Είχε διαβεί τώρα πια το
καλοκαίρι που ένωσε τις παράλληλες γραμμές της ζωής του Μανώλη και της Κατίνας
σε μία, αχώριστη κι ενιαία, αλλά οι καρδιές τους ήταν διαρκώς ζεστές κι
ανέφελες. Ο Στρατής και η Άννα πόνεσαν βαθιά τη νύφη τους, την αγάπησαν ολόψυχα,
κι απ’ την πρώτη κιόλας μέρα του έγγαμου βίου με τον γιο τους της φέρονταν ως
θυγατέρα τους. Ο Μανώλης λάτρευε τη γυναίκα του, ήταν τρελός και παλαβός για
κείνη και της το έδειχνε συνέχεια. Μα κι η Κατίνα έπλεε σε πελάγη ευτυχίας πλάι
στον άντρα της. Οι μέρες τους ήταν γεμάτες τρυφερή αγάπη και οι νύχτες τους
φλογερό έρωτα. Κάθε πρωί που σηκωνόταν ο Μανώλης έδινε ένα φιλί στο μάγουλο της
κοιμισμένης ακόμα Κατίνας κι έστεκε να την ατενίζει για μερικά δεύτερα πριν
φύγει για το λιμάνι. Ναι, η ρημάδα η ζωή ήταν όμορφη, κι ο λόγος της ομορφιάς
της βρισκόταν δίπλα του.
Ο Οκτώβρης περπάταγε
ήδη στις πρώτες μέρες του. Οι βροχές που είχαν πέσει γέμιζαν πάλι λασπουριά τα
χωμάτινα σοκάκια της προσφυγογειτονιάς, όμως αυτό δεν εμπόδιζε τα παιδιά να
τσαλαβουτούν παίζοντας στους ρηχούς νερόλακκους και να πιτσιλιούνται ολόκληρα
δίχως να νοιάζονται για τις φωνές και τις ξυλιές που μπορεί να έτρωγαν απ’ τις
μανάδες τους αργότερα. Τα παρατηρούσε η Κατίνα εκείνο το πρωινό καθώς άπλωνε τη
μπουγάδα τους και χαμογελούσε ασυνείδητα. Τι χρειάζεται ο άνθρωπος για να βρει
τη χαρά του, όσο κι αν τον έχουν πνίξει τα βάσανα; Λίγο ψωμί να ξεγελά την
πείνα του κι ένα τούβλο πάνω απ’ το κεφάλι του να τον προστατεύει απ’ τη μανία
της φύσης, τίποτα άλλο…
«Καλημέρα Κατινιώ!»
άκουσε μια γειτόνισσα να τη χαιρετά. Ήταν η κυρά-Ταρσή, η Ατταλειάτισσα μαμή
που έμενε πιο κάτω.
«Καλημέρα κόνα Ταρσώ!
Πως είσαι; Ο άντρας σου, τα παιδιά;» της μίλησε διακόπτοντας για λίγο το άπλωμα
των ρούχων στο χαμηλό σκοινί.
«Μια χαρά Κατίνα μου,
δόξα τω Θεώ! Εσύ, ο Μανώλης σου, τα πεθερικά σου;»
«Όλοι καλά»
«Μπράβο, μπράβο Κατινιώ
μου! Πάντα καλά να ’μαστε! Αχ γκιουζέλ κοκόνα μου, νοικοκυρά και προκομμένη
είσαι… Γιασασίν[1]
κουζούμ[2],
γιασασίν! Γλυκό ψωμί θα φάει ο Μανωλιός μαζί σου!»
Μειδίασε συνεσταλμένα η
Κατίνα με τους επαίνους της απλοϊκής μα πάντοτε ετοιμόλογης Ταρσής. «Άιντε
γιαβρούμ, σ’ αφήνω τώρα γιατί πρέπει να πάγω στην Μαριορή που ’ναι λεχώνα.
Άιντε κουζούμ, να δώκει ο Γιαραμπής να γκαστρωθείς κι εσύ κι η Ταρσή θα σε
λευτερώσει με τα χεράκια τση... Γκιουλέ[3]
γκιουλέ Κατίνα μ’, σελάμ σόιλε[4]!»
πρόσθεσε εκείνη και της κούνησε βιαστικά το χέρι.
«Στο καλό κυρά-Ταρσώ!»
την κατευόδωσε η κοπέλα. Ύστερα άγγιξε διστακτικά για μια στιγμή το υπογάστριό
της. Θα τη λευτέρωνε πιο σύντομα απ’ ό, τι νόμιζε η αυτοδίδακτη προσφυγίνα
μαία… Μόλις πριν λίγες μέρες είχε νιώσει το σκίρτημα της ζωής μέσα της, μα δεν
τολμούσε ακόμα να το εξομολογηθεί στον Μανώλη.
«Σήμερα» σκέφτηκε.
«Σήμερα, σαν πλαγιάσουμε τη νύχτα, θα του το πω»
Μια μικρή ζαλάδα την
ανάγκασε να στηριχτεί στο παλούκι δίπλα της. «Τσαλιμάκια με κάμεις» μίλησε
σιγανά στο έμβρυο. «Χαλάλι σου όμως τζιέρι μου… Να ’ξευρες πόσο σε περίμενα!
Και μου ’σουν και βιαστικό!»
«Σε ποιόν μιλάς κόρη
μου;» την ξάφνιασε η κυρά-Άννα πίσω της.
«Σε κανέναν, μάνα. Κάτι
συλλογιόμουν» τα μπάλωσε.
«Άντε, τέλευε με τη
μπουγάδα κι έλα να με βοηθήσεις ύστερο να κάμουμε το φαγητό» την συμβούλεψε
ήρεμα η πεθερά της όπως πάντα.
«Ναι μανούλα μου,
αμέσως! Τρέχω, πετάω!» ανταποκρίθηκε πρόθυμα η νεαρή σύζυγος χαρίζοντας ένα
τρυφερό χαμόγελο στην μητέρα του άντρα της που πλέον την ένιωθε και δική της.
Ο Μανώλης ήρθε όταν το
φεγγάρι ανέτελλε πίσω απ’ τις μακρινές κορυφές της Πεντέλης. Νίφτηκε, έφαγε τη
μερίδα που του είχε κρατήσει από το μεσημεριανό γεύμα η γυναίκα του και καμιά
ώρα αργότερα ετοιμάστηκε να πέσει για ύπνο. Η Κατίνα άναψε ένα κερί και το
ακούμπησε στο τραπεζάκι που χρησιμοποιούσαν ως κομοδίνο για να του φέγγει να
αλλάξει.
«Κατινιώ θα ξαπλώσεις
κι εσύ;» τη ρώτησε, βλέποντάς την να φορά το νυχτικό της.
«Ναι Μανώλη μου. Είμαι
κομμάτι κουρασμένη απόψε. Κι άλλωστε ήθελα να μείνουμε λίγο οι δυο μας…»
Μ’ αυτά τα λόγια
σύρθηκε δίπλα του στο κρεβάτι και σκεπάστηκε με την υπόλοιπη πλεκτή κουβέρτα. Ο
Μανώλης την αγκάλιασε σφιχτά και τη φίλησε απαλά δυο τρεις φορές στο στόμα. Η
Κατίνα πήρε την πρωτοβουλία να ανοίξει πρώτη την κουβέντα για να φτάσει στην
αποκάλυψη του μυστικού της.
«Τι έγινε αγάπη μου,
πως πήγε η δουλειά σου σήμερα; Όλα καλά στο λιμάνι;»
«Πως θες να πάει
Κατινιώ μου; Ίδια κι απαράλλαχτα… Καλά που έχω τα παιδιά να λέμε καμιά κουβέντα
κι εσένα να με διώχνεις την κούραση»
Της έδωσε άλλο ένα
φιλί. «Εσύ τι έκαμες, εκτός απ’ το μερακλίδικο φαγί που με φτιάχνουν πάντα τα
χεράκια σου;»
Ξερόβηξε για να
καθαρίσει το λαιμό της. «Εγώ… έμαθα κάτι πολύ σπουδαίο» ξεκίνησε να λέει ενώ
έπλεκε τα δάχτυλά της στα δικά του. «Και θέλω να σ’ το ειπώ»
«Για πε με… Σαν καλό
μου φαίνεται»
«Έλα κοντά» τον
πρόσταξε. Αγκάλιασε τον αυχένα του με τα μπράτσα της κι αφήνοντας μια ανάσα
ζεστή να χαϊδέψει το αυτί του ψιθύρισε:
«Είμαι έγκυος»
Ο Μανώλης έστρεψε αργά
το πρόσωπό του, κοίταξε άλαλος στην αρχή την γυναίκα του.
«Αλήθεια λες Κατίνα
μου;»
«Αλήθεια Μανωλιό μου.
Περιμένω το παιδί μας»
Δάκρυα συγκίνησης
νότισαν ευθύς τα μάτια του μέλλοντα πατέρα. «Κατινιώ μου… Γυναίκα μου γλυκιά!
Τι χαρά μ’ έδωκες!» παραλήρησε τρισευτυχισμένος βαστώντας την γερά απάνω του.
Αλλά κι εκείνη δάκρυσε κι ο Μανώλης ένιωσε τις υγρές στάλες να κατρακυλούν στον
ώμο του.
«Κλαις καρδιά μου;
Γιατί; Είναι το πιο έμορφο πράμα αυτό που σου συμβαίνει!»
«Δεν κλαίω άντρα μου»
σκούπισε τα απομεινάρια των δακρύων στις παρειές της. «Από χαρά είναι, όπως κι
εσύ…»
Ο Μανώλης άγγιξε
ευλαβικά με την παλάμη του το δέρμα που έκρυβε τη μήτρα της κι η Κατίνα ήρθε να
την καλύψει στοργικά με τη δική της. Έμειναν για αρκετά λεπτά βουβοί να θωρούν
ο ένας τον άλλο κατάματα. Το παλικάρι έπειτα ανασήκωσε τη νυχτικιά της
αγαπημένης του και σφράγισε με τα χείλη του όλη την κοιλιά της.
«Τι κάνεις βρε Μανώλη;»
απόρησε εκείνη χασκογελώντας απ’ το γαργάλημα που της προξενούσαν τα γένια του.
«Σε προσκυνάω μάτια
μου»
«Ορίστε; Τι λες καλέ,
τρελάθηκες; Εικόνισμα είμαι εγώ για να με προσκυνήσεις;»
Εκείνος την ατένισε
σοβαρός. «Αγάπη μου γλυκιά, δε με κατάλαβες. Το μωρό μας είναι κάτι ιερό, είναι
η συνέχεια της ματοβαμμένης φύτρας μας, όλων εμάς απ’ τη Μικρασία, και τα
σπλάχνα σου ο ναός που το φιλοξενεί… Πως λοιπόν να μη σε προσκυνώ;»
«Καρδιά μου, μια απλή
κοπέλα είμαι…»
«Σσσςς… Για μένα είσαι
η πιο εκλεκτή γυναίκα στον κόσμο όλο» έκαμψε τις αντιρρήσεις της ο Μανώλης
κατεβάζοντας πάλι τη νυχτικιά της.
Περίεργη η ζωή,
μπαμπέσα· όπως δίνει, έτσι και παίρνει. Μαζί με το σπόρο του γιου της στην
κοιλιά της νύφης της, η επάρατος ρίζωσε στο κορμί της κυρα-Άννας. Επτά μηνών
έγκυος ήταν η Κατίνα, όταν μια μέρα η πεθερά της παραπονέθηκε ότι ζαλιζότανε
πολύ. Θορυβημένη την έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα και της έφερε ένα ποτήρι
νερό να πιεί.
«Μανούλα μου τι έχεις;
Δεν είσαι καλά; Να πω στον πατέρα να φωνάξει κάνα γιατρό;»
«Όχι κόρη μου, καλά
είμαι. Θα με περάσει, μην ταράζεσαι»
Η κοπέλα εμπιστευόμενη
την κρίση της βγήκε μια στιγμή απ’ το σπίτι, μα μόλις επέστρεψε την αντίκρισε
λιπόθυμη στο έδαφος. Πανικόβλητη έτρεξε κοντά της και προσπάθησε να τη
συνεφέρει, όμως η Άννα δεν έδειχνε να συνέρχεται.
«Πατέρα! Πατέρα!»
έσκουξε τρομοκρατημένη. Ένας αλαφιασμένος απ’ τις φωνές της Στρατής όρμησε στο
χώρο και βλέποντας τη γυναίκα του σ’ αυτήν την κατάσταση πάνιασε.
«Άννα μου! Άννα μου τι
έπαθες;» έκανε σαν τρελός και έσκυψε κοντά τους.
«Πατέρα, δεν ξεύρω τι
έγινε, μια ζάλη ένιωσε η μάνα και μέχρι να βγω και να μπω σωριάστηκε και δεν
ξυπνάει… Φοβούμαι πατέρα!» του περιέγραψε η Κατίνα με κομμένη την ανάσα το
συμβάν και χώθηκε στον κόρφο του κλαίγοντας.
Ώρες ατέλειωτες την
εξέταζαν οι γιατροί στο νοσοκομείο. Ο Στρατής κατακόκκινος απ’ την ένταση και
τους λυγμούς που συγκρατούσε και δίπλα του ο Μανώλης χλομός, κατακίτρινος,
προσπαθούσε να σταθεί γενναίος για την εγκυμονούσα γυναίκα του που είχε γείρει
αποκαμωμένη στον ώμο του χύνοντας σιωπηλά δάκρυα. Τελικά ένας απ’ αυτούς βγήκε,
τους πλησίασε και νεύοντας αρνητικά απευθύνθηκε δύσθυμος στον Στρατή που
αγωνιούσε.
«Καρκίνο του παγκρέατος
διεγνώσαμεν εις την σύζυγόν σας, κύριε Ασλάνογλου, σε προχωρημένο στάδιο
μάλιστα. Δεν ηδυνάμεθα να κάνουμε τίποτα. Ένα μήνα ζωής της δίνουμε με το
ζόρι…»
Την πήραν σπίτι όπως
τους συμβούλεψαν, και με βαριά καρδιά περίμεναν το τέλος. Η Κατίνα έκλαιγε
συνεχώς τις πρώτες μέρες, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα έχανε τόσο πρόωρα την
λατρεμένη της πεθερά, τη μάνα της, το στήριγμά της. Τόσο πολλή και τόσο έντονη
ήταν η λύπη της, που οι δύο άντρες της οικογένειας φοβήθηκαν μην αποβάλει. Το
μωρό όμως κρατιόταν γερά μέσα της, το ίδιο και η άρρωστη γιαγιά του. Σαν κάτι
να σχεδίαζε η μοίρα, κάτι να περίμενε…
Η κυρά Άννα, θηρίο
κόντρα στις εξαιρετικά δυσοίωνες προβλέψεις των γιατρών, μετρούσε σχεδόν δυο μήνες
κλινήρης. Ίσα που έτρωγε πια και συνεχώς βυθιζότανε σε λήθαργο. Ήταν Μάιος πια
του 1926 κι η Κατίνα, με την κοιλιά στο στόμα, έτρεχε να τα προλάβει όλα, να μη
λείψει τίποτα στον Μανώλη που δούλευε όλη μέρα και στον Στρατή που,
καταβεβλημένος απ’ τα γηρατειά που θρονιάζονταν στο κορμί του, δεν μπορούσε
παρά ελάχιστα να τη βοηθήσει στο σπίτι. Καθισμένος δίπλα στο κρεβάτι της
γυναίκας του της χάιδευε το αποστεωμένο χέρι, προσευχόταν στο Θεό να του δώσει
κουράγιο και ενίοτε την ικέτευε:
«Μην φύγεις ακόμα, Άννα
μου, τόσο άντεξες κιόλας. Βάστα μέχρι να γεννηθεί τ’ αγγόνι μας…»
Εκείνο το ξημέρωμα, η
Κατίνα λαγοκοιμόταν ανάσκελα στο κρεβάτι πλάι στον άντρα της. Η δυσφορία που
της προκαλούσε η παραφουσκωμένη της κοιλιά τις τελευταίες μέρες κατάντησε
αφόρητη, ένιωθε να της πιέζει τους πνεύμονες και να εμποδίζει την ανάσα της.
Ήταν ολοφάνερο πια πως από στιγμή σε στιγμή το σπλάχνο της θα αποφάσιζε να
έρθει στον κόσμο κι είχε συνεχώς το νου της.
Αποκαμωμένη έγειρε το
κεφάλι της πλάγια στο μαξιλάρι και τα βλέφαρά της βάρυναν ασυναίσθητα. Δεν
ήξερε πόση ώρα διήρκησε αυτός ο πολυπόθητος λυσιμελής ύπνος, όταν ξαφνικά μια
έντονη σουβλιά την αφύπνισε βίαια. Στήριξε το βάρος της στους αγκώνες και
εισέπνεε κοφτά μεγάλες ποσότητες αέρα, σε μια απόπειρα να καταπολεμήσει το σοκ
της.
«Τι έγινε αγάπη μου; Τι
έπαθες;» ήχησε η μισοκοιμισμένη φωνή του Μανώλη που στράφηκε ανήσυχος προς το
μέρος της.
«Μανώλη, νομίζω πως…»
πήγε να πει, αλλά μια δεύτερη σουβλιά έπνιξε σ’ ένα τσιριχτό τις λέξεις της.
«Κατινιώ τι έχεις; Μίλα
μου!»
«Γεννάω Μανώλη!» φώναξε
πιάνοντας την κοιλιά της. Ο νέος πάγωσε.
«Τέτοιαν ώρα; Γυναίκα
τι θα κάμουμε; Είναι νύχτα ακόμα!»
«Τι θα πει τέτοιαν ώρα;
Θα μας ρώταγε τάχα πότε θα ’ρχει;» αντιμίλησε η Κατίνα σθεναρά στον άντρα της.
«Τι να κάμω; Τι να
κάμω, πες μου!» την ικέτεψε εναγωνίως.
«Τι άλλο να κάμεις; Πες
στον πατέρα να πάγει να φωνάξει την Ταρσή! Γεννάω, σε λέγω!»
Ο Μανώλης ειδοποίησε το
Στρατή κι εκείνος έφυγε τρεχάτος να καλέσει τη μαμή για να ξεγεννήσει τη νύφη
του. Ο χρόνος όμως κυλούσε πιο γρήγορα απ’ ό, τι υπολόγιζαν. Και μόλις έκλεισε
την πόρτα, μια κραυγή απόγνωσης της Κατίνας του έκοψε τα ήπατα.
«Μανώλη, έσπασαν τα
νερά μου! Δεν προλαβαίνουμε!»
Κατάλαβε ο νεαρός
άντρας ότι μπροστά σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση έπρεπε ο ίδιος να αναλάβει πρωτοβουλία.
Η γυναίκα του είχε αρχίσει τώρα να σφαδάζει κάθε φορά που μια νέα ωδίνη τάραζε
το κορμί της, σημάδι ότι το μωρό κατέβαινε και χρόνος δεν υπήρχε. Συγκέντρωσε
όλες τις ψυχικές του δυνάμεις, εφοδιάστηκε με μια πετσέτα, μια λεκάνη νερό κι
ένα ψαλίδι και πήρε θέση μπρος στα πόδια της τρέμοντας από αγωνία.
«Έλα, καρδιά μου. Θα το
βγάνουμε μόνοι μας»
Η Κατίνα τον κοίταξε
εμβρόντητη μες στους πόνους της. «Μόνοι μας; Τι ξεύρεις εσύ από γέννες;»
«Κάτι ξεύρω» αποκρίθηκε
γρήγορα με πλήρη αβεβαιότητα, ενώ κατέβαλλε υπεράνθρωπες προσπάθειες να μείνει
ψύχραιμος. «Σφίξε τα δόντια σου και σπρώχνε, το τζιέρι μας δεν ημπορεί να
ανιμένει»
Τόσο μπερδεμένα ήταν τα
συναισθήματα της νεαρής επίτοκου τη στιγμή εκείνη, που απ’ τη μια ήθελε να
κατσαδιάσει γερά τον άντρα της για την αποκοτιά του κι απ’ την άλλη να πέσει
γονατιστή και να του φιλεί τα πόδια για την τόλμη του. Όμως οι απανωτοί σπασμοί
δεν την άφηναν να εκφράσει κανένα τους.
«Σπρώξε κι άλλο! Έλα
αγάπη μου, έλα και το ’χουμε!» την ωθούσε ο Μανώλης.
«Δεν αντέχω αγάπη μου»
κλαψούρισε.
«Αντέχεις! Ξεύρεις πόσο
δυνατή γυναίκα είσαι; Πολύ δυνατή!»
Σώπασε προς στιγμήν η
κοπέλα. «Μανώλη… Αν πεθάνω… αν δεν αντέξω… θέλω να-»
«Σσσς! Σους καρδιά μου!
Τι λόγια είναι αυτά;» της έφραξε το στόμα με την παλάμη του.
«-Προσέχεις το παιδί!»
συμπλήρωσε απελπισμένη κι ο Μανώλης αντίκρισε τώρα ένα ροδαλό σαρκώδη όγκο να
ξεπροβάλλει ανάμεσα απ’ τα σκέλια της.
«Φάνηκε το κεφάλι! Έλα
Κατινιώ μου, σπρώξε άλλη μία και το βγάναμε!»
«ΑΑΑΑ!» ούρλιαξε πάλι
για στερνή φορά η Κατίνα κι ελευθερώθηκε. Ο Μανώλης με τα ρούχα λερωμένα απ’ τα
αίματα του τοκετού πήρε στα χέρια του με δέος το μικροσκοπικό πλασματάκι που
γέμισε τον αέρα με το ηχηρό κλάμα του.
«Αγόρι… Είναι αγόρι!
Γενήκαμε γονείς, Κατίνα! Κάναμε γιο!»
Τα σφιγμένα απ’ την αγωνία
και τον πόνο χείλη των δύο νέων χαλάρωσαν, τεντώθηκαν, σχηματίζοντας ένα
χαμόγελο ανακούφισης ενώ τα μάτια τους πλημμύρισαν ευτυχισμένα δάκρυα. Η ξύλινη
πόρτα του σπιτιού έτριξε ανοίγοντας και όρμησε μέσα φουριόζα η Ταρσή με το
Στρατή.
«Γλήγορα κυρ- Στρατή
μου, να…» Με το που έστρεψε όμως το βλέμμα της στο ζευγάρι έμεινε άναυδη από
την έκπληξη.
«Ιιιιιι!» έσκουξε. «Αμάν γιαβρούμ! Γέννησε κιόλας το κοράσι;
Μανωλιό κουνήσου! Φέρε να τ’ αφαλοκόψω και να καθαρίσω την κυρά σου και το
μπεμπέκ απ’ τα γαίματα!»
Ο Μανώλης παρέδωσε στην
Ταρσή τα σύνεργα που είχε συγκεντρώσει κι εκείνη αφού έκοψε τον ομφάλιο λώρο
και καψάλισε την άκρη του, σκούπισε προσεκτικά το μωρό από την κορυφή ως τα
νύχια, έπλυνε την ματωμένη περιοχή της Κατίνας με εξαιρετική επιμέλεια για να
αποσοβήσει κάθε κίνδυνο μολύνσεων και τυλίγοντας το νεογέννητο σε μια κάτασπρη
φασκιά το έβαλε στην αγκαλιά της.
«Να σας ζήσει ο γιος
παιδιά μου» τους ευχήθηκε κρυφοσυγκινημένη. «Μανώλη και πάλι συχαρίκια. Κατινιώ
μου, βύζαξέ το γλήγορα. Κι ό, τι θελήσεις εδώ θα ’μαι»
Υπακούοντας στις
εντολές της, μόλις αποχώρησε η Ταρσή, η Κατίνα ξεσκέπασε το μαστό της που
μεστωμένος έβριθε απ’ το λευκό ζωοφόρο υγρό κι άφησε το στοματάκι του γιου της
να αγκαλιάσει τη θηλή της. Μια ιερή ανατριχίλα, μια αίσθηση πρωτόγνωρη και
απερίγραπτη την κατέλαβε καθώς ρουφούσε μαχμουρλίδικα το γάλα της. Ένιωθε σαν
τη μάνα γη που με τους υπόγειους χυμούς της τρέφει τους σπόρους για να
βλαστήσει θαλερό το δέντρο… Μια ηλιαχτίδα, η πρώτη της ημέρας, τρύπωσε απ’ το
παραθύρι για να καλωσορίσει με το δικό της τρόπο την νέα ύπαρξη, λούζοντας με
το αμυδρό χρυσό της φως το πρόσωπο του μικρού.
«Τζιέρι μου εσύ,
κανακάρη μου… Ήλιε μου» τον κανάκευε ψιθυριστά η νεαρή του μάνα μοιράζοντας
χάδια και φιλιά στο κορμάκι του. Μόλις χόρτασε τον απίθωσε στην αγκαλιά του
άντρα της, ο οποίος τον κράτησε πάνω στο στήθος του με λαχτάρα φιλώντας το
κεφαλάκι του.
«Καλώς όρισες λεβέντη
μου» του είπε, βρέχοντας το ευαίσθητο δερματάκι του με τα κρυφά του δάκρυα.
«Μανώλη μου, σου
μοιάζει» διαπίστωσε η Κατίνα. «Έχει τη θωριά σου…»
«Σ’ εσένα μοιάζει
περισσότερο καλή μου» την αντέκρουσε ο Μανώλης κι έκατσε δίπλα της. «Τηράς τα
μάτια του πως ψιλοσκουραίνουν; Μαύρα σαν και τα δικά σου θα γένουν, να με
θυμηθείς»
Της το έδωσε ξανά στα
χέρια της κι η κοπέλα το κούνησε απαλά πέρα δώθε για να το αποκοιμίσει,
βλέποντας τα βλέφαρά του να γλαρώνουν καθώς πιπιλούσε τον αντίχειρά του. Στο
νου και τα χείλη της ήρθε ένα σμυρναίικο νανούρισμα:
«Όσα άστρα ’ναι στον ουρανό, μαργαριταρένιε μου/ και λάμπουν
ένα ένα
Τόσες φορές τα μάτια μου, μαργαριταρένιε μου/ δακρύσανε για
σένα
άντε καλέ μάνα, αγάπα με κι εμένα/ κούνει κάλε μάνα το παιδί
για μένα»
Το τραγούδησε σιγαλά,
αλλάζοντας το επίθετο από θηλυκό σε αρσενικό για να ταιριάζει με το φύλο του
παιδιού της. Κι η νοσταλγία που τους κατέκλυσε κατήργησε θαρρείς το χρόνο και
το χώρο, μεταφέροντας την τρυφερή, μυριάκριβη τούτη σκηνή κάπου πέρα απ’ το
Αιγαίο, στα αγαπημένα χώματα του χωριού τους, του καταπράσινου Μπουτζά της
Σμύρνης…
«Μανώλη, η μάνα σου
ψυχομαχάει» τους προσγείωσε απότομα ο Στρατής στην σκληρή πραγματικότητα.
Πετάχτηκαν αλαφιασμένοι.
«Όχι! Δε γένεται να
φύγει πριν να ιδεί το γιόκα μας!» ξεφώνισε η Κατίνα και σφίγγοντας το μωρό στην
αγκαλιά της τρέκλισε μέχρι την κλίνη της πεθεράς της, ενώ πατέρας και γιος την
ακολούθησαν βουβοί.
«Μάνα μου… Μανούλα μου
μ’ ακούς;» ρώτησε την Άννα γονατίζοντας στο πλάι της.
«Σ’ ακούω κόρη μου»
αποκρίθηκε με κόπο η άρρωστη κοιτώντας την νύφη της. «Γροίκησα κλάματα μωρού,
τη φωνή της Ταρσώς κι είπα πως θα γέννησε το Κατινιώ μας…»
«Ναι μάνα, γέννησα. Σ’
ήκαμα αγγόνι. Αγόρι είναι» πρόφερε τρεμουλιαστά η Κατίνα και με αργές κινήσεις
μετέθεσε το βάρος του γιου της στα άσαρκα χέρια της γιαγιάς του. Το βάσταξε όσο
μπορούσε εκείνη, σημαδεύοντας με τα ξεραμένα χείλη της το μέτωπό του.
«Νυν απολύοις την
δούλην σου, Δέσποτα…» ψέλλισε κι αυτή όπως ο προφήτης Συμεών, νιώθοντας το
χτύπημα των πτερύγων του Αρχαγγέλου κοντά της. Η κέρινη όψη της φωτίστηκε
αστραπιαία, τα σβησμένα μάτια της απέκτησαν μια εκθαμβωτική λάμψη.
«Μάνα;» έκανε
τρομαγμένος ο Μανώλης.
«Αμήν!» Ήταν η
τελευταία λέξη που βγήκε απ’ το στόμα της Άννας. Ύστερα η ψυχή της, σαν μια
ριπή του ανέμου, εγκατέλειψε το σώμα της ενώ με φωτεινό ακόμη βλέμμα θωρούσε
πια το κενό. Ήταν μόλις πενήντα τεσσάρων ετών.
Ο Στρατής πλησίασε τη
γυναίκα του και της έκλεισε τα μάτια. Ύστερα, λυγίζοντας οικειοθελώς μπροστά στο
κράτος του θανάτου, έγειρε στο άψυχο κορμί της κι αναλύθηκε σε λυγμούς. Η
Κατίνα, δίχως να έχει ακόμα συνειδητοποιήσει το τέλος της πεθεράς της, χάιδευε
μηχανικά τα κρύα της δάχτυλα σαν να γινόταν να της εμφυσήσει έτσι ξανά πνοή.
Καυτά ρυάκια ανέβηκαν στις κόγχες της. Ο Μανώλης τσακισμένος σήκωσε το μωρό που
μυξόκλαιγε ενοχλημένο και έβαλε το χέρι του σπλαχνικά στον ώμο της μιλώντας της
βραχνά.
«Έφυγε η μάνα Κατινιώ
μου. Πάει, την πήρε ο Θεός κοντά του. Δεν πονάει πια… Εμείς πονούμε τώρα… Μα
πρέπει ν’ αντέξουμε, καρδιά μου, για χάρη του παιδιού μας»
Μιλιά δε βγάζει η νεαρή
λεχώνα, οι κοπετοί της μόνοι αντηχούν σπαρακτικά. Στηθοδέρνεται μοιρολογώντας
και θρηνεί μαζί της όλη η πλάση. Τα σύννεφα στον ουρανό πυκνώνουν, μαυρίζουν
και μια σφοδρή νεροποντή μαστιγώνει αλύπητα το σπιτάκι τους, πλατσουρώντας
πένθιμα στα κεραμίδια της σκεπής του…
Παραλίγο να κόψει
τελείως το γάλα της Κατίνας με τη στεναχώρια της. Έδινε στο λεχούδι τα στήθη
της και εκείνο επιζητούσε μάταια να χορτάσει, πληγώνοντας τις ρώγες της και
γκρινιάζοντας με το μόνο τρόπο που τα βρέφη ξέρουν, το κλάμα, κλάμα ασταμάτητο
και παραπονεμένο. Πικραινόταν η μητέρα του, μα δεν μπορούσε να βρει και τρόπο
να το ικανοποιήσει.
«Δωσ’ το, κορίτσι μου,
σε καμιά βυζάστρα» την νουθέτησαν οι γειτόνισσες. «Θα σου πεθάνει αν δεν τρώγει
όπως πρέπει»
«Όχι, το γιο μου δε θα
τον θηλάσει άλλη. Μόνο απ’ το δικό μου γάλα θα τρέφεται κι ας είναι λιγοστό»
αρνήθηκε σταθερά. Κι ω του θαύματος, από κείνη την ώρα το σώμα της ανέκαμψε.
Όπως ήτανε σωστό, με το
που σαράντισε τον βάφτισαν Ευστράτιο ο Μανώλης κι η Κατίνα τον πρωτογιό τους με
νονό τον κουμπάρο τους τον Νικόλα. Μα δεν πρόλαβε ο παππούς του να χαρεί πολύ
το συνονόματο εγγονό του. Πέντε έξι μήνες αργότερα, στην αυγή του 1927, εξήντα
ενός ετών ακολούθησε κι αυτός στον τάφο την αγαπημένη του γυναίκα, αφήνοντας
πίσω απαρηγόρητους το γιο του και την κόρη του που πλέον έπρεπε να παλέψουν
ολομόναχοι για την επιβίωσή τους.
Το ροδάνι του χρόνου
ωστόσο ανενόχλητο γύρισε, φέρνοντας πολλές αλλαγές και σημαδιακά γεγονότα στην ζωή
των δυο τους και της Ελλάδας ολόκληρης. Στο χρόνο από τη θανή της κυρα-Άννας, η
Κατίνα συνέλαβε δεύτερη φορά και το Φεβρουάριο του 1928 γεννήθηκε η συνονόματη
της γιαγιάς της κανακάρα τους, που έχυσε βάλσαμο στις ψυχές τους κι έγινε η
αδυναμία του αδελφού της. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους ο Ελευθέριος Βενιζέλος
με το κόμμα των Φιλελευθέρων κέρδισε τις εκλογές για πρώτη φορά μετά από οκτώ
χρόνια και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία που κατέληξαν στην υπογραφή
της Συμφωνίας της Άγκυρας τον Ιούνιο του 1930 και του συμφώνου φιλίας τον
Οκτώβριο. Αυτές οι πολιτικές εξελίξεις όμως, όσο σημαντικές κι αν ήταν, δεν
συγκρίνονταν καθόλου με το χαρμόσυνο γεγονός που βίωσαν το καλοκαίρι του
1929.
Αυτοκίνητα δεν
κυκλοφορούσαν στη γειτονιά κι η εμφάνιση ενός τέτοιου προκαλούσε πάντοτε φοβερή
εντύπωση και αναμπουμπούλα στους κατοίκους της, πόσο μάλιστα όταν ήταν ένα
ογκώδες αμερικάνικο Φορντ σε στυλ λιμουζίνας όπως αυτό που πάρκαρε μπροστά στα
κονάκια τους εκείνο το ηλιόλουστο απόγευμα. Οι ταπεινοί κι ολιγαρκείς πρόσφυγες
το κοίταζαν αποχαυνωμένοι. Τέτοιο μασίνι δεν είχε ξαναφανεί στο μαχαλά τους.
Τα πιο ζωηρά αγόρια
άφησαν το παιχνίδι τους στις στράτες και το περικύκλωσαν με ηχηρές εκφράσεις
θαυμασμού, ίσως και ζήλειας. Η Κατίνα απορημένη απ’ τη φασαρία πλησίασε κι αυτή
το θέαμα. Η πίσω πόρτα άνοιξε και μια νέα γυναίκα, περίπου στην ηλικία της,
ντυμένη μ’ ένα απαλό εμπριμέ κοντομάνικο φουστάνι, πάτησε τα τακούνια των
πεδίλων της στο χώμα. Έσμιξε τα βλέφαρα έναντι στην αντηλιά για να τη δει
καλύτερα και παρευθύς η καρδιά της μούδιασε. Αυτή η γελαστή θωριά, αυτά τα
μαλλιά στο χρώμα της φωτιάς που ξεχύνονταν κάτω απ’ το καπέλο της… Όχι, δεν
μπορεί να γελιόταν…
Η κοπέλα την πρόσεξε κι
αυτή. Η όψη της σαν να αλλοιώθηκε. Την προσέγγισε αργά κι η Κατίνα έκανε δυο
τρία βήματα προς το μέρος. Κι όσο μίκραινε η απόσταση τόσο μεγάλωνε η ταραχή
της. Έφτασαν πρόσωπο με πρόσωπο και το σμαραγδί των ματιών της ξένης μαγνήτισε
το μαυράδι των δικών της συγκλονίζοντας τα έγκατα της ψυχής της.
«Βαγγελιώ;»
Η συνομήλική της
μισάνοιξε αρχικά το στόμα της, ύστερα ο αέρας που εξερχόταν απ’ το μέσο του
μεταμορφώθηκε σε μια λαλιά γνωστή κι αγαπημένη:
«Κατίνα;»
Όχι, δεν έσφαλε. Πως
μπορεί άλλωστε να λαθέψει η καρδιά ποτέ της; Μπροστά της έστεκε με σάρκα και
οστά η κολλητή της, η Βαγγελιώ η Κοτζαμπάσογλου, το κορίτσι με το οποίο
μοιραζόταν τα πάντα από τότε που μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό της…
Οι δυο νεαρές γυναίκες
άπλωσαν τα χέρια τους, σαν περιστέρια που λαχταρούσαν να πετάξουν, κι ένα
σπαρακτικό όσο και λυτρωτικό συνάμα εκφώνημα ξέφυγε απ’ τα σπλάχνα τους καθώς
αγκάλιασαν σφιχτά η μια την άλλη.
Έγειραν τα κεφάλια τους και έκλαψαν, όπως τη μέρα εκείνη του Αυγούστου
στα δεκαοχτώ τους χρόνια, πριν η λαίλαπα της καταστροφής σαρώσει τις ζωές τους.
Μα τούτη τη φορά χαρά και συγκίνηση τις κατέκλυζαν, γιατί η υπόσχεση- χρησμός
της Κατίνας ότι θα ζήσουν εκπληρώθηκε, ακόμα κι αν έχασαν πια την πατρίδα τους…
«Βαγγελιώ μου!
Βαγγελίτσα μου γλυκιά! Τζιέρι μου!»
«Κατινάκι μου! Φιλενάδα
μου!»
Απορημένοι οι γύρω τους
είχαν καρφώσει το βλέμμα τους στην αλλόκοτη φαινομενικά περίπτυξη της
καλλωπισμένης ξένης και της προσφυγίνας με τα μπαλωμένα ρούχα, μα όσοι διέθεταν
λίγη παραπάνω γνώση διαισθάνθηκαν ότι κάτι σπουδαίο συνέβαινε μπροστά τους.
Ανήξερες οι δυο κοπέλες γέμιζαν δάκρυα και φιλιά τα μάγουλά τους, ποθώντας να
γλυκάνουν μέσα σε μερικά λεπτά όλη την πίκρα του μακροχρόνιου χωρισμού.
«Βαγγελίτσα μου πόσο
χαίρομαι που σε ξαναβρίσκω! Χωριστήκαμε κοράσια ακόμη και τώρα είμαστε γυναίκες
σωστές»
«Εγώ να δεις πόσο
χαίρομαι, Κατίνα μου! Πάει να σπάσει η καρδιά μου απ’ τη χαρά που νιώθω! Δεν
έκανα λάθος που γύρεψα απ’ τα πεθερικά μου να έρθουμε στην Ελλάδα και στα
προσφυγικά της Αθήνας…»
Η Κατίνα την κοίταξε
απορημένη και πριν προλάβει να εξηγήσει η Βαγγελιώ, ένας άντρας με ξενική
αμφίεση αλλά μορφή ελληνική ήρθε προς το μέρος τους.
“Eva, what are you doing? Why are you hugging this
woman?[5]”
ρώτησε τη Βαγγελιώ στα αγγλικά.
«Εύα;» ξενίστηκε μέσα της η Κατίνα. «Από πού κι ως που η Βαγγελιώ μου έγινε Εύα;
Και γιατί της μιλά εγγλέζικα αυτός ο τύπος;»
“John, I
will
explain
you
right
now. This is my old best friend from
Voutzas, Catherine[6]. Κατίνα
μου, από δω ο σύζυγός μου ο Τζον Στίβενς, Γιάννης Στεφανόπουλος στα ελληνικά.
Ελληνοαμερικάνος, γιος βιομηχάνων” έκανε τις συστάσεις η φίλη της κοιτώντας την
τρυφερά.
«Χαίρομαι πολύ που σας
γνωρίζω, δεσποινίς μου» είπε ο Τζον με την σπαστή του προφορά φιλώντας της το
χέρι.
«Παρομοίως κύριέ μου»
χαμογέλασε η Κατίνα. «Μόνο που δεν είμαι πλέον δεσποινίς, αλλά κυρία»
«Παντρεύτηκες κι εσύ,
Κατίνα;» επενέβη η Βαγγελιώ.
«Παντρεύτηκα τζιέρι
μου, με το Μανώλη. Τώρα πια είναι άντρας μου»
«Αλήθεια;»
«Ναι Βαγγελιώ μου»
«Αχ Παναγιά μου, τι
τυχερή που είσαι! Τα κατάφερες τελικά, φιλενάδα!» χειροκρότησε ενθουσιασμένη
μπρος στον σαστισμένο της σύζυγο που προσπαθούσε να ξεδιαλύνει τι έλεγαν. «Που
είναι τώρα; Θέλω πολύ να τον δω, να του πω συγχαρητήρια!»
«Στο λιμάνι είναι,
δουλεύει. Μα σαν έρθει, θα τονε δεις και θα του τα δώκεις»
Τον λόγο της διέκοψε η
εμφάνιση μιας γυναικείας μορφής, η οποία ξεχώριζε για το απλό της ντύσιμο από
το επίσης μεσήλικο ζευγάρι που τις πλησίασε και η Βαγγελιώ πληροφόρησε την Κατίνα
ότι ήταν τα πεθερικά της, ο Μάρκος και η Ευγενία Στεφανοπούλου ή αλλιώς Μαρκ
και Τζένη Στίβενς. Έκλινε τον αυχένα της για να διακρίνει την σκυμμένη μορφή
της:
«Κυρία Ειρήνη;»
Εκείνη ύψωσε το βλέμμα
της και σαν την είδε πέτρωσε. «Κατινάκι μου; Εσύ είσαι; Η κόρη του Σίμου μας;»
«Ναι, κυρά-Ρηνιώ, δε με
γνώρισες; Εγώ είμαι, η Κατίνα, η φίλη της Βαγγελιώς!»
Η Ειρήνη αγκάλιασε
κλαίγοντας με μητρική στοργή την κολλητή της κόρης της. «Κοπελούδα μου! Πόσο
καιρό έχω να σε διω… Χρόνια ολάκερα! Δεν ηξεύραμε τι απογίνατε, κόρη μου, εσύ
κι ο κύρης σου…»
«Ο μπαμπάς πέθανε»
κόμπιασε η Κατίνα. «Δηλαδή, δεν τον είδα να πεθαίνει, αλλά είμαι σίγουρη…
Έμεινε πίσω όταν φεύγαμε με τη θέλησή του… Και την νενέ τη Φωτεινή την έσφαξαν
μπροστά μου στη Σμύρνη…»
«Αμάν γιαβρί μου, τι με
λες; Τέτοιο κακό σας ήβρε;» έπιασε τα μηνίγγια της η Ειρήνη.
«Ναι κυρα-Ρηνιώ… Μα ας
μη τα μελετάμε πια. Έχω τον άντρα μου τώρα, τα παιδάκια μου, δεν είμαι μόνη»
«Μπράβο κόρη μου,
μπράβο! Τέτοια ν’ ακούω να αναγαλλιάζει η καρδούλα μου!» είπε βάζοντας την
παλάμη της στο στήθος κι ύστερα έσφιξε στα πλευρά της τις δυο κοπέλες.
«Ευτυχήσατε κι οι δυο, αγαπούλες μου, κι ας μας πετάξαν σαν τα φρόκαλα αλάργα
από τον τόπο μας!»
«Ο κυρ-Σταύρος που
είναι; Δεν ήρθε μαζί;»
«Ο μπαμπάς… έφυγε, πριν
κάνα δυο χρόνια» έλυσε την απορία της Κατίνας η Βαγγελιώ αντί για τη μητέρα
της. «Τον πρόδωσε η καρδιά του…»
«Χριστέ μου…
Συλλυπητήρια φιλενάδα, να ζείτε να τον θυμάστε» ψέλλισε συντετριμμένη.
«Να ’σαι καλά Κατινάκι»
την ευχαρίστησε η φίλη της σκουπίζοντας ελαφρά τα μάτια της. «Μα τώρα πρέπει να
χαιρόμαστε, για να μας βλέπουν οι πατεράδες μας απ’ τον ουρανό και να χαίρονται
κι αυτοί»
«Δίκιο έχεις, Βαγγελιώ
μου. Ελάτε μέσα όλοι σας να σας κεράσω κάτι, να πούμε όσα δεν είπαμε τόσα
χρόνια…»
Το προσφυγικό σπιτάκι,
καλόβολο παρά το μέγεθός του, χώρεσε όλη την ετερόκλητη ανθρώπινη συντροφιά. Εν
τω μεταξύ γύρισε ο Μανώλης και βλέποντας ξένο κόσμο στο γιατάκι τους
παραξενεύτηκε. Σαν έμαθε όμως απ’ τη
γυναίκα του ποιοι ήταν η παρέα τους, η διάθεσή του άλλαξε αμέσως και κάθισε
πρόθυμος μαζί τους, αφού δέχτηκε πρώτα τα συγχαρητήρια και τις ευχές της
Βαγγελιώς. Η Κατίνα έψησε καφέ στη χόβολη, έβαλε δροσερό νερό στα ποτήρια και
φρεσκοκαμωμένο γλυκό του κουταλιού σε μικρά πιατάκια για να κεράσει την
Βαγγελιώ, τον Τζον και τους γονείς του, ενώ ο Στρατής κι η Αννούλα κάθονταν
φρόνιμα δίπλα στη μαμά τους απολαμβάνοντας όσο περνούσε η ώρα τα ταχταρίσματα
και τα χάδια της “θείας” τους, όταν εκείνη δεν τιτίβιζε άπληστα με την παλιά
της φιλενάδα. Το βλέμμα των δύο γυναικών είχε αποκτήσει μια παιδική αθωότητα
και λάμψη κι όταν γελούσαν έμοιαζαν τελείως κοριτσάκια. Εκεί η Κατίνα με
απανωτές ερωτήσεις πληροφορήθηκε από το στόμα της Βαγγελιώς όλη την τύχη της
οικογένειας Κοτζαμπάσογλου.
«Σαν είδαμε ότι δε
γυρνούσαν τα αγόρια μας, ο πατέρας μάς πήρε εμένα, τη Ζωή και τη μητέρα και
φύγαμε για το Τσεσμέ πριν μπουν οι Τσέτες στη Σμύρνη. Από κει μ’ ένα καράβι
φτάσαμε στη Σάμο και μείναμε για λίγους μήνες σ’ έναν καταυλισμό, μέχρι που
ένας ξάδερφος του πατέρα μας που κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη έμαθε που
βρισκόμασταν κι έγραψε στον πατέρα να ’ρθουμε κοντά του. Πήγαμε λοιπόν που λες,
Κατίνα μου, και μείναμε στη Σαλονίκη. Ο μπαμπάς με το θείο μου έστησαν σιγά
σιγά μια επιχείρηση κι εγώ με τη Ζωή δουλέψαμε στην αρχή σε μια φάμπρικα για να
βγάλουμε το ψωμί μας. Ύστερα…
»Ύστερα μάθαμε απ’ τον
Ερυθρό Σταυρό ότι ο Πάνος σκοτώθηκε… Κλάμα η Ζωή! Τουλάχιστον έζησε ο Δήμος
μας, παντρεύτηκε μια κοπελιά τώρα και ζουν στην Καβάλα…»
Η φωνή της Βαγγελιώς
ράγισε καθώς διηγούνταν τα θλιβερά γεγονότα κι η Κατίνα της χάιδεψε
ενθαρρυντικά το χέρι.
«Τέλος πάντων που λες»
συνέχισε κατόπιν «η Ζωή όταν καταλάγιασε το πένθος κλείστηκε στο καβούκι της.
Δεν ήθελε να ακούσει ξανά για γάμο και απειλούσε πως θα γίνει καλόγρια. Βρέθηκε
όμως κάποια στιγμή ένας καλός άντρας Θεσσαλονικιός, αν και λίγο μεγαλούτσικος,
και τη ζήτησε κι εκείνη αν και τσινούσε στην αρχή, μετά δέχτηκε. Και να σου πω
την αλήθεια, νομίζω πως τον αγάπησε τελικά τον άντρα της μια στάλα… Έχει μια
κόρη η αδερφή μου τώρα κι ένα στην κοιλιά»
«Και μ’ εσένα Βαγγελιώ
τι έγινε; Πως πήγες στην Αμερική;»
«Α, εγώ… Εγώ είμαι νύφη
δια αλληλογραφίας που λένε» μειδίασε η κοπέλα. «Ο άντρας της Ζωής το ξεκίνησε
το προξενιό, λέγοντας ότι γνώριζε μια οικογένεια πετυχημένων ομογενών στις ΗΠΑ
που έχουν ένα γιο σε ηλικία γάμου ο οποίος έψαχνε νύφη απ’ την Ελλάδα. Έτσι
λοιπόν με παρακίνησε να γράψω στον Τζον, εκείνος μου έστειλε πίσω και πάει
λέγοντας… Δεν του ’κρυψα ποτέ ότι ήμουν προσφυγοπούλα κι ο Τζον δεν πειράχτηκε
καθόλου. “Να είσαι αυτή που μπορεί να σταθεί άξια δίπλα μου» έλεγε “κι όλα τα
άλλα δε με νοιάζουν”. Τον συμπάθησα, με συμπάθησε και μου παρήγγειλε να
ταξιδέψω στην Αμέρικα για να γνωριστούμε από κοντά. Και τα αισθήματα υπήρξαν
αμοιβαία, οπότε με τις ευχές των γονιών μας παντρευτήκαμε» κατέληξε, κοιτώντας
με νόημα τον άντρα της.
Η Κατίνα κι ο Μανώλης
διηγήθηκαν έπειτα στη Βαγγελιώ τη δική τους πονεμένη ιστορία κι εκείνη άκουγε
προσεκτικά, αλλάζοντας διαρκώς εκφράσεις στο ροδαλό της πρόσωπο. Είπαν κι άλλα
πολλά, ώσπου βράδιασε για τα καλά κι οι φιλοξενούμενοί τους έπρεπε να
επιστρέψουν στο ξενοδοχείο τους.
«Να έρθεις αύριο
μεθαύριο να πάμε βόλτα στην Αθήνα» πρότεινε στη φίλη της η Βαγγελιώ. «Θα
μείνουμε λίγες μέρες εδώ και θέλω να σε χορτάσω όσο μπορώ»
«Αμ εγώ δε θέλω
νομίζεις; Θα δω μήπως μπορώ να κουμαντάρω κάπως τα παιδιά και θα σου μηνύσω
οπωσδήποτε!»
«Τώρα που είπες για τα
παιδιά σου, τι γλυκά και υπάκουα που είναι! Θέλω πολύ να σου βαφτίσω ένα, αν
τυχόν κάνετε κι άλλα… Τον Ατλαντικό ολόκληρο θα κολυμπήσω για να ’ρθω να γίνω
νονά στο παιδί της φίλης μου!»
«Θα σου γράψω, Βαγγελιώ
μου, αν έρθει τούτη η ώρα. Κι ελπίζω όταν θα ξανάρθεις να κρατάς κι εσύ μωρό
στην αγκαλιά σου!»
Που να ’ξεραν οι δύο
φίλες ότι τα παιχνίδια της μοίρας θα τις έφερναν κοντά για μεγαλύτερο διάστημα…
Τρεις μήνες μετά σημειώθηκε στις ΗΠΑ το μεγάλο χρηματιστηριακό Κραχ που έπληξε
δεκάδες επιχειρήσεις, μεταξύ αυτών και της οικογένειας Στεφανοπούλου-Στίβενς. Ο
Τζον, βλέποντας το τέλμα στο οποίο βούλιαζαν και μην αντέχοντας στη σκέψη να
γίνει ψωμοζήτης, πήρε κάποια στιγμή τη γυναίκα του και τους γονείς του κι
επέστρεψαν στα πατρογονικά εδάφη στη Μεσσηνία, όπου ως Γιάννης ανασκουμπώθηκε
να καλλιεργήσει ξανά τα κτήματα των προγόνων του. Η γη δεν τον πρόδωσε,
αντίθετα· τους χάριζε κάθε χρόνο άφθονα τα γεννήματά της και μαζί μ’ αυτά ήρθαν
στη ζωή τους δύο παιδιά, η Ευγενία και ο Σταύρος. Ανέβαιναν συχνά στην Αθήνα
για να δουν τους φίλους τους κι όποτε έσμιγαν η χαρά τους ήταν τεράστια. Ένα
καλοκαίρι μάλιστα κατόρθωσαν να τους επισκεφτούν κι οι Ασλάνογλου. Η οικογένεια
είχε εν τω μεταξύ αυξηθεί κατά δύο μέλη με την έλευση του μικρού Σίμου τον
Ιούλιο του 1931 και της Φώφης το Σεπτέμβριο του 1933. Έτσι το θέλησε η μοίρα,
να κάνουν τόσα παιδιά όσα τα αγαπημένα τους πρόσωπα που τους ανέθρεψαν και δε
βρίσκονταν πλέον κοντά τους, για αυτό τους έδωσαν τα ονόματά τους ώστε να τα
θυμούνται και να τα τιμήσουν.
Παρά το γεγονός ότι
ήταν πλέον πολύτεκνοι, το ζευγάρι συνέχιζε να ζει στο μικρό σπιτάκι που
κληρονόμησαν απ’ την ΕΑΠ και τους γονείς τους, το οποίο όμως αποδεικνυόταν πια
κάπως στενόχωρο. Το επεξέτεινε λοιπόν ο Μανώλης χτίζοντας ένα ακόμη δωμάτιο,
ένα λουτρό της προκοπής και μια αποθήκη για τα πράγματά τους. Πήραν ψυγείο
πάγου για να διατηρούν τα τρόφιμά τους και ο στοργικός πατέρας πελέκησε τέσσερα
ξεχωριστά κρεβάτια για να κοιμούνται βολικά τα σπλάχνα τους. Δεν επεθύμησαν
ποτέ τίποτα μεγαλύτερο, τίποτα καλύτερο. Αυτά τα ντουβάρια είχαν ποτιστεί με
τους γλυκούς αναστεναγμούς του έρωτά τους, τους γοερούς τους θρήνους για το
χαμό των γονιών τους, τα βογκητά της Κατίνας στις γέννες της και τα πρώτα κλάματα
των τεσσάρων παιδιών τους που μετατρέπονταν ύστερα σε χαρωπές φωνούλες. Είχαν
ψυχή, τη δική τους ψυχή… Μέσα τους θα ανέσταιναν τα βλαστάρια τους, από κει θα
τα ξεπροβόδιζαν πρώτα ο Θεός γαμπρούς και νύφες και πάλι εκεί, στο ντιβάνι με
το πλουμιστό κιλίμι που ύφανε η Κατίνα, θα χόρευαν στα γόνατα τα εγγονάκια
τους. Θα το απαρνιούνταν μόνο όταν πέθαιναν και αντί για αυτό θα κατοικούσαν
πλέον κάτω από δυο μέτρα λευκό κρύο μάρμαρο. Ήταν ευτυχισμένοι με τα λίγα κι η
αγάπη, η ομόνοια, το γέλιο βασίλευαν στο σπιτικό τους. Κάποιο κακό πνεύμα όμως
φθόνησε, φαίνεται, την ευτυχία τους και βάλθηκε να την πετσοκόψει όταν η Ελλάδα
μπλέχτηκε στον κυκλώνα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου…
Λίνα Δώρου