Η
μάνα της Χρυσούλας τράβηξε το χιλιομπαλωμένο κουρτινάκι της κουζίνας κοιτάζοντας
προς τα έξω.
«Μα πού είναι αυτό το θηλυκό σήμερα; Ρίχνει
ο Θεός με το Θεό κι αυτό άφαντο! Αν την πάρει το μάτι κανενός Ναζί θα έχουμε
και τραβήγματα στο τέλος. Για να γυρίσει... Μαύρη θα την κάνω στο ξύλο την
άτιμη!»
Ο βιασμός της ανήλικης Χρυσούλας Πολίτη συνοδευόταν από ένα βουβό κλάμα
κι ένα ασταμάτητο τρέμουλο από μεριά της. Όσο κι αν προσπαθούσε να φωνάξει, να
ουρλιάξει, να αντισταθεί ήταν μάταιο. Ο φόβος δεν την άφηνε να αντιδράσει πιο
δυναμικά. Tης είχε
κόψει κυριολεκτικά τα ήπατα. Ο άνδρας δεν άργησε να ολοκληρώσει το απεχθές έργο
του. Με ένα χαμόγελο ικανοποίησης της έδωσε δύο δυνατές κλωτσιές που την έκαναν
να κατρακυλήσει σαν τόπι προς τα κάτω. Τώρα πια μπορούσε να απομακρύνει και το
μαύρο μαντήλι με το οποίο είχε καλύψει όσο μπορούσε το πρόσωπό του. Ήταν
σίγουρος πως δεν τον είχε αναγνωρίσει, παρόλο που τα μάτια του φαίνονταν. O Αντώνης
Γιαννακόπουλος, ο άνθρωπος πίσω από τον θάμνο, τον οποίο πριν από ένα έτος είχε
απορρίψει η Χρυσούλα, όταν είχε ζητήσει το χέρι της από τους δικούς της, είχε
πάρει λοιπόν το αίμα του πίσω!
Γνώριζε πολύ καλά πως κανείς μα κανείς δε
θα τον υποπτευόταν. Ήταν μεγαλοτσιφλικάς από τους λίγους. H περιουσία που είχε
κληρονομήσει από τους γονείς του παρέμενε ανέπαφη ακόμη και τώρα στον πόλεμο. Πήγαινε
με τα νερά
του εχθρού για να μην έχει μπλεξίματα. Είχε καταδώσει κόσμο και κοσμάκη
προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοια των Γερμαναράδων.
«Βέβαια με αυτή τη ράτσα δεν είσαι ποτέ
σίγουρος!» συνήθιζε να λέει η αδελφή του που τον περνούσε σχεδόν δέκα
χρόνια.
Εκτός του ότι διέθετε όνομα και πλούτο παρουσίαζε
έναν πολύ πράο και
μειλίχιο
χαρακτήρα σε όλους τους γύρω του. Όλοι τον θεωρούσαν έναν καλοσυνάτο, ήρεμο αν
και λίγο υπερόπτη νεαρό άνδρα που έκανε και αγαθοεργίες. Όχι ότι τον συμπαθούσε
κανείς ιδιαίτερα, αφού υπήρχαν υποψίες για παρτίδες με Ναζί, εχθρούς όμως δεν
είχε. Τον είχαν μάλιστα για πολύ ηθικό στοιχείο σε ότι αφορούσε τον ποδόγυρο. Επομένως
δεν υπήρχε περίπτωση οι υποψίες να πέσουν επάνω του. Βάζοντας φτερά στα πόδια
του απομακρύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
«Χρυσούλα; Χρυσούλα, εσύ είσαι;» Καμία
απόκριση. «Χρυσούλα, ψυχή μου εσύ είσαι;»
H βρεγμένη από την κορυφή ως τα νύχια
μαυροντυμένη γριά πλησίασε όσο μπορούσε το μπρούμυτα πεσμένο άτομο. Ήταν εκατό
τοις εκατό σίγουρη πως αυτό το σχεδόν γυμνό και χιλιοχτυπημένο κορίτσι ήταν η
Χρυσούλα Πολίτη, η κόρη του
Στέλιου
Πολίτη. Μπορεί τα μάτια της να μην έβλεπαν όπως άλλοτε, μα τούτο εδώ το
κοριτσόπουλο δεν ήταν δυνατόν να μην το αναγνωρίσει. Τα μαύρα σαν πίσσα μαλλιά
του ακόμη και στην τωρινή τους κατάσταση, βρώμικα από το λασπόνερο κι ανάκατα
σαν κουβάρι μπερδεμένο δεν θα περνούσαν ποτέ απαρατήρητα από τη γριά Μάρκαινα.
Η Μάρκαινα ήταν η γιαγιά της Χρυσούλας, την οποία είχε όμως κάνει πέρα ο
γιος της ο Στέλιος. Στα νιάτα της υπήρξε περιζήτητη νύφη λόγω της εξωτερικής
της εμφάνισης. Ο Μάρκος Πολίτης την "έκλεψε" ένα βράδυ του Σεπτέμβρη
κι έτσι η Άννα που της καλάρεσε αυτός ο τολμηρός νέος έγινε η Μάρκαινα, η
σύζυγος του πιο
ευκατάστατου
νέου του χωριού. Η ζωή τα έφερε όμως έτσι και η Άννα τα έμπλεξε με έναν άλλον
άνδρα, ο οποίος ήταν ψυχικά διαταραγμένος. Της είχε πάρει στην κυριολεξία τα
μυαλά. Ένα βράδυ ο εραστής της μπήκε στο σπιτικό της, σκότωσε αρχικά τον άνδρα
της και στη συνέχεια τα παιδιά της εκτός από τον Στέλιο, ο οποίος για καλή του
τύχη είχε κοιμηθεί στη θεία του. Αφού άρπαξε όλες τις λίρες που βρήκε
μπροστά του επιχείρησε
να δολοφονήσει και την Άννα. Δεν τα κατάφερε όμως κι έτσι το έσκασε από το πίσω
παραθυράκι. O νους της γυναίκας σάλεψε κάνοντάς την να βάλει φωτιά στο σπίτι, στα
κτήματα και στα μαλλιά της. Η γύρω γειτονιά τη φρόντισε για λίγο καιρό, μα η
κατάστασή της ολοένα και χειροτέρευε. Κάμποσα χρόνια ζούσε σαν ερημίτισσα μέσα
σε ένα αποθηκάκι που της είχε απομείνει. Το μοναδικό της πλέον παιδί, ο Στέλιος, ο πατέρας της εγγονής της, της Χρυσούλας, την
είχε απομονώσει από τη ζωή του. Μόνο η Χρυσούλα αυτό το αγγελούδι την
επισκεπτόταν που και που στα κρυφά. Και να που τώρα η Μάρκαινα είχε την
ευκαιρία να της πει
ευχαριστώ με
το να τη βοηθήσει να συνέλθει.
Κι ενώ η Μάρκαινα μετέφερε το λιπόθυμο κορίτσι στην καλύβα της, ο Peter
Meier δεχόταν διαταγές από τον ανώτερό του.
«Meier στείλε τους άνδρες μας κάτω στο
χωριό. Να εκτελεστούν όλα τα μέλη της οικογένειας Πολίτη. Υπάρχουν βάσιμες
υποψίες για υπονόμευση του Ράιχ και του Φύρερ!» Ο Meier ήταν έτοιμος να
καταρρεύσει. Πώς ήταν ποτέ δυνατόν να δώσει εντολή να σκοτώσουν την αγαπημένη
του Χρυσούλα;
Χριστίνα Καρρά