Το κλειδί του παραδείσου (Μέρος πρώτο-Κεφάλαιο 1) "Ψάχνοντάς σε"

Σκοτάδι… ένα ατελείωτο σκοτάδι.
Τα μάτια του προσπαθούσαν να προσαρμοστούν. Ο πόνος στο κεφάλι τον διέλυε. Η μυρωδιά από μούχλα τρυπούσε τα ρουθούνια του.
Σκοτάδι… κι άλλο σκοτάδι.
Πόσες αξημέρωτες νύχτες να είχαν περάσει άραγε; Πού βρισκόταν; Ποιοι ήταν αυτοί που σιγομουρμούριζαν πάνω από το κεφάλι του;
Σκοτάδι… ένα ατέλειωτο σκοτάδι… αυτό βρισκόταν μέσα του.

*****
     
«Δεν μπορούμε να τον κρατάμε συνέχεια σε καταστολή με τις ουσίες. Κάποια στιγμή θα τον χάσουμε στα σίγουρα». Η ψηλή φωνή που σίγουρα άνηκε σε άντρα –αλλά όχι και τόσο φανατικό– έκανε το νευρικό του σύστημα να αντιδράσει. Προσπάθησε να κουνήσει τα χέρια του, αλλά αυτά δεν ανταποκρίνονταν. Κάποιος τον κρατούσε δεμένο.
«Αυτές τις εντολές έχω» ήρθε η απάντηση από μια γυναικεία φωνή αυτήν τη φορά και ένιωσε να τρομοκρατείται. Κάτι στην αυστηρότητα στη χροιά της φωνής της τον έκανε να πιστεύει ότι δεν είχε κανέναν ενδοιασμό. Αν η επόμενη εντολής της ήταν να τον σκοτώσει, ήταν σίγουρος ότι αυτό θα έκανε.

*****

Σκοτάδι… κι άλλο σκοτάδι, όμως αυτήν τη φορά ήταν ένα υπέροχο σκοτάδι χωρίς εφιάλτες, ένα σκοτάδι τόσο λυτρωτικό.

*****

«Ξύπνα» άκουσε την επιτακτική φωνή της γυναίκας, ενώ η μύτη του τακουνιού της χωνόταν στα αχαμνά του.
Ο πόνος ξύπνησε αυτόματα όλες του τις αισθήσεις.
Θα έπρεπε πια να τον είχε συνηθίσει, αλλά τίποτα τέτοιο δε συνέβη. Ίσα ίσα κάθε φορά τον έκανε χειρότερο. Έβγαζε από μέσα του όλη την οργή που είχε πλέον συσσωρευτεί μέσα του.
Γρύλισε σαν άγριο ζώο που είναι έτοιμο να επιτεθεί, σαν να μην υπήρχε αύριο, σαν άξαφνα να γύρισε όλο το σύμπαν ανάποδα.
Δεν το σκέφτηκε. Τα χέρια του τη βρήκαν με ένα απότομο τίναγμα, τα νύχια του τη γράπωσαν, τα δόντια του μπήχτηκαν τόσο βαθιά μέσα στη σάρκα της που εκείνη αμέσως σχίστηκε και άρχισε να στάζει αίμα˙ το αίμα της.
«Άφησε τη, ζώο» άκουσε την ψηλή φωνή του άντρα που όλο αυτό τον καιρό τον έκανε να πεθαίνει κάθε φορά που τον σούβλιζε με τον κεντρί του, τη στιγμή που η αφεντικίνα του τον διέταζε να τον παίρνει άγρια ακόμα και όταν έχανε τις αισθήσεις του.
Γρύλισε και πάλι, αυτήν τη φορά με περισσότερη αποφασιστικότητα.

Δεν υπήρχε χρόνος για δεύτερη σκέψη. Βλέποντας το αιχμηρό αντικείμενο που κρατούσε εκείνος, ήξερε ποιος ήταν ο στόχος του. Ο θάνατος τους η ζωή του.

Χρυσάνθη Καλαφάτη