Ιστορίες απο τις Αστρικές Αυτοκρατορίες - Ιστορία 1: Η Βασίλισσα της Σιλβέρια (Κεφάλαιο 1) - "Σε πολιορκία"

           
 Η Ντιάνα ξύπνησε από τον υπόκωφο ήχο των κανονιών. Γύρισε πλευρό και κάθισε λίγα λεπτά με τα μάτια κλειστά πριν σηκωθεί με αργές κινήσεις, προσπαθώντας να διώξει τον ύπνο από τα βλέφαρά της. Τις πρώτες μέρες της πολιορκίας πεταγόταν με τον παραμικρό πυροβολισμό, αλλά γρήγορα συνήθισε. «Άλλη μια μέρα» σκέφτηκε καθώς φορούσε τις μπότες της. «Θα αντέξουμε άλλη μια μέρα;» Όσο και αν η μητέρα της και βασίλισσα της Σιλβέρια, Ιππολύτη, πίστευε και διατεινόταν ότι θα απωθούνταν οι Ραδονιανοί, αυτή το έβλεπε πως είχε χαθεί η υπόθεση. Αν ήταν στο χέρι της θα συνθηκολογούσε αυτή τη στιγμή για να ελαχιστοποιήσει όσο ήταν δυνατόν τη ζημιά. Μετά από τρία χρόνια πολέμου η κατάληξη δεν ήταν αυτή που θα ήθελαν. Η Ντιάνα απορούσε πώς ήταν δυνατόν να είναι η βασίλισσα και οι έμπιστές της τόσο αισιόδοξες. Να ξεκινήσουν να κατακτήσουν τη Ραδόνια, να επανακατακτήσουν τη Μικρά Σιλβέρια όπως έλεγαν και όπως ήταν κάποτε. Κάποτε… Ούτε θυμόταν καλά καλά πόσες γενιές πριν. Με τη μικρή βοήθεια που υποσχέθηκαν οι κοντινές βασίλισσες; Και που αποδείχθηκε μηδαμινή; Με την προσμονή ότι η αυτοκράτειρα θα κινητοποιούνταν; Η αυτοκρατορία των Αμαζόνων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και το κάθε βασίλειο στην ουσία πάλευε μόνο του. Και να τώρα, αφού η Ραδόνια είχε αντέξει όλες τις επιθέσεις, με μια αιφνιδιαστική κίνηση ο κυβερνήτης της πολιορκούσε το οχυρό ανάκτορο. Δεν υπήρχε ούτε προοπτική ούτε χρόνος για ενισχύσεις. Το βασιλικό πυροβολικό της Ραδόνια, το καλύτερο ίσως σε όλο το γαλαξία είχε σχεδόν ισοπεδώσει τις οχυρώσεις. Δυο φορές είχαν προσπαθήσει με εξόδους να αντεπιτεθούν και τις δύο είχαν αποτύχει με βαριές απώλειες. Πόσες αδελφές αμαζόνες νεκρές, πολλές φίλες της ανάμεσά τους. Αν ήταν στο χέρι της… Με έναν αναστεναγμό φόρεσε τη ζώνη με το σπαθί και το όπλο της και βγήκε. Αυτή ήταν απλώς η δεύτερη κόρη της βασίλισσας. Και σίγουρα όχι η αγαπημένη. Η αδερφή της, η Ανδρομάχη, είχε ανακηρυχθεί διάδοχος και πρώτη ιππέας της βασίλισσας. Η Ντιάνα δεν υπολογιζόταν από πολλές καν σαν πριγκίπισσα από όταν είχε αντιτεθεί στα σχέδια της βασίλισσας για τον πόλεμο. Σχέδια, που η αδερφή της τα είχε υιοθετήσει με ενθουσιασμό.
            Στους διαδρόμους επικρατούσε η συνήθης αναταραχή της μάχης. Ομάδες αμαζόνων έτρεχαν να πάρουν τις θέσεις τους, ενώ αξιωματικοί φώναζαν διαταγές. Μέσα στην οχλοβοή ακούστηκε μια φωνή που γρήγορα βρέθηκε στα χείλη όλων.
 «Έρχονται!»
Όλες ήξεραν τι σήμαινε αυτό. Άρχισαν όλες να κινούνται προς τις εξόδους που οδηγούσαν στις οχυρώσεις ή ότι είχε μείνει από αυτές. Είχε έρθει η ώρα να πολεμήσουν πραγματικά, σώμα με σώμα αν μπορούσαν. Παρά τις σκέψεις της δεν μπόρεσε να μη νιώσει έναν ενθουσιασμό, όπως όλες οι αδελφές της, τον ενθουσιασμό της μάχης. Το είχαν στο αίμα τους. Ήταν αμαζόνες, γεννημένες και μεγαλωμένες πολεμίστριες. Από την αίθουσα του θρόνου βγήκε βιαστική η βασίλισσα με το επιτελείο και τη φρουρά της. Ήταν ένα θαυμαστό θέαμα. Βάδιζαν με σίγουρο βήμα προς τη μάχη. Οι θώρακες, οι ιδιαίτεροι θώρακες της Σιλβέρια που άφηναν την πλάτη ακάλυπτη, καθώς καμιά τους ποτέ δεν θα γύριζε την πλάτη στον εχθρό, γυάλιζαν. Πολλές είχαν ήδη σπαθιά στα χέρια τους και η βασίλισσα απλά έλαμπε καθώς προχωρούσε και πίσω της κυμάτιζε ο πορφυρός μανδύας της. Όποιος τις έβλεπε θα πίστευε ότι ήταν ανίκητες, πάντα περήφανες ακόμα και μπροστά στον θάνατο.
Η Ντιάνα έτρεξε να μπει και αυτή στην ακολουθία, όταν κάποια την κράτησε από το χέρι. «Πού πας εσύ;» Γύρισε βαριεστημένα, καθώς αναγνώρισε τη φωνή της αδελφής της.
«Τι πρόβλημα έχεις, Ανδρομάχη;»
«Ακούστε πώς μιλάει στη διάδοχο!» είπε στην ακολουθία της και όλες γέλασαν.
«Η βασίλισσα βαδίζει στη μάχη! Και στο πλάι της έχουν θέση μόνο πραγματικές αμαζόνες, όχι κοριτσάκια». Περισσότερα γέλια. Η Ντιάνα κοκκίνισε από την προσβολή. Το χέρι της πήγε στη λαβή του σπαθιού της, αλλά κάποια από τις άλλες τη χτύπησε δυνατά από πίσω και την έριξε κάτω. 
«Να προσέχεις τα νώτα σου καλύτερα!» φώναξε μία.
«Αφού είσαι εύκαιρη δήλωσε και υποταγή στην Ανδρομάχη» είπαν μερικές.
«Καλή ιδέα!» είπε η Ιππολύτη και έσπρωξε τη μπότα της στο πρόσωπο της Ντιάνας. «Φίλησέ τη!» Αυτή δεν μπόρεσε να κρατηθεί και την έφτυσε, για να δεχθεί αμέσως την κλωτσιά. Καθώς το αίμα γέμιζε το στόμα της, οι άλλες έφυγαν.
«Πάμε, έχουμε μια μάχη να κερδίσουμε!»
Η Ντιάνα ξεκίνησε να σηκώνεται σιγά σιγά.
«Ντιάνα! Ωχ, όχι πάλι!» αναφώνησε η καλύτερη φίλη  της, η Αλεξάνδρα, βοηθώντας την να σηκωθεί. «Γιατί δεν περίμενες κι εμάς;»
«Καλά είμαι, έχω συνηθίσει πια...» απάντησε με πίκρα.
«Μην τους δίνεις σημασία, είναι ηλίθιες» την παρηγόρησε η Αλεξάνδρα καθώς έφτασαν και οι άλλες αμαζόνες της. «Εμείς όλες ξέρουμε ότι είχες δίκιο για τον πόλεμο και είμαστε μαζί σου».
«Κι αυτό δεν πρόκειται να σας το συγχωρήσει ποτέ η Ανδρομάχη... Πολύ φοβάμαι, όταν έρθει η ώρα θα με ακολουθήσετε σε κάποια εξορία. Πάμε τώρα να βοηθήσουμε, κάπου θα μας θέλουν».
            Η μάχη ήταν σκληρή, καθώς οι μισο-κατεστραμμένες οχυρώσεις άφηναν κενά από τα οποία προσπαθούσαν να εισέλθουν οι στρατιώτες της Ραδόνια. Οι Αμαζόνες στην ουσία έκλειναν με τα σώματά τους το δρόμο. Αυτές ήταν πια τα τείχη του πλανήτη τους. Καλύπτονταν πίσω από τα χαλάσματα όσο ανταλλάσσονταν πυρά και όταν οι εχθροί προσπαθούσαν να περάσουν, έπεφταν επάνω τους με σπαθιά και δόρατα. Δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπίσουν τις ξιφολόγχες τους, αλλά πάνω στα χαλάσματα χαλούσαν αναγκαστικά οι γραμμές τους και στη μάχη σώμα με σώμα δεν υπήρχε λαός που να τις συναγωνίζεται. Η Ντιάνα πολεμούσε με την Αλεξάνδρα στο πλευρό της και τις φίλες τους γύρω τους σε μια δευτερεύουσα πύλη την οποία προσπαθούσαν να καταλάβουν οι Ραδονιανοί. Είχε πληγωθεί σε ορισμένα σημεία, ευτυχώς επιφανειακά, αλλά οι πληγές την ενοχλούσαν όσο προχωρούσε η ώρα. Για άλλη μια φορά οι εχθροί προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν στα ερείπια του πύργου της πύλης. Εκεί δεν είχαν το πλεονέκτημα των πυροβόλων τους και οι Αμαζόνες όρμησαν να τους συναντήσουν με τα σπαθιά στα χέρια. Η Ντιάνα ένιωσε την Αλεξάνδρα να τη σπρώχνει στερώντας από αυτόν που την πυροβόλησε το στόχο του. Γύρισε και διασταύρωσε το ξίφος της με το δικό του, αλλά ο αντίπαλός της δεν άντεξε για πολύ την ορμή της νεαρής αμαζόνας που φλεγόταν από τον πυρετό της μάχης και το σπαθί της καρφώθηκε με δύναμη στο σώμα του. Καθώς έπεφτε νεκρός, το κράνος που έκρυβε το πρόσωπό του βγήκε και την προσοχή της τράβηξαν τα μακριά ξανθά μαλλιά που απλώθηκαν. Έμεινε να κοιτάζει με έκπληξη το πρόσωπο της κοπέλας που μόλις είχε σκοτώσει. «Μα τι συμβαίνει;» σκέφτηκε. «Υποτίθεται οι γυναίκες είναι σχεδόν σκλάβες στη Ραδόνια, πώς μπορεί να έχουν την τιμή να πολεμούν;» Οι ιαχές, ευτυχώς και όχι μια σφαίρα, διέκοψαν τις σκέψεις της, καθώς οι αντίπαλοι σάλπισαν υποχώρηση. Σχεδόν αμέσως όμως ξανάρχισε ο βομβαρδισμός και έτρεξαν όλες να καλυφθούν.
            Το βράδυ, αφού είχαν καθαρισθεί και είχαν περιποιηθεί τις πληγές τους, συναντήθηκαν για φαγητό στα δωμάτια της Ντιάνας. Πριν ξεκινήσουν η Ντιάνα σηκώθηκε με το κρασί στο χέρι και έκανε μια μικρή σπονδή.
 «Στη μνήμη της Δανάης και της Νεφέλης, είθε να κυνηγούν στο πλάι της θεάς». Όλες έσκυψαν τα κεφάλια. Άλλες δυο φίλες τους νεκρές. Και πόσες ακόμα θα πέθαιναν άραγε;
            Μετά το φαγητό άρχισαν να συζητούν τα γεγονότα και τα νέα της ημέρας.
«Ήξερες ότι έχουν και γυναίκες στο στρατό της Ραδόνια;» ρώτησε την Αλεξάνδρα.
«Είχα ακούσει φήμες από αυτές που γύριζαν από τις εκστρατείες, αλλά γενικά δεν το συζητούν» απάντησε.
«Αυτή η τρέλα πρέπει να σταματήσει. Δηλαδή τώρα σκοτωνόμαστε με τις αδελφές μας που υποτίθεται ζουν υποτελείς στη Ραδόνια και θα ελευθερώναμε;» αναρωτήθηκε η Ντιάνα.
«Δεν ξέρω, ειλικρινά δεν ξέρω, Ντιάνα» της απάντησε η Αλεξάνδρα.
Κοιτάζονταν σιωπηλές για λίγη ώρα. Στην Ντιάνα άρεσε η φίλη της, επικοινωνούσαν απόλυτα, ήταν και οι δύο κάπως αντισυμβατικές και απολάμβανε τις εκτεταμένες συζητήσεις μαζί της. Και  ήταν και όμορφη...
«Ξέρω τι σκέφτεσαι!» της είπε με πονηρό χαμόγελο η Αλεξάνδρα.
«Αλεξάνδρα...»
«Κατάλαβα...»
«Όχι, ξέρεις ότι θα ήθελα να είμαστε μαζί, αλλά δε θέλω να γίνεις και εσύ στόχος της».
«Ναι, καλά, πάντα η Ανδρομάχη...»
«Αφού με θέλει εξόριστη, το ξέρεις. Φαντάζεσαι πώς θα χρησιμοποιήσει τη σχέση μας; Θα υποφέρεις κι εσύ μαζί μου».
«Για σένα θα υπέφερα με χαρά. Άλλωστε τι σημασία έχει πια; Αύριο μπορεί να είμαστε νεκρές».
«Έχεις δίκιο, όπως πολλές φορές. Αλλά δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω πέρα από περιφρόνηση. Σου υπόσχομαι ότι όταν θα έχω κάτι να σου προσφέρω θα είσαι και στο πλευρό μου».
«Μπορώ τουλάχιστον να μην είμαι μόνη απόψε;»
Χαμογέλασαν η μία στην άλλη και αποσύρθηκαν αγκαλιασμένες.

Μιχάλης Κοτσαρίνης