Έβρισκε τον δρόμο της σαν να ήταν μια διαδρομή που είχε κάνει χιλιάδες φορές και είχε αποτυπωθεί τόσο καλά μέσα στο μυαλό της που τα πόδια της ήξεραν πώς να την οδηγήσουν ακόμα και μέσα στο σκοτάδι.
Ολόγυρα τους άκουγαν τα σουρσίματα των νυχτόβιων ζώων του δάσους, τις ψηλές φωνούλες των εντόμων, και περιστασιακά το τραγούδι μιας κουκουβάγιας ή το γρύλισμα κάποιου θηρευτή που δεν εκτιμούσε την εισβολή στην περιοχή του. Υπό άλλες συνθήκες η Σελίν θα προσπαθούσε να μαντέψει τι είδους πλάσματα παραμόνευαν στις σκιές: πόσο μεγάλα ήταν, πόσο έξυπνα, πόσο αποφασισμένα να τους σκοτώσουν και να δειπνήσουν με το αίμα και τα κόκαλα τους. Όμως παρά τους ήχους οι κάτοικοι του δάσους κρατούσαν αποστάσεις από τους δυο νέους σαν να γνώριζαν πως δεν έπρεπε να μπουν εμπόδιο στο ταξίδι τους.
Έλα σ' εμένα.
Ήταν εξαντλημένη. Περπατούσαν εδώ και ώρες. Οι μύες της έτρεμαν και πονούσαν. Τα πόδια της είχαν βγάλει φουσκάλες μέσα στις δερμάτινες μπότες της από την πολύωρη πεζοπορία που τώρα είχαν σπάσει και έτσουζαν. Από τη μία το μυαλό της της έλεγε να πέσει στο έδαφος και να κοιμηθεί -δεν είχε σημασία που βρισκόταν στη μέση του πουθενά- και από την άλλη να μη σταματήσει μέχρι να φτάσει στον προορισμό της. Όποιος κι αν ήταν αυτός. Έσφιξε τα δόντια της και συνέχισε. Τα βήματα της ήταν ασταθή από την κούραση και την αϋπνία.
«Ας ξεκουραστούμε για λίγο» της έλεγε κάθε φορά που σκόνταφτε πάνω σε ρίζες ή πέτρες που θα μπορούσε εύκολα να έχει αποφύγει. Ήταν κι εκείνος ταλαιπωρημένος, αλλά σε καλύτερη κατάσταση απ' ότι εκείνη. Οι πολύτιμες ώρες ύπνου που είχε νωρίτερα δεν ήταν στοιχειωμένες από εφιάλτες.
«Όχι» ήταν κάθε φορά η απάντηση της.
Ανοιγόκλεισε γρήγορα μερικές φορές τα βλέφαρα της για να αποτινάξει την νύστα από τα μάτια της και συνέχισε. Βρισκόντουσαν κοντά, το ένιωθε.
Κόντευε να ξημερώσει. Τα δέντρα αραίωναν γύρω τους αλλά η αλλαγή ήταν σταδιακή, και μέσα στο σκοτάδι δεν την είχαν αντιληφθεί ώσπου το μαλακό, πλούσιο σε θρεπτικά στοιχεία χώμα έδωσε τη θέση του σε άγονη, πετρώδη γη. Αγκαθωτοί θάμνοι, αγριόχορτα, και σκληρό χορτάρι αντικατέστησαν το πράσινο.
Είχαν φτάσει στο τέλος του δάσους.
Η σκέψη πως το δάσος κάποτε τελείωνε της φαινόταν ασύλληπτη. Το μυαλό της αδυνατούσε να την επεξεργαστεί. Το δάσος των μαγισσών ήταν ένας ολόκληρος κόσμος, αποκομμένος από όλους και από όλα. Οι μάγισσες περνούσαν όλη τους τη ζωή μέσα του χωρίς να το εγκαταλείψουν ποτέ. Γενιές μεγάλωναν και χανόντουσαν χωρίς να έχουν δει τίποτα πέρα από τα δέντρα. Ακόμα και στον θάνατο, τα κόκαλα τους έμεναν θαμμένα για πάντα ανάμεσα στις ρίζες τους. Ήταν το σπίτι πλασμάτων αξιοθαύμαστων και τρομερών, όπως οι νεράιδες, τα ξωτικά, και οι δράκοι. Τώρα που έβλεπε πόσο μικρός ήταν αυτός ο κόσμος στην πραγματικότητα ένιωθε εξαπατημένη.
Το ταξίδι τους διακόπηκε απότομα αφού στην απόσταση μπορούσαν να δουν πως μια λωρίδα εδάφους έλειπε από τη θέση της, σκίζοντας την γη στα δυο. Στεκόταν εκεί, απέραντη και βαθιά, σαν ένα απειλητικό στόμα, μια άβυσσος που περίμενε να τους καταπιεί.
«Και τώρα;» ρώτησε ο Έρικ. Την κοίταξε αναζητώντας καθοδήγηση.
Παρόλο που δεν καταλάβαινε τους λόγους πίσω από την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της είχε επιλέξει να την εμπιστευτεί και να την ακολουθήσει. Αυτή του η εμπιστοσύνη σήμαινε τα πάντα για την Σελίν. Πόσο μακριά είχαν φτάσει από την εποχή που ανάμεσα τους υπήρχαν μονάχα ψέματα και δυσπιστία.
Το φαράγγι απλωνόταν για μίλια στα ανατολικά και τα δυτικά αποκόβοντας τους από την απέναντι άκρη. Προσπάθησε να δει την άκρη του με το βλέμμα της αλλά δεν τα κατάφερε.
«Δεν μπορεί να συνεχίζει για πάντα. Κάποτε θα τελειώνει»
Αλλά αν προσπαθούσαν να κάνουν τον κύκλο και να το παρακάμψουν μπορεί να περνούσαν βδομάδες, ή ακόμα και μήνες μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Οι προμήθειες τους ήταν μετρημένες και δεν κουβαλούσαν αρκετό νερό για ένα τέτοιο ταξίδι. Η γη εδώ ήταν στείρα και δεν μπορούσε να τους προσφέρει φαγητό ή σωστό καταφύγιο. Η καρδιά της βούλιαξε.
«Ίσως συναντήσουμε κάποια γέφυρα αν περπατήσουμε κατά μήκος του» πρότεινε ο Έρικ, κυρίως για να την ενθαρρύνει.
Η Σελίν έσφιξε το χέρι του μέσα στο δικό της για να του δείξε πως εκτιμούσε την προσπάθεια.
«Ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσουμε;» την ρώτησε. «Ανατολικά ή δυτικά;»
Κάτω
Ίσως χάνω το μυαλό μου, σκέφτηκε κουρασμένα η μάγισσα προτού απαντήσει: «Έρικ» είπε διστακτικά. «Νομίζω πως πρέπει να πάμε μέσα στο φαράγγι»
Τα μαύρα φρύδια του έσμιξαν προβληματισμένα .
Αυτό είναι, σκέφτηκε η Σελίν. Θα μου πει ότι είμαι τρελή. Πως αυτά που λέω δεν βγάζουν νόημα και πως αρνείται να συνεχίσει.
Αναρωτήθηκε αν το μετάνιωσε που είχε πετάξει τη ζωή του για χάρη της, την οικογένεια και την πατρίδα του, και αν τώρα ζύγιζε αυτή την απόφαση και έκρινε πως δεν άξιζε.
Αν την άφηνε να συνεχίσει μόνη θα μπορούσε να τον κατηγορήσει αφού ούτε η ίδια δεν γνώριζε τι ήταν αυτό που αναζητούσε; Μάλλον όχι. Αλλά η σκέψη καθόταν βαριά σαν πέτρα μέσα στο στομάχι της.
«Τι είναι μέσα στο φαράγγι;» την ρώτησε.
«Δεν ξέρω»
«Υπάρχει ασφαλής τρόπος για να κατέβουμε;»
«Δεν ξέρω»
«Τι ξέρεις, Σελίν;»
Ήθελε να του δώσει ένα ψήγμα λογικής πίσω από τις ενέργειες της για να κρατηθεί από αυτό. Στην τελική, ο Έρικ ήταν άνθρωπος. Καταλάβαινε την λογική, όχι την μαγεία. Αλλά δυστυχώς δεν είχε κανένα.
Έσπρωξε την εξάντληση στην άκρη και συνέχισε να περπατάει παρά τα βαριά της άκρα, ένα βήμα την φορά, ώσπου έφτασαν στην άκρη του φαραγγιού. Και αυτό που αντίκρισαν τους έκανε τα μάτια τους να γουρλώσουν.
Το αρχαίο ποτάμι που πριν από αιώνες είχε σκάψει τη γη δημιουργώντας το φαράγγι είχε μειωθεί σε μια λεπτή γραμμή που διέσχιζε το κέντρο του. Το νερό αντανακλούσε το φως του φεγγαριού κάνοντας το να μοιάζει με ασημένιο φίδι. Μικρές πέτρινες καλύβες με αχυρένιες σκεπές ήταν χτισμένες γύρω του, προστατευμένες μέσα στην αγκαλιά του γκρεμού.
Κάποιος είχε χτίσει ένα χωριό μέσα σε ένα φαράγγι.
Αλλά αυτό που μαγνήτισε το βλέμμα της Σελίν ήταν το κάστρο που στεκόταν δίπλα τους, κολλημένο στον απέναντι τοίχο του γκρεμού λες και ξεπρόβαλλε από μέσα του. Ήταν σχετικά μικρό, αν και η Σελίν δεν είχε δει πολλά κάστρα στη ζωή της για να τα συγκρίνει. Η πέτρα από την οποία ήταν φτιαγμένο φαινόταν μαύρη στο σκοτάδι και έλαμπε απαλά κάτω από το φως της σελήνης, λεία και ομοιόμορφη σαν καθρέφτης.
Κανείς από τους δυο τους δεν άρθρωσε λέξη, απλά απέμειναν να κοιτάζουν το απρόσμενο θέαμα προσπαθώντας να καταλάβουν αν ήταν αληθινό ή αν η αϋπνία έπαιζε παιχνίδια με το μυαλό τους.
«Ποιος θα έχτιζε ένα χωριό μέσα σε ένα φαράγγι;» αναρωτήθηκε ο Έρικ.
«Κάποιος που θέλει να κρυφτεί» απάντησε η Σελίν.
«Και πως ζουν; Εδώ είναι ξερότοπος» Κλότσησε τα καμένα από τον ήλιο αγριόχορτα με την άκρη της μπότας του. «Ακόμα και τα φυτά πεθαίνουν εδώ»
Μαγεία, ήταν η λέξη που κρεμόταν ανάμεσα τους.
«Δεν βλέπω καπνό να βγαίνει από τις καμινάδες» σχολίασε η Σελίν. «Ούτε ζώα. Εκτός αν κάποια από αυτά τα κτίρια είναι στάβλοι. Λες να είναι εγκαταλελειμμένο;»
«Δεν ξέρω. Είναι δύσκολο να δω από τέτοια απόσταση και μέσα στο σκοτάδι»
«Αν κάποιος κουβάλησε πέτρες, ξύλα και εργάτες για να χτίσει ένα χωριό εκεί κάτω τότε θα υπάρχει τρόπος να κατέβουμε»
Δεξιά
«Έλα» είπε στον Έρικ και έκανε ένα βήμα προς τα δεξιά όπως της υπέδειξε η φωνή. «Από 'δω» Αυτή τη φορά την ακολούθησε χωρίς να την αμφισβητήσει.
Ξαφνικά το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια της. Κάτω από το φως του ήλιου θα είχε δει την ανωμαλία στην υφή του εδάφους, πως αντί για συμπαγή πέτρα πάτησε πάνω σε μια λεπτή στρώση χώματος πάνω από μπλεγμένες ξερές ρίζες που δεν ήταν αρκετά δυνατές για να συγκρατήσουν το βάρος της, αλλά μέσα στο σκοτάδι ήταν αδύνατον. Άκουσε τον Έρικ να φωνάζει το όνομα της και βρέθηκε στο κενό.
Μια τρομοκρατημένη κραυγή πρόλαβε να βγει από τον λαιμό της, που σύντομα μετατράπηκε σε πονεμένο βογκητό καθώς το σώμα της συγκρούστηκε με συμπαγή πέτρα. Η δύναμη από το χτύπημα σάρωσε ολόκληρο το κορμί της, τραντάζοντας τα κόκαλα της.
Η πρώτη της σκέψη ήταν ότι ο θάνατος θα έπρεπε να πονάει περισσότερο. Η δεύτερη ήταν ότι η πτώση της δεν κράτησε όσο περίμενε.
«Σελίν!» άκουσε τον Έρικ να την φωνάζει.
Σηκώθηκε στα πόδια της μορφάζοντας. Κοίταξε ψηλά, την τρύπα που αποτελούσε το σημείο που είχε πατήσει προηγουμένως. Θα πρέπει να ήταν δυο με δυόμισι μέτρα ύψος.
«Είμαι καλά» του φώναζε.
Τίναξε το χώμα από τις γρατζουνισμένες παλάμες της. Σίγουρα θα ήταν γεμάτη μελανιές την επόμενη μέρα.
«Έρχομαι. Μην κουνηθείς» είπε ο Έρικ. Άρχισε να κατεβαίνει με γρήγορες, αλλά προσεχτικές κινήσεις, πιάνοντας τις ρίζες στα αριστερά και τα δεξιά του για να κρατήσει την ισορροπία του. «Είσαι καλά;»
«Ναι» Έκανε μια γκριμάτσα. «Αν και εύχομαι να είχε σκεφτεί τον δικό σου τρόπο για να κατέβω»
Έπιασε απαλά το πρόσωπο της και την κοίταξέ από πάνω ως κάτω, η ματιά του έντονη και εξεταστική. «Τίποτα σπασμένο;»
«Μόνο γδαρσίματα και μελανιές» Το άγγιγμα του βοήθησε να ηρεμίσει την καρδιά της που βροντοχτυπούσε κόντρα στο στέρνο τη λες και περίμενε έπεφτε ακόμα.
Την τράβηξε στην αγκαλιά του και την απομάκρυνε από την άκρη του γκρεμού. Η απότομη κίνηση έστειλε νέα κύματα πόνου στο ταλαιπωρημένο σώμα της αλλά δεν παραπονέθηκε.
«Μη το ξανακάνεις αυτό» είπε μέσα στα μαλλιά της, κρατώντας την σφιχτά πάνω στο σώμα του. «Η καρδιά μου κόντεψε να σταματήσει όταν η γη άνοιξε και εξαφανίστηκες μπροστά στα μάτια μου»
«Αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, σου δίνω τον λόγο μου ότι δεν σκοπεύω να ξαναπέσω από γκρεμούς» γέλασε πονεμένα.
«Με κάνει να νιώθω καλύτερα» της απάντησε. «Νομίζω. Ένα μονοπάτι»
Τι; «Τι;» είπε δυνατά.
«Ένα μονοπάτι» επανέλαβε, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της. «Κοίτα»
Η Σελίν γύρισε για να δει για πιο πράγμα μιλούσε.
Μια λωρίδα κατηφόριζε στην πλαγιά, αρκετά φαρδιά για να περπατήσουν πάνω της δυο άτομα ενώ στέκονται δίπλα δίπλα. Το μονοπάτι ήταν κακοτράχαλο και με στροφές, και σε ορισμένα σημεία έπαιρνε απότομη κλίση. Αλλά αν το κατέβαιναν με προσοχή θα τους οδηγούσε στη βάση του φαραγγιού και στο μυστηριώδες χωριό.
«Έλα» είπε ενθουσιασμένη. Έπιασε το χέρι του Έρικ και τον τράβηξε προς το μονοπάτι. Ένας παλλόμενος πόνος σάρωνε το κορμί της με κάθε βήμα αλλά τον αγνόησε. Ελπίδα άνθισε μέσα της, γλυκιά και εύθραυστη σαν τα πέταλα ενός μπουμπουκιού. Για πρώτη φορά απόψε ένιωθε πως αυτή η αναζήτηση τους οδηγούσε κάπου.
Η ανατριχιαστική σιωπή παλλόταν γύρω τους σαν ζωντανό πλάσμα.
Το χωριό έδειχνε άδειο. Τα σπίτια ήταν σε καλή κατάσταση δίχως σημάδια εγκατάλειψης όπως σπασμένα παράθυρα ή γκρεμισμένες σκεπές αλλά δεν υπήρχαν σημάδια ζωής για να τα γεμίσουν λες και οι κάτοικοι τους τα είχαν εγκαταλείψει βιαστικά προτού οι δυο νέοι φτάσουν στο χωριό τους.
Ή μπορεί και να παραμόνευαν κάπου κοντά.
«Δεν μου αρέσει αυτό το μέρος» μουρμούρισε χαμηλόφωνα ο Έρικ. Το δεξί του χέρι κρατούσε γερά το ξίφος του και κάθε σπιθαμή του κορμιού του βρισκόταν σε επιφυλακή, κάθε μυς έτοιμος να αναλάβει δράση. Το κοφτερό βλέμμα του κυνηγού παρατηρούσε τα πάντα, ψάχνοντας για πλάσματα που ίσως να κρύβονταν στις σκιές.
Προς το παρών, το μόνο που είχαν συναντήσει ήταν τα ενοχλητικά κουνούπια που πετούσαν γύρω από τα κεφάλια τους.
Η Σελίν ένιωθε την μαγεία που είχε ποτίσει αυτόν τον τόπο, κάθε πέτρα και κάθε χορταράκι. Δεν έμοιαζε με τίποτα απ' όσα είχε νιώσει ως τώρα. Ήταν αρχαία και έντονη, σκοτεινή και σαγηνευτική.
Διέσχισαν το χωριό- φάντασμα και κατευθύνθηκαν προς το κάστρο. Ήταν αρκετούς ορόφους ψηλό, με τρεις στρογγυλούς πύργους που έφταναν σχεδόν μέχρι το χείλος του φαραγγιού. Η πέτρα από την οποία ήταν φτιαγμένο ήταν όσο λεία και γυαλιστερή που ήταν αδύνατον να σκαρφαλώσεις πάνω της αφού δεν υπήρχαν εσοχές ή ραγίσματα για να κρατηθείς. Ήταν λες και ολόκληρο το κάστρο ήταν σκαλισμένο από ένα τεράστιο κομμάτι γρανίτη. Μια ημικυκλική βεράντα κρεμόταν πάνω από την αψιδωτή είσοδο. Αγάλματα με μορφές ανάμεσα σε άνθρωπο και ζώο ήταν τοποθετημένα ανάμεσα στα σκοτεινά παράθυρα με τα σιδερένια διακοσμητικά σαν φρουροί. Το απαλό φως της νέας αυγής που άρχιζε να ανθίζει δειλά στον ορίζοντα δεν είχε φτάσει ακόμα στον πάτο του φαραγγιού τυλίγοντας τα στις σκιές και αφήνοντας τη φαντασία τους να πλάθει δαίμονες που τους παρακολουθούσαν.
Το κάστρο δεν είχε τάφρο, παχιά τείχη με πολεμίστρες, ή σιδερένιο καταρράκτη στην πύλη. Ήταν ένα κομψό κτίριο κι όχι ένα φρούριο που ήταν φτιαγμένο για να αντέξει σε μια επίθεση. Σου έδινε την εντύπωση πως ένας καταπέλτης και μερικοί βράχοι θα μπορούσαν να το κάνουν κομμάτια. Αλλά η Σελίν αμφέβαλλε ότι θα κατάφερναν έστω και να το γρατζουνίσουν. Η μαγεία που το περιέβαλε ήταν ισχυρή. Της έφερνε στο μυαλό μια βασίλισσα, λεπτή και ντελικάτη, δίχως φυσική δύναμη αλλά με εξουσία που δεν μπορούσε να συναγωνιστεί κανείς.
Κάποιος είχε φυτέψει τριανταφυλλιές δίπλα στα τείχη. Τα αγκαθωτά κλίματα σκαρφάλωναν πάνω στην λεία πέτρα. Ήταν τα πιο όμορφα λουλούδια που είχε δει ποτέ στη ζωή της, ολάνθιστα τριαντάφυλλα χωρίς ούτε ένα μαραμένο πέταλο. Το έντονο χρώμα τους ξεχώριζε μέσα στη νύχτα, βαθύ κόκκινο σαν το αίμα. Ακόμα και από την απόσταση που βρισκόντουσαν το γλυκό τους άρωμα την τύλιγε προσκαλώντας την να πλησιάσει. Ήθελε να τα αγγίξει, να νιώσει την βελούδινη υφή των πετάλων ανάμεσα στα δάχτυλα της.
«Είναι πανέμορφα» Δεν σκόπευε να μιλήσει δυνατά αλλά η ανάγκη να εκφράσει τον θαυμασμό της την κατέκλυσε.
«Κοίτα τις ρίζες» της είπε ο Έρικ με εμφανώς λιγότερο ενθουσιασμό.
Το χώμα γύρω από τις τριανταφυλλιές ήταν σπαρμένο με ασπριδερά χαλίκια ποικίλων σχημάτων και μεγεθών. Η Σελίν στένεψε τα θολά από την κούραση μάτια της και εστίασε το βλέμμα της πάνω τους.
Δεν ήταν χαλίκια. Ήταν κόκαλα.
Και όχι μόνο. Μικρά ζώα κείτονταν άψυχα ανάμεσα στα λουλούδια. Λαγοί με μαδημένη γούνα, σκίουροι, κοράκια με τσακισμένα φτερά, ακόμα και μια κοκκινότριχη αλεπού, όλα σε διαφορετικά στάδια αποσύνθεσης. Τα χαντρένια μάτια τους -όσα είχαν ακόμα μάτια- έδιναν την εντύπωση ότι κοιτούσαν το κάστρο.
Η ενέργεια στην ατμόσφαιρα άλλαξε. Ανατριχίλες διέτρεξαν το δέρμα της κάνοντας τις τρίχες στα χέρια της να σηκωθούν όρθιες λες και την είχε αγγίξει κάτι κρύο και γλοιώδες.
«Τι στην ευχή είναι αυτό;» αναφώνησε ο Έρικ και το ελεύθερο χέρι του τράβηξε το ογκώδες κυνηγετικό μαχαίρι που κρεμόταν από τη ζώνη του.
Γύρω στα δέκα μέτρα μακριά τους στεκόταν μια σκοτεινή φιγούρα. Και ήταν ακριβώς αυτό, μια φιγούρα που ξεχώριζε μέσα στη νύχτα επειδή το μαύρο που την αποτελούσε ήταν πιο μαύρο από το σκοτάδι, σαν να το κατάπινε και να άφηνε πίσω της μόνο κενό. Τα χαρακτηριστικά της ήταν ασαφή αφού ήταν καλυμμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια με ένα πέπλο. Το ύφασμα κυμάτιζε γύρω από την μορφή παρά την άπνοια, αποκαλύπτοντας τρύπες και σκισίματα. Η κίνηση του ήταν αργή και περίεργη, σαν να βρισκόταν μέσα σε νερό.
Ο Έρικ σιγομουρμούρισε μια προσευχή δίπλα της και η Σελίν αναρωτήθηκε αν ήταν καλή στιγμή για να τον ενημερώσει πως αυτό δεν θα είχε αποτέλεσμα ενάντια σε ένα φάντασμα. Τα πνεύματα δεν νοιαζόντουσαν για προσευχές και για Θεούς.
Κάποια παρέμεναν σε αυτόν τον κόσμο επειδή η μαύρη μαγεία που έρεε σε συγκεκριμένους τόπους τα κρατούσε φυλακισμένα εκεί. Άλλες ψυχές στοίχειωναν τον τόπο που είχαν δολοφονηθεί βάναυσα, υπερβολικά βασανισμένα για βρουν γαλήνη και να προχωρήσουν. Όμως υπήρχαν κι άλλα, κακόβουλα πνεύματα που αρνούνταν να περάσουν το πέπλο ανάμεσα στους κόσμους και προσπαθούσαν να επιστρέψουν στη ζωή. Και ο μόνος τρόπος να το κάνουν ήταν να πάρουν τον έλεγχο του σώματος κάποιου ζωντανού, αφού τα δικά τους σώματα είχαν καταστραφεί.
Ευτυχώς για την Σελίν και τον Έρικ, η μόνη στιγμή που ένα φάντασμα μπορούσε να καταλάβει το σώμα ενός ζωντανού ήταν τα μεσάνυχτα, όταν το πέπλο ήταν πιο λεπτό. Και αυτή η ευκαιρία είχε χαθεί εδώ και ώρες οπότε δεν διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο από το πνεύμα. Αλλά η αφύσικη παρουσία του τους διατάρασσε, κάνοντας τους νευρικούς.
«Τι λες να θέλει;» την ρώτησε ο Έρικ, χωρίς να παίρνει την προσοχή του από το πλάσμα.
«Που θες να ξέρω;»
«Εσύ είσαι αυτή που ακολούθησε μια φωνή και μας οδήγησε εδώ. Κι αν είναι παγίδα από αυτό το πράγμα;»
Όχι, δεν ήταν το φάντασμα. Η παγωμένη ενέργεια του δεν ταίριαζε με αυτή που είχε νιώσει. Το πνεύμα απλά στεκόταν εκεί χωρίς να κάνει τίποτα. Σαν να περίμενε να κάνουν εκείνοι κάτι ή σαν να ήθελε να τους μιλήσει. Αλλά τα φαντάσματα δεν είχαν φωνή.
Η πόρτα του κάστρου άνοιξε με ένα απαλό τρίξιμο, τραβώντας την προσοχή τους.
Ο Έρικ κοίταξε μια τις ανοιχτές πύλες και μια το φάντασμα. «Μέσα στο ανατριχιαστικό κάστρο ή έξω με αυτό το πράγμα;»
Το πνεύμα συνέχισε να στέκει στην ίδια θέση με μονάχα το κουρελιασμένο πέπλο του να σαλεύει.
«Μέσα» απάντησε η Σελίν. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που τους είχε οδηγήσει σε αυτόν τον τόπο ήταν ξεκάθαρο πως ήθελε να μπουν μέσα στο κάστρο. Είχαν φτάσει πολύ μακριά για να κάνουν πίσω τώρα.
Ανέβηκαν τα μαρμάρινα σκαλοπάτια χωρίς να παίρνουν την προσοχή τους από το πνεύμα και γλίστρησαν μέσα από το άνοιγμα της βαριάς δίφυλλης πόρτας. Μόλις βρέθηκαν στο εσωτερικό η πόρτα έκλεισε ξανά με έναν δυνατό γδούπο, παγιδεύοντας τους μέσα.
«Ίσως αυτή να μην ήταν η πιο σοφή ιδέα» μονολόγησε ο Έρικ.
«Προτιμούσες να μείνεις έξω με το πνεύμα;» τον ρώτησε.
«Ξέρω να αναγνωρίζω έναν θηρευτή όταν το βλέπω και εκείνο το... πράγμα δεν ήταν. Απλά στεκόταν εκεί. Αν ήθελε να μας επιτεθεί θα το είχε κάνει. Ποιος ξέρει αν τώρα κλειδωθήκαμε με κάτι χειρότερο;»
Είχε δίκιο, η απόφαση τους να μπουν μέσα στο κάστρο χωρίς να ελέγξουν πρώτα αν ήταν ασφαλές ήταν απερίσκεπτη και ανόητη. Θα μπορούσε να είναι παγίδα. Αλλά η Σελίν δεν αισθανόταν φόβο ή απειλή, το προαίσθημα που την καθοδηγούσε όλο το βράδυ της έλεγε πως αυτό το μέρος ήταν ακριβώς εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται.
Κοίταξε γύρω. Ελάχιστο φως έμπαινε μέσα από τα αψιδωτά παράθυρα που δεν ήταν αρκετά δυνατό για να σπάσει το πηχτό σκοτάδι του δωματίου.
«Άναψε»
Μικρές φλόγες ξεπετάχτηκαν από τα φιτίλια των κεριών που ήταν στερεωμένα στους ξύλινους πολυελαίους που κρεμόντουσαν από την ψηλοτάβανη οροφή. Τα περισσότερα ήταν καμένα μέχρι τη βάση. Απαλές πορτοκαλί σκιές φώτισαν διακριτικά την αίθουσα.
Δεν ήξερε τι περίμενε να δει. Πυκνούς λευκούς ιστούς, παχιά γκρίζα σκόνη, και σπασμένα τζάμια. Αντ’ αυτού αντίκρισε πολυθρόνες με βελούδινες ταπετσαρίες και σκαλιστές ράχες, καθρέφτες με χρυσές κορνίζες, και ασημένια κηροπήγια. Πως είχαν βρεθεί εδώ όλα αυτά τα αντικείμενα, αναρωτήθηκε. Οι πλάκες στο πάτωμα ήταν τοποθετημένες σε ένα μοτίβο που θύμιζε ψαροκόκαλο, καλυμμένες με πολυτελή χαλιά. Ολόγυρα τους στους τοίχους υπήρχαν πόρτες, όλες κλειστές. Μια πελώρια σκάλα που χωριζόταν σε δυο κατευθύνσεις δέσποζε στην απέναντι πλευρά της αίθουσας.
Δυο γυναικεία αγάλματα στεκόντουσαν σαν φρουροί στη βάση της. Τα πέτρινα πρόσωπα τους ήταν λαξεμένα σε εκφράσεις τρόμου, λες και παρακολουθούσαν μια ανείπωτη φρίκη να διαδραματίζεται μπροστά τους. Η μια έμοιαζε απαίσια πολύ στην Ίρια, την κόρη του φούρναρη της Σύναξης που είχε επιλεγεί για τις Θυσίες πριν από τρία χρόνια.
Απαλά βήματα τους έκαναν να σηκώσουν τα κεφάλια τους.
Μια ψηλόλιγνη γυναίκα εμφανίστηκε στη κορυφή της σκάλας. Ήταν το πρώτο –ζωντανό- πλάσμα που αντίκριζαν από την ώρα που πάτησαν στο φαράγγι.
Τα μάτια της μυστηριώδους γυναίκας καρφώθηκαν πάνω στη Σελίν και ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της, αποκαλύπτοντας ολόλευκα δόντια.
«Ήρθες σε ΄μένα» είπε, και η Σελίν αναγνώρισε αμέσως την φωνή μέσα στο κεφάλι της. Όχι τον ήχο, αφού ποτέ της δεν κατάφερε να ξεχωρίσει φύλο ή χροιά, αλλά την αίσθηση που της προκαλούσε. Η φωνή αυτής της γυναίκας ήταν απαλή και μελωδική σαν νανούρισμα.
«Ποια είσαι;» την ρώτησε μπερδεμένη. «Γιατί με έφερες εδώ;»
«Επειδή ήθελα να σε γνωρίσω» Μπλε μετάξι, σκούρο και γυαλιστερό σαν την νύχτα, σερνόταν πίσω από τα πόδια της καθώς κατέβαινε τα σκαλιά. «Χρόνια ολόκληρα περίμενα για να σε γνωρίσω»
Χαλαρές καστανές μπούκλες αναπηδούσαν με κάθε βήμα στην πλάτη της που ήταν τόσο ίσια λες και κάποιος είχε καρφώσει μια βέργα στη σπονδυλική της στήλη. Το δέρμα της ήταν χλωμό σαν φρέσκια κρέμα, τα χαρακτηριστικά της λεία και αψεγάδιαστα. Έδειχνε νέα... αλλά και μεγάλη ταυτόχρονα. Το παρουσιαστικό της ήταν αυτό μιας νέας γυναίκας στην ακμή της αλλά η ενέργεια που εξέπεμπε ήταν ανάλογη ενός ατόμου με πολύ μεγαλύτερη ηλικία.
«Ποια είσαι;» ρώτησε ξανά.
Το βλέμμα της ήταν τρομαχτικό, έντονο και συγκεντρωμένο λες και μπορούσε να δει βαθιά μέσα στην ψυχή της και να ξεγυμνώσει τα μυστικά της. Την κοίταζε σαν να περίμενε κάτι από εκείνη, σαν να γνώριζε κάτι σημαντικό που εκείνη αγνοούσε, αλλά η νεαρή μάγισσα δεν ήξερε τι.
«Ξέρεις ποια είμαι»
Τα μάτια της παρέμειναν καρφωμένα πάνω της. Μάτια αρπακτικού.
Και τότε το κατάλαβε.
«Είσαι η Μπαστιάνα»
Τόσες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της: Φόβος επειδή βρισκόταν μπροστά στη γυναίκα που τρομοκρατούσε το χωριό της εδώ και δεκαετίες. Σύγχυση. Γιατί να στήσει αυτή τη παγίδα ώστε να την οδηγήσει στην επικράτεια της; Ήταν οργισμένη επειδή ο Άιζακ καθυστερούσε τις Θυσίες και αποφάσισε να τον εκδικηθεί παίρνοντας την θετή του κόρη ή απλά είχε αισθανθεί την παρουσία μιας μάγισσας και αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί; Αγωνία για την ζωή της και τη ζωή του Έρικ.
Αλλά αυτό που κυριάρχησε μέσα της ήταν ο θυμός. «Είσαι η σκύλα που σκοτώνει τους ανθρώπους μου»
Η μάγισσα γέλασε λες και η Σελίν είχε πει κάτι αστείο. Ήταν πραγματικά υπέροχος ήχος. Η φωνή της είχε αυτή την γλυκιά χροιά που ήταν φτιαγμένη για να τραγουδάει τραγούδια ή να λέει ιστορίες. Δεν ταίριαζε στο φριχτό πλάσμα που την είχε.
«Βλέπω ότι έχεις πάρει τον χαρακτήρα της μητέρας σου» της είπε και κατέβηκε το τελευταίο σκαλί. «Αυτό είναι καλό. Φοβόμουν μήπως είχες μοιάσει στον πατέρα σου»
Προχώρησε προς το μέρος της με αργά βήματα, σαν να είχε όλο τον χρόνο του κόσμου. Και πράγματι δεν υπήρχε λόγος για βιασύνες. Βρισκόντουσαν στην επικράτεια της, παγιδευμένοι μέσα στο κάστρο της, σαν ποντίκια μέσα σε μια φάκα. Μπορούσε να τους κάνει ό,τι ήθελε, όποτε ήθελε.
Θα έπρεπε να της επιτεθεί και να πάρει εκδίκηση για όλες τις χαμένες μάγισσες που είχαν βρει τραγικό τέλος στα χέρια της. Γι΄ αυτό υπήρχαν φαντάσματα στην αυλή της. Κάποιο από τα δύσμοιρα θύματα της είχε προσπαθήσει να τους προειδοποιήσει αλλά εκείνοι δεν είχαν ακούσει.
Τώρα η Μπαστιάνα βρισκόταν κοντά, πολύ κοντά. Από αυτή την απόσταση μπορούσε να δει πόσο αδύνατη ήταν στην πραγματικότητα. Το φόρεμα της άφηνε τους ώμους της γυμνούς και οι εκτεθειμένες κλείδες της εξείχαν. Μπορούσε να διακρίνει τις σκιές από τα οστά στο στέρνο της. Έπρεπε να πάρει το κυνηγετικό μαχαίρι από το χέρι του Έρικ και να στοχεύσει εκεί. Να σπρώξει την λεπίδα μέσα από δέρμα και κόκαλο μέχρι να φτάσει στη μαύρη καρδιά της. Αν χρησιμοποιούσε σωστά της κινήσεις της ίσως να κατάφερνε να την σκοτώσει. Ή έστω, να κερδίσει αρκετό χρόνο στον Έρικ για να ξεφύγει. Αυτή η γυναίκα είχε σκοτώσει δεκάδες μάγισσες, τι θα έκανε σε έναν άνθρωπο;
Ήξερε καλά πως αν προσπαθούσε να την πολεμήσει οι πιθανότητες να καταλήξει σαν εκείνες τις μάγισσες ήταν αποκαρδιωτικά μεγάλες. Αλλά θα το έκανε αν αυτό θα εξασφάλιζε ότι ο Έρικ θα ζούσε.
Η Μπαστιάνα σταμάτησε λίγα βήματα μακριά της. Τώρα ήταν η στιγμή να δράσει.
Όμως κάτι την κράτησε καθηλωμένη στη θέση της. Υπήρχε κάτι πάνω της που η Σελίν δυσκολευόταν να προσδιορίσει. Ένα περίεργο προαίσθημα, λες και τα μάτια της είχαν δει κάτι που το μυαλό της δεν είχε επεξεργαστεί ακόμα όμως ήξερε πως ήταν εκεί.
Η Μπαστιάνα άπλωσε το χέρι της προς το πρόσωπο της Σελίν. Το μακρύ μανίκι του φορέματος της έπεσε προς τα πίσω αποκαλύπτοντας ζαρωμένο δέρμα διάστικτο με καφετί σημάδια. Τα δάχτυλα της ήταν μακριά και λεπτά σαν κλαράκια.
«Όλη αυτή η αναμονή και επιτέλους ήρθες σε εμένα» Οι λέξεις έβγαιναν μέσα από χείλη με περίεργα οικείο σχήμα. Που είχε ξαναδεί τέτοια χείλη;
Στον καθρέφτη
Έσπρωξε μια καστανή τούφα μακριά από το πρόσωπο της Σελίν για να την κοιτάξει καλύτερα. Η κίνηση ήταν απαλή σαν φτερό, σχεδόν στοργική.
«Και είσαι πανέμορφη. Όχι πως περίμενα κάτι λιγότερο» Τα σκούρα μπλε μάτια της γυάλιζαν από χαρά. «Τίποτα λιγότερο από την κόρη μου».
Φαίη