15 Αυγούστου
Το σήκωμα της πέτρας, τους φανέρωσε προς έκπληξη τους ένα κενό, που τα σκαλοπάτια του δεν φαινότανε να έχουν τελειωμό. Ένα κρύο αεράκι ερχότανε από τα βάθη της σκοτεινής στοάς. Αλληλοκοιταχτήκανε. Ο Σωτήρης, χωρίς να περιμένει δεύτερη κουβέντα, άναψε τον φακό του και άρχισε την κάθοδο, ενώ από πίσω του ακολούθησαν και οι υπόλοιποι.
─Το ήξερα ότι δεν θα έφευγες, είπε ο Σωτήρης στην Ζωή χωρίς να την κοιτάξει. Κάποια στιγμή θα σου εξηγήσω…
Προτίμησε να μην του απαντήσει. Συνέχισε να κατεβαίνει μαζί με τους υπόλοιπους τα σκαλιά που φαινότανε να μην έχουν τελειωμό. Θα είχε περάσει πάνω από μισή ώρα όταν ο Σωτήρης τους έκανε νόημα να σταματήσουν.
Μπροστά του φαινότανε κάποιο άνοιγμα από το οποίο ερχότανε φως. Τους έπιασε όλους ένας αόριστος φόβος μα συνέχισαν να προχωρούν, ακόμα πιο αργά όμως.
Το φως προερχόταν από μια μεγάλη αίθουσα, μια τεράστια σπηλιά, όπου ήταν αναμμένα ένα καντήλι και ένα μανουάλι. Στο κέντρο της, ένας γηραιός άντρας στα μαύρα γονατιστός, προσεύχονταν. Όλοι κράτησαν τις αναπνοές τους, δεν ακουγόταν τίποτα, κανείς δεν τολμούσε να κουνηθεί.
Όταν ο άγνωστος άντρας σηκώθηκε, αποκαλύφθηκε ένα αποστεωμένο γέρικο πρόσωπο, με μάτια με άσπρες κόγχες και μια παλιά αλλά βαθιά ουλή στο δεξί του μάγουλο. Χαμογέλασε και φανερώθηκαν δυο σειρές σαπισμένα δόντια.
─Κοπιάστε, είπε και η φωνή του ακουγότανε σάμπως και ερχότανε από το υπερπέραν. Σας περίμενα.
─Μας περίμενες; ρώτησε με απορία ο Άγγελος. Πως γίνετε αυτό;
Ο παράξενος καλόγερος χαμογέλασε.
─Ο καλός μου φίλος ο παπά─Φώτης, μου είχε πει ότι θα ερχόσουν Άγγελε.
Έμεινε στήλη άλατος στο άκουσμα των λόγων του. Σαν να καταλάβαινε τις σκέψεις του, ο καλόγερος χαμογέλασε και πάλι.
─Σίγουρα θα έχετε πολλές απορίες, είπε.
─Έχουμε, είπε ο Σωτήρης, και μάλιστα η πιο σημαντική από όλες. Που είναι η εικόνα;
Τον κοίταξε παραξενεμένος.
─Ποια εικόνα;
─Μη μου κάνεις τον ανήξερο παπά, είπε αγριεμένος καθώς κοιτούσε γύρω του. Η περίφημη αυτή θαυματουργή εικόνα. Αυτήν για την οποία ήρθαμε, η Παναγία η δακρυρροούσα.
─Φοβάμαι ότι έχει γίνει ένα τρομερό μπέρδεμα παιδί μου. Δεν υπάρχει εικόνα…
─Τι εννοείς δεν υπάρχει; Και όλα αυτά που έγραφε στο ημερολόγιο; Τι ήταν όλα αυτά;
─Πουθενά δεν έγραφε για εικόνα, είπε ο Άγγελος κοιτώντας και αυτός τριγύρω. Έγραφε για τη μορφή της Παναγίας και όχι για την εικόνα της, θυμάσαι; και τα μάτια του καρφώθηκαν σε ένα σημείο στο τοίχωμα του σπηλαίου.
Ο Σωτήρης έβγαλε το ημερολόγιο και το ξεφύλλισε σαν τρελός. Είχε δίκιο, πουθενά δεν αναφέρονταν η λέξη εικόνα. Το πέταξε οργισμένος στο πάτωμα και άρχισε να στριφογυρνά ξεφυσώντας.
─Τότε; Προς τι όλα αυτά; Τσάμπα όλο αυτό το ταξίδι;
─Να εκεί, δες, του είπε και του έδειξε με το δάχτυλο το σημείο που κοιτούσε.
Γύρισαν και κοίταξαν. Πάνω στον βράχο, υπήρχε ένας φυσικός σχηματισμός, σαν μια γυναικεία φιγούρα σε φυσικό μέγεθος, που είχε τα χέρια ενωμένα μπροστά στο στήθος της σαν να προσεύχονταν.
Ο Σωτήρης χλόμιασε, οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν έντρομες. Ο Άγγελος, ο μόνος ήρεμος στην παρέα, ψέλλισε:
─Η Παναγία…
Έκανε τον σταυρό του με τρεμάμενα χέρια. Έπειτα, έβγαλε από την τσέπη του ένα μαντήλι και σκούπισε τα υγρά της μάτια. Το δίπλωσε και το έβαλε με προσοχή στην τσέπη του. Ανάσανε. Επιτέλους, μετά από τόσο καιρό, ένιωσε ξαλαφρωμένος. Γύρισε και κοίταξε τον ηλικιωμένο άγνωστο που καθόταν σκεφτικός σε μια γωνιά. Πήγε κοντά του και προσπάθησε να του φιλήσει το χέρι μα τραβήχτηκε.
─Όχι, όχι, είπε σιγά.
Πήγε κάθισε σε ένα βράχο πιο εκεί.
Ο Άγγελος παραξενεύτηκε.
─Γέροντα, έκανε να πει μα τον σταμάτησε με ένα νεύμα του χεριού του. Αναστέναξε.
─Χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή, είπε σιγά. Η ώρα εκείνη που θα εξομολογιόμουν και εγώ τα κρίματα μου.
─Τι εννοείτε; ρώτησε απορημένος.
Η έκφραση του σκοτείνιασε και το βλέμμα του χάθηκε. Αναστέναξε και μια κούραση θαρρείς αιώνων φάνηκε στο πρόσωπό του.
─Το όνομα μου ήταν Λάζαρος, πάνε πολλά χρόνια από τότε που κάποιος με αποκάλεσε έτσι. Γεννήθηκα σε αυτά τα μέρη, εδώ μεγάλωσα και έζησα όλη μου τη ζωή. Μια ζωή επιπόλαιη και αβασάνιστη. Ήμουν νέος, αυθάδης, γεμάτος ζωή. Δεν με ένοιαζε τίποτα, ζούσα μονάχα για το σήμερα. Κάποια στιγμή όμως, ήρθε ο πόλεμος. Αυτός ο καταραμένος πόλεμος που αδέλφια σκότωναν αδέλφια. Με πήρε και μένα η μπόρα, ανέβηκα στο βουνό. Πολέμησα, έβαψα τα χέρια μου με αίμα, μπούχτισα. Έψαχνα τρόπο για να φύγω, δεν ήθελα πια, δεν τη μπορούσα πια εκείνη τη ζωή. Και ένα βράδυ, εκμεταλλευόμενος τον κακό καιρό, άρπαξα ένα μουλάρι, φορτωμένο με δυο κιβώτια χρυσές λίρες ρίχνοντας αναίσθητο τον φρουρό. Είχα σκοπό να τα κρύψω και να χαθώ. Ο πόλεμος κάποια στιγμή θα τελείωνε, το έβλεπα. Με αυτόν τον τρόπο θα εξασφάλιζα την καβάντζα μου. Περπάτησα ώρες πολλές, βρήκα αυτήν τη σπηλιά και τα έβαλα μέσα κλείνοντας την είσοδο προσεκτικά. Μα αλίμονο, στο κατόπι μου βρέθηκε μια ομάδα, η οποία με κατεδίωκε. Δώσαμε μάχη, σκότωσα αρκετούς μα και εγώ λαβώθηκα άσχημα. Σχεδόν ετοιμοθάνατος, σύρθηκα εδώ μέσα και ακούμπησα πάνω στα κιβώτια περιμένοντας απλά να πεθάνω. Έπεσα σε βαθύ λήθαργο. Όταν ξύπνησα, βρέθηκα εδώ μέσα και ένας μαυροντυμένος γέρος, μου καθάριζε τις πληγές. Ένιωθα αδύναμος μα με έναν μαγικό τρόπο, είχα γλυτώσει. Ήταν δεκαπενταύγουστος. Ο σεβάσμιος γέροντας μου εξήγησε ότι η Παναγία είχε κάνει το θαύμα της και με είχε σώσει. Τότε είναι που μου διηγήθηκε τη δική του ιστορία. Η ιστορία που είναι γραμμένη στο τετράδιο που κρατάς στα χέρια σου.
─Ένα λεπτό, είπε ο Σωτήρης που είχε συνέλθει από το μούδιασμα. Εννοείς πως αυτός που βρήκες, είναι ο αδελφοκτόνος που γράφει εδώ μέσα;
Κούνησε σιωπηλός το κεφάλι του.
─Συγγνώμη, ξανάπε ο Σωτήρης, μα με έναν πρόχειρο υπολογισμό, αν ήταν όντως εκείνος, θα πρέπει να ήταν, τι να πω, εκατόν εβδομήντα χρονών;
Ο γέροντας ανασήκωσε τους ώμους του και τον κοίταξε στα μάτια με έναν τρόπο πολύ ενοχλητικό. Έπειτα σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στη μορφή Της.
─Ήμουν άπληστος. Όσες μέρες βρισκόμουν εδώ, το μυαλό μου δούλευε ακατάπαυστα. Αν όντως ήταν έτσι όπως τα έλεγε, τότε είχε ανοίξει η τύχη μου. Είχα λεφτά, οι δικοί μου με θεωρούσαν νεκρό, θα μπορούσα να ζήσω για πάντα. Και ένα βράδυ, πήρα την ξιφολόγχη μου και πήγα κοντά του. Δεν κοιμόταν, ήταν σαν να με περίμενε. Με κοίταξε που είχα υψωμένο το μαχαίρι, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε χαμογελώντας γαλήνια: «Κάνε αυτό που είναι να κάνεις, σε συγχωρώ.» Ένα βλέμμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ όσο ζω.
Έκανε μια παύση. Βρισκότανε σε μεγάλη ένταση.
─Αμέσως μετά το έγκλημά μου, τυφλώθηκα. Ούρλιαζα, μα δεν μ’ άκουγε κανείς. Είχα τιμωρηθεί για το θανάσιμο αμάρτημα μου. Πέρασα πολύ καιρό μετανοώντας για τα κρίματα μου, κάθε μέρα παρακαλούσα την Παναγία να με συγχωρέσει. Και όπως και έγινε. Έναν χρόνο μετά ακριβώς, πλύθηκα με τα δάκρυά της και ξαναβρήκα το φως μου. Έκτοτε, δεν έφυγα ποτέ από εδώ, έγινα προσκυνητής στη χάρη της.
Έκανε τον σταυρό του και μάτια του είχαν πλημμυρίσει δάκρυα.
─Είναι πολλά αυτά που δεν καταλαβαίνω, είπε ο Σωτήρης. Εμείς για πιο λόγο είμαστε εδώ; Πως καταλήξαμε στην άλλη άκρη της Ελλάδας, γιατί φαντάζομαι, μόνο τυχαίο δεν ήταν.
Ο Λάζαρος αναστέναξε.
─Πέρασαν πολλά χρόνια από εκείνη την ημέρα. Η ψυχή μου είχε γαληνέψει πια, είχα βρει την ηρεμία που αποζητούσα. Οι μνήμες όμως του παρελθόντος, δεν θα με άφηναν ήσυχο. Ένα πρωί, ενώ προσευχόμουν, εμφανίστηκαν δύο παλιοί μου σύντροφοι. Ήταν εκείνοι που είχαν γλυτώσει από την συμπλοκή μας και είχαν επιστέψει προς αναζήτηση των δύο κλεμμένων κιβωτίων. Πίστευαν πως είμαι νεκρός και ξέρανε πως ο χρυσός δεν θα μπορούσε να είναι μακριά από το αυτό το σημείο. Φυσικά με αναγνώρισαν αμέσως και απαίτησαν να τους παραδώσω τη λεία, η οποία βρισκόταν ανέγγιχτη ακόμα στο σημείο που την είχα αφήσει. Μόλις τελείωσαν το φόρτωμα ο ένας έδωσε το περίστροφο στον δεύτερο και του είπε να τελειώσει αυτό που είχαν ξεκινήσει πριν από είκοσι χρόνια. Ήταν ένας άνθρωπος, οικογενειάρχης πια, που δεν ήθελε να λερώσει ξανά τα χέρια του με αίμα. « Μην κοιτάς να σώσεις εμένα, του είπα, κοίτα να σώσεις την ψυχή σου». Ήταν ο πατέρας του παπά Φώτη.
Στο άκουσμα του τελευταίου, ο Άγγελος ανατρίχιασε.
─Του διηγήθηκα τα πάντα και εκείνος με άκουσε με μεγάλη προσοχή. Ήταν καλός άνθρωπος, τίμιος και παρόλο που ήμουν έτοιμος να πεθάνω, εκείνος μου χάρισε τη ζωή. Πυροβόλησε μια φορά στον αέρα και έφυγε χωρίς να μου πει κουβέντα. Όλα αυτά που του είπα, τα κληροδότησε στον γιο του, τον Φώτη πριν ο συνεταίρος του τον σκοτώσει για να καρπωθεί όλα τα λεφτά. Όταν εκείνος έφτασε σε κάποια ηλικία και είχε χειροτονηθεί πια παπάς, ήρθε και με βρήκε. Έκτοτε, ερχότανε πολύ συχνά, να με δει, για να μιλήσουμε.
─Δεν θα μπορούσα να τα πω καλύτερα, ακούστηκε μια φωνή και όλοι γύρισαν ξαφνιασμένοι.
Ηλίας Στεργίου
Το σήκωμα της πέτρας, τους φανέρωσε προς έκπληξη τους ένα κενό, που τα σκαλοπάτια του δεν φαινότανε να έχουν τελειωμό. Ένα κρύο αεράκι ερχότανε από τα βάθη της σκοτεινής στοάς. Αλληλοκοιταχτήκανε. Ο Σωτήρης, χωρίς να περιμένει δεύτερη κουβέντα, άναψε τον φακό του και άρχισε την κάθοδο, ενώ από πίσω του ακολούθησαν και οι υπόλοιποι.
─Το ήξερα ότι δεν θα έφευγες, είπε ο Σωτήρης στην Ζωή χωρίς να την κοιτάξει. Κάποια στιγμή θα σου εξηγήσω…
Προτίμησε να μην του απαντήσει. Συνέχισε να κατεβαίνει μαζί με τους υπόλοιπους τα σκαλιά που φαινότανε να μην έχουν τελειωμό. Θα είχε περάσει πάνω από μισή ώρα όταν ο Σωτήρης τους έκανε νόημα να σταματήσουν.
Μπροστά του φαινότανε κάποιο άνοιγμα από το οποίο ερχότανε φως. Τους έπιασε όλους ένας αόριστος φόβος μα συνέχισαν να προχωρούν, ακόμα πιο αργά όμως.
Το φως προερχόταν από μια μεγάλη αίθουσα, μια τεράστια σπηλιά, όπου ήταν αναμμένα ένα καντήλι και ένα μανουάλι. Στο κέντρο της, ένας γηραιός άντρας στα μαύρα γονατιστός, προσεύχονταν. Όλοι κράτησαν τις αναπνοές τους, δεν ακουγόταν τίποτα, κανείς δεν τολμούσε να κουνηθεί.
Όταν ο άγνωστος άντρας σηκώθηκε, αποκαλύφθηκε ένα αποστεωμένο γέρικο πρόσωπο, με μάτια με άσπρες κόγχες και μια παλιά αλλά βαθιά ουλή στο δεξί του μάγουλο. Χαμογέλασε και φανερώθηκαν δυο σειρές σαπισμένα δόντια.
─Κοπιάστε, είπε και η φωνή του ακουγότανε σάμπως και ερχότανε από το υπερπέραν. Σας περίμενα.
─Μας περίμενες; ρώτησε με απορία ο Άγγελος. Πως γίνετε αυτό;
Ο παράξενος καλόγερος χαμογέλασε.
─Ο καλός μου φίλος ο παπά─Φώτης, μου είχε πει ότι θα ερχόσουν Άγγελε.
Έμεινε στήλη άλατος στο άκουσμα των λόγων του. Σαν να καταλάβαινε τις σκέψεις του, ο καλόγερος χαμογέλασε και πάλι.
─Σίγουρα θα έχετε πολλές απορίες, είπε.
─Έχουμε, είπε ο Σωτήρης, και μάλιστα η πιο σημαντική από όλες. Που είναι η εικόνα;
Τον κοίταξε παραξενεμένος.
─Ποια εικόνα;
─Μη μου κάνεις τον ανήξερο παπά, είπε αγριεμένος καθώς κοιτούσε γύρω του. Η περίφημη αυτή θαυματουργή εικόνα. Αυτήν για την οποία ήρθαμε, η Παναγία η δακρυρροούσα.
─Φοβάμαι ότι έχει γίνει ένα τρομερό μπέρδεμα παιδί μου. Δεν υπάρχει εικόνα…
─Τι εννοείς δεν υπάρχει; Και όλα αυτά που έγραφε στο ημερολόγιο; Τι ήταν όλα αυτά;
─Πουθενά δεν έγραφε για εικόνα, είπε ο Άγγελος κοιτώντας και αυτός τριγύρω. Έγραφε για τη μορφή της Παναγίας και όχι για την εικόνα της, θυμάσαι; και τα μάτια του καρφώθηκαν σε ένα σημείο στο τοίχωμα του σπηλαίου.
Ο Σωτήρης έβγαλε το ημερολόγιο και το ξεφύλλισε σαν τρελός. Είχε δίκιο, πουθενά δεν αναφέρονταν η λέξη εικόνα. Το πέταξε οργισμένος στο πάτωμα και άρχισε να στριφογυρνά ξεφυσώντας.
─Τότε; Προς τι όλα αυτά; Τσάμπα όλο αυτό το ταξίδι;
─Να εκεί, δες, του είπε και του έδειξε με το δάχτυλο το σημείο που κοιτούσε.
Γύρισαν και κοίταξαν. Πάνω στον βράχο, υπήρχε ένας φυσικός σχηματισμός, σαν μια γυναικεία φιγούρα σε φυσικό μέγεθος, που είχε τα χέρια ενωμένα μπροστά στο στήθος της σαν να προσεύχονταν.
Ο Σωτήρης χλόμιασε, οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν έντρομες. Ο Άγγελος, ο μόνος ήρεμος στην παρέα, ψέλλισε:
─Η Παναγία…
Έκανε τον σταυρό του με τρεμάμενα χέρια. Έπειτα, έβγαλε από την τσέπη του ένα μαντήλι και σκούπισε τα υγρά της μάτια. Το δίπλωσε και το έβαλε με προσοχή στην τσέπη του. Ανάσανε. Επιτέλους, μετά από τόσο καιρό, ένιωσε ξαλαφρωμένος. Γύρισε και κοίταξε τον ηλικιωμένο άγνωστο που καθόταν σκεφτικός σε μια γωνιά. Πήγε κοντά του και προσπάθησε να του φιλήσει το χέρι μα τραβήχτηκε.
─Όχι, όχι, είπε σιγά.
Πήγε κάθισε σε ένα βράχο πιο εκεί.
Ο Άγγελος παραξενεύτηκε.
─Γέροντα, έκανε να πει μα τον σταμάτησε με ένα νεύμα του χεριού του. Αναστέναξε.
─Χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή, είπε σιγά. Η ώρα εκείνη που θα εξομολογιόμουν και εγώ τα κρίματα μου.
─Τι εννοείτε; ρώτησε απορημένος.
Η έκφραση του σκοτείνιασε και το βλέμμα του χάθηκε. Αναστέναξε και μια κούραση θαρρείς αιώνων φάνηκε στο πρόσωπό του.
─Το όνομα μου ήταν Λάζαρος, πάνε πολλά χρόνια από τότε που κάποιος με αποκάλεσε έτσι. Γεννήθηκα σε αυτά τα μέρη, εδώ μεγάλωσα και έζησα όλη μου τη ζωή. Μια ζωή επιπόλαιη και αβασάνιστη. Ήμουν νέος, αυθάδης, γεμάτος ζωή. Δεν με ένοιαζε τίποτα, ζούσα μονάχα για το σήμερα. Κάποια στιγμή όμως, ήρθε ο πόλεμος. Αυτός ο καταραμένος πόλεμος που αδέλφια σκότωναν αδέλφια. Με πήρε και μένα η μπόρα, ανέβηκα στο βουνό. Πολέμησα, έβαψα τα χέρια μου με αίμα, μπούχτισα. Έψαχνα τρόπο για να φύγω, δεν ήθελα πια, δεν τη μπορούσα πια εκείνη τη ζωή. Και ένα βράδυ, εκμεταλλευόμενος τον κακό καιρό, άρπαξα ένα μουλάρι, φορτωμένο με δυο κιβώτια χρυσές λίρες ρίχνοντας αναίσθητο τον φρουρό. Είχα σκοπό να τα κρύψω και να χαθώ. Ο πόλεμος κάποια στιγμή θα τελείωνε, το έβλεπα. Με αυτόν τον τρόπο θα εξασφάλιζα την καβάντζα μου. Περπάτησα ώρες πολλές, βρήκα αυτήν τη σπηλιά και τα έβαλα μέσα κλείνοντας την είσοδο προσεκτικά. Μα αλίμονο, στο κατόπι μου βρέθηκε μια ομάδα, η οποία με κατεδίωκε. Δώσαμε μάχη, σκότωσα αρκετούς μα και εγώ λαβώθηκα άσχημα. Σχεδόν ετοιμοθάνατος, σύρθηκα εδώ μέσα και ακούμπησα πάνω στα κιβώτια περιμένοντας απλά να πεθάνω. Έπεσα σε βαθύ λήθαργο. Όταν ξύπνησα, βρέθηκα εδώ μέσα και ένας μαυροντυμένος γέρος, μου καθάριζε τις πληγές. Ένιωθα αδύναμος μα με έναν μαγικό τρόπο, είχα γλυτώσει. Ήταν δεκαπενταύγουστος. Ο σεβάσμιος γέροντας μου εξήγησε ότι η Παναγία είχε κάνει το θαύμα της και με είχε σώσει. Τότε είναι που μου διηγήθηκε τη δική του ιστορία. Η ιστορία που είναι γραμμένη στο τετράδιο που κρατάς στα χέρια σου.
─Ένα λεπτό, είπε ο Σωτήρης που είχε συνέλθει από το μούδιασμα. Εννοείς πως αυτός που βρήκες, είναι ο αδελφοκτόνος που γράφει εδώ μέσα;
Κούνησε σιωπηλός το κεφάλι του.
─Συγγνώμη, ξανάπε ο Σωτήρης, μα με έναν πρόχειρο υπολογισμό, αν ήταν όντως εκείνος, θα πρέπει να ήταν, τι να πω, εκατόν εβδομήντα χρονών;
Ο γέροντας ανασήκωσε τους ώμους του και τον κοίταξε στα μάτια με έναν τρόπο πολύ ενοχλητικό. Έπειτα σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στη μορφή Της.
─Ήμουν άπληστος. Όσες μέρες βρισκόμουν εδώ, το μυαλό μου δούλευε ακατάπαυστα. Αν όντως ήταν έτσι όπως τα έλεγε, τότε είχε ανοίξει η τύχη μου. Είχα λεφτά, οι δικοί μου με θεωρούσαν νεκρό, θα μπορούσα να ζήσω για πάντα. Και ένα βράδυ, πήρα την ξιφολόγχη μου και πήγα κοντά του. Δεν κοιμόταν, ήταν σαν να με περίμενε. Με κοίταξε που είχα υψωμένο το μαχαίρι, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε χαμογελώντας γαλήνια: «Κάνε αυτό που είναι να κάνεις, σε συγχωρώ.» Ένα βλέμμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ όσο ζω.
Έκανε μια παύση. Βρισκότανε σε μεγάλη ένταση.
─Αμέσως μετά το έγκλημά μου, τυφλώθηκα. Ούρλιαζα, μα δεν μ’ άκουγε κανείς. Είχα τιμωρηθεί για το θανάσιμο αμάρτημα μου. Πέρασα πολύ καιρό μετανοώντας για τα κρίματα μου, κάθε μέρα παρακαλούσα την Παναγία να με συγχωρέσει. Και όπως και έγινε. Έναν χρόνο μετά ακριβώς, πλύθηκα με τα δάκρυά της και ξαναβρήκα το φως μου. Έκτοτε, δεν έφυγα ποτέ από εδώ, έγινα προσκυνητής στη χάρη της.
Έκανε τον σταυρό του και μάτια του είχαν πλημμυρίσει δάκρυα.
─Είναι πολλά αυτά που δεν καταλαβαίνω, είπε ο Σωτήρης. Εμείς για πιο λόγο είμαστε εδώ; Πως καταλήξαμε στην άλλη άκρη της Ελλάδας, γιατί φαντάζομαι, μόνο τυχαίο δεν ήταν.
Ο Λάζαρος αναστέναξε.
─Πέρασαν πολλά χρόνια από εκείνη την ημέρα. Η ψυχή μου είχε γαληνέψει πια, είχα βρει την ηρεμία που αποζητούσα. Οι μνήμες όμως του παρελθόντος, δεν θα με άφηναν ήσυχο. Ένα πρωί, ενώ προσευχόμουν, εμφανίστηκαν δύο παλιοί μου σύντροφοι. Ήταν εκείνοι που είχαν γλυτώσει από την συμπλοκή μας και είχαν επιστέψει προς αναζήτηση των δύο κλεμμένων κιβωτίων. Πίστευαν πως είμαι νεκρός και ξέρανε πως ο χρυσός δεν θα μπορούσε να είναι μακριά από το αυτό το σημείο. Φυσικά με αναγνώρισαν αμέσως και απαίτησαν να τους παραδώσω τη λεία, η οποία βρισκόταν ανέγγιχτη ακόμα στο σημείο που την είχα αφήσει. Μόλις τελείωσαν το φόρτωμα ο ένας έδωσε το περίστροφο στον δεύτερο και του είπε να τελειώσει αυτό που είχαν ξεκινήσει πριν από είκοσι χρόνια. Ήταν ένας άνθρωπος, οικογενειάρχης πια, που δεν ήθελε να λερώσει ξανά τα χέρια του με αίμα. « Μην κοιτάς να σώσεις εμένα, του είπα, κοίτα να σώσεις την ψυχή σου». Ήταν ο πατέρας του παπά Φώτη.
Στο άκουσμα του τελευταίου, ο Άγγελος ανατρίχιασε.
─Του διηγήθηκα τα πάντα και εκείνος με άκουσε με μεγάλη προσοχή. Ήταν καλός άνθρωπος, τίμιος και παρόλο που ήμουν έτοιμος να πεθάνω, εκείνος μου χάρισε τη ζωή. Πυροβόλησε μια φορά στον αέρα και έφυγε χωρίς να μου πει κουβέντα. Όλα αυτά που του είπα, τα κληροδότησε στον γιο του, τον Φώτη πριν ο συνεταίρος του τον σκοτώσει για να καρπωθεί όλα τα λεφτά. Όταν εκείνος έφτασε σε κάποια ηλικία και είχε χειροτονηθεί πια παπάς, ήρθε και με βρήκε. Έκτοτε, ερχότανε πολύ συχνά, να με δει, για να μιλήσουμε.
─Δεν θα μπορούσα να τα πω καλύτερα, ακούστηκε μια φωνή και όλοι γύρισαν ξαφνιασμένοι.
Ηλίας Στεργίου