M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 1) - "Gh۞s†" (μέρος 2ο)

Ξυπνάω από το όνειρο μ’ ένα απότομο τράνταγμα. Η καρδιά μου φτερουγίζει άρρυθμα σαν μικρό πουλί εγκλωβισμένο μες στο στήθος μου και ολόκληρο το κορμί μου είναι μουδιασμένο και λουσμένο σε κρύο ιδρώτα. Μένω ασάλευτη για κάμποσες στιγμές προσπαθώντας να αφουγκραστώ, αλλά ο ισχνός ήχος από τους τροχούς που στριφογυρίζουν επάνω στην άσφαλτο και οι ψίθυροι του ανέμου ολόγυρα με καθησυχάζουν.
Ηρεμώ μόλις καταλαβαίνω που είμαι και τι συμβαίνει. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης γλιστρά από τα χείλη μου. «Ουφ!» Δεν βρίσκομαι πίσω σε ‘κείνη την απαίσια, κακορίζικη σοφίτα του πατρικού των Βάλενταϊν, αλλά στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου των γονιών μου.
Ω, να πάρει! Οι γονείς μου! Ανακάθομαι αργά και τους κοιτάζω με επιφύλαξη. Άραγε πήραν είδηση ότι είμαι ξύπνια; Και ακόμα πιο σημαντικό, πρόσεξαν ότι τα όνειρά μου παραμένουν ταραγμένα; Περιμένω.
Η μητέρα μου με κοιτάζει μέσα από τον μεσαίο καθρέφτη.
«Πάλι;», ρωτάει.
«Ναι…» μουρμουρίζω μαγκωμένα ενώ σηκώνω το χέρι μου για να σφουγγίσω το κρύο ρυάκι ιδρώτα που κυλάει στο σβέρκο μου.
Και αυτό είναι όλο. Οι γονείς μου δεν λένε κάτι περισσότερο. Μονάχα αλληλοκοιτάζονται για μια σύντομη στιγμή, μια τόσο δα στιγμούλα που όμως φτάνει για να εκφράσει τα πάντα. Την καχυποψία τους, τη θλίψη, τον φόβο, όλα είναι εκεί.
Εμένα φοβούνται, το σπλάχνο τους. Και φυσικά γνωρίζω τον λόγο. Φταίει η Μία, αυτό που έπαθε. Το βράδυ του θανάτου της εκείνοι έλειπαν. Είχαν αφήσει τις δυο μας στο σπίτι προκειμένου να παρευρεθούν σε ένα συνέδριο αναφορικά με κάποια έκτακτα μέτρα που όφειλε να λάβει ο δήμος.  Παρότι ήμασταν και οι δύο δεκαέξι ετών δεν συνήθιζαν να μας αφήνουν μόνες στο σπίτι. Ως μέλη του δημοτικού συμβουλίου όμως, ήταν υποχρεωμένοι να παρευρεθούν στην συνάντηση και –συνεπώς- να μείνουν έξω από την τιμημένη οικεία των Βάλενταϊν για το βράδυ. Εκείνο το καταραμένο βράδυ! Αδράζοντας την ευκαιρία η Μία έκανε μερικά τηλεφωνήματα και –τσουπς!- μόλις ο κύριος και η κυρία Βάλενταϊν επιβιβάστηκαν στην πανάκριβη BMW diesel SUV τους, οι φίλοι της χτύπησαν το κουδούνι της εξώπορτας μας. 
Η Μία μου είχε συστήσει τους φίλους της στο παρελθόν, τις προηγούμενες φορές που είχε κατορθώσει να τους μπάσει κρυφά στο σπίτι. Ο Τζέηκ ένας Μαυριτανός που έμοιαζε σαν χρήστης ηρωίνης, η Εστέλλα ένα πανκιό με έντονα ροζ καρέ μαλλιά στο χρώμα της τσιχλόφουσκας που ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσαν απευθείας εγκεφαλικό στους γονείς μας, και τελευταίος και καλύτερος –ή χειρότερος, εξαρτάται πως το βλέπει καθείς- ο Κάι. Το αγόρι της Μία που με τα αμέτρητα piercings, τατουάζ και τσιγαριλίκια του θα μπορούσε άνετα να στείλει τους γονείς μας στον τάφο μια ώρα γρηγορότερα! Και γιατί αυτό; Χμμμ… Ας πούμε απλά ότι ο κύριος και η κυρία Βάλενταϊν ήταν ιδιαίτερα επιλεκτικοί με το ποιους συναναστρέφονταν τα κορίτσια τους, κι έτσι αυτοί οι τρεις νέοι που έδειχναν να ‘χουν μόλις ξεπηδήσει από τα πιο κακόφημα προάστια της πόλης, είχαν ελπίδες να περάσουν το κατώφλι μόνο σαν κλέφτες. Μυστικά.
Περίμενα ώσπου να ανεβάσει το τρίο της συμφοράς στην παλιά σοφίτα όπου άραζαν με τις ώρες και έπειτα της είπα πλαταγίζοντας τα χείλη μου με δυσαρέσκεια: «Το ξέρεις ότι θα βρούμε και οι δύο τον μπελά μας με τις βλακείες σου, έτσι;»
«Έλα ρε ‘συ Ρίνα. Είναι οι μόνοι φίλοι που έχω και τους βλέπω μια στο τόσο!»
«Μπα; Και τι γίνεται με τα παιδιά από το Άσπεν;»
«Ποιοι μωρέ; Οι ψωνισμένοι δήθεν που μας περιτριγυρίζουν επειδή οι γονείς μας δεν λένε να μας πάνε σε δημόσιο σχολείο; Αυτοί που νομίζουν ότι παίζουν στο Gossip Girl; Που στην σχολική τραπεζαρία σε κοιτάνε σαν να λένε «Δεν μπορείς να κάτσεις μαζί μας επειδή είμαστε δέκα κλάσεις πάνω από σένα;» Αυτοί που σε κοιτάνε υπεροπτικά σαν να λένε «Πρόσεχε μην λερώσεις τους τοίχους του σχολείου μας με τα βρωμερά σου δάχτυλα;» Αυτοί που…»
«Το ‘πιασα. Το ‘πιασα», την σταμάτησα απ’ την λογοδιάρροια της. Κι εγώ στο ίδιο σχολείο είχα την τύχη/ατυχία να πηγαίνω και ήξερα από πρώτο χέρι ότι οι μαθητές εκεί δεν ήταν και τα πιο νορμάλ άτομα για να κάνεις παρέα. «Όμως αναλογίσου για λίγο, σε παρακαλώ, τι θα γίνει αν ο μπαμπάς και η μαμά γυρίσουν εξ απροόπτου και-».
«Ωωω», γκρίνιαξε και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος, κάτι που της έδινε εντελώς παιδιάστικη όψη. «Δεν πρόκειται να γυρίσουν. Όσο για τα παιδιά θα φύγουν νωρίς. Ήρθαν μόνο για να με δουν. Θα καθίσουμε ήσυχα ήσυχα στην σοφίτα, θα μαλακιστούμε λίγο, θα παίξουμε χαρτιά ή θα πούμε ιστορίες με φαντάσματα και μπορεί να κατεβάσουμε καμιά μπυρίτσα. Αν θες έλα κι εσύ μαζί μας. Είναι ξηγημένα άτομα. Θα δεις!»
«Νόπ… οι λέξεις Ιστορίες με φαντάσματα και Άντριαν Βάλενταϊν δεν πηγαίνουν ποτέ μαζί στην ίδια πρόταση. Το ξέρεις αυτό Μία. Γιατί με βασανίζεις;» αναστέναξα.
Η Μία ύψωσε την παλάμη της στον αέρα ώστε να την βλέπουμε και οι δύο και τέντωσε ένα δάχτυλο μετρώντας. «Για να δούμε… α) Επειδή μπορώ». Σήκωσε κι άλλο δάχτυλο. «β) Επειδή είμαι η μονάκριβη δίδυμη αδερφή σου και γεννήθηκα για να σου κάνω τον βίο αβίωτο». Κι άλλο ένα δάχτυλο. «και γ) επειδή δεν θέλω να με καρφώσεις σε μπαμπά-μαμά».
«Μην με αναγκάζεις να γίνω η κακιά της υπόθεσης, ρε», είπα στρυφνά.
Με κοίταξε παίρνοντας μια πολύ γλυκιά θλιμμένη έκφραση, ικετεύοντας σαν δαρμένο κουτάβι.
«Σε παρακαλώ αδερφούλα μου, μην μου κάνεις χαλάστρα».
«Όχι, Μία. Εγώ σε παρακαλώ να πάψεις να με κοιτάζεις με αυτό το ύφος».
«Σε παρακαλώωω!», επέμεινε.
«Μία, παράτα μας. Μην…».
«Σε παρακαλώωωωωωω!», συνέχισε και κρεμάστηκε απ’ την μπλούζα μου.
Την αγριοκοίταξα αγανακτισμένη. «Δεν μου λες, σκοπεύεις να το συνεχίσεις για πολύ ακόμα αυ-».
«Σε παρακαλώωωωωωωωωω!»
«Αα! Καλά, καλά!», γρύλισα ξεκρεμώντας την από πάνω μου και σιάζοντας τα ρούχα μου. «Άντε τράβα επάνω, Μις Ανωριμότητα. Θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό κι αυτή τη φορά…»
«Γιούχουυυυυυυ!» ούρλιαξε με υπερβολικά ενθουσιώδη φωνή και σάλταρε στο πλατύσκαλο της σκάλας που οδηγούσε στον δεύτερο, τον τρίτο όροφο και τελικά την σοφίτα. «Ναι, μωρό μου!»
Ξεφύσιξα και άφησα το πρόσωπό μου να πέσει στις χούφτες μου.
«Γιατί να σ’ αγαπώ;» αναρωτήθηκα με μισή καρδιά.
Η Μία γύρισε στα μισά της σκάλας και με έδειξε με το δάχτυλό της. «Επειδή δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά, δίδυμη».
Όπως είχα ήδη αποφασίσει δεν ανέβηκα επάνω μαζί με τους υπόλοιπους, αλλά κάθισα αναπαυτικά στον μεγάλο καναπέ σε σχήμα U κι άνοιξα την γιγάντια πλάσμα τηλεόραση του σαλονιού. Άρπαξα το τηλεκοντρόλ, έκανα ένα βήμα πίσω και αφού βούλιαξα στο λευκό δέρμα του καναπέ, έπιασα να κάνω βαριεστημένα ζάπινγκ.
Σκόπευα να παραμείνω ξύπνια για να διώξω τους «καλεσμένους» της αδερφής μου κλοτσηδόν, εάν δεν έφευγαν με το καλό νωρίς μέσα στην νύχτα. Δεν μπορούσα να το διακινδυνεύσω να πέσουν μούρη με μούρη με τους γονείς μας, εάν οι δεύτεροι επέστρεφαν απροειδοποίητα. Και αυτό επειδή από την εμπειρία μου γνώριζα πως εμένα θα κατσάδιαζαν άπαξ και μας έπαιρναν είδηση. Από όταν ήταν μικρή και την έπιαναν να κάνει αταξίες, η Μία είχε το χάρισμα να υιοθετεί ένα συντετριμμένο ύφος που την έκανε να γλιτώνει πάντα τις τιμωρίες. Εγώ πάλι δεν
Αυτό, λοιπόν, ήταν το σχέδιο μου για απόψε. Να κάνω τον Νυχτοφύλακα. Αυτό που αγνοούσα ήταν πως δεν ήμουν η μόνη που έκανε σχέδια για το πώς θα κυλούσε η βραδιά.
Κάποιος ή κάτι άλλο μέσα στο σπίτι έπλαθε εξίσου σχέδια…
Αυτό άρχισε να γίνεται αντιληπτό όταν τα φώτα ψηλά στο ταβάνι άρχισαν να τρεμοπαίζουν. Απευθείας ζάρωσα πιο βαθιά ανάμεσα στα αφράτα μαξιλάρια του καναπέ κρατώντας το τηλεκοντρόλ στον κόρφο μου σαν να ήταν ότι πολυτιμότερο είχα.
«Την ατυχία μου μέσα…», κλαψούρισα. «Αν είχα ανέβει στην σοφίτα δεν θα το πέρναγα μόνη μου αυτό τώρα». Πήρα μια βαθιά, σταθεροποιητική ανάσα απαγορεύοντας στον πανικό να με καταλάβει και ανακάθισα στον καναπέ ισιώνοντας την πλάτη μου. «Ηρέμισε. Ηρέμισε. Ηρέμισε. Μια απλή διακοπή ρεύματος είναι. Μην γίνεσαι κότα».
Βλεφάρισα και τα σποτάκια στο ταβάνι ξανάγιναν όπως πρώτα. Ή ήταν της φαντασίας μου το παράξενο σκοτείνιασμα τους;
Ναι, αυτό πρέπει να ήταν.
Χαχάνισα νιώθοντας ξαφνικά πιο γενναία από πριν. «Φαντασία μου πλανεύτρα, είσαι η πιο μεγάλη ψεύ-».
Αλλά όχι. Να το πάλι! Οι λάμπες της οροφής, τα επιτραπέζια φωτιστικά Τίφανι, η επίπεδη τηλεόραση ευθεία μπροστά, όλα άρχισαν να τρεμοπαίζουν ξέφρενα, σαν τα φωτάκια ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου που χαλάνε στην σειρά.
Τι γινόταν; Αναρωτήθηκα με περισσή νευρικότητα. Φάρσα; Διακοπή ρεύματος; Κατακλυσμός; Δευτέρα παρουσία; Τιιιι;
«Ψυχραιμία Άντρι», έπιασα να νουθετώ τον εαυτό μου. Περίμενα παγωμένη ώσπου να επανέλθει η προηγούμενη φωτεινότητα και έπειτα έτρεξα σαν τρελή και παλαβή μέχρι την σοφίτα.
Όχι, δεν φοβόμουν.
Ναι, τα είχα κάνει πάνω μου.
Αντίθετα με αυτό που προσδοκούσα, στην σοφίτα δεν βρήκα την παρηγοριά που ήλπιζα αλλά μια ανείπωτη φρίκη. Το σώμα της Μία βρισκόταν κάτωχρο, πεσμένο στο πάτωμα της αποθήκης. Το πρόσωπό της ήταν άδειο. Αυτό που την έκανε να κουνιέται ήταν οι άγριοι σφαδασμοί που έρχονταν μέσα από το κέντρο του κορμιού της. Καθώς σφάδαζε, απότομοι κρότοι και σπασίματα συμβάδιζαν με το ρυθμό των σπασμών.
«Μ… Μία;» ψέλλισα σαστίζοντας. Τρέκλισα προς το μέρος της, αλλά ο Κάι ξεκόλλησε από τον πλαϊνό τοίχο –όλοι τους είχαν στριμωχτεί στις γωνίες της σοφίτας και όσο πιο μακριά γινόταν από την Μία- και μου έκοψε τον δρόμο. «Τι κάνατε στην αδερφή μου!;» ούρλιαξα.
«Π… προσπάθησε να καταλάβεις», με παρακάλεσε μαλακά, με πρόσωπο άσπρο σαν το χαρτί και γεμάτο δάκρυα. «Δε… δεν το θέλαμε. Ξεκίνησε ως παιχνίδι. Ποτέ δεν φανταστήκαμε ότι αυτά τα σκατά ήταν κάτι περισσότερο από δει… δεισιδαιμονίες».
Συνέχισε να μιλά, αλλά ότι κι αν έλεγε εγώ δεν μπορούσα να τον παρακολουθήσω πια. Πρόσεχα την Μία ευθεία μπροστά, πότε ηρεμούσε και πότε χτυπιόταν αβοήθητη. Δίπλα της υπήρχε ένας φθαρμένος χάρτινος πίνακας Ouija, ένα πεταμένο πιόνι και μερικά τενεκεδάκια χυμένη μπύρα.
Δεν διηγούνταν απλώς ιστορίες με φαντάσματα, συνειδητοποίησα με τις τριχούλες στον αυχένα μου να ορθώνονται, τις ενσάρκωναν κιόλας.
«Χίλια συγγνώμη, Αντριάννα! Χίλια συγγνώμη! Εμείς δεν… δεν…», τσίριξε η Εστέλλα ανάμεσα από τρεμουλιαστές ανάσες. «Ο… ο Τζέηκ είπε πως είχε έναν γνωστό που… είχε έναν γνωστό που… είχε έναν γνωστό, τέλος πάντων, που έπαιξαν ποτηράκι και πέτυχε. Εγώ στο υπόγειό μου είχα έναν αχρησιμοποίητο Ouija και τον, εε, κουβάλησα μαζί. Σκεφτήκαμε να καλέσουμε ένα πνεύμα, ή δεν ξέρω… κάτι. Δεν περιμέναμε ότι θα ερχόταν ποτέ!».

«Ωστόσο ήρθε», πήρε τον λόγο ο Τζέηκ από απέναντι. Είχε ζαρώσει κι εκείνος σαν τοιχογραφία επάνω στα ντουβάρια, καθώς όμως μιλούσε ατένιζε ανέκφραστα την Μία που είχε πάθει αμόκ. «Ήρθε και επέλεξε να πάρει έναν από μας».

ΣΒΕΤΛΙΝ