Ένας άγγελος γεννιέται της Έλενας Παπαδοπούλου

Πλέον μπορείς να ακούσεις την ιστορία εδώ εντελώς δωρεάν. 
 
Νιφάδες στροβιλίζονταν και μια απαλή πάχνη σκέπαζε τα σοκάκια της πόλης που ξυπνούσε το πρώτο πρωινό του νέου έτους. Ένα νεαρό ζευγάρι, ντυμένο με χοντρά ρούχα, αψηφούσε τον ψυχρό καιρό. Τα γέλια τους ηχούσαν στους άδειους δρόμους, ακόμα και αφότου αντίκρισαν το μακάβριο θέαμα. Ένα μικρό κορίτσι είχε πεθάνει από το κρύο το προηγούμενο βράδυ. Το σώμα του ήταν κουλουριασμένο, τα πόδια του γυμνά. Μπροστά του υπήρχαν μόνο καμένα σπίρτα. Χαράμισαν μόνο μια πρόταση πριν το ξεχάσουν εντελώς.

 «Θα προσπάθησε να ζεσταθεί!»

***

Κοιτάζοντας γύρω της ένα πλατύ χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη της. Είχε να νυχτώσει από τότε που η γιαγιά της την είχε πάρει από εκείνον τον κρύο δρόμο την παραμονή των Χριστουγέννων. Πρέπει να ήταν μέρες πριν, αλλά δεν ήταν και εντελώς σίγουρη. Ο χρόνος κυλούσε τόσο διαφορετικά πλέον. Όσο ζούσε φοβόταν το σκοτάδι και το κρύο που έφερνε μαζί του. Έτσι κάθε νύχτα περίμενε καρτερικά το ξημέρωμα. Και ήταν εκείνα τα πρώτα χρώματα της αυγής, που έκαναν την ψυχή της να γαληνεύει. Τώρα τα έβλεπε συνέχεια και ένιωθε ευτυχισμένη και ξέγνοιαστη για πρώτη φορά.

Ναι, ήταν πολύ όμορφα εκεί που βρισκόταν. Δεν ήξερε πού ακριβώς. Δεν τολμούσε να ρωτήσει αν ήταν στον Παράδεισο –αν και το υποψιαζόταν– μήπως και όλα αυτά εξαφανίζονταν και εκείνη ξυπνούσε από το όνειρο ή την παραίσθηση. Κοίταξε τα πόδια της, στα οποία πλέον φορούσε ένα ζευγάρι γκρι μπότες με γούνα.

Δεν είχε ποτέ ξανά δικά της παπούτσια. Καθόλου, λοιπόν, δεν ήθελε να ξυπνήσει, αν αυτό σήμαινε ότι θα επέστρεφε σε έναν κόσμο όπου βασίλευε το κρύο και το σκοτάδι. Σηκώθηκε και έστρωσε με τα χέρια της, τα οποία δεν είχαν σημάδια από τις κακουχίες, το λευκό φόρεμά της και έπειτα έδιωξε από τα μάτια της μερικές ξανθές τούφες που την ενοχλούσαν. Κοίταξε φευγαλέα τα χρώματα γύρω της και ξανακάθισε.

Πέντε λεπτά ακόμα, υποσχέθηκε στον εαυτό της.

Εισέπνευσε το άρωμα των λουλουδιών που πλανιόταν στον αέρα, το αγαπημένο της, και αγνάντεψε τις αποχρώσεις του κίτρινου, του πορτοκαλί και του ροζ που δε χόρταινε. Από συνήθεια έτριψε τα μπράτσα της, παρόλο που δεν κρύωνε. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι έκανε, δύο χέρια τυλίχτηκαν γύρω της και την τράβηξαν πάνω τους.

«Γιαγιά» αναφώνησε όλο χαρά και έσπευσε να χωθεί και άλλο μέσα στην αγκαλιά της. Ακόμα ένας λόγος που δεν έπρεπε να ξυπνήσει. Υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι τη νοιάζονταν εδώ.

«Τι κάνεις μόνη σου;»

«Κοιτούσα τον ουρανό». Η γιαγιά δε μίλησε για λίγο. Μιμήθηκε το παράδειγμά της και απόλαυσε την εικόνα του σύμπαντος, όπως απλωνόταν μπροστά στα μάτια τους.

«Μας κάλεσαν στις Πύλες» είπε τελικά. Ο τόνος της φωνής της ήταν ουδέτερος.

Το κορίτσι αναδεύτηκε στη θέση του νιώθοντας ένα γνώριμο κύμα φόβου. Αντί να βρει καταφύγιο στα χέρια της γιαγιάς της, σηκώθηκε όρθια και προσπάθησε να χαμογελάσει, παρότι έτρεμε.

«Μη φοβάσαι» είπε μόνο η γιαγιά. Η μικρή δε ρώτησε κάτι. Ήξερε ότι δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να μιλήσει για όσα ακολουθούσαν αφότου περνούσε τις Πύλες. Ήθελε να πιστεύει πως τίποτα κακό δεν μπορούσε να συμβεί σε έναν κόσμο που ήταν πάντα ζεστός και φωτεινός, αλλά δεν μπορούσε να διώξει εκείνη τη φωνούλα, που δε σταματούσε να της θυμίζει πόση κακία υπήρχε κρυμμένη πίσω στον δικό της.

Η γιαγιά της την πήρε γλυκά από το χέρι και περπάτησαν μέχρι την καφέ πόρτα, η οποία έμοιαζε να αιωρείται, ισορροπώντας ανάμεσα στο σύμπαν και στο μέρος που βρίσκονταν.

«Κρατήσου γερά» είπε η γιαγιά και πέταξαν ψηλά.

«Μα δεν έχει πόμολο» αναφώνησε η μικρή, όταν έφτασαν πιο κοντά.

Η γιαγιά τής χαμογέλασε πλατιά και τη φίλησε στο μάγουλο.

«Έχε Του εμπιστοσύνη» ψιθύρισε. Η γιαγιά πέταξε λίγο πιο κοντά και απρόσμενα την άφησε από την αγκαλιά της. Το κορίτσι δεν πρόλαβε να νιώσει φόβο αλλά ούτε και να δει τον πόνο, που στιγμιαία σχηματίστηκε στο πρόσωπο της γιαγιάς της· ήδη ταξίδευε μέσα από τη συννεφένια πύλη. Το κορμί της έγινε απαλό σαν πούπουλο και η πτώση επιβραδύνθηκε. Μια ολόλευκη λάμψη την έκανε να τυφλωθεί και σύντομα πετούσε, περιμένοντας τα πάντα να ξεδιαλύνουν και να φτάσει μπροστά Του. Η νέα γνώση που πλημμύριζε το κεφάλι της δεν την άφηνε να συγκεντρωθεί σε τίποτα, ενώ οι μουδιασμένες αισθήσεις της δεν της επέτρεψαν να καταλάβει πως ήταν πλέον μόνη.

***

Η γιαγιά έπεφτε γρήγορα. Ο πόνος, παρότι δεν ήταν σωματικός, είχε κατακλύσει κάθε πόρο της. Τα φτερά της είχαν χαθεί και το κενό που ένιωθε ήταν εξωπραγματικό. Κάθε σύνδεσή της με το σύμπαν είχε κοπεί βίαια και οι αναμνήσεις που είχε συλλέξει έσβηναν. Καμία σκέψη δεν περνούσε, ούτε άκουγε πια τους αγγέλους. Οι Πύλες του Παραδείσου είχαν σφραγιστεί  για εκείνη. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό επικρατούσε μονάχα ησυχία. Ήταν τρομακτικό.

Κάθε επιλογή έχει συνέπειες, το ήξερε καλά αυτό. Όμως δεν μπορούσε να αγνοεί πια τις επιταγές της καρδιάς της. Δεν άντεχε να βλέπει άλλο την εγγονή της να υποφέρει. Σε λίγα λεπτά, η ψυχή της θα προσπαθούσε να αποκτήσει νέο σώμα, νέα ζωή, πολύ πριν τη σωστή ώρα. Η πτώση θα διαρκούσε ίσως περισσότερο από αυτό που μπορούσε να αντέξει και δεν ήξερε αν θα κατάφερνε να επιβιώσει από τη μάχη που θα ακολουθούσε. Αλλά θα δεχόταν την τιμωρία της –ακόμα και την πιθανή ήττα της–, γιατί είχε σώσει ένα αθώο πλάσμα από έναν κόσμο γεμάτο ασχήμια. Άξιζε και με το παραπάνω.

Στο απόγειο του σιωπηλού μαρτυρίου της, τη στιγμή που ο πόνος την έκανε να παραλύσει, μια εικόνα τη γέμισε δύναμη. Ήταν το ανεπαίσθητο χαμόγελό Του, τη στιγμή που την είδε να κρατάει την εγγονή της έξω από τις Πύλες.

Είχε διαλέξει σωστά.

Η μορφή της ξεθώριασε. Δεν υπήρχε γυρισμός. Η αγωνία της είχε σχεδόν φτάσει στο τέλος. Η γιαγιά ετοιμάστηκε για ό,τι θα ακολουθούσε. Δύο ήταν οι τελευταίες της επιθυμίες, προτού η απόλυτη ουσία της, η ψυχή της, λάβει την αρχική της μορφή. Ευχήθηκε η εγγονή της να είναι ευτυχισμένη και το δικό της ταξίδι πιο όμορφο αυτήν τη φορά. Ύστερα όλα χάθηκαν.

Η σύγκρουση ήταν σφοδρή.

***

Στο μεταξύ, το κοριτσάκι, που άλλοτε πουλούσε σπίρτα, βρισκόταν τώρα μπροστά Του. Δεν υπήρχε πια αμφιβολία.

«Είμαι στον Παράδεισο» φώναξε και χοροπήδησε. Δεν ξύπνησε. Ο Θεός δε χάθηκε. Γύρισε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά, αλλά πουθενά δεν είδε τη γιαγιά της.

Τότε το άκουσε.

Το κλάμα ενός μωρού.

«Η γιαγιά σου έφτασε στη Γη» τον άκουσε να λέει και δάκρυσε. Δεν πρόλαβε να επεξεργαστεί όσα είχε ακούσει· διάφορες εικόνες πέρασαν  μπροστά από τα μάτια της, όσο τα σύννεφα στροβιλίζονταν παίρνοντας μορφές. Όλα έβγαλαν νόημα.

Η απόλυτη θυσία.

«Θα ήθελα να ήμουν σαν και εκείνη!» αναφώνησε γεμάτη πείσμα και σκούπισε τα δάκρυα.

Και τότε της έδειξε τα πάντα. Δεν υπήρχαν λόγια, μόνο εικόνες και συναισθήματα, που περνούσαν από τον νεοσύστατο δεσμό της με Εκείνον.

Η μικρή ξεκίνησε μεμιάς για τη Γη. Δεν ήξερε ακριβώς πού πήγαινε, αλλά ακολουθούσε νοερά μια εικόνα: ένα αγόρι με καστανά, σγουρά μαλλιά και φωτεινά μάτια, ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό, σε ένα δωμάτιο γεμάτο μηχανήματα και αψιές μυρωδιές. Ήξερε πως έπρεπε να το πάρει μαζί της. Θα ήταν καλύτερα στον Παράδεισο, αλλά λυπόταν λιγάκι τους γονείς του, που στέκονταν άγρυπνοι φρουροί στο προσκεφάλι του. Ο θάνατος πονάει αυτούς που μένουν πίσω, όχι αυτούς που φεύγουν. Ίσως προλάβαινε να τον επισκεφτεί στον κόσμο των ονείρων, να τον προειδοποιήσει, να του δώσει λίγο χρόνο να πει αντίο. Έπρεπε μονάχα να κάνει γρήγορα.

Συνειδητά δεν ήταν σίγουρη πώς θα τον έβρισκε. Παρ’ όλα αυτά, ένιωθε πως Εκείνος την οδηγούσε. Το σώμα της υπάκουε στις εντολές που περνούσαν μέσω του δεσμού. Η Γη ήταν τόσο διαφορετική πια. Η όρασή της σαν να είχε καθαρίσει και μπορούσε να βλέπει πέρα από το περίβλημα των ανθρώπων. Οι ψυχές τους έλαμπαν γαλανές και πράσινες και ροζ. Κάποιες ήταν γκρι, ενώ άλλες είχαν αρχίσει να μαυρίζουν. Δεν ήθελε να κοιτάει αυτές που είχαν χάσει εντελώς το φως τους. Προχώρησε αόρατη μέχρι που ένιωσε ένα πρωτόγνωρο αίσθημα. Είχε φτάσει. Ύψωσε το βλέμμα της και με δυσκολία διάβασε τη λέξη νοσοκομείο. Η ύλη δε συμπεριφερόταν με τον ίδιο τρόπο και έτσι οι πόρτες και οι τοίχοι δεν την εμπόδισαν να φτάσει στο δωμάτιο. Είχε σχεδόν ξημερώσει, που σήμαινε πως τα είχε καταφέρει.

Πλησίασε το αγόρι και ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπό του. Το μηχάνημα άρχισε να χτυπάει περίεργα και η μαμά του πετάχτηκε όρθια και έτρεξε πανικόβλητη προς το μέρος του. Το κοριτσάκι απομακρύνθηκε και οι χτύποι της καρδιάς του εξομαλύνθηκαν. Δεν ήταν όσο δυνατοί έπρεπε, αλλά ήταν σταθεροί. Η μαμά κάθισε κουρασμένα στην καρέκλα της και έτριψε τα μάτια της, από τα οποία έτρεχαν δάκρυα. Ο μπαμπάς του ακούμπησε παρηγορητικά το χέρι του στον ώμο της και της έδωσε ένα χαρτομάντηλο. Ούτε αυτός φαινόταν καλύτερα. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του φανέρωναν την εξάντληση, όπως και τα ρούχα του, πολύ μεγαλύτερα από το σώμα του. Το κοριτσάκι ήθελε να κλάψει μαζί τους, παρότι ήξερε πως το αγόρι θα ήταν πολύ πιο χαρούμενο μαζί της. Θα ξεχνούσε τη λέξη πόνο.

Τον ακούμπησε πιο μαλακά αυτήν τη φορά και περίμενε λίγο. Καμία αλλαγή στο μηχάνημα. Εξέπνευσε ανακουφισμένη. Έπρεπε να είναι πιο προσεκτική. Το αγόρι ανασάλεψε αλλά δεν ξύπνησε, κάνοντας πιο εύκολη τη δουλειά της. Τρύπωσε στο μυαλό του, παραποιώντας το όνειρο που έβλεπε. Δεν επιτρεπόταν να του δείξει το σύμπαν και έτσι προσπάθησε να του δείξει μια ευτυχισμένη εικόνα: ένα πράσινο λιβάδι, μια χαμογελαστή οικογένεια, έναν λαμπερό ήλιο και μια μελωδία άγνωστη μα ταυτόχρονα οικεία.

Δεν ήθελε να τον ταράξει, αλλά ούτε και να κρύψει τα φτερά της. Το αγόρι όμως δε φάνηκε να εκπλήσσεται.

«Είχα δίκιο, λοιπόν» της είπε πικραμένος. Δεν περίμενε ακριβώς αυτά τα λόγια. «Εγώ το έλεγα στη μαμά μου, αλλά εκείνη επέμενε πως θα γίνω καλά».

Ό,τι περνούσε από το μυαλό της της φαινόταν λάθος. Δεν έφταναν τα λόγια και έτσι άλλαξε λίγο την εικόνα, δείχνοντάς του τη γιαγιά της, έτσι όπως τη συνάντησε όταν έφτασε στον Παράδεισο για πρώτη φορά.

«Θα γίνω άγγελος;» τη ρώτησε μετά από λίγο το αγόρι και εκείνη έγνεψε θετικά. Ένιωσε την ανάγκη να του πιάσει το χέρι, να τον παρηγορήσει, να απαλύνει κάπως τον πόνο του. Οι σκληροί ήχοι του μηχανήματος την έκαναν να το μετανιώσει αμέσως. Το αγόρι ξύπνησε και εκείνη έτρεξε μακριά του καταπολεμώντας κάθε ένστικτο που της φώναζε να συνεχίζει να τον κρατά. Λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα, επαναλάμβανε από μέσα της. Προσπάθησε να περάσει μέσα από τον τοίχο, αλλά ήταν πλέον αργά.

Βιάσου!

«Σας αγαπάω» τον άκουσε εν τέλει να λέει και άφησε την ανάσα που κρατούσε. Βρέθηκε κοντά του πριν ανοιγοκλείσει τα μάτια της. Το αγόρι σαν να περίμενε ήδη την κίνησή της· είχε υψώσει τα χέρια του προς τα πάνω. Τον τύλιξε στην αγκαλιά της και οι τοίχοι σταμάτησαν μεμιάς να είναι αδιαπέραστοι. Το κλάμα των γονιών του δεν έφτασε στα αυτιά τους. Το σύμπαν σύντομα απλωνόταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Ο πόνος ήταν παρελθόν.

***

Εκείνος κοίταξε τον τρόπο με τον οποίο το κοριτσάκι κρατούσε το μικρό αγόρι. Πόση αγάπη υπήρχε στο άγγιγμά της, πόση ζεστασιά στο βλέμμα της. Στιγμιότυπα από το μέλλον της πέρασαν μπροστά από τα μάτια Του σε μια θολούρα. Μία μέρα, όχι πολύ σύντομα, θα έφτανε και για εκείνη η στιγμή που θα επέλεγε να δώσει τα φτερά της, για να σώσει κάποιον σε μια πράξη απόλυτης ανιδιοτέλειας. Και τότε το αιώνιο ταξίδι της θα ξανάρχιζε.

Ένα γάργαρο γέλιο Tού ξέφυγε όσο οι εικόνες άλλαζαν αστραπιαία.

Πράγματι, το επόμενο ταξίδι θα αργούσε, αλλά θα ήταν πολύ όμορφο. Και το ξανθομάλλικο κορίτσι θα έκανε καλύτερο τον κόσμο. Ίσως και παραπάνω από καλύτερο.

Θα τον έκανε ευτυχισμένο.


Έλενα Παπαδοπούλου