«Είμαι έγκυος» είπε στο είδωλό της στον καθρέπτη. Και αυτή τη φορά ήταν όλα αλλιώς. Αποκαμωμένη από την πάλη με κορμιά, συνείδηση και κοινωνία, αρπάχτηκε από τα σπλάχνα της. Το ήθελε αυτό το παιδί. Το μόνο παιδί που θα έφερνε στον κόσμο. Γιατί τα άλλα δύο τα είχε ξεβάψει η βρωμιά της ψυχής της.
Άνοιξε τις ντουλάπες και κατέβασε όλα τα ρούχα της. Τα πλουμιστά, τα φτηνά, τα χιλιοφορεμένα. Τα μάζεψε σε σακούλες μαύρες, σκουπιδιών και τα κατέβασε δίπλα από τον κάδο. Ύστερα ξεκρέμασε τα φώτα από την πόρτα. Όχι άλλο κόκκινο. Πλήρωσε έξτρα τις «υπαλλήλους» και τους είπε πως το μαγαζί έκλεισε.
Μια θάλασσα γαλάζια φούσκωνε μέσα της και δεν είχε τρικυμίες. Είχε μόνο απαλά κυματάκια που γαργαλούσαν την ψυχή της και μαλάκωναν τις ερινύες της.
Στον πέμπτο μήνα ήταν σίγουρο. Ήταν δίδυμα αγόρια. Η Άννα δε νοιαζόταν πώς θα τα ζήσει. είχε κάνει γερό κομπόδεμα, ούτε τι θα έλεγε ο κόσμος για το ποιόν του πατέρα τους. Έτσι κι αλλιώς ούτε η ίδια ήξερε ποιανού σπορά ήταν αυτά τα θαύματα.
Κλείστηκε στο σπίτι της. ΄Όλη την ημέρα καθόταν στο φθαρμένο ανάκλιντρο και κένταγε. Είχε δει τη μάνα της μικρή να το κάνει και πίστευε πως ήρθε η ώρα να κεντήσει για αυτά τα μικρά θαύματα. Βελονιά τη βελονιά έδενε στην ψυχή της αυτά τα δυο παραδεισάκια. Κόμπο τον κόμπο έδιωχνε την παλιά της ζωή και καθώς τελείωνε ένα ένα τα κεντήματα, ερχόταν όλο και πιο κοντά στο ανθρώπινο και στο τίμιο.
Αναζήτησε τη μάνα της. Ποτέ πριν δεν είχε θελήσει να μάθει νέα της. Άλλωστε τη βόλευε να είναι ορφανή, έτσι δεν ντρόπιαζε κανέναν και κανένας δεν την έλεγχε. Η μάνα της, η δόλια, η ντροπιασμένη η κυρά Καίτη ακούγοντας το όνομά της στην άλλη άκρη της γραμμής ξέσπασε σε λυγμούς. Δεν είχε κουράγιο να μιλήσει. Δεν ήθελε. Είχε ανάγκη από αυτά τα δάκρυα, βαριά και πυκνά να πέσουν παντού στις ντροπές της κόρης της να τις ξεπλύνουν. Να ξεπλύνουν και την ίδια από τον καημό και να ντύσουν από την αρχή το κορίτσι της το παραστρατισμένο.
Η κυρα Καίτη, χήρα τώρα εδώ και οκτώ χρόνια, έβλεπε και τις δύο εγγονές. Σαν φίλη, σαν επισκέπτρια, μιας και για το καλό των κοριτσιών η αλήθεια έπρεπε να μείνει θαμμένη στο σεντούκι της ψυχής της. Πήγε και τη βρήκε στη Σαλαμίνα. Με την κοιλιά ως εκεί, κοντά γεννούσε.
Την κοίταξε και προσπάθησε να δει κάπου πίσω από αυτή την μεσόκοπη κυρία την κόρη της την αγαπημένη, τη μικρή της, τον ροδανθό της.
Μάταια. Την έπλυνε. Έτσι, σιωπηλά. Την πήρε από το χέρι , την ξέντυσε μαλακά, της χάιδεψε τις μελανιές, αυτές τις μόνιμες από τα όργια. Της φίλησε την ολοστρόγγυλη κοιλίτσα. Γέμισε την μπανιέρα και την έβαλε προσεκτικά μέσα. Όπως όταν ήτανε μωρό. Της έτριβε την πλάτη και της σιγοτραγούδαγε.
Και τότε η Άννα η ζαβή, κοίταξε τη μάνα της. Την είδε ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της. Μια παλίρροια φάνηκε στα μάτια της και μια κραυγή ακούστηκε σε όλο το νησί.
«Μάνα τι έκανα;»
Οι λυγμοί τράνταζαν για ώρες το κορμί της. Δεν είχε κλάψει ποτέ της η Άννα. Και τώρα να που όλα τα δάκρυα και των τριάντα εννιά της χρόνων μούλιαζαν τη μαύρη ρόμπα της μάνας της. Έτρεχαν πάνω στους τοίχους θαρρείς και είχαν ευθύνη να ξαναβάψουν από την αρχή τις γωνιές εκείνες τις θαμμένες στην αμαρτία. Έκαναν λίμνη μέσα στην ψυχή της μάνα της και ήθελε εκεί να πνίξει όλους τους δαίμονες που φώλιαζαν στην καρδιά και στο μυαλό του παιδιού της.
Η κυρά Καίτη έκλαιγε και εκείνη. Εκείνη, εκείνη η μάνα που είδε την κόρη της πουτάνα, δακτυλοδειχτούμενη, να γίνεται μαύρη από το ξύλο, την βρωμιά και την αλητεία. Εκείνη που είδε τα εγγόνια της και δεν μπορούσε –δεν έπρεπε– να τα σφίξει στα γερασμένα της χέρια, να μην της φύγουν, να μην πάρουν το στραβό δρόμο της μάνας τους.
Έκλαιγε και εκείνη, για τη χαμένη αθωότητα του παιδιού της, για τον άντρα της που χάθηκε τόσο νέος, από καρδιά είπανε, από τον καημό και την ντροπή που τέτοια κατάρα βαριά του κράταγε η μοίρα.
Έκλαιγαν και οι δυο και όπως τα δάκρυά τους στάλες στάλες συναντιόντουσαν και γίνονταν ένα σώμα, έτσι και οι ψυχές τους, χαμένες τόσα χρόνια, ενώθηκαν η μία με της άλλης.
Τις βρήκε το ξημέρωμα αγκαλιά στο λευκό πάτωμα του μπάνιου. Τυλιγμένες η μία μέσα στην αγκαλιά της άλλης, εκεί να δεθούν από την αρχή, να διώξουν όλες τις πίκρες που τις χώρισαν.
Η κυρά Καίτη φίλησε απαλά το μέτωπο της κόρης της . Η Άννα ανοιγόκλεισε τα πρησμένα μάτια της.
«Μαμά μου, έχει η ζωή χώρο ακόμη για εμένα;»
Λες και ήταν το θαύμα μπροστά της, η κυρα Καίτη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, χαμογέλασε γεμάτη αγαλλίαση και έσφιξε ακόμη περισσότερο την κόρη της στην αγκαλιά της.
«Κανείς δεν είναι τέλειος, μικρή μου. Σημασία έχει να μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Έκανες πολλά, παιδί μου, ναι, πολλά και βάναυσα. Πλήγωσες ανθρώπους που σε λάτρευαν και πιότερο τα παιδιά σου. Θυμάσαι ότι έχεις δυο κόρες, έτσι;»
Η Άννα γύρισε απότομα το κεφάλι της από την άλλη, το στόμα της πήρε μια αλλόκοτη έκφραση και κοιτάζοντας με μαύρα μάτια τη μητέρα της άνοιξε και πάλι την πόρτα στην αλλοφροσύνη.
«Εγώ παιδιά; Κόρες; Τίποτα δεν έχω. Μόνο αυτά τα δύο. τους άντρες της ζωής μου, να μεγαλώσουν να με κοιτάξουν. Κόρες εγώ δε θα έκανα ποτέ. Γιατί, με νοιάστηκαν; Πήραν ένα τηλέφωνο να δουν τι κάνω; Ή μήπως θα χαρούν να μάθουν ποια είναι η μάνα τους. Όλα, όλα, ό,τι έχω και δεν έχω στα αγόρια μου θα μείνουν. Εγώ μόνο αγόρια κάνω. κόρες ποτέ. πουτάνες εγώ στο σπίτι μου δε βάζω».
Τελείωσε τη φράση της με ένα φτύσιμο στο πλάι και σηκώθηκε απότομα. Ζαλίστηκε, πήγε να πέσει και όπως η κυρά Καίτη της κράτησε το μπράτσο, η Άννα γύρισε μεμιάς, την έσπρωξε και της είπε με μοχθηρία:
«Γι’ αυτό ήρθες! Όχι για εμένα. Αλλά για τις εγγονές σου, τις έκπτωτες. Βέβαια, εσύ πάντα σου διάλεγες τα παιδιά σου. Έτσι και τώρα. Δε σε θέλω, μάνα. καλύτερα ήταν που σε είχα για νεκρή τόσα χρόνια. Μπορώ μόνη μου. Δεν έχω ανάγκη εγώ από συμβουλές».
«Παιδί μου, τι λες; Θεέ μου, είναι λοιπόν αλήθεια; Έχεις χάσει τα λογικά σου; Τα παιδιά σου είναι μωρά. ΜΩΡΑ. Πώς να σε πάρουν τηλέφωνο; Και εγώ τι πρέπει να απαντήσω; Άννα μου, καλό μου, σε παρακαλώ, χρειάζεσαι…βοήθεια».
Δεν πρόλαβε να αποσώσει η κυρά Καίτη τη φράση της και βρέθηκε ξανά στο πάτωμα από το χέρι της κόρης της .
«Σκάσε που θα μου κάνεις και υποδείξεις. Φύγε αμέσως από το σπίτι μου, βρωμογύναικο!»
Η κυρά Καίτη, χωρίς να βλέπει καλά, με θολωμένα τα μάτια από τα δάκρυα, την πίκρα, το κακό που ήρθε και θρονιάστηκε στο κεφάλι του παιδιού της, μάζεψε τη ρόμπα της και πατώντας στις μύτες των ποδιών της, έτσι, να μην ενοχληθεί κι άλλο ο σατανάς, έφυγε κλείνοντας σιγά την πόρτα.
Μαρία Π. Ψαθά
Άνοιξε τις ντουλάπες και κατέβασε όλα τα ρούχα της. Τα πλουμιστά, τα φτηνά, τα χιλιοφορεμένα. Τα μάζεψε σε σακούλες μαύρες, σκουπιδιών και τα κατέβασε δίπλα από τον κάδο. Ύστερα ξεκρέμασε τα φώτα από την πόρτα. Όχι άλλο κόκκινο. Πλήρωσε έξτρα τις «υπαλλήλους» και τους είπε πως το μαγαζί έκλεισε.
Μια θάλασσα γαλάζια φούσκωνε μέσα της και δεν είχε τρικυμίες. Είχε μόνο απαλά κυματάκια που γαργαλούσαν την ψυχή της και μαλάκωναν τις ερινύες της.
Στον πέμπτο μήνα ήταν σίγουρο. Ήταν δίδυμα αγόρια. Η Άννα δε νοιαζόταν πώς θα τα ζήσει. είχε κάνει γερό κομπόδεμα, ούτε τι θα έλεγε ο κόσμος για το ποιόν του πατέρα τους. Έτσι κι αλλιώς ούτε η ίδια ήξερε ποιανού σπορά ήταν αυτά τα θαύματα.
Κλείστηκε στο σπίτι της. ΄Όλη την ημέρα καθόταν στο φθαρμένο ανάκλιντρο και κένταγε. Είχε δει τη μάνα της μικρή να το κάνει και πίστευε πως ήρθε η ώρα να κεντήσει για αυτά τα μικρά θαύματα. Βελονιά τη βελονιά έδενε στην ψυχή της αυτά τα δυο παραδεισάκια. Κόμπο τον κόμπο έδιωχνε την παλιά της ζωή και καθώς τελείωνε ένα ένα τα κεντήματα, ερχόταν όλο και πιο κοντά στο ανθρώπινο και στο τίμιο.
Αναζήτησε τη μάνα της. Ποτέ πριν δεν είχε θελήσει να μάθει νέα της. Άλλωστε τη βόλευε να είναι ορφανή, έτσι δεν ντρόπιαζε κανέναν και κανένας δεν την έλεγχε. Η μάνα της, η δόλια, η ντροπιασμένη η κυρά Καίτη ακούγοντας το όνομά της στην άλλη άκρη της γραμμής ξέσπασε σε λυγμούς. Δεν είχε κουράγιο να μιλήσει. Δεν ήθελε. Είχε ανάγκη από αυτά τα δάκρυα, βαριά και πυκνά να πέσουν παντού στις ντροπές της κόρης της να τις ξεπλύνουν. Να ξεπλύνουν και την ίδια από τον καημό και να ντύσουν από την αρχή το κορίτσι της το παραστρατισμένο.
Η κυρα Καίτη, χήρα τώρα εδώ και οκτώ χρόνια, έβλεπε και τις δύο εγγονές. Σαν φίλη, σαν επισκέπτρια, μιας και για το καλό των κοριτσιών η αλήθεια έπρεπε να μείνει θαμμένη στο σεντούκι της ψυχής της. Πήγε και τη βρήκε στη Σαλαμίνα. Με την κοιλιά ως εκεί, κοντά γεννούσε.
Την κοίταξε και προσπάθησε να δει κάπου πίσω από αυτή την μεσόκοπη κυρία την κόρη της την αγαπημένη, τη μικρή της, τον ροδανθό της.
Μάταια. Την έπλυνε. Έτσι, σιωπηλά. Την πήρε από το χέρι , την ξέντυσε μαλακά, της χάιδεψε τις μελανιές, αυτές τις μόνιμες από τα όργια. Της φίλησε την ολοστρόγγυλη κοιλίτσα. Γέμισε την μπανιέρα και την έβαλε προσεκτικά μέσα. Όπως όταν ήτανε μωρό. Της έτριβε την πλάτη και της σιγοτραγούδαγε.
Και τότε η Άννα η ζαβή, κοίταξε τη μάνα της. Την είδε ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της. Μια παλίρροια φάνηκε στα μάτια της και μια κραυγή ακούστηκε σε όλο το νησί.
«Μάνα τι έκανα;»
Οι λυγμοί τράνταζαν για ώρες το κορμί της. Δεν είχε κλάψει ποτέ της η Άννα. Και τώρα να που όλα τα δάκρυα και των τριάντα εννιά της χρόνων μούλιαζαν τη μαύρη ρόμπα της μάνας της. Έτρεχαν πάνω στους τοίχους θαρρείς και είχαν ευθύνη να ξαναβάψουν από την αρχή τις γωνιές εκείνες τις θαμμένες στην αμαρτία. Έκαναν λίμνη μέσα στην ψυχή της μάνα της και ήθελε εκεί να πνίξει όλους τους δαίμονες που φώλιαζαν στην καρδιά και στο μυαλό του παιδιού της.
Η κυρά Καίτη έκλαιγε και εκείνη. Εκείνη, εκείνη η μάνα που είδε την κόρη της πουτάνα, δακτυλοδειχτούμενη, να γίνεται μαύρη από το ξύλο, την βρωμιά και την αλητεία. Εκείνη που είδε τα εγγόνια της και δεν μπορούσε –δεν έπρεπε– να τα σφίξει στα γερασμένα της χέρια, να μην της φύγουν, να μην πάρουν το στραβό δρόμο της μάνας τους.
Έκλαιγε και εκείνη, για τη χαμένη αθωότητα του παιδιού της, για τον άντρα της που χάθηκε τόσο νέος, από καρδιά είπανε, από τον καημό και την ντροπή που τέτοια κατάρα βαριά του κράταγε η μοίρα.
Έκλαιγαν και οι δυο και όπως τα δάκρυά τους στάλες στάλες συναντιόντουσαν και γίνονταν ένα σώμα, έτσι και οι ψυχές τους, χαμένες τόσα χρόνια, ενώθηκαν η μία με της άλλης.
Τις βρήκε το ξημέρωμα αγκαλιά στο λευκό πάτωμα του μπάνιου. Τυλιγμένες η μία μέσα στην αγκαλιά της άλλης, εκεί να δεθούν από την αρχή, να διώξουν όλες τις πίκρες που τις χώρισαν.
Η κυρά Καίτη φίλησε απαλά το μέτωπο της κόρης της . Η Άννα ανοιγόκλεισε τα πρησμένα μάτια της.
«Μαμά μου, έχει η ζωή χώρο ακόμη για εμένα;»
Λες και ήταν το θαύμα μπροστά της, η κυρα Καίτη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, χαμογέλασε γεμάτη αγαλλίαση και έσφιξε ακόμη περισσότερο την κόρη της στην αγκαλιά της.
«Κανείς δεν είναι τέλειος, μικρή μου. Σημασία έχει να μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Έκανες πολλά, παιδί μου, ναι, πολλά και βάναυσα. Πλήγωσες ανθρώπους που σε λάτρευαν και πιότερο τα παιδιά σου. Θυμάσαι ότι έχεις δυο κόρες, έτσι;»
Η Άννα γύρισε απότομα το κεφάλι της από την άλλη, το στόμα της πήρε μια αλλόκοτη έκφραση και κοιτάζοντας με μαύρα μάτια τη μητέρα της άνοιξε και πάλι την πόρτα στην αλλοφροσύνη.
«Εγώ παιδιά; Κόρες; Τίποτα δεν έχω. Μόνο αυτά τα δύο. τους άντρες της ζωής μου, να μεγαλώσουν να με κοιτάξουν. Κόρες εγώ δε θα έκανα ποτέ. Γιατί, με νοιάστηκαν; Πήραν ένα τηλέφωνο να δουν τι κάνω; Ή μήπως θα χαρούν να μάθουν ποια είναι η μάνα τους. Όλα, όλα, ό,τι έχω και δεν έχω στα αγόρια μου θα μείνουν. Εγώ μόνο αγόρια κάνω. κόρες ποτέ. πουτάνες εγώ στο σπίτι μου δε βάζω».
Τελείωσε τη φράση της με ένα φτύσιμο στο πλάι και σηκώθηκε απότομα. Ζαλίστηκε, πήγε να πέσει και όπως η κυρά Καίτη της κράτησε το μπράτσο, η Άννα γύρισε μεμιάς, την έσπρωξε και της είπε με μοχθηρία:
«Γι’ αυτό ήρθες! Όχι για εμένα. Αλλά για τις εγγονές σου, τις έκπτωτες. Βέβαια, εσύ πάντα σου διάλεγες τα παιδιά σου. Έτσι και τώρα. Δε σε θέλω, μάνα. καλύτερα ήταν που σε είχα για νεκρή τόσα χρόνια. Μπορώ μόνη μου. Δεν έχω ανάγκη εγώ από συμβουλές».
«Παιδί μου, τι λες; Θεέ μου, είναι λοιπόν αλήθεια; Έχεις χάσει τα λογικά σου; Τα παιδιά σου είναι μωρά. ΜΩΡΑ. Πώς να σε πάρουν τηλέφωνο; Και εγώ τι πρέπει να απαντήσω; Άννα μου, καλό μου, σε παρακαλώ, χρειάζεσαι…βοήθεια».
Δεν πρόλαβε να αποσώσει η κυρά Καίτη τη φράση της και βρέθηκε ξανά στο πάτωμα από το χέρι της κόρης της .
«Σκάσε που θα μου κάνεις και υποδείξεις. Φύγε αμέσως από το σπίτι μου, βρωμογύναικο!»
Η κυρά Καίτη, χωρίς να βλέπει καλά, με θολωμένα τα μάτια από τα δάκρυα, την πίκρα, το κακό που ήρθε και θρονιάστηκε στο κεφάλι του παιδιού της, μάζεψε τη ρόμπα της και πατώντας στις μύτες των ποδιών της, έτσι, να μην ενοχληθεί κι άλλο ο σατανάς, έφυγε κλείνοντας σιγά την πόρτα.
Μαρία Π. Ψαθά