπάς. Η Ιόλη μέσα στο χαμό σηκώνεται και περπατάει προς την έξοδο, όταν το κινητό της δονείται. Το βγάζει και βλέπει το μήνυμα:

«Παίζει παντού. Πότε ξεκινάμε;»

Κοιτώντας το σταματάει στο πόμολο της πόρτας. Γυρίζει για λίγο και βλέπει την αγαπημένη της που ακόμη φωνάζει:

«Είστε όλοι Ισορροπιστές. Μας θνητοποιείτε!»

Σχεδόν βουρκώνει, αλλά πληκτρολογεί την απάντηση και φεύγει. Η κάμερα συνεχίζει να γράφει την αδιάκοπη μάχη της Αλέσσια εναντίον όλων. Το σήμα στέλνεται παντού. Σε κάθε κινητό, κάθε τάμπλετ, κάθε τηλεόραση. Εκατομμύρια μάτια βλέπουν το ξέσπασμά της. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι κι ένας άντρας που κάθεται στο καναπέ με τη νυχτερινή του ρόμπα.

«Κύριε;»

 Ακούγεται η φωνή του αστυνομικού δίπλα του που του παίρνει κατάθεση.

«Μου λέγατε για τον διαρρήκτη. Είδατε το πρόσωπό του;»

«Ε, όχι, ναι, όχι. Δ… δεν το είδα. Με συγχωρείτε, αφαιρέθηκα από αυτήν την τρελή εδώ πέρα».

 Ο αστυνομικός γυρίζει και κοιτάζει την Αλέσσια να φωνάζει. Κουνάει ειρωνικά το κεφάλι και γυρίζοντας στον άντρα λέει:

«Όλοι αδικημένοι είναι σ’ αυτόν τον κόσμο».

 άντρας αφήνει μια υποψία γέλιου και συνεχίζει να παρακολουθεί. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα λέει:

«Αγάπη μου, το βλέπεις;»

 Η γυναίκα που είναι πιο κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της το παιδί, που είναι σε κατάσταση σοκ. Γυρίζει όμως, βλέπει τη σκηνή και προχωράει προς τα εκεί. Το παιδί παραμένει αγκιστρωμένο επάνω της. Βλέποντας την Αλέσσια να είναι σε παραλήρημα μια απορία σχηματίζεται στο πρόσωπό της.

«Τι στον πούτσο;» ακούγεται δίπλα από τον μικρό Κέβιν η αγχωμένη φωνή του Ισορροπιστή.

 




Γιώργος Πουρλιάκας