Οι δυο γυναίκες ανέβηκαν στο διαμέρισμα.
─Έχουμε σχεδόν τον ίδιο σωματότυπο όποτε τα ρούχα μου λογικά θα σου κάνουν.
Η Αγνή κοίταξε τον εαυτό της. Μαύρη μακριά φούστα και πλεκτή μαύρη ζακέτα.
─Για ποίο λόγο να αλλάξω; είπε. Τι έχουν τα δικά μου;
─Δεν είναι τα κατάλληλα για εκεί που θα πάμε.
─Αλήθεια, που θα πάμε;
─Δεν σου είπε το αγόρι σου που θα πάμε;
Έσκυψε κατακόκκινη το κεφάλι της.
─Δεν είναι το αγόρι μου…
Την περιεργάστηκε μερικά δευτερόλεπτα και μετά είπε χαμογελώντας:
─Ναι καλά. Ότι πεις.
Άρχισε να παίζει αμήχανα με μια τούφα από τα μαλλιά της που είχανε ξεφύγει από τον κότσο.
─Ο «φίλος» σου, είπε καθώς ψαχούλευε στη ντουλάπα της, ψάχνει να βρει μια θαυματουργή εικόνα. Πιστεύει ότι έτσι θα σώσει τη μάνα του.
─Εσύ τι πιστεύεις;
Σταμάτησε μια στιγμή την αναζήτηση της και έμεινε σκεφτική.
─Δεν ξέρω, ειλικρινά. Υπό άλλες συνθήκες θα το κορόιδευα.
─Και τι έγινε και άλλαξες γνώμη;
Έβγαλε το κεφάλι της από τη ντουλάπα και την κοίταξε με απορία. Ξεφύσηξε.
─Δεν ξέρω, ίσως έχω και εγώ ανάγκη από ένα θαύμα στη ζωή μου.
─Έχασες την πίστη σου;
─Δεν ξέρω καν τι είναι αυτό.
─Να πιστεύεις σε αυτό που δεν βλέπεις.
─Και πιο θα είναι το όφελος;
─Να δεις τελικά αυτό που πιστεύεις…
Γύρισε και την κοίταξε.
─ Μην προσπαθείς να κατανοήσεις για να πιστέψεις. Απλά πίστεψε για να κατανοήσεις.
Της έφερε ένα ελαφρύ χακί υφασμάτινο παντελόνι και ένα λευκό μπλουζάκι. Τη βοήθησε να ντυθεί μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη της. Έλυσε τον κότσο και ένας πλούσιος καστανός χείμαρρος μαλλιών ξεχύθηκε. Πήρε μια βούρτσα και άρχισε να τη χτενίζει.
─Τα παιδιά περιμένουν κάτω, είπε αμήχανα η Αγνή. Θα αργήσουμε.
─Άστους να περιμένουν, είπε κοιτώντας την αντανάκλαση της στον καθρέφτη καθώς ήταν από πίσω της. Η εικόνα δεν πρόκειται να πάει πουθενά, τόσα χρόνια εκεί είναι και περιμένει.
Έσκυψε το κεφάλι της και χαμογέλασε. Της έπιασε τα μαλλιά σε μια μεγάλη κοτσίδα.
─Έχεις όμορφο πρόσωπο, της είπε. Είναι κρίμα που δεν φροντίζεις τον εαυτό σου.
─Έτσι μου έλεγε και η συγχωρεμένη η μάνα μου.
Τα μάτια της βούρκωσαν.
─Καημένη μάνα, μουρμούρισε.
─Γιατί τα ανέχεσαι όλα αυτά; Γιατί δεν κάνεις τίποτα;
Κούνησε τους ώμους της.
─Όταν πέθανε εκείνη, νόμισα πως όλα τελείωσαν. Μα οι μέρες περνούσαν και ήμουν ακόμα εκεί όρθια, ζωντανή. Δεν ήξερα τα όρια της αντοχής μου μέχρι, που τα ξεπέρασα. Ξανά και ξανά, μέρα με τη μέρα.
─Πρέπει κάποια στιγμή να ξεχάσεις τι νιώθεις και να αρχίσεις να θυμάσαι τι αξίζεις. Και εσένα δεν σου αξίζει αυτό.
─Ίσως έχεις δίκιο.
─Και ο Άγγελος;
─Όταν ο Θεός θέλει να σώσει έναν άνθρωπο, στέλνει κάποιον να τον αγαπήσει.
Έσκυψε το κεφάλι πικραμένη.
─Αυτός είναι ο λόγος που υπάρχω ακόμα…
Κάτω στο αυτοκίνητο, οι άνδρες περίμεναν υπομονετικά.
─Ένας άντρας θα έπρεπε να κάνει μια γυναίκα να τρέμει από πόθο και όχι από φόβο, είπε ο Σωτήρης.
─Είσαι ανεκδιήγητος, διαμαρτυρήθηκε. Ώρες, ώρες ειλικρινά απορώ!
Έσκυψε το κεφάλι του χαμογελώντας ενώ ο Άγγελος έβραζε από θυμό.
─Ηρέμησε, του είπε. Θα μου πάθεις και τίποτα.
Κοίταξε την είσοδο της πολυκατοικίας.
─Τι τρέχει αλήθεια με εσάς τους δύο;
─Τίποτα δεν τρέχει.
─Σε μένα μιλάς.
Προτίμησε να μη απαντήσει. Είχε πράγματα σπουδαιότερα να σκεφτεί.
─Την αγαπάς, ε;
Έστρεψε το βλέμμα έξω από το τζάμι.
─Ίσως. Καμία σχέση όμως με τη χυδαιότητα των εγωιστικών σχέσεων που εσύ προτείνεις.
Το μετάνιωσε ευθύς μόλις το είπε. Κοκκίνισε και έσκυψε το κεφάλι του.
─Μην ανησυχείς καλέ μου φίλε, του είπε χτυπώντας τον στην πλάτη. Σε ζηλεύω αλήθεια.
Τον κοίταξε με απορία.
─Εσύ; Ζηλεύεις εμένα; Και η Ζωή;
Πριν προλάβει να απαντήσει, οι δυο γυναίκες εμφανίστηκαν στην πόρτα. Και οι δυο τρόμαξαν να αναγνωρίσουν την Αγνή. Η μεταμόρφωσή της, αν και απλή, ήταν καταπληκτική, σαν να ήταν άλλος άνθρωπος. Αν και σαστισμένη, έμοιαζε πραγματικά πανέμορφη.
Μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο και κάθισαν στα πίσω καθίσματα, ο Σωτήρης έκανε να σχολιάσει κάτι, μα ο Άγγελος τον αγριοκοίταξε.
─Μην τολμήσεις, μουρμούρισε.
Ηλίας Στεργίου
─Έχουμε σχεδόν τον ίδιο σωματότυπο όποτε τα ρούχα μου λογικά θα σου κάνουν.
Η Αγνή κοίταξε τον εαυτό της. Μαύρη μακριά φούστα και πλεκτή μαύρη ζακέτα.
─Για ποίο λόγο να αλλάξω; είπε. Τι έχουν τα δικά μου;
─Δεν είναι τα κατάλληλα για εκεί που θα πάμε.
─Αλήθεια, που θα πάμε;
─Δεν σου είπε το αγόρι σου που θα πάμε;
Έσκυψε κατακόκκινη το κεφάλι της.
─Δεν είναι το αγόρι μου…
Την περιεργάστηκε μερικά δευτερόλεπτα και μετά είπε χαμογελώντας:
─Ναι καλά. Ότι πεις.
Άρχισε να παίζει αμήχανα με μια τούφα από τα μαλλιά της που είχανε ξεφύγει από τον κότσο.
─Ο «φίλος» σου, είπε καθώς ψαχούλευε στη ντουλάπα της, ψάχνει να βρει μια θαυματουργή εικόνα. Πιστεύει ότι έτσι θα σώσει τη μάνα του.
─Εσύ τι πιστεύεις;
Σταμάτησε μια στιγμή την αναζήτηση της και έμεινε σκεφτική.
─Δεν ξέρω, ειλικρινά. Υπό άλλες συνθήκες θα το κορόιδευα.
─Και τι έγινε και άλλαξες γνώμη;
Έβγαλε το κεφάλι της από τη ντουλάπα και την κοίταξε με απορία. Ξεφύσηξε.
─Δεν ξέρω, ίσως έχω και εγώ ανάγκη από ένα θαύμα στη ζωή μου.
─Έχασες την πίστη σου;
─Δεν ξέρω καν τι είναι αυτό.
─Να πιστεύεις σε αυτό που δεν βλέπεις.
─Και πιο θα είναι το όφελος;
─Να δεις τελικά αυτό που πιστεύεις…
Γύρισε και την κοίταξε.
─ Μην προσπαθείς να κατανοήσεις για να πιστέψεις. Απλά πίστεψε για να κατανοήσεις.
Της έφερε ένα ελαφρύ χακί υφασμάτινο παντελόνι και ένα λευκό μπλουζάκι. Τη βοήθησε να ντυθεί μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη της. Έλυσε τον κότσο και ένας πλούσιος καστανός χείμαρρος μαλλιών ξεχύθηκε. Πήρε μια βούρτσα και άρχισε να τη χτενίζει.
─Τα παιδιά περιμένουν κάτω, είπε αμήχανα η Αγνή. Θα αργήσουμε.
─Άστους να περιμένουν, είπε κοιτώντας την αντανάκλαση της στον καθρέφτη καθώς ήταν από πίσω της. Η εικόνα δεν πρόκειται να πάει πουθενά, τόσα χρόνια εκεί είναι και περιμένει.
Έσκυψε το κεφάλι της και χαμογέλασε. Της έπιασε τα μαλλιά σε μια μεγάλη κοτσίδα.
─Έχεις όμορφο πρόσωπο, της είπε. Είναι κρίμα που δεν φροντίζεις τον εαυτό σου.
─Έτσι μου έλεγε και η συγχωρεμένη η μάνα μου.
Τα μάτια της βούρκωσαν.
─Καημένη μάνα, μουρμούρισε.
─Γιατί τα ανέχεσαι όλα αυτά; Γιατί δεν κάνεις τίποτα;
Κούνησε τους ώμους της.
─Όταν πέθανε εκείνη, νόμισα πως όλα τελείωσαν. Μα οι μέρες περνούσαν και ήμουν ακόμα εκεί όρθια, ζωντανή. Δεν ήξερα τα όρια της αντοχής μου μέχρι, που τα ξεπέρασα. Ξανά και ξανά, μέρα με τη μέρα.
─Πρέπει κάποια στιγμή να ξεχάσεις τι νιώθεις και να αρχίσεις να θυμάσαι τι αξίζεις. Και εσένα δεν σου αξίζει αυτό.
─Ίσως έχεις δίκιο.
─Και ο Άγγελος;
─Όταν ο Θεός θέλει να σώσει έναν άνθρωπο, στέλνει κάποιον να τον αγαπήσει.
Έσκυψε το κεφάλι πικραμένη.
─Αυτός είναι ο λόγος που υπάρχω ακόμα…
Κάτω στο αυτοκίνητο, οι άνδρες περίμεναν υπομονετικά.
─Ένας άντρας θα έπρεπε να κάνει μια γυναίκα να τρέμει από πόθο και όχι από φόβο, είπε ο Σωτήρης.
─Είσαι ανεκδιήγητος, διαμαρτυρήθηκε. Ώρες, ώρες ειλικρινά απορώ!
Έσκυψε το κεφάλι του χαμογελώντας ενώ ο Άγγελος έβραζε από θυμό.
─Ηρέμησε, του είπε. Θα μου πάθεις και τίποτα.
Κοίταξε την είσοδο της πολυκατοικίας.
─Τι τρέχει αλήθεια με εσάς τους δύο;
─Τίποτα δεν τρέχει.
─Σε μένα μιλάς.
Προτίμησε να μη απαντήσει. Είχε πράγματα σπουδαιότερα να σκεφτεί.
─Την αγαπάς, ε;
Έστρεψε το βλέμμα έξω από το τζάμι.
─Ίσως. Καμία σχέση όμως με τη χυδαιότητα των εγωιστικών σχέσεων που εσύ προτείνεις.
Το μετάνιωσε ευθύς μόλις το είπε. Κοκκίνισε και έσκυψε το κεφάλι του.
─Μην ανησυχείς καλέ μου φίλε, του είπε χτυπώντας τον στην πλάτη. Σε ζηλεύω αλήθεια.
Τον κοίταξε με απορία.
─Εσύ; Ζηλεύεις εμένα; Και η Ζωή;
Πριν προλάβει να απαντήσει, οι δυο γυναίκες εμφανίστηκαν στην πόρτα. Και οι δυο τρόμαξαν να αναγνωρίσουν την Αγνή. Η μεταμόρφωσή της, αν και απλή, ήταν καταπληκτική, σαν να ήταν άλλος άνθρωπος. Αν και σαστισμένη, έμοιαζε πραγματικά πανέμορφη.
Μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο και κάθισαν στα πίσω καθίσματα, ο Σωτήρης έκανε να σχολιάσει κάτι, μα ο Άγγελος τον αγριοκοίταξε.
─Μην τολμήσεις, μουρμούρισε.
Ηλίας Στεργίου