Τα Χρώματα του Ήχου της Έλενας Τέφα

Το προηγούμενο βράδυ η Εβίτα είχε κοιμηθεί γαλήνια, με τη γνώση ότι το επόμενο πρωί θα έπαιρνε επιτέλους εξιτήριο από το νοσοκομείο. Θα σηκωνόταν, θα μάζευε τα πράγματά της και θα επέστρεφε σπίτι της, για να μάθει τον νέο της τρόπο ζωής. Όταν όμως το τριπλό χτύπημα δαχτύλων στην πόρτα του δωματίου της προκάλεσε και μια τριπλή πορτοκαλί έκρηξη στο πεδίο όρασής της, τινάχτηκε ολόκληρη και έμεινε παγωμένη στο κρεβάτι, σαν στήλη άλατος. Γιατί απλώς ήταν αδύνατον· ο κόσμος της πλέον έπρεπε να είναι σκοτεινός.

Στις δώδεκα του μηνός, το αυτοκίνητο της Εβίτας βγήκε εκτός πορείας και συγκρούστηκε με άλλο από το αντίθετο ρεύμα. Αποτέλεσμα ήταν η σοβαρή βλάβη των οπτικών της νεύρων και, συνεπώς, η απώλεια της όρασής της, που οι γιατροί είκαζαν πως θα είναι μόνιμη. Αιτία της ανεξέλεγκτης πορείας του αυτοκινήτου ήταν ο δεκάχρονος Ερμής, το παιδί που πρόσεχε τη μέρα εκείνη και οδηγούσε μέχρι τον γιατρό, όπου δεν ήθελε με τίποτα να πάει. Ο Ερμής σκοτώθηκε ακαριαία.

Τα γεγονότα αυτά έκαναν την εμφάνιση αυτή του χρώματος παράλογη. Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα, αντικρύζοντας το απόλυτο σκοτάδι που πλέον θα έπρεπε να της γίνει γνώριμο. Κανένα χρώμα. Σκέφτηκε πως ίσως το φαντάστηκε ή το ονειρεύτηκε —είχε ακούσει για τυφλούς που βλέπουν με χρώμα στον ύπνο τους— και προσπάθησε να επιβραδύνει τους χτύπους της καρδιάς της.


«Εβίτα, ξύπνησες;» ακούστηκε η γνώριμη φωνή της αδελφής της πίσω από την πόρτα και το αίμα της Εβίτας πάγωσε, όταν είδε ξανά πορτοκαλί καθώς και αποχρώσεις μπλε να εμφανίζονται στο μαύρο φόντο των ορθάνοιχτων ματιών της με κάθε συλλαβή που άκουγε. Πώς είναι δυνατόν;

«Σήκω και μάζεψε τα πράγματά σου, να υπογράψουμε να φύγουμε. Εγώ πάω να μας φέρω καφέ, έρχομαι σε κάνα τέταρτο να σε πάρω».

Καθώς οι λέξεις συνέχιζαν, το πορτοκαλί σχεδόν εξαφανίστηκε και γαλάζια κύματα και σχηματισμοί ξεπηδούσαν με τον ήχο της φωνής της. Η Εβίτα δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να χαρεί ή να τρομοκρατηθεί.

Άκουσε τα βήματα της Χάνα να απομακρύνονται στον διάδρομο και μαζί τους οποιοδήποτε χρώμα έσβησε. Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι και πάτησε στο κρύο πλακάκι, ψηλαφίζοντας τον χώρο ώστε να φτάσει στο παράθυρο, άνοιξε τα τζάμια και άφησε τον δροσερό αέρα να χαϊδέψει κάθε εκατοστό του κορμιού της, να καθαρίσει κάθε σκέψη της, με την ελπίδα ότι έτσι θα μπορέσει να συνέλθει. Όμως το γλυκό κελάηδημα των πουλιών στα κοντινά δέντρα, το θρόισμα των φύλλων και ένα μακρινό γάβγισμα σκύλου που παρέσυρε ο άνεμος μέχρι τα αυτιά της προκάλεσαν δέσμες κίτρινου και γαλάζιου στο σκοτεινό φόντο, ξανά. Δεν ήταν όνειρο ή ψευδαίσθηση, ήταν πραγματικότητα. Ίσως ο οργανισμός της προσπαθούσε να εξισορροπήσει την έλλειψη της όρασης με τη διασταύρωσή της με άλλες αισθήσεις. Βέβαια, το χρώμα δε φάνταζε πραγματικό, δεν το έβλεπε στα αντικείμενα και στον χώρο. Δεν το έβλεπε πραγματικά· το άκουγε.

Ένα πολλαπλό χτύπημα από πίσω της, που αντήχησε πορτοκαλί στην όρασή της, την έκανε να τιναχτεί. Στράφηκε προς εκεί και βημάτισε αργά στο δωμάτιο να το εντοπίσει. Όσο το πλησίαζε, τόσο η πορτοκαλί λάμψη μεγάλωνε, και τώρα κοκκίνιζε περισσότερο. Έφτασε στην άλλη άκρη του δωματίου, εκεί όπου βρισκόταν η ντουλάπα και τα πράγματά της, ψάχνοντας με τα δάχτυλά της να βρει τη ρίζα του ήχου. Το τρίξιμο που συνόδευε μερικά από τα χτυπήματα φαινόταν να προέρχεται από τη ντουλάπα, και έτσι έβαλε την παλάμη της μπροστά, για να πιάσει το φύλλο που μάλλον δεν είχε κλείσει καλά. Όταν επιτέλους το ένιωσε να χτυπάει στο δέρμα της, ο καθησυχασμός κύλησε στο σώμα της σαν δροσερό νερό, και οι κόκκινες αποχρώσεις στο πεδίο όρασής της ψύχραναν σε μπλε. Έκλεισε το φύλλο με δύναμη και άδειασε τα πνευμόνια της με μια μεγάλη ανάσα.

Ήταν έτοιμη να απομακρυνθεί, όταν ο ήχος ακούστηκε ξανά και εκτόξευσε πορτοκαλί μπροστά της. Θα πρέπει να μην κλείνει καλά και να κοπανάει από τον αέρα, σκέφτηκε, και έκανε να το κλείσει πάλι, όμως όταν η παλάμη της συνάντησε ξανά την ξύλινη επιφάνεια, τη βρήκε απόλυτα στέρεη. Το χτύπημα και το τρίξιμο ακούγονταν ακόμη. Άπλωσε και το άλλο της χέρι, σε περίπτωση που ήταν το άλλο φύλλο το προβληματικό, όμως και εκείνο ήταν ακίνητο, ερμητικά κλειστό.

Η Εβίτα έκανε ένα βήμα πίσω, σε μια προσπάθεια να συγκεντρωθεί για να εντοπίσει την προέλευση του ενοχλητικού ήχου, που μόνο εντονότερος γινόταν. Βημάτισε λίγο ακόμη στον χώρο, κινήθηκε σε κάθε κατεύθυνση, όμως αυτή τη φορά η ένταση δεν άλλαζε καθώς μετακινούταν. Ήταν σταθερή, φαινομενικά χωρίς προέλευση, γινόταν δυνατότερη και πολλαπλασιαζόταν τόσο που η Εβίτα ένιωθε ότι το κεφάλι της θα εκραγεί. Οι πορτοκαλί σχηματισμοί γίνονταν όλο και πιο κόκκινοι, σαν πυρκαγιά σε δάσος που ρημάζει τα πάντα στο πέρασμά της, καθώς ο θόρυβος πλέον ήταν εκκωφαντικός, σαν όλες οι πόρτες του νοσοκομείου να είχαν ζωντανέψει και να βρυχώνταν σε μια παράτονη συμφωνία. Η Εβίτα έπεσε στο πάτωμα, κλείνοντας τα αυτιά με τα χέρια της, όμως δίχως αποτέλεσμα, καθώς οι φωτιές πορτοκαλί και κόκκινου κάλυψαν το μαύρο φόντο της και τώρα φάνταζαν να καίνε τα μάτια της, χωρίς τα δάκρυα που τα πλημμύριζαν να μπορούν να τις σβήσουν. Και ξαφνικά, σιωπή...

Το χτύπημα του ξύλου που προσέκρουσε σαν πελώριο τέρας στα τύμπανά της είχε εξαφανιστεί. Οι πυρκαγιές στα μάτια της είχαν σβήσει και πλέον ένιωθε τα ρυάκια δακρύων να της δροσίζουν το πρόσωπο, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Το μόνο που άκουγε ήταν οι δικοί της λυγμοί, φωνές που είχε πνίξει μέσα στον τρόμο της.

«Γεια σου, Εβίτα».

Μια αυθόρμητη κραυγή ξέφυγε από το στόμα της στο ξαφνικό άκουσμα μιας λεπτής, παιδικής φωνής. Η πόρτα δεν είχε ανοίξει και μόλις πριν λίγα λεπτά είχε περπατήσει όλο το δωμάτιο, ήταν βέβαιη πως δεν βρισκόταν κανείς άλλος εκεί μέσα. Όμως η φωνή αυτή ήταν γνώριμη. Ήταν η τελευταία φωνή που άκουσε πριν…

«Ερμή;» ψέλλισε διστακτικά, και φαντάστηκε πως θα πρέπει να μοιάζει με τρελή. Ο Ερμής ήταν νεκρός. Είχε πεθάνει στο ατύχημα, όταν άρπαξε το χέρι της Εβίτας που κρατούσε το τιμόνι για να την αναγκάσει να αλλάξει πορεία, επειδή δεν ήθελε να τον πάει στο ραντεβού του στον γιατρό όπου θα έκανε εξέταση για… Για τα χρώματα που έλεγε ότι ακούει...

«Ερμή, πώς είσαι εδώ;» έκανε να ρωτήσει, έπειτα όμως κούνησε το κεφάλι. Θα πρέπει να ήταν απλά κάποιο τρελό παιχνίδι του μυαλού της, κάποια παρενέργεια από τα φάρμακα που παίρνει, κάποια σκέψη των ενοχών στο μυαλό της—

«Σου είπα ότι δεν είμαι τρελός».

Η Εβίτα τινάχτηκε όταν η φωνή ακούστηκε ξανά. Όπως και τα χρώματα, δεν υπήρχε πράγματι. Την άκουγε στο μυαλό της.

«Η μαμά δεν με άκουσε, ήλπιζα εσύ να το έκανες. Όλα θα ήταν μια χαρά τώρα».

Προς το παρόν, η φωνή του Ερμή δεν εμφάνιζε κάποιο χρώμα μπροστά της. Το έλεγχε εκείνος;

«Πώς είσαι εδώ, Ερμή;»

«Σου έδειξα πώς είναι ο κόσμος για μένα. Έχει τόσο χρώμα, Εβίτα! Όμως αυτό πολλές φορές είναι τρομαχτικό. Ο κόσμος φαντάζει πιο επικίνδυνος.»

Οι τελευταίες λέξεις φάνηκαν να σβήνουν σαν ηχώ μέσα στον ψιλό τόνο της φωνής του. Όση ώρα μιλούσε, η Εβίτα δεν είχε δει κανένα άλλο χρώμα, και δεν ήταν σίγουρη αν αυτό ήταν θετικό για εκείνη. Η σιωπή συνεχίστηκε, ώσπου το κελάηδημα που άκουσε πριν στο παράθυρο αυξήθηκε σε ένταση, σαν να βρισκόταν ακριβώς δίπλα της. Αμέσως κίτρινες δέσμες χρώματος πλημμύρισαν το μαύρο της όρασής της, κίτρινο εντονότερο και από τα πέταλα του ηλιοτροπίου, και πολλαπλασιάστηκαν, καθώς η Εβίτα στηρίχθηκε από το κρεβάτι και τα συρτάρια δίπλα της όπου είχε καταρρεύσει για να πλησιάσει ξανά το παράθυρο.

«Το κίτρινο είναι το αγαπημένο μου χρώμα», ακούστηκε ξανά η λεπτή φωνή του Ερμή, καθώς η Εβίτα βρέθηκε να νιώθει ξανά τον άνεμο στα μαλλιά της και τη σκόνη του περβαζιού στα δάχτυλά της. «Γιατί βλέπω κίτρινο στους ήχους που με κάνουν χαρούμενο, όπως τον ήχο που κάνει το κίτρινο φορτηγό μου, το αγαπημένο μου παιχνίδι. Το τραγούδι του αγαπημένου μου καρτούν, οι φωνές των φίλων μου, όλα ήταν με κίτρινο».

Η Εβίτα έμεινε να παρακολουθεί τις εκρήξεις κίτρινου και μπλε να χορεύουν και να αναμειγνύονται μεταξύ τους μπροστά στα μάτια της με κάθε κελάηδημα, με κάθε χαρωπό ήχο που άκουγε και προηγουμένως, όλοι αυξημένοι στο μέγιστο, ώσπου έσβησαν μονομιάς, τόσο απότομα που η Εβίτα ξαφνιάστηκε. Η θέρμη του ήλιου στο πρόσωπό της χάθηκε γρήγορα και η γήινη μυρωδιά της βροχής ζάλισε το μυαλό της. Σταγόνες ακούγονταν να χτυπάνε στα τζάμια και να πέφτουν στο δέρμα της, να καταβρέχουν γρήγορα τα μανίκια της ζακέτας της.

«Το μπλε είναι γαλήνη, ηρεμία και ασφάλεια, σαν τη βροχή, γιατί με ηρεμεί να την ακούω. Είναι το οικείο, όπως οι γνώριμες φωνές των γύρω μου, τα αντικείμενα που μένουν σταθερά, όπως οι ήχοι στην κουζίνα του σπιτιού μας.»

Η Εβίτα αφέθηκε στον χαλαρωτικό ήχο, προς στιγμήν αδιάφορη για το γεγονός ότι ένα νεκρό παιδί μιλούσε στο μυαλό της και της παρουσίαζε τη συναισθησία του σαν να της έδειχνε τα νέα του παιχνίδια. Μια ξαφνική, εκκωφαντική βροντή την έκανε να τιναχτεί και να φωνάξει, καθώς η όρασή της άναψε πορτοκαλί.

«Το πορτοκαλί είναι οτιδήποτε ξαφνικό, απρόσμενο ή άγνωστο. Ήχοι όπως μια κόρνα αυτοκινήτου ή μια ξαφνική κραυγή, που μέχρι να καταλάβω τι είναι με τρομάζουν και με κάνουν να φοβάμαι. Εσύ φοβάσαι, Εβίτα;»

Η Εβίτα έκλεισε γρήγορα το παράθυρο και ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να επιβραδύνει τους παλμούς της καρδιάς της. Έκανε πίσω μέχρι να βρει η πλάτη της στη γωνία του τραπεζιού, και στηρίχθηκε με τις παλάμες της στην επιφάνειά του για να ηρεμήσει. Έπρεπε να σκεφτεί. Αν αυτά που συνέβαιναν ήταν αληθινά, έπρεπε κάπως να τα κάνει να σταματήσουν, να τον βγάλει από το μυαλό της.

Τα δάχτυλά της δίπλωσαν πάνω στη σκληρή επιφάνεια, μέχρι που αυτή έμοιασε να αλλάζει υφή, να γίνεται πιο γλοιώδης και παχύρρευστη, και οι ήχοι των χεριών της μέσα σε αυτήν προβλήθηκαν με πράσινο στην όρασή της.

«Το πράσινο είναι το χρώμα που μισώ περισσότερο, γιατί μου θυμίζει αηδιαστικά πράγματα, όπως τα έντομα ή η γλίτσα. Και, αφού έχω και την αφή σου τώρα, ορίστε το πιο αηδιαστικό πράγμα που έπιασα σε μια εκδρομή στο δάσος: το πτώμα ενός ξεκοιλιασμένου ελαφιού».

Η Εβίτα ένιωσε τα πλευρά και το αιματοβαμμένο τρίχωμα του ζώου και τράβηξε αμέσως τα χέρια της, σαν να είχε αγγίξει ανοιχτό μάτι κουζίνας. Ένιωσε κάθε φαγητό που είχε καταναλώσει το τελευταίο εικοσιτετράωρο να ανεβαίνει στον λαιμό της και να απειλεί να καλύψει το πλακάκι κάτω από τα πόδια της. Ο Ερμής γέλασε με έναν ανατριχιαστικό, διεστραμμένο τρόπο, και για την Εβίτα ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγε ποτέ να γελάει.

Σαν πρώτη αντίδραση, πήγε έως την πόρτα —για να τρέξει; Να ζητήσει βοήθεια; Δεν ήξερε, ούτε την ένοιαζε τώρα— και έκανε να την ανοίξει. Όταν όμως το χέρι της έπιασε το χερούλι, αυτό έκαψε το δέρμα της σαν θερμασμένο μέταλλο και έλιωσε με την κίνησή της σαν να ήταν φτιαγμένο από κερί. Η Εβίτα ούρλιαξε και έβαλε την πονεμένη της παλάμη ανάμεσα στα μπούτια της, όσο στο πεδίο της όρασής της εκρήγνυντο κόκκινες και πορτοκαλί δέσμες αποχρώσεων. Δίχως να χάσει χρόνο, έτρεξε μέχρι τα πράγματά της, σχεδόν σκοντάφτοντας, και έψαξε για το κινητό της ανάμεσα στην πληθώρα χαρτιών και συνταγών γιατρού που είχε μαζέψει. Αν έπαιρνε τηλέφωνο τη Χάνα και της έλεγε να έρθει, θα μπορούσε να της εξηγήσει τι συμβαίνει και ίσως να έβρισκαν μαζί μια λύση.

Πήρε το κινητό στα χέρια της, όμως στο άγγιγμά της αυτό διαλύθηκε σαν λεπτός πάγος και θραύσματα της οθόνης καρφώθηκαν στο χέρι της. Η Εβίτα κραύγασε και ο οξύς πόνος εμφανίστηκε με κόκκινο και μωβ στην όρασή της, τόσο που το μαύρο σχεδόν φάνταζε να είναι εκείνο κομμάτι της φαντασίας της αντί για τη μοναδική πραγματικότητα. Ένιωσε ζεστό αίμα να κυλά από τα σημεία αυτά, όπου αισθανόταν την καρδιά της να βροντοχτυπάει και ένα άβολο μούδιασμα να αντικαταστεί την αίσθησή της, και κατέρρευσε για άλλη μια φορά στο πάτωμα, χωρίς να προσπαθεί πια να συγκρατήσει τα δάκρυα και τους λυγμούς της.

«Τι θέλεις, Ερμή;» ρώτησε το κενό δωμάτιο. «Γιατί το κάνεις αυτό; Τι θέλεις από εμένα;»

«Εξαιτίας σου δε θα ξαναβρεθώ με τους φίλους μου, Εβίτα», ακούστηκε στο κεφάλι της η λεπτή φωνή, που έμοιαζε να έχει έρθει πιο κοντά της. «Δε θα ξαναδώ τη μαμά και τον μπαμπά. Δε θα ξαναπαίξω με το κίτρινο φορτηγό μου, δε θα ξαναδώ το αγαπημένο μου καρτούν. Είναι άδικο, έζησα μόλις δέκα χρόνια. Θέλω πίσω τη ζωή μου. Ή, έστω, μια ζωή γενικά.»

Το πάτωμα έμοιασε να σείεται από κάτω της, το αίμα να παγώνει στις φλέβες της με τη συνειδητοποίηση: ο Ερμής πάλευε να κατακτήσει το σώμα της, και είχε ήδη τις μισές της αισθήσεις υπό τον έλεγχό του. «Γιατί να θέλεις τη δική μου ζωή;» ψέλλισε. Αν δε μπορούσε να τον διώξει με τις αισθήσεις της, ίσως μπορούσε να τον πείσει ότι δεν έκανε σωστή επιλογή. «Είμαι γυναίκα και είμαι ήδη τριάντα. Δεν έχω γονείς εν ζωή, ούτε ξέρω τους φίλους σου. Και εκτός αυτών, είμαι πλέον τυφλή. Γιατί να θες ένα τέτοιο ατελές σώμα; Δε θα μπορείς να ζήσεις όπως ζούσες μέχρι τώρα και θα πρέπει να προσποιείσαι για πάντα. Γιατί να θες κάτι τέτοιο;»

Σαν να ήθελε να την κάνει να σωπάσει, ένας εκκωφαντικός ήχος υψηλής τονικότητας κατέκλυσε τα αυτιά της, που έμοιαζε να της τρυπάει τα τύμπανα. Μια έκρηξη κόκκινου εμφανίστηκε ξανά στην όρασή της, σαν τα αιμοφόρα αγγεία της να είχαν πλημμυρίσει τα μάτια της με αίμα, κηρύσσοντας κατάσταση συναγερμού.

«Τότε θα κάνω μια νέα αρχή. Τι σε νοιάζει; Δε θα είσαι εδώ να το δεις. Δε μου άξιζε να πεθάνω. Εσύ φταις για όλα, Εβίτα, και εσύ θέλω να πληρώσεις».

Ο εκκωφαντικός ήχος αυξήθηκε στην ένταση και φάνηκε να αντηχεί στο μυαλό της σαν πέτρα που πέφτει σε άδεια σπηλιά. Ένιωθε στο κεφάλι της πίεση και το αίμα της κυλούσε γρήγορα στις φλέβες της, σε μια προσπάθεια της καρδιάς της να την κρατήσει υπό έλεγχο.

Η Εβίτα υπέμεινε τον θόρυβο και στάθηκε με δυσκολία στα πόδια της, νιώθοντας το βάρος τους λες και είχε βράχους δεμένους στους αστραγάλους της. Ψηλάφισε γρήγορα τον χώρο ώσπου να βρει ξανά το παράθυρο, και έπιασε το χερούλι του με τρεμάμενα χέρια, καθώς οι ψιλοί ήχοι έγιναν πιο τραχιοί, έτσι που να μοιάζουν με ανθρώπινες φωνές που η ίδια δεν αναγνώριζε. Δεν μπορούσε να καταλάβει λέξεις, όμως όλες έμοιαζαν εξίσου οργισμένες, και εμφανίζονταν με πορτοκαλί και κόκκινο στην όρασή της, κάθε φωνή και εντονότερο χρώμα.

Γύρισε το χερούλι, που ευτυχώς αυτή τη φορά δεν έλιωσε στο άγγιγμά της, και άνοιξε τα τζάμια. Ο κρύος άνεμος της καταιγίδας που ο Ερμής είχε προκαλέσει πάγωνε το δέρμα στα μάγουλά της, όπου τα δάκρυα είχαν κυλήσει σαν ποτάμια. Το δωμάτιο βρισκόταν στον τέταρτο όροφο. Ίσως ήταν αρκετό να τον τρομάξει αν κρεμιόταν από το περβάζι, ίσως πάλι να χρειαζόταν να πέσει. Εν πάση περιπτώσει, αν ήταν να χάσει τη ζωή της, δεν θα την παρέδιδε σε άλλον.

Με μια βαθιά ανάσα, πήγε να βγει από το παράθυρο και να καθίσει στην άκρη του, αλλά ο ώμος της βρήκε αντίσταση. Ένιωσε με την παλάμη της την κρύα επιφάνεια, που θα ορκιζόταν ότι είχε ανοίξει μόλις πριν μερικά δευτερόλεπτα, τέντωσε το χέρι της προς τα πίσω, βρίσκοντας το παράθυρο ακόμη ανοιχτό, κι έκανε να σπρώξει ξανά, αλλά η επιφάνεια παρέμεινε ακίνητη, σαν τοίχος που είχε υψωθεί μπροστά της μόνο για εκείνη. Έριξε τον εαυτό της πάνω της ξανά και ξανά, σχεδόν με ανεξέλεγκτη απόγνωση, μέχρι που ο πόνος στον ώμο της έγινε αφόρητος. Καθώς εκείνη φώναζε και έκλαιγε, μπροστά της απλώθηκαν αποχρώσεις του κόκκινου και του μωβ, που λίγο είχε δει μέχρι τώρα.

«Μου έμεινε ένα χρώμα για το οποίο δε σου είπα» ακούστηκε ξανά η φωνή του Ερμή.

Η Εβίτα μόλις είχε προλάβει να τραβήξει τον εαυτό της από το παράθυρο, όταν ένιωσε χιλιάδες τσιμπήματα σαν από βελόνες να μπήγονται σε όλη την επιφάνεια του δέρματός της. Έκανε να ουρλιάξει, όμως ο λαιμός της έμοιαζε φραγμένος, σαν ο αέρας στα πνευμόνια της να μην έβρισκε διαφυγή. Έπεσε ξανά στο πάτωμα, η μεταλλική γεύση του αίματος έφτασε στο στόμα της. Εκκωφαντικοί χτύποι και κραυγές κατέκλυσαν ξανά τα αυτιά της, η μυρωδιά σάπιας σάρκας γέμισε τα ρουθούνια της. Όλα συμπλεκόμενα σε μια ενιαία ταραχή που στα μάτια της τώρα είχε μετατραπεί σε διαρκείς εκρήξεις σχεδόν όλων των χρωμάτων του Ερμή: κόκκινο του κινδύνου, πορτοκαλί του απρόσμενου, πράσινο της αηδίας, αλλά περισσότερο από όλα μωβ.

«Το μωβ είναι το χρώμα του πόνου», είπε ο Ερμής, με φωνή αρρωστημένα χαρωπή. «Είναι οι μελανιές από πτώσεις με το ποδήλατό μου, είναι οι θόρυβοι από τα μηχανήματα του γιατρού… Και είναι και το τελευταίο χρώμα που είδα: το χρώμα της μπλούζας σου τότε στο αυτοκίνητο, πριν κλείσω τα μάτια μου.»

Οι γρήγοροι παλμοί της καρδιάς της ήταν πλέον αισθητοί σε όλο της το σώμα, καθώς συνειδητοποίησε πως ο Ερμής είχε ήδη υπό τον έλεγχό του όλες της τις αισθήσεις. Οι προσπάθειές της είχαν αποδειχθεί άκαρπες· κάθε της κομμάτι είχε παραχωρηθεί στη δική του χειραγώγηση. Με τα μάτια της να τσούζουν από το κλάμα, σύρθηκε στα πλακάκια και κόλλησε την πλάτη της στον τοίχο, όμως ένιωσε την παγωμένη του επιφάνεια να υγροποιείται και να υποχωρεί σαν να βυθιζόταν σε ωκεανό. Πάσχισε να πείσει τον εαυτό της ότι όλα αυτά ήταν απλώς μια ψευδαίσθηση και ότι, αν απλά κρατηθεί λίγο περισσότερο στην πραγματικότητα, θα μπορέσει να υπερισχύσει, όμως όλο αυτό φάνηκε τόσο αληθινό, όταν το θαλασσινό νερό του τοίχου γρήγορα γέμισε τα πνευμόνια της και έκαψε τον λαιμό της.

Η Εβίτα έριχνε γροθιές και κλωτσιές μέσα στο νερό, πάλευε να ελευθερωθεί από την αόρατη λαβή του, όμως με κάθε κίνηση έχανε περισσότερο οξυγόνο και κατάπινε περισσότερο νερό. Σύντομα οι ήχοι στα αυτιά της έσβησαν, και η αιχμηρή αίσθηση στο δέρμα της αντικαταστάθηκε από μούδιασμα. Και ενώ όλο της το είναι ούρλιαζε και την παρακαλούσε να αντιδράσει, να παλέψει, να αντισταθεί, ένιωθε μια εσωτερική γαλήνη που φάνταζε παράνομη. Και κούραση· τόση κούραση. Η έκρηξη χρωμάτων στο πεδίο όρασής της αντικαταστάθηκε από ένα απέραντο μωβ σύννεφο χωρίς αρχή και τέλος, που σταδιακά θόλωσε και έσβησε στο γνώριμο σκοτάδι. «Το μωβ σημαίνει πόνος, και σημαίνει και θάνατος».


«Εβίτα, είσαι έτοιμη;»

Η φωνή της Χάνα ακολούθησε τα δύο της χτυπήματα στην πόρτα του δωματίου. Περίμενε μερικές στιγμές, παρακολουθώντας νοσοκόμους και ιατρικό προσωπικό να κινείται βιαστικά στον διάδρομο. Τα χέρια της ήταν πιασμένα από δύο καφέδες και στη μασχάλη της κρατούσε ένα ντοσιέ με διάφορους λογαριασμούς, πράγμα που δυσχέραινε την ικανότητά της να χτυπήσει ξανά. Με ένα ξεφύσημα ενόχλησης, στήριξε τον έναν καφέ ανάμεσα στην κοιλιά της και την πόρτα και επανέλαβε το χτύπημα, πιο δυνατά.

«Έλα βιάσου, να πηγαίνουμε επιτέλους».

Η σιωπή που πήρε πάλι ως απάντηση άρχισε να γίνεται ανησυχητική. «Εβίτα;» ακούμπησε το αυτί της στην πόρτα, σε μια προσπάθεια να ανιχνεύσει οποιονδήποτε ήχο προερχόμενο από το εσωτερικό του δωματίου. Άφησε τους καφέδες στις καρέκλες δίπλα της και δοκίμασε να γυρίσει το χερούλι. Η πόρτα δε φάνηκε να είναι κλειδωμένη, όμως έμοιαζε να είχε μαγκώσει. Προσπάθησε να το γυρίσει ξανά, με περισσότερη δύναμη, έσπρωξε με τον ώμο της, αλλά η πόρτα δεν έδειξε να κινείται. Ήταν έτοιμη να σπρώξει ξανά, όταν η πόρτα υποχώρησε και σχεδόν την έριξε με τα μούτρα στο πάτωμα.

Κοίταξε πάνω, όπου βρήκε την Εβίτα να την κοιτάζει κατάματα, σχεδόν σαν πράγματι να μπορούσε ξανά να την δει. Στεκόταν ανέκφραστη, με το ένα της χέρι στα λουριά του σακιδίου στον ώμο της και το άλλο στο χερούλι της πόρτας που μόλις είχε ανοίξει. «Τι σου πήρε τόση ώρα;» απόρησε η Χάνα, συμμαζεύοντας τον εαυτό της.

«Έπρεπε να ετοιμαστώ», απάντησε εκείνη, με φωνή μονότονη και τυπική. Η Χάνα άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί για τα λίγα παραπάνω λεπτά που έμεινε να περιμένει την αδερφή της έξω από την πόρτα, όμως γρήγορα αποφάσισε ότι δεν άξιζε να τσακωθεί αυτή τη στιγμή. Πήρε ξανά το ντοσιέ και τους καφέδες στα χέρια της, και της έδωσε τον ένα. Έριξε άλλη μια ματιά στην Εβίτα, για να βεβαιωθεί πως δεν χρειαζόταν κάποια περαιτέρω βοήθεια, και έπειτα άρχισε να προχωράει μπροστά, με βήμα γρήγορο και ανυπόμονο.

Η Εβίτα ήπιε μια γουλιά από τον καφέ πριν περπατήσει με το μπαστούνι της. Μέτριος με γάλα, όπως της αρέσει. Μπλε και κίτρινες δέσμες χρώματος εμφανίστηκαν στο μαύρο της όρασής της. Μπλε σαν τη βροχή. Κίτρινο σαν το κίτρινο φορτηγό, το αγαπημένο του παιχνίδι.

 

 

Έλενα Τέφα

Επιμέλεια: Μαρία Παπαθεοδώρου