Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 24)

Τι υπέροχο αίσθημα…
Με πλημμύριζε γαλήνη και για πρώτη φορά δεν φοβόμουν. Δεν υπήρχε κάτι ικανό να με κρατήσει μακριά από το φως. Κάθε κακή ανάμνηση, κάθε πόνος, δάκρυ, δυστυχία, χαμός, θλίψη, όλα πλέον σβήνονταν μαγικά.
Ήμουν ελεύθερη.

Ο ήλιος βρισκόταν στο πιο φωτεινό του σημείο, σκορπώντας γύρω του χαρά, ζωντάνια, ευτυχία. Μα πάνω από όλα, διάθεση για ζωή. Ζωή… Μια τόσο μικρή λέξη με τόσο μεγάλο νόημα. Τα λουλούδια γύρω μου ταλαντεύτηκαν ήρεμα, χάρη στο απαλό αεράκι, το οποίο φυσούσε εκείνο το πρωινό.
Φέρνοντας την κούπα στη μύτη μου, σοφίστηκα τον υπέροχο καφέ, τον οποίο και πολύ γρήγορα έφερα στα χείλη μου. Ήταν ήδη μεσημεράκι και εγώ είχα μια σημαντική δουλειά να κάνω. Κοιτώντας το σπίτι γύρω μου, ένα υπέροχο νεοκλασικό λίγο πιο έξω από την πόλη, σιγοτραγούδησα ξανά μια άγνωστη μελωδία σε μένα.
Τα μάτια μου εξερεύνησαν το τοπίο γύρω μου, προτού ακούσω γαβγίσματα. Γυρνώντας πίσω μου, είδα δυο μικρά σκυλάκια να κουνάνε τις ουρές τους χαρούμενα. Πολύ σύντομα έτρεξαν προς τα πάνω μου, γλείφοντας το πρόσωπό μου. Γέλασα… Όπως ποτέ άλλοτε. Με ένα καθάριο γέλιο, το οποίο δεν ήξερα ποτέ πως μπορούσε να βγει από μέσα μου.
Λίγη ώρα αργότερα, βρισκόμουν στον δρόμο οδηγώντας για τον προορισμό μου. Εστίασα στην κίνηση μπροστά μου˙ στους οδηγούς, οι οποίοι μάλωναν για τη σειρά προτεραιότητας και σε ένα γέρικο ζευγαράκι που έτυχε να περνά τη διάβαση εκείνη τη στιγμή. Ο άντρας ήταν σίγουρα άνω των 80 και η γυναίκα γύρω στα 70, μα περπατούσαν μαζί, πιασμένοι χέρι-χέρι, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον.
Χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη μου, ενώ δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου. Ήταν τόσο έντονη η αγάπη τους, τόσο έντονη που σχεδόν με πονούσε. Ο τρόπος με τον οποίο έπεφτε ο ήλιος πάνω τους, τους έκανε να μοιάζουν με αγγέλους που κατέβηκαν στη γη για να δείξουν πώς μοιάζει η απόλυτη, ανιδιοτελής αγάπη.
Πόση ώρα τους κοιτούσα άραγε;
Τα κορναρίσματα από πίσω μου έγιναν έντονα, περικλείοντας μέσα τους και ορισμένες βρισιές, στις οποίες δεν έδωσα βαρύτητα. Να με πάλι στον δρόμο μου, χαρούμενη και ανυπόμονη, εκστασιασμένη και λιγάκι φοβισμένη. Σταμάτησα αργά το αυτοκίνητο, ψάχνοντας με το βλέμμα μου την έκταση μπροστά μου.
«Ήταν άραγε τόσο μεγάλο αυτό το κολέγιο;» σκέφτηκα, κουνώντας το κεφάλι μου σκεπτική. Ισορροπώντας πάνω στα τακούνια μου, έφτασα στην μπροστινή πύλη και εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το κουδούνι λήξης των μαθημάτων.
Παιδάκια από 5 έως 18 χρονών κατέκλυσαν τις πόρτες, ντυμένα με τις στολές τους, χαρούμενα και γεμάτα ζωή. Παραδίπλα μου βρίσκονταν και άλλοι άνθρωποι, πιθανότατα γονείς οι οποίοι περίμεναν τα αγγελούδια τους για να γυρίσουν σπίτι.
Ξαφνικά ήμουν ανυπόμονη. Αδρεναλίνη, πανικός και χαρά τρύπωσαν στην ψυχή μου, περιμένοντας για αρκετή ώρα. Επιτέλους...
«Μαμά, μαμά, εδώ είμαι.» φώναξε ένα κοκκινομάλλικο κοριτσάκι γύρω στα 10. Κατευθυνόταν προς το μέρος μου με ανοιχτά χέρια, πανέμορφο μέσα στην καφέ-κόκκινη στολή του και τα υπέροχα κοτσιδάκια του.
Με τη σειρά μου άνοιξα τα χέρια μου, κλείνοντας τα γύρω της. Το κεφάλι μου ξεκουράστηκε στο στήθος της, ρουφώντας κάθε μικρή λεπτομέρειά της, το άρωμά της... τα πάντα.
«Μαμά, πήρα άριστα στα μαθήματα σήμερα.» είπε πανηγυρίζοντας και σύντομα άρχισε να τρέχει γύρω μου.
Δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια μου, τα οποία όμως προσπάθησα να κρατήσω πάση θυσία. «Αριάδνη.» μουρμούρισα, σηκώνοντάς τη στον αέρα, στροβιλίζοντάς τη γύρω μου. Το γέλιο της με έκανε τρισευτυχισμένη, ήταν ό,τι πιο όμορφο μπορούσα να ακούσω ποτέ.
«Μανούλα, είσαι καλά; Φαίνεσαι έτοιμη να κλάψεις.» ρώτησε με το που την άφησα στο έδαφος.
«Φυσικά και όχι. Απλά είμαι πολύ χαρούμενη που σε βλέπω.» απάντησα αυθόρμητα, βυθισμένη στα γαλανά μάτια της. Όσο και αν την κοιτούσα, δεν τη χόρταινα. Ένιωθα λες και όλα αυτά τα χρόνια βρισκόμουν σε κώμα και τώρα έπαιρνα πίσω τη ζωή μου επιτέλους.
«Μα με βλέπεις κάθε μέρα χαζούλα…» συνέχισε εκείνη, αγγίζοντας τη μύτη μου και εγώ γέλασα από δήλωσή της.
«Δεν έχεις ιδέα πόσο ευτυχισμένη είμαι μικρή μου. Είσαι ό,τι καλύτερο μου συνέβη ποτέ, να το θυμάσαι αυτό.» Κάνοντάς της μια τεράστια αγκαλιά, περπάτησα προς το αυτοκίνητο.
Πριν να ανοίξω την πόρτα του συνοδηγού, ένιωσα κάποιον να μου τραβά τη φούστα. Με διάπλατα μάτια είδα την Αριάδνη να με κοιτά περίεργα. Γονατίζοντας μπροστά της, δεν άντεξα να μη ρωτήσω.
«Τι συμβαίνει αγάπη μου; Είναι ώρα να γυρίσουμε σπίτι. Εκτός και αν θες να σε πάω στο πάρκο για παγωτό.» μουρμούρισα περίεργη για την απάντησή της. Λεπτές σταγόνες ιδρώτα κύλησαν από το μέτωπό μου λόγω της ζέστης, αλλά δεν έδωσα σημασία.
«Δεν γίνεται να φύγουμε χωρίς εκείνον.» Ήμουν τόσο προσηλωμένη να την κοιτάω –σε μια ανέλπιδη προσπάθεια να καταλάβω σε ποιον αναφερόταν- που σχεδόν μου κόπηκε το αίμα όταν ένα χέρι με άδραξε από τη μέση, κολλώντας με στο αυτοκίνητο.
Ήμουν έτοιμη να φωνάξω για βοήθεια προτού ακούσω ξανά την Αριάδνη να κοιτά από πίσω μου με μάτια γεμάτα λατρεία.
«Μπαμπά; Άργησες σήμερα και η μαμά ήθελε να φύγουμε χωρίς εσένα.» τα μεγάλα της μάτια κοίταξαν εκείνον και έπειτα ξανά εμένα.
Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε… Ήμουν παντρεμένη; Πως γινόταν αυτό; Πιάνοντας το κεφάλι μου, βόγκηξα από τον πόνο.
«Εύα, μωρό μου, είσαι καλά; Τι συμβαίνει;» Ο ίδιος άντρας με γύρισε, έτσι ώστε τα πρόσωπά μας να απέχουν ελάχιστα μόλις εκατοστά. Μου χάρισε ένα κατάλευκο χαμόγελο και ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου.
Ήταν εκείνος… Μα πώς;
«Θάνο;» ρώτησα αβέβαιη, κλείνοντας το πρόσωπό μου στα χέρια του.
Σύντομα τα χείλη του έκλεισαν γύρω από τα δικά μου, σε ένα απλό και γλυκό φιλί. Η απορία στο πρόσωπό μου ήταν διάχυτη. Δεν θυμόμουν τίποτα από όλα αυτά.
«Που θα πάω εγώ τα κορίτσια μου;» Μπορούσα να ακούσω τη φωνή του, όχι όμως και να απαντήσω. Το σοκ ήταν ακόμα μεγάλο.
Η Αριάδνη άρχισε να χοροπηδά γύρω μας, φωνάζοντας «Θα πάμε για παγωτό… Τέλεια!» Την κοίταξα με μισόκλειστα μάτια, κρατώντας την αναπνοή μου.
Πόσο χρόνο είχα χάσει; Γιατί ένιωθα σαν να μην την έζησα όλα αυτά τα χρόνια; Γνώριζα πως είναι το παιδί μου, μολονότι το κενό μνήμης μου ήταν τεράστιο. Το βλέμμα του Θάνου κλείδωσε στο δικό μου, δαγκώνοντας τα χείλια του απαλά.
Αφού έβαλε την κόρη μας στο αυτοκίνητο, έσπρωξε και μένα μέσα ελαφρά, κλείνοντας τη ζώνη γύρω από το κορμί μου. Τα χέρια του ήρθαν σε επαφή με το γυμνό μου δέρμα, στέλνοντας ανατριχίλα σε όλο μου το σώμα. Πόσο μου είχε λείψει…
«Αυτό για να είσαι ασφαλής.» μονολόγησε, ελέγχοντας άλλη μια φορά τη ζώνη και δίνοντάς μου ένα γρήγορο φιλί στον λαιμό.
Για την υπόλοιπη ώρα άκουγα τον Θάνο με την Αριάδνη να μιλάνε για το σχολείο, τα μαθήματα, τις διακοπές που θα πηγαίναμε το καλοκαίρι, με εκείνον να της κάνει αστείες γκριμάτσες μέσω του καθρέφτη και τη μικρή να γελάει ασταμάτητα. Ανά συχνά διαστήματα τον έβλεπα να με κοιτάει, ενώ αρκετές φορές έκλεινε το χέρι του γύρω από το δικό μου.
Αχ, πόσο μου είχε λείψει αυτή η επαφή… Πόσο ανάγκη την είχα;

Μία ώρα μετά…
Βρισκόμασταν στο πάρκο όλοι μαζί, σαν μια χαρούμενη οικογένεια. Ο Θάνος με την Αριάδνη έπαιζαν λίγα μέτρα παραπέρα κρυφτό, έτρωγαν παγωτό, τάιζαν τις πάπιες, τόσο ανέμελοι σαν αυτή να ήταν μια οποιαδήποτε μέρα. Φέρνοντας τα πόδια στο στήθος μου, ανέπνευσα βαθιά, έχοντας στο μυαλό μου αυτή τη μαγική εικόνα.
Ξαπλώνοντας κάτω στο γρασίδι, αναστέναξα βαθιά, σκεπτόμενη όλα όσα συνέβαιναν στη ζωή μου. Με κλειστά μάτια άκουγα τους δυο τους να γελάνε και να τρέχουν, όσο το απαλό αεράκι δρόσιζε το καυτό κορμί μου, τινάζοντας τα μαλλιά μου ελαφρώς.
«Πάμε στη μαμά;» ρώτησε ο Θάνος τη μικρή και γρήγορα έτρεξαν προς το μέρος μου, πέφτοντας πάνω μου.
Ένα μικρό ουρλιαχτό δραπέτευσε από τα χείλη μου, το οποίο μετατράπηκε σε γέλιο. Η Αριάδνη έβαλε στα μαλλιά μου ένα στεφάνι από λουλούδια, σκορπίζοντας γύρω μας αρώματα και στιγμές ξεγνοιασιάς.
«Ωωω, κάντε λίγο χώρο και για μένα.» φώναξε ο Θάνος με ένα ψεύτικο θιγμένο ύφος και πολύ γρήγορα ξάπλωσε στη μέση της κουβέρτας. Από τη μια μεριά κρατούσε την κόρη μας και από την άλλη εμένα. Τα μπράτσα του έκλεισαν προστατευτικά γύρω μας, χωρίς να σταματήσει  στιγμή να με κοιτάει.
Τα μάγουλά μου αναψοκοκκίνισαν στη θέα του. Πώς μπορούσε να έχει τέτοια επίδραση πάνω μου;
«Μπορώ να παίξω με τα υπόλοιπα παιδάκια μαμά»
Κοιτώντας τη μικρή μου, ένευσα καταφατικά. «Φυσικά, αλλά μην απομακρυνθείς από τα μάτια μας. Θέλω να σε βλέπω.» Αμέσως έτρεξε μακριά μας και η καρδιά μου γέμισε φόβο.
Ο Θάνος ταλαντεύτηκε γύρω μου, ψιθυρίζοντας «Δεν θα πάθει τίποτα, μωρό μου. Θα είναι μια χαρά.»
«Πού το ξέρεις;»
«Γιατί την προστατεύει ο Θεός. Το παιδί μας είναι ευλογημένο, όπως και εγώ.»
«Τι εννοείς;» ρώτησα με κομμένη την ανάσα, βάζοντας το χέρι μπροστά στα μάτια μου, για να κρυφτώ από τον ήλιο.
«Θυμάσαι την πρώτη μέρα που σε γνώρισα;» Το χέρι του άγγιξε το μάγουλό μου απαλά «Όταν σε συνάντησα σε εκείνη τη σκάλα, ποτέ δεν πίστεψα ότι μια κοπέλα σαν εσένα θα μπορούσε να ερωτευτεί έναν χαζό καθηγητή σαν εμένα.»
Η αναπνοή μου έγινε πιο βαριά χάρη στο άγγιγμά του. Παίζοντας με τα μαλλιά μου, δεν έχανε ευκαιρία να αγγίξει όλο μου το κορμί, ικανοποιημένος από την επιλογή των ρούχων μου. Σκαρφαλώνοντας από πάνω μου, φίλησε το μέτωπο μου, έπειτα τις βλεφαρίδες, τα μάγουλά μου… Το στόμα μου.
«Με έκανες τον πιο ευτυχισμένο άντρα σε αυτή τη γη. Πρώτα μου χάρισες την αγάπη σου και έπειτα αυτό το πανέμορφο αγγελάκι.» Αυτόματα τα μάτια μας έπεσαν σε εκείνη.

«Μακάρι όλα αυτά να ήταν αλήθεια.» μουρμούρισα ελαφρώς δυστυχισμένη, νιώθοντας το πρόσωπό μου υγρό.

Εύα Αναγνώστου