Στην πλατεία του χωριού επικρατούσε πανικός και κοσμοσυρροή. Ο νέος δήμαρχος, ήταν έτοιμος επιτέλους να ακούσει την περίφημη ιστορία που είχε συνταράξει αυτόν τον μικρό Παράδεισο. Όχι πως δεν του ήταν ήδη γνωστή, ωστόσο είχε άλλη αξία να την ακούσει από τον κόσμο που την έζησε κυριολεκτικά στο πετσί το. Ανάμεσα στο πλήθος, βρισκόταν και μία όμορφη κοπέλα, η Κλώντ. Ήταν εκείνο το κορίτσι που είχε κάποτε ερωτευτεί ο μικρός Φιλίπ και που τον είχε απορρίψει εξαιτίας της εμφάνισής του.
«Από μικρός, ήταν παράξενος. Έκρυβε το πρόσωπό του και φθονούσε τον κόσμο εξαιτίας της ασχήμιας του. Ποιος ξέρει τι περνούσε η καημένη η γιαγιά του. Μάλιστα, καθώς πολλές φορές εθεάθη να περπατά μονάχος του τα βράδια μέσα στο δάσος, σαν μάγος έτοιμος για τη σκοτεινή του τελετουργία, φημολογείται πως σκότωσε ο ίδιος εκείνη την άτυχη γυναίκα, πιθανότατα με κάποιο βότανο. Η αρρώστια της γιαγιάς του οφειλόταν σε εκείνον» τελείωσε η νεαρή κοπέλα και ο Ντεάν συνοφρυώθηκε.
«Και όλα αυτά τα γεγονότα που αφορούν τις βραδινές του επισκέψεις;» ρώτησε ο νεαρός δήμαρχος.
«Είναι τρομακτικό. Το πνεύμα του το ζοφερό μας έχει στοιχειώσει και μας κρατά δέσμιους. Είμαστε υποχρεωμένοι να του δίνουμε κάθε βράδυ φαγητό, αλλιώς βρίσκουμε το σπίτι μας βανδαλισμένο. Εμένα προσωπικά, πήγε να με πνίξει» πετάχτηκε η Ατζέλικα δείχνοντας τα σημάδια στο λαιμό της, ενώ τον λόγο πήρε και ο Πιέρ που την είχε συνοδεύσει δήθεν στην συνάντηση.
«Εγώ μένω με αυτή τη δαιμονική παρουσία. Αρχικά, πίστευα πως δεν ήταν τίποτε άλλο, από ένα απλό παραμύθι. Μέχρι που άκουσα τα βήματά του, είδα τη σκιά του να περνά μέσα από τους καθρέπτες και βρήκα το μαχαίρι κολλημένο στην μπλούζα μου. Την επόμενη φορά, είναι βέβαιο πως θα θρηνήσουμε θύματα» τελείωσε και όλοι τον κοίταξαν με τρόμο, αλλά και ένα κρυφό δέος.
Δίπλα του, ο Ναπολεόν με τη γυναίκα του δεν είχαν βγάλει άχνα.
«Κυκλοφορεί χρόνια τώρα ένας ειδεχθής άνθρωπος ανάμεσά μας που ασελγεί σε γυναίκες και μικρά παιδιά. Είμαι βέβαιος πως σχετίζεται απόλυτα με αυτό το τέρας, μην σας πω πως πρόκειται και για το ίδιο πρόσωπο» πρόφερε έπειτα από την απόλυτη σιωπή του ο Ναπολεόν. «Θα πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας. Ίσως θα έπρεπε να κάνουμε έφοδο στο σπίτι και να ψάξουμε» συμπλήρωσε και ο Ντεάν τον πλησίασε αργά.
«Αγαπητέ μου, δεν υπάρχουν φαντάσματα. Όλοι το γνωρίζουνε αυτό. Μάθετε πως ο άνθρωπος αυτός, ο αποκτηνωμένος, είναι ολοζώντανος και παίζει με το μυαλό σας. Θα κάνω όμως ό,τι μπορώ για να τελειώσει μία και καλή αυτή η κατάσταση» τελείωσε και τότε, τα μάτια όλων καρφώθηκαν στην μικροκαμωμένη και πράα φιγούρα του ιερέα, πατέρα Αυγουστίνου που πλησίαζε από το βάθος.
«Νεαρέ και αγαπημένο ποίμνιο του Θεού, σταματήστε να κολάζετε την ψυχή σας και αφήστε τον Φιλίπ στην ησυχία του. Για να διώξετε το κακό από αυτόν τον τόπο, πρέπει να δείξετε αγάπη. Η αγάπη μαλακώνει την ψυχή, την ανοίγει και την κάνει δεκτική στην επαφή. Απεναντίας το μίσος, ξύνει και ματώνει τις ήδη υπάρχουσες πληγές. Είναι κρίμα. Ο Θεός βλέπει από εκεί ψηλά και στεναχωριέται που αδερφός καταφέρεται εναντίον του αδερφού. Αφήστε την ειρήνη να φωλιάσει και όλα θα πάνε καλά. Νεαρέ Ντεάν, σου εύχομαι καλή αρχή να έχεις. Με όπλο σου την αγάπη, είμαι βέβαιος πως θα λύσεις όλα τα προβλήματα που ταλανίζουν τον μικρό μας τόπο. Να θυμάσαι όμως, πως η αναζήτηση της αλήθειας είναι δύσκολο έργο και το μονοπάτι της δύσβατο. Αξίζει όμως μία προσπάθεια» τελείωσε ο γερούλης και με το χαμόγελο να στολίζει τα λεπτά του χείλη, αποχώρησε στηριζόμενος στο μπαστουνάκι του.
Το κλίμα του απόλυτου φόβου και της εχθρότητας απέναντι στο πρόσωπο του Φιλίπ, ευνοούσε ιδιαίτερα τον Πιέρ. Μερικές φορές αναρωτιόταν και ο ίδιος για τον λόγο που είχε οδηγηθεί σε αυτό το συναισθηματικό αδιέξοδο. Όσο ζούσε μαζί με την Ελοντί στο Παρίσι, τα πράγματα κυλούσαν περίφημα και για τους δύο. Μάλιστα, κατηγορούσε τους ανθρώπους που φέρονταν με τρόπο ανάλογο, σαν τον δικό του τώρα, ωστόσο από τη στιγμή που είχε πατήσει το πόδι του στο Λουρμαρέν, η μοίρα του είχε παίξει τα δικά της παιχνίδια. Είχε γοητευτεί απίστευτα από την πανέμορφη και εντυπωσιακή εμφάνιση της Ατζέλικα, σε σημείο που του ήταν αδύνατον να αντισταθεί. Τις πρώτες μέρες, είχε παλέψει πολύ με τον εαυτό του, μα κάθε προσπάθεια στην συνέχεια, είχε αποβεί μάταιη και ανούσια. Έπρεπε πάση θυσία, να βρει το θάρρος και να μιλήσει στην Ελοντί, αν ήθελε να σώσει έστω και τα ψήγματα της αξιοπρέπειάς του. Πρώτα όμως, ένιωθε την ανάγκη πως ήθελε να την απομακρύνει από τον ψυχικά ταραγμένο άνδρα που κατοικούσε στο σπίτι τους. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για εκείνη, καθώς ήξερε πως η κοπέλα ήταν πάντοτε καλοπροαίρετη, παλεύοντας μονίμως να βρει τα θετικά χαρακτηριστικά σε όλους τους ανθρώπους
Επιστρέφοντας στο σπίτι, εκείνη τον υποδέχτηκε καλοσυνάτα όπως πάντα, υπενθυμίζοντάς του πως δεν του άξιζε ούτε στο ελάχιστο. Σίγουρα το αέρινο και νεραϊδίσιο αυτό πλάσμα, άξιζε μία καλύτερη τύχη. Οι τύψεις ωστόσο, τον κλείδωναν χειρότερα με αποτέλεσμα η συμπεριφορά του να είναι κρατημένη απέναντί της, ενώ οι δυο τους είχαν καιρό να κάνουν έρωτα, όπως άλλοτε, λουσμένοι στο φως κάποιου κυριακάτικου μεσημεριού, ή με τα παράθυρα του δωματίου τους στο Παρίσι ανοιχτά, τα ανοιξιάτικα βράδια.
«Θα ήθελες μήπως να μιλήσουμε;» τον ρώτησε η Ελοντί έχοντας αντιληφθεί την εδώ και αρκετές μέρες πεσμένη του διάθεση.
«Θα γίνει και αυτό, ωστόσο όχι τώρα. Ελοντί, θα ήθελα να συζητήσουμε αρχικά για το θέμα του ψυχικά διαταραγμένου ανθρώπου που κατοικεί μέσα ή έξω από αυτό το σπίτι. Σε αγαπώ και δεν θα ήθελα να πάθεις κανένα κακό. Χθες, ο νέος δήμαρχος του χωριού, μας συγκέντρωσε όλους προκειμένου να μιλήσουμε για το θέμα του ανθρώπου που τρομοκρατεί αυτόν εδώ τον τόπο και επιτίθεται σε αθώες γυναίκες. Σε παρακαλώ πρέπει να το πάρεις στα σοβαρά αυτό. Εγώ τους υποσχέθηκα πως θα τους αφήσω να έρθουν και να ψάξουν το σπίτι από άκρη σε άκρη ώστε να βεβαιωθούμε πως είναι όλα εντάξει. Ο άνθρωπος είναι τρελός! Όλα αυτά με τους παραμορφωμένους καθρέπτες, τους ήχους, τις μάσκες....Δεν μπορώ να τα καταλάβω. Είναι επικίνδυνος» της είπε και για πρώτη φορά την είδε να οργίζεται.
«Γιατί το έκανες αυτό; Με ποιο δικαίωμα θα έρθουν οι ξένοι να ψαχουλεύουν το δικό μου σπίτι; Όλοι τους κατηγορούν τον Φιλίπ, αλλά πάω στοίχημα πως κανένας τους δεν τον γνωρίζει αληθινά. Μπορεί να είναι πράγματι παράξενος, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν θα έβλαπτε άνθρωπο. Σταματήστε πλέον να ασχολείστε μαζί του και αντί για μίσος και φόβο, ίσως θα ήταν καλύτερα να του δείξετε κατανόηση» ξεκίνησε η Ελοντί υψώνοντας τον τόνο της φωνής της, ενώ ο Πιέρ την κοίταξε καχύποπτα.
«Μερικές φορές, μιλάς σαν να τον γνωρίζεις και μάλιστα αρκετά καλά» της είπε κάνοντάς την να νευριάσει περισσότερο.
«Τελικά, καθώς αποδεικνύεται, εσένα δεν γνωρίζω καθόλου καλά. Τι έχεις πάθει τελευταία; Δεν είσαι εκείνος ο χαμογελαστός άνδρας που αγάπησα και ερωτεύτηκα. Δεν είσαι εκείνος ο καλοπροαίρετος άνθρωπος που σε κέρδιζε με την καλοσύνη του. Προτού λοιπόν κατηγορήσεις κάποιον που δεν γνωρίζεις, μάθε πρώτα τον εαυτό σου» του είπε η Ελοντί και με δάκρυα στα μάτια αποχώρησε, αφήνοντας πίσω της τον Πιέρ σιωπηλό. Οι τύψεις για τα όσα της έκρυβε, δεν του άφηναν κανένα περιθώριο να ανταπαντήσει. Η Ελοντί είχε εν μέρει δίκαιο. Έπρεπε πρώτα να αναζητήσει τα δικά του θέλω και μετά να της ζητήσει ευθύνες.
Θέλοντας να ξεφύγει από όλους, η Ελοντί εγκατέλειψε το εσωτερικό του σπιτιού της που πλέον την έπνιγε. Είχε ξεκινήσει με άλλα όνειρα για το Λουρμαρέν τα οποία είχε κάποτε μοιραστεί με τον άνθρωπο, με τον οποίο βαθιά μέσα της ήλπιζε να μοιραστεί και την υπόλοιπη ζωή της. Ο Πιέρ είχε μία όμορφη και γλυκιά εμφάνιση, μα αυτό που σε σαγήνευε επάνω του, ήταν το χαμόγελό του. Ένα χαμόγελο που δεν είχε λείψει ποτέ από το πρόσωπό του. Από την ημέρα ωστόσο που είχαν μετακομίσει, τα πράγματα είχαν εμφανέστατα αλλάξει. Η μεταξύ τους σχέση είχε αλλοιωθεί, δίχως εμφανή λόγο, με μόνη ίσως εξαίρεση την ύπαρξη του Φιλίπ που σκέπαζε σαν ομιχλώδες πέπλο, όλο το χωριό. Προτού ωστόσο φύγει, είχε φροντίσει να πάρει μαζί της το μπλοκ ζωγραφικής και ένα μολύβι. Ήταν εξίσου καλή σκιτσογράφος και η ζωγραφική την βοηθούσε να εκφράζεται ελεύθερα και να αφήνει να βγουν από μέσα της, τα καταπιεσμένα της συναισθήματα.
Περπατώντας για αρκετή ώρα και απομακρυνόμενη από το κοντινό δάσος, βγήκε στην κοιλάδα, την οποία κάποτε στόλιζαν άλικες παπαρούνες. Δίχως δεύτερη σκέψη, άφησε τον εαυτό της να καθίσει στο υγρό χώμα και με θέα το φωτισμένο κάστρο του χωριού, να ξεκινήσει τη ζωγραφική. Της έλειπε ο αδερφός της και η κολλητή της. Ήταν και οι δύο χιλιόμετρα μακριά, τη στιγμή που η ίδια, βρισκόταν μονάχη της σε ένα τόπο διεφθαρμένο εξαιτίας των ανθρώπων. Ήθελε τόσο πολύ να ακούσει τη φωνή τη χαρούμενη της Σοφί, η οποία κάθε μέρα την ρωτούσε πώς περνούσε και εκείνη απαντούσε με ανακρίβειες. Ένα δάκρυ πάλεψε να ξεφύγει από τα μάτια της, μα γρήγορα το σκούπισε για να μην λερώσει το χαρτί. Ξεκίνησε λοιπόν να σχεδιάζει μία κοπέλα, που βρισκόταν ακουμπισμένη στο περβάζι ενός παραθύρου, κοιτώντας προς τα έξω μελαγχολικά, σαν να καρτερούσε κάτι. Κάτι, το οποίο όμως δεν φαινόταν να έρχεται ποτέ.
Μέσα στη σιγαλιά της ήσυχης και καιρικά νηφάλιας νύχτας, άκουσε μικρούς θορύβους σαν να σερνόταν κάτι στο έδαφος. Ένιωσε τις τρίχες της πλάτης της να ορθώνονται, μόνο για να αισθανθεί το χέρι του Φιλίπ να ακουμπά για δευτερόλεπτα στον ώμο της.
«Δεν είσαι ασφαλής τέτοια ώρα. Δεν κάνει να κυκλοφορείς μονάχη σου έξω» της είπε ελαφρώς ψυχρά, μα εκείνη δεν στράφηκε προς το μέρος του.
«Εσύ γιατί είσαι εδώ; Με παρακολουθείς μήπως;» τον ρώτησε ελαφρώς απότομα για τα δικά της δεδομένα.
«Εγώ κάθε βράδυ, αφού συλλέξω το γεύμα μου από τους χωριανούς, έρχομαι βόλτα σε αυτήν την κοιλάδα, ή στους κήπους του κάστρου όπου υπάρχει μία μικρή, τεχνητή λίμνη με νούφαρα» της είπε προσέχοντας παράλληλα το σκίτσο της. «Τι είναι αυτό που περιμένεις;» την ρώτησε και η κοπέλα ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν.
«Δεν αντιλαμβάνομαι την ερώτηση» πρόφερε κοφτά.
«Την αντιλαμβάνεσαι πλήρως, ωστόσο δεν γνωρίζω αν ξέρεις την απάντηση. Ο καλλιτέχνης, καταθέτει πολλές φορές την ψυχή του στα έργα του και εσύ, δημιούργησες αυτή τη ζωγραφιά για να εκφράσεις μέσω αυτής τα συναισθήματά σου. Αυτός ήταν και ο λόγος που σου έθεσα την ερώτηση» της είπε και εκείνη στράφηκε ελαφρώς προς το μέρος του.
«Πράγματι δεν γνωρίζω την απάντηση. Μπορώ μονάχα να σου πω, πως αισθάνομαι μοναξιά και πως μου λείπουν οι άνθρωποι που με αγαπούν» του είπε και ο Φιλίπ αναστέναξε.
«Πώς είναι να σε αγαπούν;» τη ρώτησε, μα δεν ήξερε τι να του απαντήσει.
«Όταν σε αγαπούν αληθινά, σε κάνουν ευτυχισμένο με την πρώτη ευκαιρία και σε στηρίζουν όποτε λοξοδρομήσεις. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο» του είπε η Ελοντί και ο Φιλίπ δίχως να απαντήσει, πήρε το σκίτσο στα χέρια του, ζητώντας της το μολύβι.
Στο σημείο που βρισκόταν το κλειστό παράθυρο, ο Φιλίπ έσβησε τις γραμμές δίνοντάς του την εικόνα του ανοίγματος. Μπροστά ακριβώς από την κοπέλα που καρτερούσε, με γυρισμένη πλάτη, εκείνος ζωγράφισε ένα πρόσωπο όμορφο και γελαστό.
«Περιμένεις λοιπόν εκείνον που θα σε αγαπήσει αληθινά» της είπε και επιστρέφοντάς της το σκίτσο με την δική του πινελιά, αποχώρησε σιωπηλά και αέρινα.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη