Το γεράκι του Νότου (Κεφάλαιο 6) Κλυδωνισμοί

Κωνσταντινούπολη, Απρίλιος 1441
Οι ετοιμασίες για την αναχώρηση του Κωνσταντίνου και του Φραντζή είχαν κορυφωθεί: το πλοίο που θα τους μετέφερε στη Λέσβο θα ήταν εξοπλισμένο πλήρως σε μία εβδομάδα περίπου. Το ταξίδι, βέβαια, σχεδιαζόταν εδώ και ένα χρόνο: με το που είχε επιστρέψει ο Ιωάννης, το Φεβρουάριο του 1440, ο Φραντζής είχε προσπαθήσει αμέσως να τον πείσει για την αναγκαιότητα του γάμου του Κωνσταντίνου και να προωθήσει το συνοικέσιο με τον Γκαττιλούζι ως εκλεκτό και αξιόλογο.
Παρόλο που και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος αναγνώριζε την επιτακτική ανάγκη να παντρευτεί πλέον, τα γεγονότα τους προλάβαιναν. Η αναστάτωση που είχε προκαλέσει η διακήρυξη της Ένωσης ήταν μεγάλη και είχε ενταθεί ακόμα περισσότερο με την επιστροφή της βυζαντινής αποστολής στη Βασιλεύουσα: οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν βίαιες, εκρηκτικές, με τα ονόματα του Ιωάννη και του πατριάρχη να ακούγονται μαζί με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς από τα στόματα του απλού λαού μέχρι τις ανώτερες τάξεις των ανθενωτικών αριστοκρατών. Οι δημαγωγοί που κυκλοφορούσαν στους δρόμους της Πόλης δυναμίτιζαν ακόμα περισσότερο την τεταμένη ατμόσφαιρα, πατώντας στα "χριστιανικά και ορθόδοξα" συναισθήματα των απλών ανθρώπων, για να καλλιεργήσουν την ένταση εναντίον του Ιωάννη. Ανέκαθεν υπήρχε ο κύκλος αυτός των λαοπλάνων που παρουσίαζαν τα γεγονότα όπως ήθελαν, μονόπλευρα, και οδηγούσαν τις καταστάσεις στα άκρα, χωρίς να ξέρει κανείς αν υποκινούνταν από τρίτους, που είχαν ανάλογα συμφέροντα, ή από μία προσωπική, αρρωστημένη τάση να προκαλούν αναταραχή, μίση και προβλήματα: όσο μεγαλύτερα, τόσο καλύτερα.

Μέσα σε αυτό το χάος, οι συζητήσεις περί γάμων έμοιαζαν αστείες. Κι όμως, ο Ιωάννης δεν ξεχνούσε και όποτε έπαιρνε μία ανάσα έπιανε πάλι την κουβέντα του συνοικεσίου, το οποίο εν τέλει και συμφωνήθηκε τον προηγούμενο Απρίλη. Όταν οι μεγάλες αντιδράσεις φάνηκαν να έχουν κοπάσει, τότε άρχισε να κανονίζεται και πρακτικά το ταξίδι του Κωνσταντίνου στη Λέσβο. Η δυσαρέσκεια, βέβαια, παρέμενε διάχυτη και οι ισορροπίες τρομερά ευαίσθητες στην πρωτεύουσα, με τους ανθενωτικούς να είναι μονίμως έτοιμοι να εκραγούν, με την παραμικρή δοθείσα ευκαιρία. Ο Ιωάννης είχε, όμως, τονίσει ότι δεν μπορούσαν να περιμένουν απλά τις εξελίξεις: έπρεπε να συνεχίσουν να ζουν, να κάνουν σχέδια και να πορεύονται κανονικά, σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Έτσι μόνο είχαν ελπίδες οι αποφάσεις τους να γίνουν επιτέλους δεκτές από όλους. Στην πραγματικότητα, πικραμένος και κουρασμένος, προσπαθούσε να πείσει και τον ίδιο του τον εαυτό.
Ήξερε ήδη δύο πράγματα: ότι η Ένωση δεν θα γινόταν ποτέ δεκτή από τους δικούς του και ότι ο πάπας δεν θα έστελνε ποτέ αυτά που υποσχέθηκε. Δεν το μαρτυρούσε σε κανέναν, αλλά το ένστικτό του τον διαβεβαίωνε και δεν του άφηνε περιθώριο αμφιβολίας.
Ο Κωνσταντίνος στεκόταν αναποφάσιστος μπροστά στα ρούχα του. Ο υπηρέτης δίπλα του περίμενε καρτερικά τις διαταγές του. Έπρεπε να φροντίσει τα ρούχα που θα διάλεγε ο αυθέντης για το γάμο του και να τα τακτοποιήσει για να φορτωθούν στο πλοίο.
«Τι λες, Ματθαίε; Το πορφυρό ένδυμα δεν είναι το καλύτερο;»
Ξαφνιασμένος, ο νεαρός Ματθαίος κοίταξε φοβισμένα τον Κωνσταντίνο.
«Εσύ ξέρεις καλύτερα, πρίγκιπά μου» ψέλλισε και έριξε το βλέμμα πάλι χάμω.
«Θέλω απλά τη γνώμη σου. Τόσο δύσκολο είναι να μου πεις ένα «ναι» ή «όχι» λοιπόν;» χαμογέλασε, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος ο Κωνσταντίνος.
«Το πορφυρό ένδυμα ταιριάζει με το ανάστημά σου και το χρώμα σου, αυθέντη» είπε μετά από λίγη σκέψη ο υπηρέτης, μπλέκοντας τα δάχτυλα ντροπαλά.
«Εξαιρετικά. Αυτό να μού ετοιμάσεις λοιπόν, μικρέ μου» τον χτύπησε στην πλάτη ενθαρρυντικά και στράφηκε στο τραπέζι απέναντι από την κλίνη του, όπου είχε απλωμένα μερικά σχέδια και μηνύματα.
Είχε λάβει το τελευταίο μήνυμα του Ισίδωρου από το Μοριά με μία κάποια ανησυχία: περίεργες κινήσεις παρατηρούνταν, όχι τόσο στην επικράτεια του Κωνσταντίνου, όσο στον ίδιο το Μυστρά και τα πέριξ του. Ο Θεόδωρος δήλωνε άγνοια, το ίδιο και ο Θωμάς, με τους οποίους επικοινωνούσε συχνά ο Ισίδωρος, εκ μέρους του Κωνσταντίνου.
Έπρεπε να απαντήσει στον πιστό του φίλο να κάνει λίγη υπομονή. Σε λίγο θα επέστρεφε και θα προσπαθούσε να διαλευκάνει ο ίδιος το τι συνέβαινε στο Μοριά. Θα επέστρεφε μετά από πέντε ολάκερα χρόνια και επιτέλους με μία νέα σύζυγο. Ίσως ο Θεός το ΄θελε να επιστρέψει, έστω και αργοπορημένα, με μία γυναικεία συντροφιά, που επιτέλους θα ζέσταινε τα βράδια του στο κρύο παλάτι των Καλαβρύτων.
Έγραψε συνοπτικά, σχεδόν τηλεγραφικά, αυτά που ήθελε στον Ισίδωρο, με την ελπίδα ότι τα πολλά θα μπορέσει να του τα πει σύντομα από κοντά. Έπειτα, στοίβαξε το γράμμα μαζί με τα υπόλοιπα, προς τα αδέρφια του και κάποιους άλλους έμπιστούς του, που έμεναν να υπογράψει για να τα παραδώσει στον αγγελιαφόρο. Ήθελε να έχουν φύγει πριν να την αναχώρησή του για τη Λέσβο.
Έσφιξε την πένα στο χέρι του και ήταν έτοιμος να πάρει κι άλλη μία περγαμηνή. Ήθελε να γράψει και σε κάποιον ακόμα. Αλλά δεν έβρισκε τις λέξεις.
Ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τη συναισθηματική του φόρτιση μπροστά από την άδεια περγαμηνή. Ο Ματθαίος τον κοίταξε ερωτηματικά και ο Κωνσταντίνος του έγνεψε να ανοίξει. Στην πόρτα στεκόταν ο αυτοκράτορας.
Ταραγμένος, ο υπηρέτης υποκλίθηκε επανειλημμένα, μέχρι που ο Ιωάννης τον έπιασε από τους ώμους και του χαμογέλασε.
«Εντάξει, παιδί μου, μην ταράζεσαι. Άφησέ με απλά λίγο μόνο με τον αδερφό μου» του είπε απλά, κάπως βραχνά και πλησίασε τον Κωνσταντίνο, που σηκώθηκε αμέσως από το κάθισμά του.
Ο υπηρέτης πήρε το πορφυρό ένδυμα του πρίγκιπα και έφυγε βιαστικά, υποκλινόμενος άλλη μία φορά και στους δύο.
Μόλις έκλεισε η πόρτα, ο Ιωάννης στράφηκε πάλι στον αδερφό του και προσπάθησε να χαμογελάσει. Ήταν πια σχεδόν 50 χρονών. Τα χρόνια στη Δύση, οι αγωνίες και οι καημοί του τον είχαν γεράσει: τα ξανθά μαλλιά του είχαν αρχίσει να ασπρίζουν και είχαν λιγοστέψει, ενώ μερικές βαθιές ρυτίδες χάρασσαν το μέτωπο και τα μάγουλά του, εκατέρωθεν του στόματός του. Τα κάποτε ζωηρά, γαλανά μάτια του έμοιαζαν κάπως ξεθωριασμένα και μαύροι κύκλοι τα έκαναν να φαίνονται ακόμα πιο κουρασμένα. Αδυνατισμένος και άκεφος, δεν θύμιζε σε τίποτε τον παλιό του εαυτό. Αντίθετα, τα ρουφηγμένα του μάγουλα ήταν συνέχεια δυσάρεστοι μάρτυρες της άσχημης ψυχολογίας του.
Ο Κωνσταντίνος ένιωθε συντετριμμένος κάθε φορά που τον έβλεπε έτσι. Ο αδερφός του, το παντοτινό του στήριγμα, ο ευεργέτης και καλύτερός του φίλος είχε αλλάξει για πάντα. Και- δυστυχώς- προς το χειρότερο.
«Πώς πάνε οι ετοιμασίες;» ρώτησε ο Ιωάννης, δένοντας τα χέρια πίσω από την πλάτη του.
«Όπως βλέπεις προχωράνε κανονικά. Νιώθω βέβαια πολύ αστείος που ετοιμάζομαι πάλι για γαμβρός, για να είμαι ειλικρινής».
«Σε καταλαβαίνω. Αλλά, όπως σου είχα πει και παλαιότερα, καλέ μου Κωνσταντίνε, αυτό το λες σε κάποιον που έχει παντρευθεί τρεις φορές. Τίποτε δε με τρομάζει πλέον!» κούνησε το δάχτυλο ο Ιωάννης και γέλασε, καταλήγοντας στο τέλος να βήχει.
Ανήσυχος, ο Κωνσταντίνος τον κράτησε από το μπράτσο. Αγαπούσε τον αδερφό του σχεδόν σαν πατέρα του και δεν άντεχε καθόλου τη σκέψη ότι υπέφερε.
«Είσαι άρρωστος πάλι;» τον ρώτησε μουδιασμένα και του έδειξε να καθίσει στο σκαμνί του γραφείου του.
«Όχι, μην στενοχωριέσαι. Η άνοιξη μου έφερε συνάχι και φέτος» πήγε προς το παράθυρο ο Ιωάννης, αρνούμενος το κάθισμα.
«Συναχώνεσαι εύκολα από τότε που γύρισες από τη Φλωρεντία, Ιωάννη. Η Μαρία ανησυχεί για σένα συνεχώς» τον πλησίασε πάλι ο Κωνσταντίνος και τον έπιασε από τον ώμο.
«Γυναίκες… Όλο ανησυχούν!» κούνησε τα χέρια ο αυτοκράτορας και κοίταξε τον αδερφό του στα μάτια. «Αλλά δεν ανησυχεί μόνο εκείνη. Και εσύ ανησυχείς. Το βλέπω στο βλέμμα σου».
«Η αλήθεια είναι πως δεν θέλω να σε αφήσω. Αν θες να με κατηγορήσεις για έλλειψη θάρρους κάνε το, αλλά δεν θα αρνηθώ ότι με ανησυχεί η υγεία σου, αδερφέ μου».
Ο αυτοκράτορας αναστέναξε και έσκυψε το κεφάλι.
«Είμαι καλά. Απλά αδύναμος. Όσο είμαι εδώ, στην πατρίδα, και ξέρω ότι έχω εσένα στο πλευρό μου, τη δυνατή σου ψυχή κοντά μου, δεν χρειάζεται να ανησυχείς για τίποτα, Κωνσταντίνε. Εγώ είμαι γερό σκαρί, δεν παθαίνω τίποτε εύκολα!» έσφιξε τη γροθιά του συμβολικά και έπιασε ύστερα τον μικρό του αδερφό από τα μπράτσα, χαμογελώντας. «Να φροντίσεις να ευχαριστηθείς το γάμο σου και να αγαπήσεις τη γυναίκα σου. Κι όταν ο Θεός σας αξιώσει με παιδιά, θα ανέβεις από το Μοριά, για να τα χαρώ κι εγώ. Τα παιδιά σου θα είναι δυο φορές παιδιά μου, αδερφέ μου, να το ξέρεις. Και αυτό δεν έχει καμία σχέση ούτε με τη διαδοχή, ούτε με το θρόνο, ούτε με τίποτα».
Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε συγκινημένα και χτύπησε τον ώμο του Ιωάννη συγκαταβατικά.
«Έφτασε μακριά ο νους σου, Ιωάννη. Ακόμα δεν την είδαμε τη νύφη!» προσπάθησε να αστειευθεί για να σπάσει την ένταση.
«Νομίζω ότι ο Φραντζής έχει λυσσάξει πιότερο από σένα να την αντικρίσει» γέλασε πονηρά ο αυτοκράτορας.
«Έννοια σου και άμα με παραζαλίσει θα τον μαρτυρήσω στη γυναίκα του, να μάθει!»
Έσκασαν και οι δύο στα γέλια.
«Θα μού λείψει η παρέα σου, Κωνσταντίνε. Αλλά εύχομαι να ξαναειδωθούμε μόνο για καλό λόγο» είπε σκεπτικά ο Ιωάννης, με το βλέμμα του στο κενό.
«Καταλαβαίνω τι εννοείς… Και θα συμφωνήσω σε όλα».
«Πάντως… Πριν φύγεις, νομίζω ότι πρέπει να κάνεις μερικές επισκέψεις. Τι λες;»
«Επισκέψεις;» τον κοίταξε παραξενεμένα ο Κωνσταντίνος. «Σε ποιον;»
«Υπάρχουν κάποιοι γένους αρσενικού, αλλά νομίζω ότι υπάρχει και μία «ποια» στη ζωή σου» χαμογέλασε αμυδρά ο Ιωάννης.
Ξαφνιασμένος, ο πρίγκιπας ένιωσε να κοκκινίζει.
«Ε- Εννοείς την Ευδοκία;» μουρμούρισε παιδιάστικα.
«Μπορεί» μισόκλεισε τα μάτια αινιγματικά ο Ιωάννης. «Είναι στο παλάτι αυτή η δισυπόστατη Ευδοκία. Νομίζω ότι είναι η ευκαιρία σου να πας να τη δεις. Και να την αποχαιρετήσεις» συμπλήρωσε αυτό το τελευταίο κάπως κοφτά.
Αμήχανος, ο Κωνσταντίνος έμπλεξε τα δάχτυλά του και έστρεψε το κεφάλι στην άδεια του περγαμηνή.
Είχε πολύ καιρό να δει την Άννα. Ίσως και μήνες. Από εκείνο το απόγευμα στους κήπους, τα πράγματα είχαν γίνει ξεκάθαρα και για τους δύο. Ο Κωνσταντίνος είχε βρει το κουράγιο να μην την αναζητήσει ξανά, τουλάχιστον σταδιακά, και εκείνη να κρατηθεί μακριά του για να μην πονέσει περισσότερο μετά. Είχαν ειδωθεί τυχαία σε κάποιες περιστάσεις του παλατιού ή στην εκκλησία, αλλά είχαν περιοριστεί στα τυπικά και απαραίτητα. Μόνο τα βλέμματά τους που έκαιγαν μαρτυρούσαν το βάσανό τους και τα αισθήματά τους.
«Έχεις δίκιο. Θα πάω. Αρκετά λάθη έχω κάνει μέχρι τώρα» είπε ξαφνικά σταθερά και κοίταξε πάλι τον Ιωάννη.
«Δεν κάνεις εσύ λάθη, Κωνσταντίνε, αλλά η μοίρα» χαμογέλασε θλιμμένα ο Ιωάννης και τον αγκάλιασε.


Έπειτα από πολλές συμβουλές και σχόλια όλο αδερφική αγάπη και ενδιαφέρον, ο Ιωάννης έφυγε. Ένιωσε την ανάγκη να δει τη σύζυγό του και να την σφίξει στην αγκαλιά του, ευγνώμων που είχε έστω και εκείνη ακόμα σε αυτή τη ζωή.
Αντίστοιχα και ο Κωνσταντίνος άφησε το δωμάτιό του και ρώτησε τους φρουρούς αν είχαν δει την εξαδέλφη του να περνάει. Οι δύο άντρες τον κατηύθυναν σε ένα από τα τρικλίνια, όπου η αυγούστα Μαρία συνήθιζε να δέχεται τις καλεσμένες φίλες, συγγενείς ή ξένες. Ο πρίγκιπας, καθώς περπατούσε βιαστικά στο ημίφως των διαδρόμων, προσπαθούσε να σκεφτεί τη δικαιολογία που θα έριχνε στις γυναίκες για το λόγο που βρέθηκε στα διαμερίσματά τους. Δεν είχε στην πραγματικότητα κανένα λόγο να αναζητά ούτε καν την εξαδέλφη ή τη νύφη του. Τι δουλειά είχε εκείνος με τις γυναίκες;
Μία πόρτα που έτριξε τον έβγαλε απότομα από τις σκέψεις του. Γύρισε στα δεξιά του και είδε ένα φωτισμένο από αναμμένο κερί πρόσωπο να τον κοιτά ντροπαλά. Ήταν η Άννα.
Η καρδιά του χτύπησε δυνατότερα μ’ έρωτα.
«Ποιον γυρεύεις, κύριέ μου, εδώ πέρα;» ψιθύρισε με περιέργεια και άνοιξε λίγο περισσότερο την πόρτα.
Τα μαλλιά της κύλησαν ξέπλεκα μπροστά από τον ώμο της και τα δάχτυλά της έσφιξαν την άκρη της πόρτας, ενώ το χέρι της με το κερί κατέβηκε τελικά χαμηλότερα. Φορούσε μονάχα τα ασπρόρουχά της.
Ο Κωνσταντίνος θυμήθηκε ότι αυτές ήταν οι κρεβατοκάμαρες των φιλοξενούμενων της αυγούστας· η Άννα θα διανυκτέρευε προφανώς στο παλάτι ως φιλοξενούμενη της Ευδοκίας ή της ίδιας της αυγούστας.
«Άννα…;» της ψιθύρισε σε απάντηση, με ανάμεικτη την έκπληξη και τη χαρά που την έβλεπε. «Τι κάνεις εδώ πέρα;»
«Με κάλεσε η Ευδοκία για απόψε. Λέει ότι δε θα το αντέξει που θα φύγεις, αυθέντη μου. Ήσουν, λέει, ο καλύτερος άνθρωπος εδώ πέρα όσο έλειπε ο μεγαλειότατος» άνοιξε τελικά κανονικά την πόρτα και χαμήλωσε το κεφάλι της.

«Υπερβολές» κοίταξε αλλού ο Κωνσταντίνος, από ευγένεια για την εμφάνιση της κοπέλας μπροστά του.
«Δεν είναι. Λοιπόν, γύρευες κάποιον; Να σε βοηθήσω;»
Η παύση ήταν μακρά, καθώς η Άννα άγγιξε το χέρι του Κωνσταντίνου, κάνοντάς τον να ξεροκαταπιεί.


«Γύρευα… την Ευδοκία» είπε δύσκολα ο Κωνσταντίνος το ψέμα του και είδε τα χαρακτηριστικά της κοπέλας να σφίγγονται.
«Είναι στο τρικλίνιο με την ακόλουθό της. Δυο πόρτες παρακάτω, αν δεν ξέρεις» του απάντησε ξερά, με μια αδιόρατη θλίψη να χρωματίζει τη φωνή της.
«Ευχαριστώ» ψιθύρισε πάλι ο πρίγκιπας και έκανε να φύγει.
Η καρδιά του, όμως, αυτή τη φορά υπερίσχυσε και σταμάτησε απότομα. Γύρισε ξαφνικά πίσω στην Άννα, που ήδη έκλεινε την πόρτα της άπλωσε το χέρι με απελπισία.
«Άννα, περίμενε!» της φώναξε και εκείνη κοκάλωσε, κοιτώντας τον με προσμονή.
«Τι συμβαίνει;»
«Δεν έψαχνα την Ευδοκία. Εσένα ήθελα να δω» μπήκε στο δωμάτιό της χωρίς να περιμένει την άδειά της και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Η Άννα δεν προσπάθησε να κρυφτεί πουθενά για την απρεπή της εμφάνιση μπρος στον πρίγκιπα. Στην πραγματικότητα ήθελε να πέσει απλά στην αγκαλιά του.
«Και γιατί αυτό;» τον ρώτησε με ραγισμένη φωνή.
«Γιατί σε λίγες μέρες φεύγω. Και δεν ξέρω πότε θα ξαναγυρίσω. Αλλά κι αν γυρίσω, Άννα, όλα θα είναι διαφορετικά πια» έκανε ένα βήμα πιο κοντά και τις έπιασε τρυφερά τα χέρια.
«Κωνσταντίνε…» είπε για πρώτη φορά το όνομά του, χωρίς κανέναν τίτλο να το συνοδεύει και έπεσε στην αγκαλιά του, για να κρύψει τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της.
Κλονισμένος, ο Κωνσταντίνος την έσφιξε επάνω του και συγκράτησε με δυσκολία και τη δική του συγκίνηση.
«Συγχώρα με, Άννα. Έπρεπε να είχα μείνει από την αρχή μακριά σου».
«Όχι!» σήκωσε απότομα το κεφάλι της και τον κοίταξε, σφίγγοντας το πανωφόρι του στα δάχτυλά της. «Μην το ξαναπείς αυτό, σε ικετεύω… Παρόλο που οι άντρες έτσι θέλουν να νομίζουν, δεν είμαστε άμυαλες. Ήξερα κι εγώ, Κωνσταντίνε, την πραγματικότητα και δεν απομακρύνθηκα από εσένα… Δεν σε κατηγορώ για την απόφασή σου. Αντίθετα, εύχομαι να πάνε όλα όπως τα θες και τα ονειρεύεσαι. Είμαι ευτυχισμένη που δεν θα είσαι μόνος σου πια, που κάποια θα μπορεί να σε φροντίζει, όπως θα ήθελα να σε φροντίζω εγώ».
«Μακάρι να ήσουν εσύ αυτή, Άννα» της ψιθύρισε με ένα θλιμμένο χαμόγελο και θολά μάτια, ακουμπώντας το μέτωπό του στο δικό της. «Υποσχέσου ότι θα κάνεις και εσύ το ίδιο. Ότι θα παντρευτείς και θα ευτυχήσεις».
«Δεν μπορώ να στο υποσχεθώ αυτό, κύριέ μου» του χαμογέλασε και εκείνη, ενώ ένα ακόμα δάκρυ χάρασσε το μάγουλό της. «Γιατί εγώ δεν θα μπορέσω να σε ξεχάσω» ψιθύρισε και χάθηκε στην αγκαλιά του, κρύβοντας τους λυγμούς της.
Ο Κωνσταντίνος την έκλεισε στην αγκαλιά του και έχωσε το κεφάλι του κοντά στο δικό της, δίχως να μπορεί να πει κάτι πια.


--


Καρύταινα, Σεπτέμβριος 1441


Σ’ ένα κάρο φορτωμένο με άχυρα καθόντουσαν τέσσερις έφηβοι, μπουκωμένοι με ψωμί και σκασμένοι στα γέλια. Όλοι φορούσαν το μοναχικό ράσο, αλλά οι φωνές και τα αστεία τους δεν τους ξεχώριζαν καθόλου από τους υπόλοιπους νεαρούς της ηλικίας τους.
«Σταματήστε! Σταματήστε γιατί θα πνιγώ!» φώναξε απελπισμένα ο Θεόφιλος και τελικά κατάφερε να καταπιεί την μπουκιά του, σκάζοντας πάλι στα γέλια.
«Δυο βήματα και μπαμ! Πάρτην κάτω την μπουγάδα!» έκανε για χιλιοστή φορά μία γλαφυρή αναπαράσταση ο Στέφανος, σκουπίζοντας τα δακρυσμένα από το γέλιο μάτια του.
Λίγο πριν κατέβουν στο χωριό, ο αδελφός Γεώργιος είχε φάει μία ιστορική τούμπα, κουβαλώντας τα πλυμένα ρούχα, τα οποία και κατέληξαν μες στα χώματα. Το «ατύχημα» είχε εκτυλιχθεί μπροστά σχεδόν σε όλους τους νεαρούς μοναχούς, οι οποίοι ήταν απασχολημένοι με το να σκάβουν το περιβόλι της μονής για τα καινούρια φυντάνια και- σύντομα- απασχολημένοι με το να κρατάνε την κοιλιά τους από τα γέλια. Παρόλο που ο αδελφός Γεώργιος τούς είχε πάρει τελικά στο κατόπι με μία βέργα για τα γέλια τους, οι νεαροί δεν μπορούσαν να σταματήσουν να γελάνε στη θύμηση του σκηνικού που είχε λάβει χώρα λίγες ώρες πριν.
«Σταμάτα, Στέφανε, γιατί μας βλέπω να τρώμε κι άλλες με τη βέργα!» σκούπισε και ο Χριστόφορος τα μάτια του με την αναστροφή της παλάμης του και δάγκωσε το κομμάτι ψωμί του, μπας και αποφύγει το να ξανασκάσει στα γέλια.
«Ανοησίες, ο αδελφός Γεώργιος και ο ηγούμενος είναι ακόμα στον ξυλουργό» κοίταξε γύρω του επιφυλακτικά, παρόλα αυτά, ο Στέφανος και μπούκωσε την τελευταία του μπουκιά ευχαριστημένα.
«Για αυτό κοιτάς έτσι γύρω σου, φοβητσιάρη;» πετάχτηκε και ο Θωμάς, ο τέταρτος της παρέας.
«Φοβητσιάρη να πεις το μούτρο σου το άσχημο!» συνοφρυώθηκε ο Στέφανος και έσφιξε τις γροθιές του.
«Πολύ και άμυαλα δεν μιλάς τελευταία, Στέφανε;» απάντησε ο Θωμάς και σηκώθηκε απότομα από το κάρο, για να σπρώξει προκλητικά τον πάντα ηλιοκαμένο Στέφανο.
«Ζήλεψα από σένα!» τον έσπρωξε και ο Στέφανος και δεν άργησαν να πιαστούν στα χέρια.
Ο Χριστόφορος στριφογύρισε τα μάτια και έτριψε το πρόσωπό του με τα χέρια του.
«Έλεος! Μοναχοί να σου πετύχουν!» μούγκρισε, ενώ ο Θεόφιλος δίπλα του γελούσε με την ψυχή του.
«Αδιόρθωτοι είναι αυτοί οι δύο!» κατάφερε να πει και άρχισε πάλι να γελάει.
Η φωνή του είχε γίνει βαριά και το γέλιο του ακουγόταν τρανταχτό, σαν μεγάλου άντρα πια.
«Ε! Χριστιανοί! Σταματήστε!» φώναξε ο Χριστόφορος, κουνώντας τα πόδια με την ελπίδα ότι θα τους φτάσει για να τους κλωτσήσει.
«Εε! Σταματήστε μωρέ!» φώναξε τώρα και ο Θεόφιλος και ανασηκώθηκε από τα άχυρα που ακουμπούσε.
Οι δύο θερμοκέφαλοι ήταν απασχολημένοι να στολίζουν ο ένας τον άλλον με κοσμητικά επίθετα και δεν άκουγαν κανέναν. Δεν πήραν είδηση καν μια κοπελίτσα φορτωμένη με μία στάμνα που περνούσε από δίπλα τους. Μια δυνατή σπρωξιά του Θωμά στο Στέφανο και ο νεαρός βρέθηκε πάνω στην κοπέλα, η οποία τσιρίζοντας έριξε τη στάμνα της κάτω.
«Ωχ συμφορά μου!» φώναξε, πιάνοντας το μαντηλοφορεμένο της κεφάλι απεγνωσμένα.
«Ηλίθιοι!» φώναξε ο Θεόφιλος και πετάχτηκε τελικά από τη θέση του για να πλησιάσει την κοπέλα.
«Σχώρα μας, κοπέλα μου. Δεν σε είδαμε» μουρμούρισε μετανιωμένα ο Στέφανος, μαζεύοντας- σαν χαζός- τα κομμάτια του σπασμένου κεραμικού.
«Τι θα κάνω; Η μάνα μου θα με σκοτώσει!» συνέχισε να σκούζει το κορίτσι, χωρίς να δίνει σημασία στα βλέμματα που της έριχναν οι τρεις νεαροί.
«Μπορούμε να έρθουμε κοντά να της πούμε ότι φταίγαμε εμείς. Τι λες;» ρώτησε ο Θωμάς, χαμογελώντας φωτεινά στην μελαχρινή άγνωστη.
«Και να με δει με τρεις άντρες; Τότε είναι που θα με σφάξει!» κλαψούρισε η κοπέλα, αλλά κάπως πιο ήπια.
Το βλέμμα της έπεσε στον Χριστόφορο και η έκφρασή της άλλαξε. Ο Χριστόφορος την κοιτούσε με απάθεια, διασκεδάζοντας σχεδόν με το σκηνικό που εκτυλισσόταν μπρος του.
«Δεν έχεις φόβο από αυτό, καλή μου… Πώς σε είπαμε;» μισόκλεισε τα μάτια ο Στέφανος.
Τους είπε ντροπαλά ότι την έλεγαν Ελπίδα.
«Ελπίδα, δεν βλέπεις ότι έχεις να κάνεις με μοναχούς; Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς» συμπλήρωσε και ο Θωμάς, κλείνοντας το μάτι στους άλλους δύο.
«Μπορούμε μάλιστα να σας πληρώσουμε και το σταμνί. Έχουμε και εμείς τις οικονομίες μας» ολοκλήρωσε την πρόταση ο Στέφανος και χαμογέλασε, κάτι ανάμεσα σε πονηριά και παιχνίδι.
«Πολύ καλά» είπε μετά από λίγη σκέψη η Ελπίδα και κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Μένω λίγο παρακάτω» έδειξε με το δάχτυλό της το δρομάκι απέναντί τους και έσκυψε να μαζέψει τη σπασμένη στάμνα για να έχει αποδεικτικά στοιχεία για τη μάνα της, ότι δηλαδή όλα έγιναν έτσι όπως θα τα έλεγε.
Οι τρεις νεαροί ήρθαν να σταθούν κοντά στο Χριστόφορο για να έχουν καλύτερη θέα της κοπέλας από πίσω, έτσι όπως ήταν σκυμμένη στο χώμα. Σκουντιόντουσαν και χασκογελούσαν, με το βλέμμα στυλωμένο στην περιφέρεια της νεαρής γυναίκας, που ίσα που διαγραφόταν κάτω από τα ριχτά ρούχα της. Ο Θεόφιλος σκούντησε και το Χριστόφορο, ο οποίος σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και τότε μόνο καταδέχτηκε να ρίξει μια ματιά στο κορίτσι.
Τα μάτια του ακολούθησαν βιαστικά τη γραμμή του κορμιού της και ύστερα στράφηκαν αμέσως αλλού. Ξεφύσησε και τους έσπρωξε.
«Κόψτε τις βλακείες επιτέλους» ψιθύρισε και τους αγριοκοίταξε, αλλά οι φίλοι του ήταν πολύ απορροφημένοι από το θέαμα για να τον ακούσουν.
Φορτωμένη με τα σπασμένα κομμάτια, η Ελπίδα ανασηκώθηκε και στράφηκε προς το μέρος τους.
«Λοιπόν, θα πάμε;» τους ρώτησε και εκείνοι έγνεψαν- σαν υπνωτισμένοι- θετικά, κινώντας κατά τον κατήφορο που τους είχε δείξει προηγουμένως. «Εσύ δεν θα έρθεις κοντά;» ρώτησε- αναπάντεχα- το Χριστόφορο και τον πλησίασε λιγάκι.
«Δε νομίζω να χρειάζεται συμπλήρωση η τριάδα: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα είναι πάντα αρκετά» έδειξε με το κεφάλι τους φίλους του που προπορεύονταν, χαμογελώντας με μία ανεπαίσθητη ειρωνεία.
«Και θα μείνεις μόνος, εδώ πέρα;» επέμεινε η Ελπίδα και του άγγιξε το χέρι θαρρετά.
Ο Χριστόφορος κοίταξε έκπληκτος μία το χέρι της και μία το ροδαλό πρόσωπό της.
«Είμαι καλόγερος, κορίτσι μου. Η ζωή μου ολόκληρη είναι μοναχική. Τράβα το δρόμο σου» της είπε ψυχρά, ξερά, και τράβηξε το χέρι του, κοιτώντας αμέσως αδιάφορα αλλού.
Η κοπέλα έμεινε να τον κοιτά για λίγο ακόμα και ύστερα έφυγε αργά, αλλά σταθερά από κοντά του.
Μουδιασμένος, ο Χριστόφορος ξανασήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε να φεύγει. Η καρδιά του το ΄ξερε μονάχα πόσο γρήγορα χτυπούσε και τι ανάγκη του προκαλούσε να ακολουθήσει τον πειρασμό. Εκείνο το ένστικτο το ανθρώπινο, το καταραμένο, τον έκανε να θέλει να τρέξει ξοπίσω της και να την σφίξει στα χέρια του, να την αγγίξει παντού, να κάνει τα μάτια της να μην μπορούν να ξεκολλήσουν από τα δικά του.
Κούνησε το κεφάλι του έντονα και γέλασε αμήχανα, ξερά, με τον εαυτό του. Ήταν γελοίος. Έκανε συνέχεια λάθη, παραπτώματα, ανοησίες. Όπως μ’ εκείνη την ιστορία με το Φιλήμονα… Μα, πού ξεφύτρωσε πάλι αυτή; Δυο χρόνια τώρα που είχε φύγει ο Μιχαήλ, την είχε πια ξεχάσει... Κι έτσι έπρεπε να συνεχίσει να κάνει.
Ήταν μόνο 16 χρονών. Αλλά εφόσον ήταν μοναχός, θα το έκανε σωστά και θα ακολουθούσε πιστά όλους τους κανόνες.
Γιατί ακόμα και αυτό θέλει θάρρος για να το καταφέρεις.


--
Γλαρέντζα, 1442


Ο Θωμάς Παλαιολόγος έπαιζε νευρικά το μήλο που του είχε πετάξει πριν λίγο ο αδερφός του στα χέρια του. Ήταν βαθιά αναστατωμένος και προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε μία σειρά.
Πίσω, στο θρόνο τον δικό του, είχε κάτσει χαλαρά, προκλητικά ο αδερφός του, ο Δημήτριος Παλαιολόγος. Στα λεπτά του χείλη ήταν χαραγμένο ένα ψυχρό χαμόγελο και το αιχμηρό, υπολογιστικό βλέμμα του, περιεργαζόταν τον Θωμά, λες και έτσι θα τον κατηύθυνε προς τα εκεί που ήθελε. Οι δύο άνδρες έμοιαζαν πολύ, με μόνη τους διαφορά τα χρώματα. Ο Θωμάς ήταν ξανθός με καστανά μάτια και μακρύ μούσι, ενώ ο Δημήτριος ήταν μελαχρινός και με πυκνή, κοντή γενειάδα. Η χαρακτηριστική μύτη των Παλαιολόγων φάνταζε ακόμα πιο έντονη, σχεδόν άσχημα έντονη, πάνω στα αδύνατα, μικρά πρόσωπά τους.
«Θα το σκέφτεσαι για πολύ ακόμα, Θωμά;» δεν κρατήθηκε και είπε ο Δημήτριος, με αυτήν την αναπάντεχα βαριά φωνή του.
Εκνευρισμένος, ο ξανθός άντρας γύρισε προς το μέρος του και τον αγριοκοίταξε.
«Καταλαβαίνεις τι έρχεσαι να μού ζητήσεις, Δημήτριε; Πώς περιμένεις να αποφασίσω μέσα σε μία στιγμή;»
«Απλά, λιτά και απέριττα» ακούμπησε τα δάχτυλά του μεταξύ τους ο Δημήτριος, αναπνέοντας βαριά για να κρατήσει την ψυχραιμία του. «Κάνεις λες και σου ζήτησα τον ουρανό με τα άστρα!»
«Ω, κλείσε το στόμα σου!» φώναξε ξαφνικά ο Θωμάς και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι δίπλα του. «Λες συνέχεια ανοησίες»
Ο Δημήτριος σηκώθηκε απότομα όρθιος και κατέβηκε τα σκαλιά του υπερυψωμένου σημείου του θρόνου βιαστικά. Στάθηκε απέναντι από τον αδερφό του τόσο φουσκωμένος από την θέλησή του, που έμοιασε ξαφνικά τεράστιος μπρος του.
«Λέγω ανοησίες, ε; Πολύ καλά. Δώσε μου την απάντησή σου και θα δω αν θα συνεχίσω τον υπέροχο διαπληκτισμό μας αμέσως μετά. Εγώ, βλέπεις, δε φοβάμαι να έρθω σε αντιπαράθεση μαζί σου» είπε σκληρά, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος.
Ο Θωμάς ξεφύσησε από τη μύτη οργισμένα. Τα μηνίγγια του τον σφυροκοπούσαν συνεχόμενα και δεν μπορούσε καν να συγκεντρωθεί πλέον.
«Ούτε εγώ φοβάμαι να αντιπαρατεθώ μαζί σου, Δημήτριε» μούγκρισε και συνοφρυώθηκε απειλητικά. «Και γι’ αυτό, άκουσε την απάντησή μου, καθαρή και ξάστερη: όχι. Κατηγορηματικά όχι!» φώναξε και ξαναχτύπησε το χέρι του στο τραπέζι, κάνοντας τα χαρτιά επάνω του να αναπηδήσουν.
Το βλέμμα του Δημητρίου σκοτείνιασε· θα ‘λεγες ότι κάθε διάθεση ευθυμίας και παιχνιδιού είχε εξαφανιστεί, σαν προσωπείο που σπάει, και η αληθινή του έκφραση είχε μόλις φανερωθεί. Έσφιξε τη γροθιά του σαν πεισματάρικο παιδί και με το άλλο του χέρι τη λαβή του ξίφους του στη ζώνη του.
«Έπρεπε να το φανταστώ ότι θα είσαι για άλλη μία φορά δειλός. Ότι θα προτιμήσεις να κρυφτείς πίσω από τον Ιωάννη και τον Κωνσταντίνο για να μην φας το κεφάλι σου. Τους φοβάσαι… Πάντα τους φοβόσουν! Δεν είσαι ικανός για τίποτα!» φώναξε τόσο έντονα που τάραξε και τον εκνευρισμένο Θωμά.
«Κλείσ’ το επιτέλους!» ούρλιαξε ο Θωμάς και έπιασε και εκείνος το ξίφος στο ζωνάρι του. «Εγώ συμφωνώ με την Ένωση, άσχετα αν αυτή είναι απόφαση του Ιωάννη ή του οποιουδήποτε! Και δεν χρειάζεται να δώσω κανένα λογαριασμό σε εσένα για το τι πιστεύω και πράττω, είτε σου αρέσει, είτε όχι!»
«Δειλέ! Ανίκανε! Είχες την ευκαιρία να αλλάξεις τη μίζερη μοίρα που σου επεφύλαξε ο πατέρας και ο Ιωάννης, αλλά δεν έχεις τα κότσια να την εκμεταλλευτείς. Να, να, ένας άξιος δεσπότης!» κάγχασε ο Δημήτριος και έβαλε ένα πικρό, τρομακτικό γέλιο.
Εξοργισμένος, ο Θωμάς τράβηξε το ξίφος του και το έφερε επικίνδυνα κοντά στο λαιμό του αδερφού του. Βαριανασαίνοντας και τρέμοντας, κοιτούσε τον ομοαίματο απέναντί του με πραγματικό μίσος.
«Δεν πιστεύω στους Οσμάνους, Δημήτριε. Ποτέ δεν πίστεψα και δε θα μού αλλάξεις εσύ τη γνώμη. Δεν θα προδώσω τους αδερφούς μου για να ικανοποιήσω τις φιλοδοξίες σου και- κυρίως- δεν θα συμμαχήσω ποτέ και για κανένα λόγο με τους Οσμάνους, ό,τι κι αν αυτό εξυπηρετούσε. Κάποτε ο Κωνσταντίνος είπε ότι η οικογένεια έχει μεγαλύτερη αξία από την εξουσία. Δεν το καταλάβαινα, αλλά τώρα πια ξέρω τι εννοούσε. Και αυτή τη στιγμή διακυβεύονται και τα δύο με τα σχέδια σου και δεν σκοπεύω να συμμετέχω σε αυτά. Είσαι άκαρδος, σχεδόν κτηνώδης σε όλα σου. Γύρνα στην επικράτειά σου και φρόντισε να γίνεις εσύ αξιότερος δεσπότης και να μην βασανίζεις τον κοσμάκη που έχεις στην προσταγή σου» είπε τόσο σταθερά και κοφτά, που το ξίφος έμοιαζε πια άχρηστο.
Το κατέβασε και το ξαναέβαλε στο θηκάρι του.
«Αυτή είναι η τελευταία σου κουβέντα;» χαμογέλασε αναπάντεχα ο Δημήτριος.
«Αυτή. Και τώρα ξεκουμπίσου. Φύγε από την επικράτειά μου και μην ξαναγυρίσεις, παρά μόνο αν έχεις να μού ζητήσεις συγχώρεση για τις προσβολές σου».
«Συγχώρεση;» γέλασε ο Δημήτριος και πέρασε το χέρι του από το μούσι του. «Δεν θα είσαι στα καλά σου. Φεύγω. Και πραγματικά εύχομαι να μην χρειαστεί να σε ξαναδώ ποτέ!» φώναξε με μάτια πυρωμένα από το μίσος και ξεχύθηκε κατά την πόρτα, κρατώντας ακόμα σφιχτά τη λαβή του ξίφους του.
«Στον αγύριστο!» ούρλιαξε ο Θωμάς και τον ακολούθησε καταπόδι, φωνάζοντας ακόμα. «Και να είσαι σίγουρος ότι ο Ιωάννης, ο Κωνσταντίνος και ο Θεόδωρος θα μάθουν τα πάντα για τα σχέδιά σου!»
Η βαριά ξύλινη πόρτα που έκλεισε με κρότο ήταν η μόνη απάντηση στην απειλή του Θωμά.


--


Καλάβρυτα, Ιούνιος 1442


Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε παιχνιδιάρικα, κάνοντας τη νικητήρια κίνηση στο ζατρίκιο· ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι.
Ο εξάδελφος του και φίλος του, ο Μανουήλ, δυσανασχέτησε αμέσως και ξεφύσησε.
«Έχεις μεγάλη τύχη σήμερα, Κωνσταντίνε» γκρίνιαξε, μαζεύοντας τα πιόνια.
«Τύχη; Έλα τώρα, Μανουήλ, παραδέξου το, είναι θέμα στρατηγικής και δεξιοτήτων και όχι τύχης!» γέλασε ο πρίγκιπας και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, κουνώντας το κεφάλι με παιδιάστικη απαξίωση για τις δηλώσεις του φίλου του.
«Όλα σου ήρθαν ευνοϊκά, τι άλλο εκτός από τύχη;» σήκωσε το φρύδι ο Μανουήλ.
«Και τις τέσσερις φορές που σε κέρδισα;» σήκωσε και ο Κωνσταντίνος το φρύδι και τελικά έβαλαν και οι δύο τα γέλια.
«Εντάξει, εντάξει. Παραιτούμαι. Σε αυτό το παιχνίδι είσαι ανίκητος!» κούνησε τα χέρια ο Μανουήλ, γελώντας ακόμα.
Ο Κωνσταντίνος μάζεψε και εκείνος τα τελευταία πιόνια και τα έριξε στο κουτί, κλείνοντάς το με το ταμπλό- καπάκι του.
Αναστέναξε με ευχαρίστηση. Τα πιο ωραία πράγματα στη ζωή ήταν τα πιο απλά τελικά.
«Είχες νεότερα από το Θεόδωρο; Όλο έλεγε ότι θέλει να συζητήσετε για κάποιο σοβαρό ζήτημα» ρώτησε ο Μανουήλ, τακτοποιώντας το τραπέζι του παιχνιδιού τους.
«Η αλήθεια είναι πως όχι, αλλά προς το παρόν δεν θα τον κυνηγήσω κι εγώ, Μανουήλ. Δεν θέλω άλλες σκοτούρες στο κεφάλι μου. Πρώτα από όλα πρέπει να πάω να πάρω τη γυναίκα μου επιτέλους από τη Λέσβο και να τη φέρω εδώ. Πάνε ήδη τρεις μήνες από την τελευταία φορά που την είδα».
Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε τρυφερά στη θύμηση της πυρρόξανθης Κατερίνας. Δεν ήταν Άννα σε τίποτα, ούτε και ο Κωνσταντίνος είχε καταφέρει ακόμα να αισθανθεί τα ίδια πράγματα για εκείνη. Αλλά ούτως ή άλλως, δεν είχαν ακόμα ούτε ένα χρόνο παντρεμένοι. Ήξερε ότι με τον καιρό θα μπορούσε να την αγαπήσει , γιατί ήταν καλή και έξυπνη κοπέλα. Είχε κάθε χάρη που θα ζητούσε ένας άντρας από τη σύζυγό του.
Απλά δεν ήταν Άννα.
«Τι ατυχία και αυτή πάντως, να πεθάνει η μάνα της αμέσως μετά το γάμο!» δυσανασχέτησε ο Μανουήλ με ειλικρίνεια. «Με το πένθος και τα έθιμα εκεί, του πεθερού σου, δεν μπορούσε καν να έρθει μαζί σου, η καημένη! Χαρά στο κουράγιο σου πάντως να ξεκινήσεις να πας πάλι στη Λέσβο, τρεις μήνες πριν, ίσα ίσα για να τη δεις!»
Ο Κωνσταντίνος κούνησε το κεφάλι αργά και χαμογέλασε θλιμμένα.
«Δεν είναι κουράγιο, καλέ μου Μανουήλ… Είναι η επιτακτική ανάγκη του παιδιού...» εξομολογήθηκε χαμηλόφωνα, κοιτώντας αφηρημένα το κενό.
Ο Μανουήλ αναστέναξε και χτύπησε στην πλάτη τον ξάδερφό του.
«Το ξεύρω. Αλλά πιστεύω ότι όλα θα πάνε δεξιά, σαν το θέλει ο Θεός. Μην ανησυχείς συνέχεια. Μόνο κακό θα κάνει στα πράγματα αυτό».
Χτυπήματα στην πόρτα τούς διέκοψαν βίαια τη συζήτηση.
«Εμπρός!» συνοφρυώθηκε ο Κωνσταντίνος.
Στην πόρτα φάνηκε ένας αναψοκοκκινισμένος Ισίδωρος.
«Αυθέντη μου!» φώναξε και μπήκε μέσα, σκοντάφτοντας παντού από τη βιασύνη του.
«Τι στο καλό συμβαίνει, Ισίδωρε;» ανασηκώθηκαν και οι δύο άντρες από το τραπέζι.
«Έχουμε νέα από τον αδερφό σου, το Θωμά!» ψέλλισε λαχανιασμένα ο ακόλουθος του Κωνσταντίνου και σωριάστηκε σε μία καρέκλα. «Διάβασε καμώματα του Δημητρίου!» μουρμούρισε ξεψυχισμένα και πρόσφερε με τρεμάμενα χέρια την περγαμηνή στον πρίγκιπα.
Είχε την άδεια του Κωνσταντίνου να ανοίγει την αλληλογραφία του πριν εκείνον, όταν ήταν απασχολημένος ή απλά ηρεμούσε.
Ο Κωνσταντίνος άρπαξε συννεφιασμένος την περγαμηνή και την διάβασε βιαστικά. Τα χέρια του μούδιασαν. Κοίταξε τον Μανουήλ με βλέμμα κενό.
«Ο Δημήτριος προσέγγισε τον Θωμά για να του ζητήσει να ανέβουν μαζί επάνω και να πολιορκήσουν την Πόλη με τους Οθωμανούς» είπε σχεδόν μηχανικά και τα χέρια του έπεσαν παράλυτα χάμω.
«Τι πράγμα;» φώναξε ο Μανουήλ και έσφιξε τη γροθιά του.
«Ο Θωμάς αρνήθηκε… Αλλά ποιος μας εγγυάται τι θα κάνει ο Δημήτριος;»
«Οι σκοποί μας λένε ότι ο Δημήτριος δεν είναι στα εδάφη του, αυθέντη! Πρέπει να είναι αλήθεια!» ξαναζωντάνεψε και ο Ισίδωρος, αφού βρήκε την ανάσα του.
«Δε θα έγραφε για κάτι τέτοιο ψέματα ο Θωμάς… Πρέπει να φύγω συντομότερα, λοιπόν, για να σταματήσω πρώτα στη Μυτιλήνη και ύστερα να συνεχίσω για την Πόλη, μαζί με την Κατερίνα.» έκανε κύκλους γύρω από τον εαυτό του και στο δωμάτιο ο Κωνσταντίνος, βηματίζοντας νευρικά.
Ένα άλλο χτύπημα τους τάραξε και τους τρεις. Ένας λαχανιασμένος αγγελιαφόρος φάνηκε αυτή τη φορά στο άνοιγμα και υποκλίθηκε βαθιά, αλλά με μίαν έκφραση ανησυχίας.
«Μαύρα νέα σου φέρνω, αυθέντη μου. Συνάντησα στο φυλάκιό μου αγγελιαφόρο από την Πόλη. Είναι χάμω, στο ισόγειο και σε περιμένει. Η αυτού μεγαλειότητά του, ο αυτοκράτωρ αδερφός σου, σού στέλνει μήνυμα: ο Δημήτριος Παλαιολόγος ανεβαίνει από τα κατεκτημένα εδάφη προς τη Βασιλεύουσα. Έχει συμμαχήσει με τους Οσμάνους και ετοιμάζονται να πολιορκήσουν την Κωνσταντινούπολη, για να «σώσει το λαό της από τους φιλενωτικούς προδότες». Το αργότερο σε δύο μήνες θα βρίσκονται έξω από τα τείχη της Βασιλεύουσας!» είπε με στόμφο, αλλά φανερή αγωνία ο νεαρός μαντατοφόρος και έσκυψε αμέσως το κεφάλι.
«Καταστροφή!» βόγκηξε ο Ισίδωρος, πιάνοντας τα μαλλιά του. «Σύμμαχος με τους Οσμάνους, με τον εχθρό!»
«Έχει παλαβώσει τέλος πάντων;» μούγκρισε ο Μανουήλ, κοιτώντας γύρω του αλαφιασμένα.
«Ηρεμήστε!» φώναξε τελικά ο Κωνσταντίνος, με τεντωμένο το χέρι και το στήθος να ανεβοκατεβαίνει λαχανιασμένα. «Ετοιμάστε άντρες και βρείτε μου τουλάχιστον δύο καράβια για να εξοπλιστούν όσο πιο σύντομα γίνεται. Το αργότερο σε ένα μήνα πρέπει να φεύγουμε για τη Λέσβο! Μην με κοιτάτε έτσι, προχωρήστε! Μανουήλ, τους άντρες, Ισίδωρε τα πλοία! Και εσύ, σκοπέ, τρέξε και φέρε μου τον αυτοκρατορικό αγγελιαφόρο. Θα στείλω τη σύντομη απάντησή μου στον αυτοκράτορα αμέσως» έδωσε τις οδηγίες του αυστηρά, κοφτά και οι άνθρωποί του έφυγαν αμέσως μετά.
Έπιασε το κεφάλι του με τρεμάμενα χέρια, σαν έμεινε μόνος. Ζαλιζόταν, έτρεμε, τα μηνίγγια του τού σφυροκοπούσαν το μυαλό. Στηρίχτηκε ξαφνικά στο τραπέζι μπροστά του, λες και πήγε να χάσει την ισορροπία του.

«Ανάθεμά σε, Δημήτριε προδότη… Στράφηκες εναντίον της ίδιας σου της ρίζας! Ανάθεμά σε και τις φωτιές που μας άναψες πάλι!» έσφιξε τη γροθιά του, πριν ξεσπάσει σε δάκρυα πικρίας και θυμού.


Vittoria Mantegna