Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 25)

Ρούφηξε και την τελευταία γουλιά από το τσάι του. Απόλαυσε για πρώτη φορά την απόλυτη ελευθερία. Κυκλοφορούσε εδώ κι αρκετή ώρα μόνος του, δίχως κάποιον από την προσωπική του φρουρά. Κοιτούσε τους περαστικούς που περνούσαν άλλοτε ζευγαράκια αγκαλιασμένοι, κι άλλοτε με τις οικογένειές τους. Αν κι δεν είχαν όλα όσα εκείνος είχε καταφέρει να αποκτήσει, έδειχναν ξέγνοιαστοι και χαρούμενοι.

Ένα απαλό αεράκι δρόσιζε την περιοχή του Μοναστηριού και αφού πλήρωσε γενναιόδωρα την σερβιτόρα πήρε την κατηφόρα για να περιπλανηθεί ανάμεσα στα μαγαζάκια με τους μικροπωλητές. Υπήρχαν ότι λογής δώρο μπορούσε να φανταστεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Έψαξε αρκετή ώρα, περπάτησε τρεις φορές τα μαγαζιά μέχρι να πέσει το μάτι του πάνω σε ένα αγαλματένιο γατάκι.
Το σήκωσε στα χέρια του και το περιεργάστηκε. Έμοιαζε πολύ με εκείνο που είχε κάνει δώρο ο ίδιος στην κόρη του πριν πολλά χρόνια. Δεν θυμόταν πια πόσα είχαν περάσει από τότε. Θυμόταν όμως με κάθε λεπτομέρεια πόσες νύχτες καθόταν κι παρατηρούσε την κόρη του να κοιμάται με αυτό αγκαλιά. Πόσο του είχε λείψει!
«Συγγνώμη, πόσο κάνει αυτό;»
«Πέντε ευρώ», του απάντησε ένας γεροδεμένος κύριος που στεκόταν πίσω από την ταμειακή μηχανή.
«Χμ, δεν έχω ψιλά! Πάρε αυτά!» έβγαλε ένα κατοστάρι και το άφησε πάνω στον πάγκο.
«Μα κύριε…» άνοιξε διάπλατα τα μάτια του ο υπάλληλος.
«Σε παρακαλώ τύλιξε το για δώρο!» του το έδωσε κι ο υπάλληλος το έβαλε στην καλύτερη σακούλα που διέθετε το μαγαζί.
«Ορίστε! Ελπίζω να αρέσει!»
«Να είσαι σίγουρος παλικάρι!» σφύριξε χαρούμενα και βγήκε από το κατάστημα με ένα χαμόγελο ως τα χείλη.
Σαν παιδί κι αργότερα σαν νέος δεν είχε καταφέρει να κάνει πράγματα που του άρεσαν. Στο Μοναστηράκι ερχόταν μονάχα για να πάρει τα ενοίκια από μερικά ιδιόκτητα που είχε. Δεν είχε σεργιανίσει ποτέ ανάμεσα στον κόσμο, σαν απλός άνθρωπος. Δεν ήξερε πως είναι να είσαι ελεύθερος από τα περίεργα βλέμματα και τώρα που το σκεφτόταν, ο ίδιος τα προξενούσε. Πόσες φορές δεν τον είχε παρακαλέσει η Νεφέλη να πάνε οι δυο τους μια βόλτα, σαν οικογένεια! Με μαθηματική ακρίβεια τις είχε αρνηθεί όλες.
Έβγαλε μια μικροσκοπική φωτογραφία της κόρης του που φυλούσε στο πορτοφόλι του και την κοίταξε με νοσταλγία. Την αγαπούσε πολύ και του σπάραζε η καρδιά που έπρεπε να την αποχωριστεί με αυτόν τον βάναυσο τρόπο. Μόνο που σκεφτόταν πως η δικιά του η κόρη θα κούραζε τα χέρια της, ήθελε να αυτοτιμωρηθεί.
Μα οι συγκυρίες ήταν δύσκολες και δεν μπορούσε να αγνοήσει τα προειδοποιητικά μηνύματα. Κάπως έπρεπε να την προστατέψει, να μην την πληγώσει λέγοντάς της πως ο πατέρας της ήταν ένα τέρας. Δεν ήθελε να της πει πως ευθυνόταν για πολλών την δυστυχία, για πολλών τον θάνατο και κυρίως για την δική της μοίρα. Πώς να της εξηγούσε το γιατί είχε αναγκαστεί να μετατραπεί σε ένα τέρας που κανείς δεν τον συμπαθούσε, παρά μόνο τον φοβόντουσαν; Εκείνη είχε δει κι την άλλη του πλευρά, την πιο ήρεμη, την πατρική.
Τώρα όμως έπρεπε να τα βάλει με τα τέρατα του παρελθόντος και έπρεπε ο ίδιος να τιμωρήσει τον εαυτό του για το κακό που είχε προξενήσει. Ποτέ του δεν λυπήθηκε και τώρα που έκανε ανασκόπηση έπρεπε να παραδεχτεί πως μόνο μία φορά χαρίστηκε. Μία μοναδική φορά δεν πάτησε τελικά την σκανδάλη να του τινάξει τα μυαλά στον αέρα. Δεν θυμάται τον λόγο, αλλά ακόμα μετανιώνει γι’ αυτή την στιγμή αδυναμίας. Ήξερε πως θα του στοίχιζε ακριβά.
Ακόμα εκείνη η σκηνή ξεπηδούσε από το μυαλό του και τον περίπαιζε. Ήταν πριν από είκοσι χρόνια ή και κάτι παραπάνω. Θυμόταν πως έξω έβρεχε και μόλις που είχε κλείσει μια συμφωνία με μια εταιρεία που πάλευε καιρό τώρα. Ήταν τόσο χαρούμενος που έστειλε τους φρουρούς του για διακοπές στην Μύκονο. Ήθελε να το διασκεδάσει μόνος του, να γιορτάσει τη νίκη του και τελικά να νοιώσει για λίγο ελεύθερος από τα ίδια του τα δεσμά.
Είχε μπει σαν τον Μέγα Αλέξανδρο στο τότε γραφείο του και ήταν έτοιμος να ανοίξει σαμπάνια πριν μπει μέσα ένας κύριος. Του έμοιαζε αρκετά ή μάλλον είχαν τα ίδια μάτια αλλά στο σώμα διέφεραν πολύ.
«Κύριε Δούκα, επιτρέψτε μου να συστηθώ. Μανώλης Δούκας», το όνομα το είπε με έναν δυναμισμό που έκανε τον Αλέξανδρο να ζαλιστεί.
«Πως μπήκες εδώ;» τον κοίταξε καχύποπτά και κάθισε στην πολυθρόνα του.
«Στην εταιρεία του αδελφού μου μπορώ να μπαίνω όποτε θέλω»
«Τι είπες;»
«Μάλλον κάτι δεν ακούσατε πριν. Ονομάζομαι Μανώλης Δούκας»
«Μην παίζεις μαζί μου», τον κοίταξε απειλητικά ο Αλέξανδρος.
«Δεν παίζω! Μπορείτε εξάλλου να το διαπιστώσετε μόνος σας με μια απλή εξέταση», χαμογέλασε και κάθισε στην καρέκλα δίπλα του.
Τον άρπαξε από την γραβάτα του σαν αγρίμι και τον κόλλησε στον τοίχο. Του έριξε αρκετές μπουνιές μέχρι να δει την μύτη του να σπάει και να πλημμυρίζει στο αίμα.
«Τι είπες ρε κάθαρμα; Τι παιχνίδι παίζεις μαζί μου;» έβγαλε το όπλο του και το κόλλησε στο μέτωπό του αγνώστου.
«Αν με σκοτώσεις θα έχεις πάρει ακόμα μια αμαρτία. Θα έχεις γίνει αδελφοκτόνος», γρύλισε ο Μανώλης χαμογελώντας πονηρά.
«Πες μου τι θέλεις;»
«Ότι μου ανήκει!»
«Θα σε έστελνα στον τάφο…» σταμάτησε απότομα τα λόγια του και μάζεψε το όπλο του. «Φύγε τώρα και μην βρεθείς ξανά στον δρόμο μου γιατί στ’ ορκίζομαι πως θα σου φυτέψει μια σφαίρα στο άμυαλο κεφαλάκι σου, ο αδελφούλης σου», άφησε τον θυμό του να εξατμιστεί και ο τύπος εξαφανίστηκε.
«Όπως διέταξες αδελφέ!» ειρωνεύτηκε ο Μανώλης καθώς περνούσε σαν κύριος την πόρτα της εξόδου. «Τίποτα δεν έχει τελειώσει», σάρκασε και έγινε ένα με το σκοτάδι που επικρατούσε έξω.
Το κινητό του που χτυπούσε τον έβγαλε από τις σκέψεις του και τις αναμνήσεις του. Το σήκωσε απότομα.
«Τι έγινε Μιχάλη;»
«Κύριε Δούκα, έγινε κάτι… και πρέπει να… ε, συγγνώμη αλλά… δηλαδή…»
«Μιχάλη τελείωνε», αγρίεψε ο Δούκας με την σαστιμάρα του υπαλλήλου του.
«Η δεσποινίς Νεφέλη…»
«Η κόρη μου, τι έπαθε;»
«Ε, δηλαδή είχε ένα ατύχημα»
«Που; Πως;»
«Είναι στο νοσοκομείο», ο Αλέξανδρος έκλεισε το τηλέφωνο σαστισμένος.

Βασιλική Κυργιαφίνη