Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 58) - "Αρραβώνας"

Κίεβο, Οκτώβριος 1021

Για πρώτη φορά επιτρέπω στις ακολούθους μου να με ντύσουν και να με ετοιμάσουν. Τους επιτρέπω να διαλέξουν το κομψότερο φόρεμα, τα πιο βαριά, ογκώδη και μεγαλοπρεπή κοσμήματα, να χτενίσουν τα μαλλιά μου περίτεχνα.
Σήμερα θέλω να δείχνω πριγκίπισσα. Όχι όμορφη, ούτε κομψή, απλά επιβλητική και απόκοσμη. Δεν είμαι η κοπέλα που είχε απομονωθεί στη μονή της Αγίας Όλγας, αυτή που δεν είχε άλλη ελπίδα πέρα από την στήριξη και σύμπραξη του Μιστισλάβ του Τμουτάρακαν. Όχι. Από  τότε που απέδρασα από τον ασφυκτικό του κλοιό του έχω διανύσει μεγάλη απόσταση. Πήρα τη ζωή στα χέρια μου και πολλά έχουν αλλάξει. Δεν τον χρειάζομαι πια για να πάρω εκδίκηση και θέλω να το δει αυτό ο ανιψιός του.

Βασικά, ο Αλεξάντερ είναι ανιψιός της  Μιλοσλάβα, της γυναίκας του Μιστισλάβ, κι όχι του ίδιου του Μιστισλάβ. Πατέρας του ήταν ο αδερφός της Μιλοσλάβα, ο Μπόρις, οποίος πέθανε από την αρρώστια της πανούκλας όπως  και η σύζυγός του, όταν ο Αλεξάντερ ήταν ακόμη παιδί.  Έκτοτε ο Μιστισλάβ και η  Μιλοσλάβα τον ανέλαβαν. Πλέον, ο Μιστισλάβ τον θεωρεί γιο του, και μάλιστα τον εμπιστεύεται πολύ περισσότερο από τα πραγματικά του παιδιά. Εύλογα, αφού ο  Αλεξάντερ έχει κλείσει πια τα είκοσι τρία, ενώ ο πρωτότοκος του είναι μόλις δέκα. 
Και τώρα έστειλε αυτόν τον αγαπημένο έμπιστο εδώ, στο Κίεβο.
Ο Μιστισλάβ είναι υπερήφανος, πονηρός και ποτέ δεν πράττει απερίσκεπτα.  Συμφεροντολόγος, εγωπαθής και αλαζόνας μέχρι την τελευταία του πνοή. Ξέρω πολύ καλά τι παιχνίδι παίζει.
Έχω φτάσει πολύ ψηλά για την αρεσκεία του. Είμαι βέβαιη ότι φήμες για την άνοδο μου στο Συμβούλιο και τη συμμετοχή μου στον πόλεμο με τους Πετσενέγους έφτασαν ακόμα και στο μακρινό Τμουτάρακαν. Δεν μπορεί να του αρέσει που τον παράτησα σύξυλο και ακολούθησα τη δική μου πορεία στην εξουσία. Και να φανταστείς ότι αν έχει φερθεί  λιγότερο σαν κάφρος, θα είμασταν ακόμα σύμμαχοι. Τώρα θα πρέπει να βράζει στο ζουμί του, αδυνατώντας να καταλάβει πώς  έχασε την ευκαιρία μέσα από τα χέρια του.
Γι’ αυτό και έστειλε τον Αλεξάντερ. Είναι η δική του σπασμωδική κίνηση ώστε να μην αφήσει τις εξελίξεις να τον προσπεράσουν. Θα δώσει και αυτός τη μάχη του για το στέμμα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Και ίσως να επιδιώξει να με εκδικηθεί για την προδοσία μου.
Τρέμω στην σκέψη του τι μπορεί να ετοιμάζουν θείος και ανιψιός. Ένα κακό προαίσθημα με κατακλύζει και δεν μπορώ να μην ανησυχήσω. Ίσως και να τον φοβάμαι τον Μιστισλάβ γιατί μπορεί να μην είναι μοχθηρός και ασταθής σαν τον Σβιατοπόλκ, είναι όμως ψυχρός και ξέρει να εκδικείται αριστοτεχνικά.
Ένα είναι σίγουρο. Ότι και να συμβεί, θα το αντιμετωπίσω. Δεν έφτασα τόσο μακριά για να αφήσω τον Μιστισλάβ και το τσιράκι του να με ρίξουν στα τάρταρα.
Εξάλλου, δεν είμαι μόνη. Σωστά;
* * *
Η Ναντέζντα καθόταν σε περίοπτη θέση μόλις λίγα βήματα μακριά από τα βασιλικά καθίσματα του πριγκιπικού ζεύγους. Ήταν εκθαμβωτική μέσα στο θαλασσί της φόρεμα, με τα χρυσά κεντήματα, δεμένο με μια πλατιά χρυσή ζώνη και το σκούρο μπλε πέπλο της. Την ενδυμασία της ολοκλήρωναν, δυο μεγάλα κρεμαστά κοσμήματα με ένα στρογγυλό ζαφείρι στο κέντρο τους που στόλιζαν την χρυσή κορδέλα που είχε στο μέτωπο της, δυο βαριά περιδέραια  το ένα καμωμένο από χρυσό και άργυρο και το άλλο από πολύχρωμες χάντρες, και τέλος ένα πλατύ ασημένιο βραχιόλι στολισμένο επίσης με  ζαφείρια. Είχε πετύχει τον στόχο της, να μοιάζει με πριγκίπισσα. Ξεπερνούσε ακόμα και τη Μίρα σε αρχοντιά.
Στεκόταν περήφανη και αγέρωχη, με τα μάτια καρφωμένα στην δίφυλλη, ξύλινη πόρτα. Κοίταζε κάθε άνθρωπο που έμπαινε στην αίθουσα, μα δεν τους έβλεπε. Κάθε κύτταρο της ύπαρξής της ήταν προσηλωμένο στην επικείμενη άφιξη του Αλεξάντερ. Αν κανείς την παρατηρούσε από μακριά θα έλεγε πως ήταν ένα μαρμάρινο άγαλμα, εμπνευσμένο και σμιλεμένο από ένα μεγάλο καλλιτέχνη. Τόσο ακίνητη και πανέμορφη ήταν. Μόνο τα μάτια της και η πράσινη λάμψη που εξέπεμπαν πρόδιδαν πως ήταν πλάσμα ζωντανό. Έπρεπε κανείς να φτάσει δίπλα της, για να βεβαιωθεί πως πράγματι ανέπνεε.
Είχε αργήσει. Σε λίγη ώρα η Αναστασία και ο Μιέσκο θα έδιναν λόγο μπροστά σε όλους και θα ξεκινούσε το γλέντι.
Και τότε ανάμεσα στους άλλους πολίτες του κράτους που είχαν έρθει να αποδώσουν τιμές στον Πρίγκιπά τους, παρουσιάστηκε ένας εμφανίσιμος άντρας, ντυμένος με κάθε πολυτέλεια. Εξέπεμπε ολόκληρος αυτοπεποίθηση και το αίσθημα ότι είχε ήδη κερδίσει τις εντυπώσεις προτού καν εισέρθει στην αίθουσα. Κανείς δεν τον αναγνώρισε, μα όλοι ευθύς αισθάνθηκαν πως αυτός ο άνθρωπος ήταν σημαντικός. Το ωραίο παρουσιαστικό με τα πυρόξανθα μαλλιά και τα χρυσοκάστανα μάτια είχε μαγνητίσει τους πάντες, ιδίως το γυναικείο πληθυσμό.
Μόνο η Ναντέζντα αναγνώρισε απευθείας τον άρχοντα Αλεξάντερ Μπόροβιτς. Η πρώτη της σκέψη ήταν ότι δεν είχε αλλάξει καθόλου. Και η δεύτερη ότι έμοιαζε επικίνδυνα αυτάρεσκος, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες της που τον ήθελαν να συνωμοτεί εναντίον της. Τον ακολούθησε με το βλέμμα της και τον είδε να υποκλίνεται με σεβασμό εμπρός του μονάρχη. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά ανεξέλεγκτα.  
Τότε ένιωσε το βλέμμα του πάνω της. Ένα ρίγος τη διαπέρασε, μόλις αντίκρισε τα ψυχρά του μάτια.
«Μεγαλειότατε, ήρθα να εκφράσω τα σέβη μου σε εσάς», είπε με την απαραίτητη επισημότητα.
«Ευχαριστώ για την αφοσίωσή σας, άρχοντα Μπόροβιτς. Φυσικά και είστε ευπρόσδεκτος, να παραμείνετε στην αυλή για όσο το επιθυμείτε, θα είναι χαρά μας να σας δεχτούμε στον οίκο μας».
Το πρόσωπο της Ναντέζντας πέτρωσε. Έπαψε να αισθάνεται και να ακούει, δεν ήταν σε θέση να καταλάβει τι ακριβώς απάντησε ο Αλεξάντερ στην πρόταση του μεγαλειότατου. Το μυαλό της κόλλησε σ’ εκείνα τα λόγια, και μια παχιά, σκοτεινή ομίχλη το είχε σκεπάσει που απέτρεπε οποιαδήποτε σκέψη πέρα από αυτή: ήταν ευπρόσδεκτος να παραμείνει για όσο το επιθυμούσε. Της πήρε ώρα να το δεχτεί, μα τελικά η λογική της άρχισε και πάλι να λειτουργεί. Ήταν εξάλλου η Ναντέζντα Βλαντιμίροβα, θα το ξεπερνούσε.
Ο Καταραμένος δεν ήταν αφελής. Αν είχε ανοίξει διάπλατα τις πύλες του παλατιού για τον μακρινό τους συγγενή, θα το έκανε με συγκεκριμένο σκεπτικό.
Κράτα τους φίλους κοντά, και τους εχθρούς κοντύτερα!
Ο Άλεξάντερ θα μπορούσε κάλλιστα να υπαχθεί και στις δύο κατηγορίες και η τακτική και στις δύο περιπτώσεις ήταν η ίδια. Αν ο Αλεξάντερ ήταν φίλος, τότε προφανώς και έπρεπε να μείνει κοντά τους, ώστε να μπορεί να χρησιμεύσει ως σύμμαχος. Αν ήταν εχθρός και πάλι έπρεπε να είναι στο κάστρο, ώστε να μπορούν να τον προσέχουν και να τον ελέγχουν. Και τελικά η διαμονή του στην αυλή, ήταν αυτή που θα καθόριζε το ποιόν του.
Έδιωξε την ομίχλη που θόλωνε το μυαλό της και βγήκε από την κατάσταση αδράνειας. Τον αγκάλιασε με το και πάλι ζωηρό βλέμμα της και ξαφνικά αποφάσισε να κάνει την παρουσία της αισθητή. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να μιλήσει χωρίς την άδεια του Σβιατοπόλκ, μα εκείνη την στιγμή την ενδιέφερε περισσότερο να του δείξει πως δεν τον φοβόταν και πως η θέση της στο παλάτι ήταν αρκετά σημαντική, ώστε να δικαιούται ορισμένες ελευθερίες. Φόρεσε λοιπόν, το τετριμμένο της χαμόγελο και έκανε ένα βήμα μπροστά.
«Άρχοντα Αλεξάντερ Μπόροβιτς! Ω,  μα τι τιμή, να σας έχουμε κοντά μας! Φαντάζομαι πως δε με γνωρίζετε, μα είμαστε συγγενείς. Είμαι η πριγκίπισσα Ναντέζντα Βλαντιμίροβα, θεία σας κατά μία έννοια, αφού ο κηδεμόνας σας, ο πρίγκιπας Μιστισλάβ του Τμουτάρακαν, είναι ετεροθαλής αδερφός μου. Μα πείτε μου, πώς είναι, έχω χρόνια να τον συναντήσω. Είναι καλά στην υγεία του;»
Όλοι πάγωσαν μόλις την άκουσαν να μιλά με τόση αυθάδεια. Πώς είχε τολμήσει να διακόψει την ακρόαση και μάλιστα να συστηθεί από μόνη της στον ξένο ευγενή; Τα μάτια του Αλεξάντερ γυάλισαν, ευελπιστώντας ότι θα άκουγε τον Μεγάλο Πρίγκιπα να την επιπλήττει δημοσίως. Πέρα από αυτό όμως κατανόησε με ενάργεια το κρυφό μήνυμα στα λόγια της. «Δεν σε φοβάμαι Αλεξάντερ. Ούτε εσένα, ούτε και το Μιστισλάβ. Είμαι πολύ ψηλά, για να με αγγίξετε». Δεν μπόρεσε να μην οργιστεί με την αλαζονεία της. Περίμενε λοιπόν για την επικριτική παρατήρηση του μεγαλειότατου, η οποία όμως ποτέ δεν ήρθε.
Ο Σβιατοπόλκ λοξοκοίταξε τη θετή αδελφή του μα, μόλις αντίκρισε το αθώο της χαμόγελο και το καθάριο βλέμμα της έχασε κάθε διάθεση για επίκριση. Της ένευσε να πλησιάσει, να σταθεί ακριβώς δίπλα του. «Η πριγκίπισσα Ναντέζντα είναι το οξυγόνο που δίνει ζωή στην αυλή μου, αν μείνετε κοντά μας αρκετό καιρό θα βρείτε ότι κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τίποτα σ’ αυτή την οπτασία, άρχοντα Μπόροβιτς».
Αν κάποιος ανίδεος παρατηρούσε την σκηνή δε θα έβλεπε τίποτα περισσότερο από δύο αγαπημένα αδέλφια. Ο Καταραμένος φερόταν στην εξαδέλφη του, λες και ήταν η μονάκριβη κόρη που κακομάθαινε κάνοντας της όλα τα χατίρια. Και φυσικά το γεμάτο αφοσίωση και αγάπη βλέμμα της Ναντέζντα, δεν πρόδιδε με κανέναν τρόπο την αηδία που της προξένησαν τα λόγια του. Για άλλη μια φορά αναγκάστηκε να καταπνίξει το άγριο δολοφονικό ένστικτο που την ωθούσε να καρφώσει την λεπίδα της στην καρδιά του, να τον δει να ξεψυχά πάνω στο βελούδινο θρόνο του, μπροστά σε όλους τους πιστούς υπηκόους του.
Η προσμονή στα μάτια του Μεγάλου Πρίγκιπα έδειξε στον ακόμη γονατιστό Αλεξάντερ ότι έπρεπε να απαντήσει. «Ο άρχοντας Μιστισλάβ, είναι υγιέστατος, το ίδιο και οι γιοι του. Είμαι βέβαιος πως θα χαρεί να μάθει ότι τον σκεφτήκατε». Έσφιξε τα δόντια, γεμάτος δυσαρέσκεια. Σηκώθηκε και με τα χείλη ακόμα τραβηγμένα σ’ ένα αλαζονικό χαμόγελο, απόθεσε ένα ψυχρό φιλί στην αναστροφή του χεριού της Ναντέζντας, καθόλα σύμφωνα με τους τύπους. «Εύχομαι, να μιλήσουμε κάποια στιγμή εκτενέστερα». Την κοίταξε πονηρά.  
«Δε θα ήθελα τίποτα περισσότερο από αυτό».
Ας αρχίσει το παιχνίδι της εξουσία καις της επιβολής. Εγώ μια φορά είμαι έτοιμη.
***
Το γλέντι κρατούσε ώρες. Ο Σβιατοπόλκ ήθελε να αποδείξει σε όλους πόσο πλούσια ήταν η κυβέρνησή του και πόσο χαρμόσυνο γεγονός ήταν εκείνη η ένωση. Και αφού η γαμήλια τελετή θα γινόταν στην Πολωνία, αυτή ήταν η τελευταία του ευκαιρία, για να το κάνει.
Ο Μιέσκο και η Αναστασία χόρεψαν μαζί πολλούς χορούς. Όλα έδειχναν πως ήταν πολύ ευτυχισμένο ζευγάρι και όλοι τους καμάρωναν. Κάποια στιγμή, προς μεγάλη έκπληξη της Αναστασίας, ο νεοφερμένος Αλεξάντερ ζήτησε από τον Πολωνό να του παραχωρήσει για λίγο την ντάμα του. Εκείνος δέχτηκε, αν και με κάποια δυσαρέσκεια.
Έδωσε το χέρι της στον Αλεξάντερ και τον άφησε να την παρασύρει σε ένα γρήγορο χορό. Ένιωθε τον βλέμμα του να την τρυπά κατάστηθα. Λες και ο άγνωστος άντρας προσπαθούσε να ξεσκεπάσει τις μύχιες σκέψεις της.
«Γιατί με κοιτάτε έτσι;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Δε μοιάζεις με ευτυχισμένη νύφη», παρατήρησε χωρίς να χρησιμοποιήσει τον πληθυντικό ευγενείας.
«Αυτό δε σας αφορά!»
«Ίσως όχι. Όμως, εσύ θα δυστυχήσεις πλάι του. Σε λυπάται η ψυχή μου».
Τα λόγια του την εξόργισαν. Ποιος ήταν αυτός και με ποιο δικαίωμα ένιωθε οίκτο για κείνη; Μα πώς είχε καταλάβει πως αισθανόταν, όταν ακόμα και ο μέλλων σύζυγός της δεν είχε ιδέα;
«Να λυπάσαι τον εαυτό σου!» σύριξε άγρια και σταμάτησε το χορό κι ας μην είχε τελειώσει ο σκοπός. Έφυγε μακριά του χωρίς να του ρίξει ένα βλέμμα.
Εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που ο μνηστήρας της χόρευε με μια άλλη γυναίκα και κατευθύνθηκε στο τραπέζι που κάθονταν ο Στεφάν και η Ναντέζντα.
«Λοιπόν, ποιος είναι αυτός;» απαίτησε η Αναστασία και κάθισε σε μια άδεια καρέκλα, στ’ αριστερά της αδερφής της.
Ο Στεφάν, έχοντας αντιληφθεί την αλλόκοτη συμπεριφορά της Ναντέζντα στην αίθουσα του θρόνου, έκανε μια πιο στοχευμένη ερώτηση. «Τον γνωρίζεις;»
Της πήρε ένα διάστημα να καταλάβει τι ακριβώς την είχε ρωτήσει, κι αιτία τα διαπεραστικά γκριζογάλανα μάτια που την κοιτούσαν εξεταστικά. Πλέον δεν μπορούσε να συμπεριφέρεται τελείως φυσιολογικά όταν βρισκόταν γύρω του. Κάθε μέρα έκανε αγώνα για να επιβληθεί στα συναισθήματά της, τα οποία ήταν ακόμα πολύ συγκεχυμένα. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, η κρίση της θόλωνε, και το μυαλό της γέμιζε εικόνες από τις στιγμές που είχαν περάσει μαζί κάθε φορά που ένιωθε το επίμονο βλέμμα του να ακολουθεί την κάθε της κίνηση. Κι αυτό ήταν κάθε λεπτό της κάθε ώρας που περνούσαν μαζί…
Αποστρέφοντας το βλέμμα της, κατόρθωσε να συγκεντρώσει τις σκέψεις της. Και τελικά αποφάσισε να τους μιλήσει. Εάν επρόκειτο να τη βοηθήσουν, έπρεπε να έχουν όλες τις πληροφορίες στην κατοχή τους. Έπρεπε εκείνη να τους εξιστορήσει τα πάντα σχετικά με τη διαμονή της στο Τμουτάρακαν. Γιατί το παρελθόν ήταν απαραίτητο για την ερμηνεία του παρόντος.
«Μετά τη δολοφονία του Γιαροσλάβ, έμεινα μόνη και δεν είχα τρόπο να επιβιώσω…»
«Ναι, το ξέρουμε. Μα τι σχέση έχει με αυτό…»
«Αν ακούσεις, θα καταλάβεις», τον διέκοψε αυταρχικά προτού προλάβει να εκφράσει την απορία του. Βλέποντας πως είχαν σιωπήσει συνέχισε στον ίδιο ψιθυριστό τόνο. «Βρήκα δουλειά στο μοναστήρι της Αγίας Όλγας, στο ανατολικό Τσερνίγκοφ. Εκεί ήμουν όταν μαθεύτηκε ότι ο Σβιατοπόλκ ελευθερώθηκε. Τότε, αποφάσισα να στείλω γράμματα σε όλους τους Πρίγκιπες, προειδοποιώντας τους για τις προθέσεις του. Δε με άκουσαν. Όταν όμως ανέβηκε στο θρόνο, ο Αλεξάντερ ήρθε να με βρει εκεί».
Οι δυο συνομιλητές της προσπαθούσαν να μην διακόπτουν, περιμένοντας την να φτάσει στο τελικό συμπέρασμα. Μα σ’ εκείνο το σημείο η Αναστασία δεν μπόρεσε να χαλιναγωγήσει την έκπληξη και την απορία της. «Τι έκανε;»
«Με άκουσες την πρώτη φορά!» την επέκρινε βλοσυρά η Ναντέζντα. «Μου ζήτησε να τον ακολουθήσω στο Τμουτάρκαν και το έκανα. Πέντε χρόνια έμεινα στο κάστρο του Μιστισλάβ, περιμένοντάς τον να αναλάβει δράση. Είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε διεξοδικά ο ένας τον άλλο. Θα μπορούσατε να μας πείτε συμμάχους, μόνο που δεν ήμασταν, δυστυχώς. Τέλος πάντων, συνειδητοποίησα ότι σπαταλούσα τον καιρό μου πλάι του, κι έφυγα σαν τον κλέφτη μες τη νύχτα». Φρόντισε ο τόνος της φωνής της να μην ανεβεί καθόλου, γιατί αν κάποιος τους άκουγε, θα τους κρεμούσαν και τους τρεις. «Ο Αλεξάντερ είναι ο αγαπημένος του ανιψιός, ο πιο έμπιστος σύμβουλος και συνεργός του. Είναι σταλμένος εδώ για μένα. Για μένα και το στέμμα.»
Ο Στεφάν είχε μείνει άλαλος να την κοιτάζει. Προσπαθούσε να ταιριάξει τις νέες πληροφορίες που είχε μάθει για τη Ναντέζντα με αυτές που ήδη είχε. Δυσκολεύτηκε να τη φανταστεί, παγιδευμένη σε αδράνεια, αφήνοντας κάποιον άλλο να παίρνει τις καθοριστικές για τη ζωή της αποφάσεις. Εξεπλάγη που είχε αντέξει τόσο μεγάλο διάστημα, απομονωμένη από τις εξελίξεις, στο Τμουτάρακαν.
Τελικά όμως, η Αναστασία μίλησε πρώτη. «Και τι  κάνουμε για να αμυνθούμε; Προσπαθούμε με πλάγια μέσα να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του; Ή απλά τον σκοτώνουμε;»
Και η Ναντέζντα και ο Στεφάν έμειναν στήλη άλατος, σαν την άκουσαν. Την κοίταξαν με έκδηλη έκπληξη.
«Πρέπει κάπως να δράσουμε, σωστά;» συνέχισε εκείνη απτόητη.
«Ναι. Πρέπει…» αποκρίθηκε η Ναντέζντα σκεπτική. «Ο φόνος ίσως μοιάζει η απλούστερη λύση, μα δεν είναι η εξυπνότερη. Προέχει να μάθουμε τι ακριβώς σχεδιάζει και μετά πράττουμε αναλόγως».
«Έχεις δίκιο», συμφώνησε η Αναστασία.
«Και νομίζω ότι είναι προτιμότερο να αφήσετε εμένα να το χειριστώ αυτό.», παρενέβη και ο Στεφάν. «Από μόνος του θα θελήσει να έρθει σε επαφή μαζί μου, έχοντας την εντύπωση ότι είμαι άνθρωπος, πιστός στον Καταραμένο. Μην ξεχνάτε, αναζητά πληροφορίες, άρα, λογικά αυτή θα είναι η επόμενη κίνησή του.  Αν τελικά τον πείσω ότι δεν είμαι με το μέρος του Σβιατοπόλκ, αλλά θα προτιμούσα τον Μιστισλάβ στην ηγεσία, τότε ό,τι ξέρει, και ό,τι ετοιμάζει θα το ξέρουμε».
«Και θα κάνουμε το παν για να τον σταματήσουμε», ψιθύρισε η Αναστασία, με ένα λαμπρό χαμόγελο.
Ήταν η πρώτη φορά που η Ναντέζντα δεν είχε χαράξει μόνη της την στρατηγική που θα ακολουθούσαν για να φτάσουν στον στόχο, στον οποιοδήποτε στόχο. Δεν την πείραξε όμως. Κι η ίδια, δεν θα μπορούσε να είχε σκεφτεί κάτι καλύτερο.
«Δεν θα ξέρουν από πού τους ήρθε!» επισφράγισε τις συνωμοσίες τους. 

Σοφία Γκρέκα