Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 29)


 Αναλύζα
Η αγάπη για την φύση ήταν κάτι κοινό που μοιραζόμασταν με την μητέρα μου. Έτσι το ταξίδι ήταν κάτι για το οποίο ανυπομονούσα.
Και τώρα που τελείωνε ένιωθα ανάμεικτα συναισθήματα. Θα έβλεπα την μητέρα μου και την Μέι και ο Τζόναθαν τον αδερφό του. Είχαμε να τους δούμε ένα μήνα.
Ο Τζόναθαν, μου κράταγε το χέρι, ο αντίχειρας του μου χάιδευε το δέρμα. Έδειχνε αφηρημένος.
«Τι είναι;» ήταν ακόμα πρωί και η τραπεζαρία του πανδοχείου ήταν σχεδόν άδεια. Με κοίταξε στα μάτια με το γαλάζιο των ματιών του να χορεύει.
 «Απλώς σκέφτομαι τις... επιχειρήσεις.» μου έριξε ένα ένοχο βλέμμα.
«Και γιατί σε στεναχωρεί;»
«Να... απλώς ανησυχώ. Εμπιστεύομαι τον άνθρωπο που άφησα, αλλά νιώθω σαν...»
«Εκτός τόπου» ψιθύρισα. Ναι, μπορούσα να δω πόσο άβολα ένιωθε εδώ. Ο Τζόναθαν άνηκε πίσω από ένα γραφείο, να λέει σε ανθρώπους τι να κάνουν, ή σε αίθουσες χορών ,α γοητεύει κυρίες και να κλείνει συμφωνίες. Αυτός ήταν ο Τζόναθαν που είχα ερωτευτεί. Ταιριάζαμε σε αυτό το κομμάτι, αλλά δεν ήμουν μόνο αυτό. Ήλπιζα και το ίδιο να ίσχυε και για εκείνον.
«Μετάνιωσες που ήρθες μαζί μου;» ρώτησα.
«Όχι φυσικά!» με κοίταξε σοκαρισμένος. «Απλώς εγώ ήμουν υπεύθυνος από τότε που ο πατέρας μας πέθανε και είναι τόσος ο καιρός από τότε που σχεδόν δεν μπορώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που είχε τόσο χρόνο» ανασήκωσε τους ώμους του. «Αυτό δεν σημαίνει όμως Αναλύζα ότι έχω μετανιώσει. Θα συνηθίσω. Εξάλλου είμαι μαζί σου» μου έσφιξε το χέρι. Κούνησα το κεφάλι μου ανακουφισμένη. Ένιωθα προσμονή, θα έβλεπα την Μέι και μου είχε λείψει πολύ η μητέρα μου. Ο Τζόναθαν το είχε καταλάβει γιατί τελείωσε γρήγορα το πρωινό του και με άφησε να προπορευτώ προς τα άλογα μας. Άφησα το δικό μου να αναπτύξει ταχύτητα και ανάσανα βαθιά καθώς ένιωθα τον φρέσκο αέρα να μου χτυπάει το πρόσωπο. Ελευθερία, αυτό ένιωθα. Ο Τζόναθαν βρέθηκε δίπλα μου, με παρατηρούσε σιωπηλός με τα μάτια του μαλακωμένα. Το χαμογέλασα, ήθελα να του πω πόσο τον αγαπούσα, πόσο πολύ ήθελα να είμαι μαζί του κάθε στιγμή της ζωής μου αλλά παρόλο που δεν υπήρχε το στοίχημα ανάμεσα μας με φόβιζαν οι λέξεις.
Πρέπει να μας περίμεναν διότι ο Γουίλλιαμ, η Μέι και η μητέρα μου στέκονταν στα όρια της έκτασης. Η Νάιλα έβγαλε μια χαρούμενη κραυγή και έτρεξε προς το μέρος μας. Τράβηξα τα χαλινάρια  και όταν το άλογο μου επιβράδυνα αρκετά πήδηξα. Η μητέρα μου έπεσε σαν σίφουνας πάνω μου και με γέμισε φιλιά. Γέλασα με τον αυθορμητισμό της και ένα βάρος που δεν είχα καταλάβει καν ότι είχα έφυγε από πάνω μου. Το να βλέπω την μητέρα μου υγιή και να λάμπει από ευτυχία μου πρόσφερε τόσο ανακούφιση. Ξαφνικά το σώμα της κοκάλωσε.
«Συγνώμη σε πονάω; Το ξέχασα τελείως!» με ακούμπησε πολύ απαλά.
«Όχι το τραύμα έχει επουλωθεί τελείως, μην ανησυχείς» ακούμπησε την παλάμη της στο μάγουλο της, δάκρυα ξέφυγαν από τα μάτια της. «Δεν το πιστεύω ότι είσαι εδώ επιτέλους» με τράβηξε ξανά κοντά της για μια δυνατή αγκαλιά. Ο Τζόναθαν αγκάλιαζε τον αδερφό του, το πρόσωπο του είχε αλλάξει, σαν να είχε ξεχάσει τους προηγούμενους προβληματισμούς του. Έμοιαζε ανάλαφρος, η Μέι τον κοίταζε με περιέργεια ύστερα όμως το βλέμμα στράφηκε προς το μέρος μου. Είχε να με δει από τότε που ήμουν κοριτσάκι, σίγουρα θα έμοιαζα διαφορετική στα μάτια της. Η μητέρα μου με άφησε και εγώ κινήθηκα προς την Μέι. Η παλιά μου μέντορας δεν είχε αλλάξει καθόλου, με μάτια που έλαμπαν με αγκάλιασε σφιχτά.
«Πόσο έχεις αλλάξει λιοντάρι» διέτρεξε τα δάχτυλα της στα μαλλιά μου και με κοίταξε με θαυμασμό. «Πόσο μου έλειψες» με το ένα χέρι της στην πλάτη μου με παρότρυνε να προχωρήσω μπροστά προς το σπίτι της.
«Θα δεις και τα κορίτσια, έχουν γίνει ολόκληρες κοπέλες σαν και εσένα.» κούνησα το κεφάλι μου ενθουσιασμένη. Το βλέμμα μου κινήθηκε προς την μητέρα μου, περπάταγε δίπλα από τον Γουίλλιαμ με το σώμα να γέρνει προς το μέρος του. Απέστρεψα το βλέμμα μου, νιώθοντας ότι κοίταγα κάτι πολύ προσωπικό. Το στομάχι μου σφίχτηκε καθώς θυμόμουν την νύχτα όπου είχα χορέψει με τον Γουίλλιαμ σε μια προσπάθεια να κάνω τον Τζόναθαν να ζηλέψει.
«Λιονταράκι σε δύο βδομάδες είναι η τελετή σύζευξης, πρέπει να αρχίσεις την εξάσκηση» τα μάτια μου άνοιξαν λίγο και το βλέμμα μου στράφηκε προς την Νάιλα. 
                                                                                                                                                           Αγγελίνα Παντελή