«Άφησέ την, κάθαρμα!» ούρλιαξε ο
Θάνος τρέχοντας και με δύναμη έπεσε πάνω του. Πέφτοντας και οι δυο
κουτρουβάλησαν κάμποσα σκαλιά προτού
σταματήσουν. Ο Τζον ήταν από πάνω του και τον
χτυπούσε στο πρόσωπο, ενώ ο Θάνος έβαζε
τα χέρια του μπροστά για να προστατευτεί.
«Σταματήστε.»
είπα πλησιάζοντάς τους. Δεν με άκουσε κανείς
τους μα τώρα ήταν ο Θάνος από πάνω μπλοκάροντας τα χτυπήματα
του Τζον.
«Είναι η
γυναίκα μου.» τόνισε ρίχνοντάς του μια
γροθιά στο στομάχι.
«Δεν
είμαι.» αντιγύρισα εγώ από πίσω του.
Το
πρόσωπό του σκοτείνιασε υπό το άκουσμα αυτού και πιέζοντας τον αγκώνα του στον λαιμό του
Τζον ώστε να μην μπορεί να ανασάνει, γύρισε να με κοιτάξει.
«Ώστε
για αυτό δεν ήθελες να με συγχωρέσεις; Σου
γυάλισε ο τύπος εδώ και σκέφτηκες πόσο ωραίο θα ήταν να τον πηδούσες;» Κακία
αναμείχτηκε μαζί με τα αίματα που έτρεχαν από τα μάτια του.
Τον
κοίταξα με απογοήτευση. «Εάν αυτό πιστεύεις, τότε δεν θα σου χαλάσω τη φαντασία.» απάντησα
κάνοντας ένα βήμα πίσω.
«Φίλε
δεν μπορείς να την κανείς ευτυχισμένη. Την ξέρω μια μέρα μόνο και ήδη είναι
δυστυχισμένη μαζί σου.» σχολίασε πνιχτά ο Τζον.
«Είναι η
γυναίκα μου και θα μείνει μαζί μου ο κόσμος να χαλάσει.» συνέχισε ο Θάνος
φτύνοντάς τον. Τους παρατηρούσα να μαλώνουν
με ένα περίεργο αίσθημα προτού με διακόψει η φίλη μου.
«Πρέπει
να τους σταματήσεις, Εύα, γίνονται ρεζίλι.»
«Γιατί
είναι δικό μου θέμα;» ρώτησα με απόγνωση
αλλά κρίνοντας από το ύφος της ίσως έπρεπε να κάνω ό,τι
μου έλεγε.
Πλησιάζοντάς τους προσπάθησα να τους χωρίσω. «Σταματήστε και οι δυο τώρα.» διέταξα με το χέρι μου να αγγίζει τον ώμο του
Θάνου. Σηκώνοντας το χέρι του έστριψε απότομα πίσω χτυπώντας με, είτε κατά λάθος είτε όχι.
«Μην ανακατεύεσαι.»
Αυτό
ήταν. Είχα ανεχτεί πολλά αλλά αυτό
ξεπερνούσε τα όρια. Τρέχοντας στον Βασίλη απαίτησα τη γραβάτα του. «Δεν στη
δίνω, είναι Armani. Χθες την αγόρασα.» Με το χέρι του έσπρωξε το δικό μου μακριά. Αν μόνο
είχα όρεξη για παιχνίδια... «Δεν τη ζητάω,
την απαιτώ.» στα γρήγορα του την έλυσα
παίρνοντάς τη στα χέρια
μου. Πέρασα τις άκρες της γύρω από τις γροθιές μου τεντώνοντας τη. Πετυχημένο
κόλπο σε καταστάσεις κινδύνου. Εκνευρισμένη πλησίασα ξανά
τον Θάνο σκύβοντας πάνω του. «Θα σταματήσεις
ή θα το κάνω εγώ για σένα;» ρώτησα όσο πιο
μελιστάλαχτα μπορούσα.
Ένα μουγκρητό
βγήκε από τα χείλη του συνεχίζοντας να χτυπά τον καημένο στρατιώτη. Χωρίς
δισταγμό, πέρασα τη γραβάτα στον λαιμό του κλείνοντάς
τη γύρω του. Σε δευτερόλεπτα άφησε τον Τζον ήσυχο και πάλευε μαζί μου για να
αναπνεύσει.
«Έχεις
ξεπεράσει τα όρια μωρό μου.» ψιθύρισα μόλις μείναμε μόνοι μας.
Τα χέρια
του προσπαθούσαν να πιάσουν τα δικά μου σε μια προσπάθεια να με βάλει κάτω και
δεν ήμουν σίγουρη αν θα το κατάφερνε. Είχα σκουριάσει και λίγο τον τελευταίο μήνα.
«Εύα, είσαι καλά;»
άκουσα τη φίλη μου να φωνάζει και για δευτερόλεπτα έστρεψα την προσοχή μου αλλού. Μεγάλο λάθος,
καθώς από τη μια στιγμή στην άλλη το χέρι
του βρέθηκε πίσω στην πλάτη μου και εγώ τινάχτηκα στον αέρα προτού πέσω κάτω.
«Νομίζω
δεν θα τη χρειαστούμε.» πέταξε τη γραβάτα κάτω φιλώντας με παθιασμένα.
«Θα
έρθεις μαζί μου στο σπίτι μας σαν καλό κορίτσι ή να χρησιμοποιήσω βία;» η βαθιά φωνή του είχε την αντίθετη επίδραση από
αυτή που θα περίμενα. Βλέποντας τον κατακόκκινο
από πάνω μου να με κρατά ακινητοποιημένη, με
λαχτάρα στα μάτια του, κάτι άλλαξε. Το σώμα μου τον ήθελε εδώ και τώρα, όσο και αν η λογική με πρόσταζε να σηκωθώ και να φύγω. Γνέφοντας καταφατικά με σήκωσε στην
αγκαλιά του και σε δευτερόλεπτα βρεθήκαμε στο αυτοκίνητό
του με προορισμό το σπίτι μας. Όσο οδηγούσε το χέρι του χάιδευε τον λαιμό μου,
τα πόδια μου, ενώ εγώ βογκούσα ελαφρά από
την έξαψη.
«Με
έχεις συγχωρέσει, σωστά;» αποκρίθηκε χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον
δρόμο μου.
«Φυσικά
και όχι. Εάν μπορούσα θα σε χτυπούσα τώρα μα
είμαστε στον δρόμο.» απάντησα σπρώχνοντας το χέρι του μακριά.
«Ωραίος
είναι ο θυμός, αρκεί να τον βγάζεις εκεί που
πρέπει.» Τα χέρια
του έκλεισαν γύρω από το τιμόνι αναπνέοντας βαριά.
Μπαίνοντας
μέσα στο σπίτι με οδήγησε στο δωμάτιο φιλώντας με σε όλο το σώμα, προσπαθώντας
να μου βγάλει το νυφικό. Δεν μπορούσε. Σκίζοντάς
του το σακάκι και το πουκάμισο έπεσα πάνω του αφήνοντας ένα μονοπάτι από φιλιά
στον λαιμό του, το στήθος του, νιώθοντας τη στύση του κάτω από τόσα ρούχα. Ένα
χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη μου. Τα δάχτυλά
του βρέθηκαν στο φερμουάρ, προσπαθώντας να
το κατεβάσει για χιλιοστή φορά χωρίς αποτέλεσμα. Τον ήθελα τόσο πολύ εκείνο το
λεπτό, που βρήκα τον εαυτό μου να ουρλιάζει
«Σκίστο να τελειώνουμε. Σε θέλω. ΤΩΡΑ.»
Υπακούοντας
στις διαταγές μου έσκισε το νυφικό, έτσι
ώστε να είμαστε και οι δυο μόνο με τα εσώρουχα. Πολύ γρήγορα με γύρισε και
έσκισε τα εσώρουχά μου ενώ βρισκόμουν από κάτω. Τα χείλη του βρεθήκανε
στα στήθη μου όσο τα δάχτυλά του με
προετοίμαζαν. Κόλλησα το σώμα μου πάνω του, σέρνοντας τα νύχια μου στην πλάτη
του, με εκείνον να αφήνει μικρές κραυγές
ευχαρίστησης. Κρατώντας τα χέρια μου πίσω
από το κεφάλι μου, κοίταξε κατευθείαν μέσα
στα μάτια μου μπαίνοντας συγχρόνως μέσα μου.
Όλο μου
το σώμα παλλόταν από ηδονή νιώθοντας τον να με γεμίζει με έναν απίστευτο τρόπο,
τόσο που έκλεισα τα μάτια μου.
«Μην τα
κλείνεις. Θέλω να με βλέπεις.» πρόσταξε
μπαίνοντας όλο και πιο γρήγορα μέσα μου. Ήταν η πρώτη φορά που συνδεόμασταν σε
τέτοιο επίπεδο και όσο αστείο ή ρετρό και αν ακούγεται,
με κάθε διείσδυση και βλέποντας την
ευχαρίστηση στο πρόσωπό του ένιωθα λες και
πυροτεχνήματα έσκαγαν γύρω μας.
«Δεν θα
αντέξω για πολύ.» ψιθύρισα με μισόκλειστα μάτια σφίγγοντας τις γροθιές μου. Η
ένταση με την οποία έμπαινε μέσα μου ήταν απίστευτη τώρα, με τους δυο μας να πασχίζουμε να αντέξουμε... Όταν επιτέλους ελευθερώθηκε μέσα μου, ξάπλωσα λαχανιασμένη και υπερβολικά κουρασμένη. Ξάπλωσε δίπλα μου και
με φίλησε ακουμπώντας το κεφάλι του στο στήθος μου.
Πολύ
γρήγορα τον πήρε ο ύπνος και εγώ έχοντας συνέλθει
από το πάθος στο οποίο είχα ενδώσει, αισθανόμουν
χάλια. Τον κοίταξα με λυπημένα μάτια, πιάνοντας το μάγουλό του. Ήταν τόσο γλυκός όταν κοιμόταν, όμως δεν είχαμε κανέναν μέλλον μαζί.
Πριν να
φύγω, άφησα ένα σημείωμα πάνω στο μαξιλάρι μαζί με τη βέρα μου. Ίσως έτσι να τελειώνουν τα
παραμύθια στην πραγματική ζωή. Ενστικτωδώς έπιασα την καρδιά μου, ρουφώντας την
κάθε λεπτομέρεια.
Η πόρτα
πίσω μου έκλεισε με ένα ελαφρύ τρίξιμο.
Λένε πως
όταν υπάρχει πραγματική αγάπη είσαι ικανός να συγχωρέσεις, να εμπιστευτείς
χωρίς δεύτερες σκέψεις ή ανόητες ιδέες. Όμως αυτό ισχύει για τα βιβλία και τις ταινίες. Στην
πραγματική ζωή, όση
αγάπη και αν υπάρχει, όσο και αν
λες πως είσαι εντάξει με ό,τι και αν σου
κάνει το άλλο σου μισό, δεν μπορείς να κρυφτείς. Γιατί όταν πέφτει το βράδυ είσαι εκτεθειμένος, η ψυχή σου, το σώμα σου, οι πληγές σου, είναι εκτεθειμένες σε όλους. Όσο και αν θες να
ξεχάσεις δεν μπορείς, όσο και αν θες να γυρίσεις τον χρόνο πίσω είναι αδύνατον... Γιατί οι πληγές δεν φεύγουν, το μυαλό δεν
ξεχνά, η καρδιά δεν ξεγράφει. Είσαι μόνος... Χορεύοντας
με τους δαίμονες που εσύ ο ίδιος επέλεξες να έχεις δίπλα
σου.
Άκουσα
ένα χτύπημα στην πόρτα και αμέσως ξεπρόβαλε το κεφάλι της φίλης μου από τη γωνία. Διστακτικά μπήκε μέσα και κάθισε στο
κρεβάτι μου, λυπημένη, με χέρια πλεγμένα από ανησυχία.
«Πέρασαν
μήνες... Για πόσο θα ταλαιπωρείς τον εαυτό
σου;» ρώτησε με σφιγμένα δόντια κοιτώντας
με.
«Ίσως να
μου αξίζει η ταλαιπωρία. Τον εμπιστεύτηκα και εκείνος τι έκανε; Με πρόδωσε με την πρώτη ευκαιρία, κοιμήθηκε με
μια άλλη γυναίκα η όποια τώρα περιμένει το παιδί του...»
ξεφούρνισα με αλλοιωμένη φωνή σφίγγοντας τα
χέρια γύρω από τον εαυτό μου.
«Μα
έκανε προσπάθειες για να τα ξαναβρείτε.
Είναι σίγουρο πως σε θέλει, πως σε αγαπάει...»
Με αγαπάει; Έτσι είναι η αγάπη; Σε κάνει να πονάς και να κλαις όλη τη μέρα; Γιατί εγώ έτσι είμαι, σαν μισός άνθρωπος. Η καρδιά μου είναι ραγισμένη από
όσα έκανε...
«Μακάρι
να μπορούσα να τα διαγράψω αλλά... με
ξέρεις.» ένα μικρό γέλιο βγήκε από τα χείλη μου. Καυτά δάκρυα έπεφταν από τις
βλεφαρίδες στα χέρια μου.
«Δεν
αντέχω να σε βλέπω έτσι. Έχεις δυο μήνες να βγεις από το σπίτι, δεν τρως, δεν
κοιμάσαι, δεν πηγαίνεις στο σχολείο, είσαι...» Τα μάτια
της κύλησαν κάτω κρατώντας την αναπνοή της.
Πήρα απαλά
το χέρι της στο δικό μου «Μη λυπάσαι για
έμενα. Κάποια μέρα θα μου περάσει.» αποκρίθηκα χαμογελώντας με το ζόρι.
Την είδα
να σηκώνεται από το κρεβάτι, όχι όμως προτού
μου ρίξει μια λυπημένη ματιά. «Τι θα έλεγες
να τρώγαμε και να πηγαίναμε μια βόλτα;»
Στο άκουσμα της λέξης “φαγητό” το στομάχι μου
σφίχτηκε... Η
ναυτία που είχα το τελευταίο διάστημα γινόταν όλο και χειρότερη. Υπήρχαν μέρες
που ήμουν κλεισμένη στο μπάνιο πάνω από τη λεκάνη, βγάζοντας
ό,τι υπήρχε στο στομάχι μου. Προσπερνώντας
την, έφερα το χέρι στο στόμα μου τρέχοντας προς το μπάνιο.
«Είσαι
καλά; Τι συμβαίνει;»
ρώτησε πανικόβλητη η φίλη μου τρέχοντας από πίσω μου. Χωρίς να απαντήσω όρμησα
στο μπάνιο αδειάζοντας το στομάχι μου. Με βαθιές αναπνοές κάθισα στο παγωμένο πάτωμα, κλείνοντας το πρόσωπο
στα χέρια μου.
Αφού κάθισε και εκείνη δίπλα μου, με αγκάλιασε λέγοντας «Μήπως
πρέπει να πας σε έναν γιατρό; Μπορεί να
έχεις κάποια ίωση ή...»
«Μπα δεν
είναι τίποτα, πιθανότατα θα κρύωσα στο στομάχι και για αυτό έχω τόσες ναυτίες.»
αποκρίθηκα με το μυαλό μου να σκέφτεται κάθε πιθανό ενδεχόμενο.
«Θα σου
κλείσω ένα ραντεβού στη γιατρό μου για αυτή την εβδομάδα.»
«Μα
είμαι καλά, δεν είναι ανάγκη να τρέχω για εξετάσεις και αηδίες. Φοβάμαι και
λίγο...»
«Έλα
τώρα, τα βάζεις με μαφιόζους και φοβάσαι μια γυναικολογική εξέταση;» είπε ειρωνικά προτού σκάσει στα γέλια. Την
έβλεπα να γελάει και ένιωθα ευτυχισμένη που
είχα μια φίλη σαν αυτή. Ήταν η μόνη που μου είχε σταθεί όλα αυτά τα χρόνια,
χωρίς ποτέ να ρωτήσει για τους λόγους που
έκανα το οτιδήποτε, χωρίς να τρέξει μακριά μου όπως συνέβη με τους
περισσότερους φίλους ή την οικογένειά μου.
Νέα δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια μου, τα όποια και σκούπισα με την αναστροφή
του χεριού μου.
«Κλαις;»
«Όχι... Απλά
είμαι χαρούμενη. Ευτυχισμένη που σε έχω δίπλα
μου. Ειλικρινά αν δεν ήσουν εσύ...» προσπάθησα
να πω με βραχνή φωνή μα εκείνη σηκώθηκε απότομα τραβώντας με από τον αγκώνα.
«Κόψε
τις βλακείες. Εμείς είμαστε φίλες. Μαζί στα εύκολα, μαζί στα δύσκολα.»
αναφώνησε με χαρωπό ύφος, τραβώντας με στην κουζίνα.
Κάπου αλλού την ίδια ώρα...
«Δεν
μπορώ να καταλάβω γιατί έφυγε. Ήμασταν τόσο καλά μεταξύ μας, ήξερα πως με
αγαπάει...» η φωνή του Θάνου έβγαινε με
δυσκολία από το στόμα του καθώς χτυπούσε τον σάκο του μποξ ακριβώς μπροστά του.
Ο
Βασίλης κρατώντας τον σάκο δεν αντέδρασε παρά μόνο κούνησε το κεφάλι του σε μια
προσπάθεια να τον ηρεμήσει.
«Με
χώρισε. Ή μάλλον δεν είχε τα κότσια ούτε
αυτό να κάνει.» Το χέρι του έπεσε με δύναμη
πάνω στον σάκο, φτάνοντάς τον στην άλλη
άκρη. «Ίσως δεν με αγάπησε ποτέ, ίσως για
εκείνη ήμουν ένα παιχνίδι, ένας ανόητος καθηγητής που έπρεπε να πηδήξει...» η φωνή του ήταν γεμάτη μίσος αυτή τη φορά.
«Θάνο, μπορεί να μη συμπαθώ αυτό το κορίτσι αλλά σίγουρα δεν είναι τόσο κακιά ή ελευθέρων ηθών. Την πλήγωσες την ημέρα του
γάμου σου.» ξεφούρνισε ο Βασίλης, κρατώντας
με δύναμη τον σάκο όσο εκείνος χτυπούσε και κλοτσούσε.
«Προσπάθησα
να κρατήσω μακριά την Ελένη μα δεν με άκουγε. Εκείνη φταίει για όλα...»
«Ανεξάρτητα
από το φταίξιμό της,
περιμένει το παιδί σου· οφείλεις να είσαι δίπλα της.»
«Μου
ζητάς να ξεχάσω την Εύα δηλαδή; Να ξεχάσω τη
μόνη κοπέλα που με έκανε να νιώσω σαν έφηβος
πάλι;» Η
φλέβα στο μέτωπό του παλλόταν έντονα αυτή τη
στιγμή, όσο τα χέρια του σφίγγονταν σε γροθιές.
«Την
αγαπάς πραγματικά, έτσι δεν είναι; Όλοι
νομίζαμε πως ήταν απλά μια μαθητριούλα για να περάσεις την ώρα σου, μα εσύ... Εσύ την ήθελες πραγματικά.» αποκρίθηκε ο
ξάδερφός του αναστενάζοντας βαριά.
Για λίγο
ο Θάνος σταμάτησε ό,τι έκανε κοιτώντας τον
με άδεια μάτια. Τι μπορούσε να απαντήσει, όταν
μέχρι και οι τοίχοι ήξεραν την απάντηση. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα έριξε μια
κλοτσιά στον σάκο.
«Φυσικά
και την αγαπώ, ήθελα να κάνω παιδιά μαζί της, να έχω ένα κοινό μέλλον με αυτήν
την υπέροχη, πεισματάρα γυναίκα αλλά...»
«Τι
συνέβη όταν φύγατε από την εκκλησία;» ρώτησε
ξαφνικά εκείνος αφήνοντας τον σάκο στη διάθεση του Θάνου.
Ανάμεσα
σε κλωτσιές και μπουνιές είπε «Πήγαμε σπίτι μας και εκεί αφού γδυθήκαμε κάναμε
σεξ και ήταν πανέμορφο... Ήμουν τόσο
σίγουρος πως με είχε συγχωρέσει. Μπορούσα να τη νιώσω παραδομένη σε έμενα, να
φωνάζει το όνομά μου κατά τη διάρκεια του
οργασμού της, να κολλάει το σώμα της πάνω μου με δύναμη...»
η φωνή του έγινε πιο βαριά στη σκέψη, ξεχνώντας
πως ήταν στο γυμναστήριο. «Ήταν δική μου,
μόνο δική μου. Μπορούσα να την έχω για
έμενα, στο έλεος των ορέξεών μου, να την
παίρνω όλη την ημέρα, γιατί ήταν η γυναίκα
μου...»
«Εντάξει,
σταμάτα, κατάλαβα τι εννοείς.» αναφώνησε ο Βασίλης αηδιασμένος με την εικόνα.
Τα μάτια
του Θάνου έπεσαν σε εκείνον προτού ψιθυρίσει με δυσκολία «Όταν ξύπνησα το
επόμενο πρωί, βρήκα δίπλα
στο μαξιλάρι μου τη βέρα της και ένα γράμμα.»
Εκείνος
τον κοίταξε ξέπνοος με ανοιχτό το στόμα. «Τι έγραφε;»
Με μια
κίνηση ο Θάνος έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό, τσαλακωμένο χαρτάκι,
ανοίγοντάς το ήρεμα. Κοιτώντας τον ξάδελφο
και φίλο του άρχισε να το διαβάζει.
«Θάνο,
ξέρω πως θα με μισήσεις για αυτό που έκανα μα δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ μαζί
σου, σε αυτό το σπίτι. Όπου και να κοιτάξω,
ό,τι και να κάνω, φαντάζομαι εσένα μαζί με
εκείνη τη γυναίκα γυμνούς και η καρδιά μου
ραγίζει. Όσο και αν θέλω να το αφήσω πίσω μου είναι αδύνατον.
Υ.Γ.:
Εάν θες τη γνώμη μου, παντρέψου την Ελένη. Μείνε δίπλα σε εκείνη και στο παιδί
σου, κάνε ό,τι θα έκανες για μένα.»
Ένα
δάκρυ έτρεξε από το μάγουλό του καθώς δίπλωνε το χαρτί και το τοποθετούσε πάλι
πίσω στη θέση του. Ένιωθε τον εαυτό του αδύναμο αλλά
δεν μπορούσε να λυγίσει. Ήταν άντρας και λόγω
του φύλου του έπρεπε να δείχνει δυνατός.
Ο
Βασίλης τον κοίταξε πίσω από τα γυαλιά του λυπημένος,
με την καρδιά του να πονά. Πρώτη φορά
που έβλεπε τον Θάνο έτσι, τόσο δυστυχισμένο, απογοητευμένο από την ίδια του τη ζωή·
τον ίδιο άνθρωπο που έναν χρόνο πριν κοιμόταν με εκατοντάδες γυναίκες, χωρίς να ενδιαφέρεται για τα αισθήματά τους ή για
την επόμενη μέρα. Τώρα είχε μπροστά του έναν άντρα ανήμπορο να ξεχάσει,
θυμωμένο και πληγωμένο ταυτόχρονα, που
ξεσπούσε όλα του τα αισθήματα στο μποξ, το ποτό
και ένα θεός ξέρει πού αλλού.
«Ίσως αν
της μιλούσες...»
«Δεν θέλει να με ακούσει. Προσπάθησα αλλά άλλαξε
κινητό, διεύθυνση, τα πάντα. Η φίλη της αρνείται να μου πει πού είναι, για την ακρίβεια με έβρισε που φέρθηκα
έτσι στην κολλητή της και πήγε να με χτυπήσει.» Ένα
στραβό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του.
Εύα Αναγνώστου