Ακούστε το audiobook σε ηχογράφηση της Τζόαν Ζαχαριάδου εδώ.
Αν μη τι άλλο, ήταν ένα πολύ όμορφο κτήμα. Μία καταπράσινη έκταση γης περιτριγυρισμένη από πυκνό δάσος, περιποιημένοι κήποι και στην πίσω μεριά ένα πετρόκτιστο πηγάδι μπλεγμένο στους κισσούς. Και παρ’ όλα αυτά κάποιος ηλίθιος είχε αποφασίσει η δεξίωση να γίνει μέσα.
Αυτό
ήταν το βασικό θέμα συζήτησης στο τραπέζι μου. Οι μισοί επέμεναν ότι το πάρτι
θα μπορούσε να είχε κανονιστεί λίγο πιο πριν, όταν η θερμοκρασία θα ήταν
ευνοϊκή για αλ φρέσκο εορτασμούς, και οι άλλοι μισοί παρατηρούσαν πως ένα
χριστουγεννιάτικο πάρτι τον Νοέμβρη δεν είναι ιδιαίτερα χριστουγεννιάτικο.
Ήμουν στο δεύτερο ποτήρι κρασί όταν εμφανίστηκε εκείνος. Μίλησε με όλους στο τραπέζι και τελικά γύρισε την προσοχή του σε εμένα. Συστήθηκε, είπε κάτι τυπικό και ρώτησε αν μπορούσε να καθίσει μαζί μας. Συμφωνήσαμε, βρήκε μία καρέκλα και μόλις ήταν έτοιμος να ξαναγεμίσει το ποτήρι μου, ένας από τους γέρους του Δ.Σ. τον φώναξε και αναγκάστηκε να φύγει. Η νύχτα επέστρεψε στην αναμενόμενη ανιαρότητά της.
Ήρθε
ξανά μερικές ώρες μετά, όταν τα πιάτα είχαν αδειάσει και τα ποτήρια γέμιζαν όλο
και πιο συχνά. Πλέον οι περισσότεροι από το τραπέζι είχαν αποστατήσει προς
αναζήτηση καλύτερης συντροφιάς. Με ακούμπησε απαλά στη μέση και με ρώτησε αν
ήθελα να χορέψουμε.
«Δεν
είμαι και πολύ του χορού».
«Πάμε
μια βόλτα τότε».
Τον
ακολούθησα στον κήπο, όπου πλέον χιόνιζε ελαφρά. Το γρασίδι διατηρούσε το χρώμα
του για την ώρα και ακόμα και εγώ, βουτηγμένη στην ενόχληση του υποχρεωτικού
εταιρικού σουαρέ, έπρεπε να παραδεχτώ ότι οι λευκές νιφάδες ήταν πολύ όμορφες
μπροστά στα γιορτινά λαμπάκια και τις γιρλάντες από πεύκο που στόλιζαν το
κτήριο.
Η
συζήτηση δεν ήταν ιδιαίτερα συναρπαστική: εκείνος ήταν πολύ όμορφος για
να είναι ενδιαφέρων και εγώ αρκετά μεθυσμένη για να με νοιάζει.
Φτάνοντας
στο πηγάδι, εμφάνισε ένα κέρμα και μου είπε να κάνω μία ευχή. Δεν το σχολίασα
και πέταξα το νόμισμα. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα ο βαθύς ήχος του μετάλλου
που χτυπάει σε πέτρα άρχισε να φτάνει στην επιφάνεια ξανά και ξανά. Έβγαλε
ακόμα ένα κέρμα, με κοίταξε, μου χαμογέλασε και το έριξε μέσα. Ίσως ήταν εξίσου
μεθυσμένος, ίσως λίγο γλυκανάλατος, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια.
Καθίσαμε
σε ένα παγκάκι λίγο πιο πέρα και εκείνος με έφερε κοντά του. Πέρασε τα
χέρια του γύρω μου, άφησε μία καυτή ανάσα στον λαιμό μου και τελικά ανέβασε τη
γλώσσα του στο αυτί μου. Γύρισα και τον φίλησα. Σηκώθηκε και με τράβηξε προς τον
κήπο μερικά βήματα μακριά.
Με
έσπρωξε πάνω σε έναν θάμνο και συνέχισε να με φιλάει όπου έβρισκε γυμνό δέρμα,
ενώ μου έβγαζε τα ρούχα. Το παλτό μου έπεσε στο χώμα, το καλσόν μου σκίστηκε και
το εσώρουχό μου παραμερίστηκε όσο το άλλο χέρι του χούφτωνε άγαρμπα το στήθος
μου.
«Πάμε
μέσα καλύτερα; Κάνει λίγο κρύο» πρότεινα, αλλά εκείνος με διαβεβαίωσε
ότι δεν θα έπαιρνε πολύ, μία όχι ιδιαίτερα ενθαρρυντική πρόβλεψη. Έλυσε τη ζώνη
του και άφησε το παντελόνι του να πέσει στους αστραγάλους. «Έχεις
προφυλακτικό;»
«Είμαι
καθαρός».
Γέλασα.
«Σοβαρά,
έχεις ή να δω αν υπάρχει μηχάνημα στις τουαλέτες;»
«Με
στενεύουν».
Ίσως
ήταν το κρύο, ίσως το γεγονός ότι ήταν γελοία όμορφος και το έπαιρνε πάνω του,
αλλά σίγουρα δεν είχε τέτοιο πρόβλημα.
Κατέβασε
και το άλλο χέρι κάτω από το φόρεμά μου, κάνοντάς με να αφήσω ένα βογκητό.
«Πιστεύω
σε εσένα, θα το αντέξεις» είπα και ξεκίνησα να στρώνω τα ρούχα μου.
Εκείνος
με έπιασε από τους καρπούς και με κόλλησε πάνω του.
«Δεν
λυπάσαι να μας το χαλάσεις;» δάγκωσε τον λαιμό μου. «Πάρε το χάπι αύριο». Πήγα
να απαντήσω, αλλά ένα ακόμα βογκητό με σταμάτησε. «Θα τραβηχτώ».
Στριφογύρισα
τα μάτια και έβαλα πάλι το στήθος μου μέσα στα ρούχα.
Με
επιδεξιότητα νηφάλιου ανθρώπου με γύρισε από την άλλη και έχωσε το πρόσωπό μου
μέσα στον θάμνο. Μόλις που πρόλαβα να κλείσω τα μάτια μου πριν χτυπήσουν στα
κλαδιά.
«Μη
φοβάσαι, δεν θα σε γκαστρώσω» σήκωσε ψηλά το φόρεμά μου.
«Τι
στον διάολο κάνεις;» φώναξα, όμως δεν πήρα απάντηση που να έβγαζε νόημα.
Προσπάθησα
να απομακρυνθώ, αλλά με κρατούσε πολύ σφιχτά. Του πήρε λίγη ώρα να βρει την
κατάλληλη στάση και το κατάλληλο σημείο, πράγμα για το οποίο φαινόταν να
νομίζει ότι έφταιγα εγώ.
Την
επόμενη στιγμή τον ένιωσα.
Έδωσε
μία ώθηση προς τα εμπρός. Στη δεύτερη κουνήθηκα με δύναμη προς τα πίσω, πράγμα
που αποδείχτηκε εξαιρετικά δυσάρεστο, και τον χτύπησα, κάνοντάς τον να
παραπατήσει και να απομακρυνθεί λίγο. Γύρισα προς το μέρος του και μάζεψα τα
ρούχα μου.
«Δεν
ξέρω τι συνέβη μόλις» είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα ένα βήμα πριν από την υστερία
«αλλά-»
Βούτηξε
προς το μέρος μου με πρόσωπο κατακόκκινο από τον θυμό και με άρπαξε από τον
λαιμό. Τον κλότσησα ανάμεσα στα πόδια με σκοπό να λιώσω ό,τι πριν από ένα λεπτό
ένιωθα και πριν από πέντε λεπτά δεν έβλεπα την ώρα να νιώσω και εκείνος απομακρύνθηκε
ξανά.
Είχε
μείνει με τα πόδια λυγισμένα και το σώμα του διπλωμένο στα δύο να κρατάει τον
εαυτό του και να βαριανασαίνει. Σήκωσα το παλτό μου από το γρασίδι και το
φόρεσα. Τον έβρισα -δεν θυμάμαι καν τι είπα- και τον έσπρωξα πριν φύγω.
Το
μισό μου μυαλό σχεδίαζε τις επόμενες κινήσεις μου: τηλέφωνο στην Αστυνομία, αναφορά
σε κάποιον υπεύθυνο από την εταιρία, ένα σφηνάκι τεκίλα και μετά έναν σκέτο
καφέ. Το άλλο μισό ήταν στραμμένο πίσω μου σε περίπτωση που αποφάσιζε να μου
επιτεθεί ξανά.
Είχα
απομακρυνθεί καμιά πενηνταριά μέτρα, όταν κατάφερα να γυρίσω και να κοιτάξω. Ήταν
πεσμένος στο γρασίδι και δεν φαινόταν να κινείται.
Έκανα
μερικά βήματα προς το κτήριο, το μετάνιωσα, το μετάνιωσα ξανά, αλλά τελικά πήγα
κοντά του. Του φώναξα κάτι και τον κλότσησα στα πλευρά, έτοιμη να τρέξω αν
κουνιόταν. Αλλά δεν κουνήθηκε. Προσπάθησα μερικές φορές ακόμα μέχρι να δω τη
σχισμή στην άκρη του κεφαλιού του και τη μικρή λιμνούλα αίματος στο χώμα δίπλα
του.
«Ωραία».
Ένιωθα
τον πανικό να με περικυκλώνει. Τότε άκουσα τη μουσική από το κτήριο να
δυναμώνει και να σβήνει πάλι και γέλια να πλησιάζουν. Τον έπιασα από τα πόδια
και τον τράβηξα προς τους θάμνους με δύναμη που δεν ήξερα ότι είχα.
Μέχρι
να τον κρύψω τελείως με είχαν φτάσει. Προσπάθησα να το παίξω ήρεμη, αλλά η
λίμνη αίματος ήταν δίπλα στα παπούτσια τους και μερικές σταγόνες στέγνωναν στο
σημείο όπου είχε χτυπήσει το κεφάλι του στο παγκάκι.
Με
ρώτησαν πού είχα πάει. Είπα ότι έκανα βόλτες. Με ρώτησαν πού ήταν εκείνος.
Είπα ότι με είχε αφήσει από ώρα. Με ρώτησαν αν ήμουν καλά. Είπα ότι είχα
μεθύσει.
Τελικά
επέστρεψαν πάλι μέσα, αφήνοντάς με μόνη μου να αποφασίσω τι σκατά έπρεπε να
κάνω. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει, αλλά τουλάχιστον δεν χιόνιζε πια.
Μπορούσα
να εξηγήσω τι είχε γίνει: ήμουν σε αυτοάμυνα. Όμως δεν είχαν πιστέψει άλλες και
άλλες γυναίκες… Και όσο κατανόηση και αν μου έδειχναν, πάλι δεν ήθελα να μπω
στη φυλακή.
Άρχισα
να τον σέρνω προς το πηγάδι.
Αυτό
πήρε ακόμα περισσότερη ώρα. Μία σχεδόν. Μέχρι να τον ρίξω μέσα και να τον
ακούσω να σπάει τα κόκαλά του πέφτοντας στον πέτρινο πάτο δεν μπορούσα να πάρω
ανάσα ή να κουνήσω άλλο τα χέρια μου.
Τώρα
έμενε το αίμα, το αυτοκίνητό του -ευτυχώς είχα τα κλειδιά-, οι ανήσυχοι
κοντινοί του άνθρωποι -ευτυχώς είχα το κινητό του-, οι κάμερες ασφαλείας
-ήλπιζα να μην υπάρχουν- και το άλλοθί μου.
Ήξερα
ότι δεν έπρεπε να έχω έρθει σε αυτό το γαμωπάρτι.
Εύη Φρυγανά