Το γεράκι του Νότου (Κεφάλαιο 15) Ξύλινα ξίφη και ξανθά όνειρα

«Φυλάξου!» φώναξε ο Μηνάς απότομα και άρχισε να τρέχει προς το μέρος του Χριστόφορου, κραδαίνοντας το ξύλινο ξίφος του.
Ο Χριστόφορος έσφιξε με τη σειρά του στα χέρια του το δικό του ξίφος και κράτησε την ανάσα του. Τα γόνατά του λύγισαν και σήκωσε τους αγκώνες του στην αμυντική στάση που είχε πια εμπεδώσει.
Τα πρόσωπά τους γυάλιζαν ιδρωμένα, κάτω από το ρόδινο φως του ήλιου που μόλις ανέτειλε. Ήταν πια Απρίλης και η μέρα μεγάλωνε όλο και περισσότερο, χαρίζοντάς τους λίγο ακόμα χρόνο κοινής εξάσκησης πριν να χρειαστεί να στραφούν και οι δύο στις δουλειές τους.

Εδώ και τέσσερις μήνες αυτή ήταν η καθημερινότητα και για τον Χριστόφορο και για το Μηνά: το πρωί γυμνάσια και εξάσκηση στο ξίφος και έπειτα δουλειά στα χωράφια για τον πρώτο και υπηρεσία στο κάστρο για τον δεύτερο. Η συμφωνία είχε γίνει μεταξύ των δύο, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό, και ο Μηνάς με μεγάλη ευχαρίστηση είχε δεχτεί να μεταδώσει τις γνώσεις και ικανότητές του στο Χριστόφορο, προσπάθεια που αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από πρόκληση, μιας και ο ξανθός νεαρός δεν ήξερε ούτε πώς να κρατήσει το ξίφος και την ασπίδα εξ αρχής.
Η βελτίωση βέβαια σταδιακά ερχόταν, αλλά ο Μηνάς αισθανόταν ότι ο Χριστόφορος δεν είχε βρει ακόμα αυτό που του ταίριαζε και που θα τον έκανε να ξεχωρίσει στο στράτευμα- κάτι που- άλλωστε- εκείνος είχε τονίσει σαν επιθυμία του όταν πρωτοσυζήτησαν. Ήταν ρωμαλέος και γερός νέος, αλλά η απειρία του και η ανησυχία του μην και βλάψει άθελά του τον Μηνά πάνω στην εξάσκηση, τον κρατούσαν ακόμα πίσω.
Ο Μηνάς στριφογύρισε το ξίφος έμπειρα στο χέρι του, χαμογελώντας άγρια, και επιτέθηκε στο Χριστόφορο με ορμή, σημαδεύοντας με την «κόψη» του όπλου του την δεξιά πλευρά του νεαρού. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο Χριστόφορος άλλαξε έξυπνα βάρος στα πόδια του και χαμήλωσε το ξίφος του στα δεξιά, αποκρούοντας δύσκολα αλλά αποτελεσματικά το χτύπημά του. Πήρε μάλιστα την πρωτοβουλία να του επιτεθεί εκείνος αμέσως μετά, ενόσω ο Μηνάς δεν είχε ακόμα συνέλθει από την έκπληξη της άμυνάς του, σημαδεύοντας την ακάλυπτη, αριστερή πλευρά του. Πηδώντας την τελευταία στιγμή στα δεξιά του, ο νεαρός στρατιωτικός απέφυγε το ξίφος του Χριστόφορου και τον άφησε να τον προσπεράσει, χτυπώντας τον και στην ουσία βγάζοντάς τον εκτός, στην πλάτη, «τραυματίζοντάς» τον θανάσιμα.
Ο Χριστόφορος έπεσε στα γόνατα λαχανιασμένος.
«Άου! Αυτό θα αφήσει άλλη μία μελανιά!» γκρίνιαξε και έτριψε την πλάτη του με το ελεύθερο χέρι του.
«Να χαίρεσαι που είναι μελανιά και όχι ολόκληρη τομή!» είπε δήθεν αυστηρά ο Μηνάς, μα ύστερα γέλασε και έδωσε το χέρι του στον ξανθό νέο για να τον τραβήξει όρθιο. «Καλή δουλειά, ε! Ωραία άμυνα!» του είπε με ενθουσιασμό. «Και έξυπνη και άμεση αντεπίθεση, παρόλο που δεν σου βγήκε»
«Ευχαριστώ… Ανυπομονώ για την φορά που θα μπορέσω εγώ να σε βγάλω επιτέλους εκτός! Όλο εγώ χάνω!» τίναξε την περισκελίδα του από τα χορτάρια και τα χώματα ο Χριστόφορος και σκούπισε το μέτωπό του με την αναστροφή της παλάμης του.
«Μην σε απασχολεί αυτό. Γίνεσαι συνέχεια καλύτερος»
«Ελπίζω να μου λες την αλήθεια και να μην με παρηγορείς απλά» γέλασε ο Χριστόφορος και πέρασε το χέρι του από τα μαλλιά του για να τα τινάξει από τον ιδρώτα και τη σκόνη.
«Θα έπρεπε να ξέρεις ήδη ότι ο Μηνάς Λιονταρής λέει μόνο αλήθειες» κορδώθηκε ο Μηνάς σοβαρά- σοβαρά, για να βάλουν και οι δύο τα γέλια αμέσως μετά.
Στην πόρτα του σπιτιού φάνηκε η Αγάθη, η οποία προσπαθούσε να σύρει ένα τσουβάλι με τροφή για τα ζωντανά έξω. Τα μάγουλά της ήταν ροδαλά και έρχονταν σε όμορφη αντίθεση με τα χρυσαφένια της μαλλιά, που έπεφταν σε δύο μακριές πλεξίδες στην πλάτη της. Έμοιαζε ανάλαφρη και εύθραυστη, έτσι όπως ξεφύσαγε και αγκομαχούσε με όλη της τη δύναμη για το τσουβάλι.
«Στάσου, Αγάθη! Να σε βοηθήσω!» φώναξε ο Χριστόφορος και έτρεξε δίχως δεύτερη σκέψη προς το μέρος της.
Ο Μηνάς σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και κούνησε το κεφάλι αργά, διασκεδάζοντας. Χαμογέλασε στραβά.
«Εντάξει, Δημήτριε, δεν υπάρχει λόγος» του απάντησε βιαστικά εκείνη, δίχως να τον κοιτάξει.
«Εγώ βλέπω ότι υπάρχει» επέμεινε εκείνος και έβαλε τα χέρια του ακριβώς δίπλα από τα δικά της στο ύφασμα για να το τραβήξει, ακουμπώντας επίτηδες το σώμα του πλάι στο δικό της.
«Είσαι ξεροκέφαλος!» κοκκίνισε εκείνη και του έριξε μια αγκωνιά.
«Εσύ είσαι ξεροκέφαλη!» της αντιγύρισε κι αυτός και κοντοστάθηκε να την κοιτάξει στα μάτια.
«Μη… Μη με κοιτάς! Με εκνευρίζεις!» του είπε απότομα και έσκυψε το κεφάλι της αμέσως.
«Γιατί θυμώνεις; Εγώ απλά να βοηθήσω ήθελα…» έξυσε το κεφάλι του ο Χριστόφορος με πραγματική απορία και κράτησε το μπράτσο της στο χέρι του.
Η καρδιά του χτύπαγε γοργά κάθε φορά που ήταν κοντά της. Τώρα την ένιωθε να προσπαθεί να βγει από τα στήθια του.
«Έχεις δίκιο… Είμαι ανόητη και κακιά!» κλαψούρισε η κοπέλα και τέντωσε το χέρι της να τον αγγίξει.
Λίγο πριν πιάσει το μάγουλό του, η ματιά της έπεσε στον Μηνά και η κίνησή της πάγωσε.
«Θα τα πούμε στο χωράφι αργότερα…» ψιθύρισε βιαστικά στο αυτί του Χριστόφορου και του έσκασε ένα απότομο, άτσαλο φιλί στο μάγουλο, βάζοντάς το αμέσως μετά στα πόδια, για να χωθεί πάλι στο σπίτι.
Ο Χριστόφορος έπιασε το μάγουλό του και έκλεισε τα μάτια, αναστενάζοντας τρυφερά. Ένιωθε το πρόσωπό του να καίει και εκείνο το σχεδόν επίπονο μούδιασμα σε όλο του το σώμα. Αναστέναξε άλλη μία φορά, σαν για να ηρεμήσει, και τράβηξε τελικά το τσουβάλι μοναχός του παραέξω. Ύστερα, έστρεψε το βλέμμα του στον Μηνά, που παρέμενε να τον κοιτά από μακριά με την ίδια στάση και έκφραση.
Επέστρεψε κοντά του, κάπως ενοχλημένος με την στάση του.
«Γιατί χαζογελάς;» τον ρώτησε συνοφρυωμένα.
«Είστε διασκεδαστικοί όταν τρώγεστε με την Αγάθη» ανασήκωσε τους ώμους του, δίχως να χάσει το χαμόγελό του ο Μηνάς.
«Δεν τρωγόμαστε…» κοίταξε αλλού ενοχλημένα ο Χριστόφορος. «Απλά, να… Δεν την καταλαβαίνω, σαν να θυμώνει μαζί μου για το τίποτα!» εξήγησε, κουνώντας τα χέρια του αμήχανα.
Ο Μηνάς γέλασε τρανταχτά και τον χτύπησε στην πλάτη φιλικά.
«Ε, δεν είναι ακριβώς για το τίποτα. Νομίζω ότι η ξαδερφούλα μου είναι ερωτοχτυπημένη μαζί σου» μισόκλεισε τα μάτια γατίσια και απόλαυσε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου που πήρε το πρόσωπο του συνομιλητή του.
«Τι- Τι… Τι λες μωρέ Μηνά;» ψέλλισε και ένιωσε τα χέρια του να ιδρώνουν. «Από πού κι ως πού λες τέτοια πράγματα για την Αγάθη;»
«Αχ, έλα, μην το παίζεις αθώος σε εμένα. Και ο πιο τυφλός θα καταλάβαινε ότι η μικρή σού έχει αδυναμία από την πρώτη στιγμή που σ’ αντίκρισε! Και όλα αυτά τα κορδελάκια που κάνει είναι γιατί ντρέπεται και δεν ξέρει πώς αλλιώς να φερθεί για να σου τραβάει την προσοχή»
Ο Χριστόφορος ένιωσε σπάνια ευφορία να τον πλημμυρίζει. Ένα ενθουσιασμένο χαμόγελο έσκασε στα χείλη του και τον φώτισε.
«Το… Το λες αλήθεια Μηνά;»
«Τι απορείς έτσι μωρέ; Δεν έχει ξανατσιμπηθεί κορίτσι μαζί σου θες να μου πεις;» τον σκούντηξε πειραχτικά ο Μηνάς.
«Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τίποτα»
«Τι εννοείς ρε Δημήτριε;»
«Εννοώ ότι… Δεν έχω ιδέα από γυναίκες. Το κοντινότερο που έχω βρεθεί σε αυτές είναι τώρα, αυτούς τους μήνες που ζω μαζί σας» κοίταξε κάπως αμήχανα τον Μηνά ο Χριστόφορος.
«Δεν έχεις ιδέα; Δηλαδή δεν έχεις ερωτευτεί ποτέ κανένα κορίτσι;» έσκουξε ο Μηνάς, γουρλώνοντας τα μάτια. «Και πού στο καλό ζούσες που δεν είχε γυναίκες;»
«Α- Αυτό είναι μεγάλη ιστορία και άσχετη αυτή τη στιγμή…» έμπλεξε τα δάχτυλα νευρικά ο Χριστόφορος και προσπάθησε να μην χάσει την ψυχραιμία του. «Αυτό που ξέρω, Μηνά, είναι ότι κανένα άλλο άτομο δεν μού έχει προκαλέσει την ταραχή που μου προκαλεί η Αγάθη. Θέλω… Θέλω να είμαι δίπλα της, να μιλάω μαζί της, να κοιτάω στα μάτια της και με κανέναν άλλον»
«Αα, εσύ είσαι πολύ χειρότερα από ό, τι φανταζόμουν! Πλησίασε την! Ο ξάδερφος σού δίνει το ελεύθερο, γιατί ξέρει ότι δεν θα την πειράξεις!» γέλασε τρανταχτά ο Μηνάς.
«Σταμάτα τις αηδίες, Μηνά!» γκρίνιαξε ο Χριστόφορος, νιώθοντας ακόμα πιο αμήχανα. «Και να θέλω να την πλησιάσω, δεν… Δεν ξέρω πώς να το κάνω! Είμαι άσχετος, στο είπα! Δεν ξέρω τι θα της άρεσε, τι θα μισούσε… Δεν ξέρω τίποτα!»
«Κάτσε, κάτσε. Για ένα λεπτό. Αυτό όλο το πράγμα, σημαίνει ότι εσύ… δεν είσαι άντρας ακόμα!» έκλεισε το στόμα του με το χέρι ο Μηνάς και έβαλε κάτι γέλια που έκαναν τα μάτια του να δακρύσουν.
Ο Χριστόφορος έμεινε με μισάνοιχτο το στόμα και το βλέμμα του σκοτείνιασε. Έσφιξε τις γροθιές του. Είχε αρχίσει να θυμώνει.
«Τι λες Μηνά; Τι κάνει δηλαδή κάποιον άντρα κατά τη γνώμη σου;» είπε κάπως σκληρά.
Ένα κοράκι έκρωξε από κάποιο δέντρο και ύστερα πέταξε και προσγειώθηκε μέσα στο μικρό παρτέρι, που η κυρά του Φραγκιά έβαζε φακές και άλλα παρόμοια για να τα έχει κοντά της και πρόχειρα όταν τα χρειαζόταν. Το μαύρο πουλί άρχισε να τσιμπολογά τη σπορά της γυναίκας άπληστα, μιας και το σκυλί, ο μεγάλος του εχθρός, ήταν δεμένο από την άλλη πλευρά του σπιτιού.
«Αα, όχι, δεν είναι μόνο η γνώμη μου! Αυτά τα πράγματα τα έμαθα από έφηβος στο στρατό, μικρέ μου, αθώε, φιλαράκο!» κούνησε το δάχτυλο δασκαλίστικα ο Μηνάς, διακόπτοντας τα γέλια. «Άντρας είναι αυτός που έχει πιάσει το σπαθί ή την αξίνα για να προστατεύσει το Δεσποτάτο και να θρέψει την οικογένεια και που έχει ενωθεί με γυναίκα. Και φυσικά δεν εννοώ να την παντρευτεί» έκλεισε το μάτι πονηρά και συνέχισε να χαζογελάει.
Ο Χριστόφορος μισόκλεισε τα μάτια και ύστερα τα γούρλωσε, σαν κατάλαβε τι εννοούσε ο φαφλατάς φίλος του. Άνοιξε το στόμα να διαμαρτυρηθεί, αλλά το γέλιο του Μηνά τον χτύπησε στα νεύρα.
«Πραγματικά νομίζεις ότι αυτά κάνουν τον άντρα; Σε πληροφορώ ότι νιώθω περισσότερο άντρας από πολλούς που έχουν κάμει αυτά που λες!» φώναξε περισσότερο από ό, τι σκόπευε.
«Αυτά είναι πρακτικά ζητήματα, μικρέ μου φίλε. Αν δεν τα έχεις κάνει είσαι, πώς το λένε, λειψός!» εξήγησε ο Μηνάς και να σου πάλι γέλια.
Ο Χριστόφορος ξεφύσησε οργισμένα. Έσκυψε και πήρε μία πέτρα από το έδαφος και τη ζύγιασε στο χέρι του νευρικά.
«Σταμάτα να γελάς, που να πάρει η οργή!» του φώναξε απότομα και πέταξε την πέτρα με όλη του τη δύναμη κατά το παρτεράκι, πετυχαίνοντας το κοράκι κατακέφαλα, το οποίο και φτερούγισε τρομοκρατημένο μακριά αμέσως.
Ο νεαρός στρατιωτικός έμεινε να κοιτά με ανοιχτό το στόμα, μία τον φίλο του να βαριανασαίνει και μία το παρτεράκι.
«Κοίτα με τα νεύρα τι φέρνει η τύχη… Ωραίο χτύπημα…» ψέλλισε με δυσπιστία ο Μηνάς.
«Ποια τύχη τσαμπουνάς;» έβαλε τα χέρια στη μέση ο Χριστόφορος, ακόμα συνοφρυωμένος. «Το πουλί σημάδευα…» συμπλήρωσε πιο ήσυχα και έσκυψε το κεφάλι, νιώθοντας ντροπή για το προηγούμενο ξέσπασμά του.
«Σοβαρά μιλάς; Δημήτριε, ξέρεις πόσο μακριά ήταν το πουλί για να το πετύχεις κατακέφαλα; Γιατί δεν μού είπες ποτέ ότι έχεις δεινότερο μάτι και από τα γεράκια τ’ ουρανού;» ενθουσιάστηκε ο Μηνάς και άρχισε να περιφέρεται γύρω από τον Χριστόφορο νευρικά.
«Δεν πιστεύω κάτι τέτοιο…» έμπλεξε τα δάχτυλα ο ξανθός νεαρός και τον κοίταξε με απορία.
«Εγώ όμως το είδα με τα ίδια μου τα μάτια!» κούνησε τα χέρια ανυπόμονα ο νεαρός Λιονταρής. «Και νομίζω ότι έχω μία ιδέα και μάλιστα… Πολύ καλή!» έτριψε τις παλάμες του συνωμοτικά και έσκασε ένα πονηρό χαμόγελο. «Με λίγη εξάσκηση, ναι, θα γίνει όπως το φαντάζομαι, είμαι σίγουρος…»
«Θα μού εξηγήσεις;» ξερόβηξε ενοχλημένα ο Χριστόφορος.
«Σε λίγο, αργότερα!» σήκωσε τους ώμους βιαστικά ο Μηνάς και έτρεξε να πάρει την πουκαμίσα του από το δέντρο που ήταν κρεμασμένη. «Πρέπει πρώτα να πάω στο κάστρο και να μιλήσω με κάποιον, εντάξει;»
Ο Χριστόφορος έκανε τον σταυρό του όλο απορία. Δεν καταλάβαινε τίποτα.
«Α! Και, φιλαράκο; Με την πρώτη ευκαιρία, θύμισέ μου να σε πάω μια επίσκεψη στην Καλλιόπη!» φώναξε ο Μηνάς και έτρεξε κατά το φαρί του, βάζοντας πάλι παιχνιδιάρικα γέλια.
«Αα, εσύ δεν τρώγεσαι πια!» μούγκρισε ο Χριστόφορος, αρπάζοντας άλλη μία πέτρα και πετώντας την με όλη του τη δύναμη ξωπίσω από τον Μηνά, πετυχαίνοντάς τον στην πλάτη και κάνοντάς τον να βογκήξει, μα ύστερα να γελάσει περισσότερο.


--


Το αεράκι που φύσαγε ήταν πια ζεστό και ανοιξιάτικο. Ήταν μεσημέρι και τα αγριόχορτα κουνιόντουσαν ρυθμικά με τον άνεμο, λες και χόρευαν σε μία άγνωστη μελωδία.
Ο Χριστόφορος λαγοκοιμόταν στον ίσκιο ενός δέντρου, ενώ ο Γαβ ξεκουραζόταν δίπλα του. Είχε προσφερθεί να μείνει στα χωράφια και να προσέχει τα εργαλεία ώστε να μην τα κουβαλάνε πάλι πίσω σπίτι, μιας και μετά το μεσημεριανό η οικογένεια θα επέστρεφε για να συνεχίσει τις δουλειές της.
Ο Φραγκιάς είχε αρνηθεί πολλές φορές την βοήθεια του Χριστόφορου, τονίζοντάς του ότι δεν τους χρώσταγε τίποτα. Παρόλα αυτά, η έλλειψη δεύτερου ενήλικου αρσενικού μέλους στο σπίτι, τον έκανε τελικά να υποκύψει στην επιμονή του νεαρού και να τον παίρνει μαζί του σε όλες του τις δουλειές. Ο Χριστόφορος ήταν άλλωστε πρόθυμος, ευτυχής θα έλεγε κανείς, να τα κάνει όλα. Και το χέρι του έπιανε καλά στις αγροτικές δουλειές.
Το παραδεχόταν πια ανοιχτά και στο χωριό ο Φραγκίας: αυτό το παιδί είχε γίνει σχεδόν γιος του. Και εκείνος, όμως, τους είχε αγαπήσει σαν οικογένεια και η ευγνωμοσύνη του δεν είχε τέλος. Είχε αφήσει ένα σπίτι και ο Θεός του είχε προσφέρει ένα ακόμα, έστω και μάλλον προσωρινό.


Ο Γαβ κούνησε το μουσούδι του ανήσυχα και κλαψούρισε. Τα μάτια του Χριστόφορου άνοιξαν διάπλατα και αμέσως ανασηκώθηκε. Άκουγε βήματα βιαστικά στα χορτάρια και ο Γαβ πετάχτηκε όρθιος, κλαψουρίζοντας εντονότερα.
«Πήγαινε να δεις ποιος είναι…» του ψιθύρισε ο νεαρός, ενώ τράβαγε το μαχαίρι που του είχα χαρίσει ο Μηνάς από τη ζώνη του.
Το σκυλί έτρεξε γαβγίζοντας και χώθηκε στις αγριάδες, μα σύντομα ο ήχος του κόπηκε. Ανήσυχος, ο Χριστόφορος σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε περισσότερο, ενώ τα βήματα τον πλησίαζαν και αυτά. Κράτησε σφιχτά το μαχαίρι σαν παραμέρισαν μερικά βάτα που κρέμονταν από τις ελιές, αλλά αμέσως χαλάρωσε και χαμογέλασε έκπληκτα με αυτό που αντίκρισε. Πρώτος ο Γαβ, συνόδευε περήφανος την αναμαλλιασμένη από τα βάτα και τα αγριόχορτα Αγάθη.
«Τι κάνεις εσύ εδώ πέρα;» τη ρώτησε απορημένος, περνώντας το χέρι του από τα αξύριστα μάγουλά του αμήχανα.
«Αυτά τα βάτα… Με ξεμάλλιασαν!» γκρίνιαξε εκείνη και έλυσε το μαντήλι της για να το ξαναδέσει αμέσως. «Πρέπει να τα κόψουμε με το τσεκούρι!»
«Αγάθη, τι ήρθες εδώ πέρα μοναχή σου;» επέμεινε ο Χριστόφορος και την πλησίασε. «Θέλει κάτι ο πατέρας σου;»
«Όχι, όχι…» έσκυψε εκείνη αμέσως το κεφάλι. «Ο πατέρας κοιμάται του καλού καιρού. Δεν το ξέρει κανείς ότι ήρθα»
«Τότε γιατί…;» πήγε να την ξαναρωτήσει, αλλά εκείνη πίεσε απότομα το δάχτυλό της στα χείλη του.
«Σού έφερα απλά λίγο φαγητό» είπε και του έδωσε ένα πουγκί παραγεμισμένο.
«Είχα λίγο ψωμί με τυρί, κρίμα που έκανες τόσο δρόμο για αυτό» αποκρίθηκε εκείνος και το άφησε δίπλα του, στο έδαφος. «Σε ευχαριστώ πάντως» της χαμογέλασε τρυφερά.
Εκείνη ξεφύσησε και πήρε μόνη της την πρωτοβουλία να καθίσει χάμω, ανάμεσα στα χορτάρια. Ο Χριστόφορος ένιωθε αναστατωμένος. Πρώτη φορά ήταν ολομόναχος μαζί της, κάπου που δεν υπήρχε κανείς άλλος. Και δεν ήξερε τι να κάνει. Αναθεμάτισε νοερά τον Μηνά, που δεν του είχε δώσει καμία συμβουλή, παρά χαζογέλαγε ασταμάτητα.
Ξεροκατάπιε και έκατσε δίπλα της. Ακουγόταν μόνο ο άνεμος ανάμεσα στα δέντρα και στις αγριάδες. Νόμιζε ότι αισθανόταν και τη δική της ένταση και αυτό τον αναστάτωνε ακόμα περισσότερο.
Άνοιξε το στόμα του και σήκωσε το βλέμμα του να την κοιτάξει, αλλά το σκυμμένο της κεφάλι τού έκοψε τη φόρα.
«Μάλλον δεν έπρεπε να έρθεις, Αγάθη... Νιώθω εντελώς αμήχανος, ειδικά επειδή δεν μού μιλάς» της είπε ντροπαλά και έσκυψε και αυτός το κεφάλι.
«Ήρθα γιατί... Γιατί κάτι με τραβάει κοντά σου. Δεν ξέρω τι να κάνω όταν τελικά είμαι δίπλα σου, αλλά μού αρέσει που είμαι εδώ» αποκρίθηκε σχεδόν ψιθυριστά εκείνη, παίζοντας στα χέρια της ένα ξερόχορτο.
Ο Χριστόφορος την άκουσε έκπληκτος, αλλά πήρε θάρρος από τα λόγια της. Δεν είχε μάθει ούτως ή άλλως ποτέ να κρύβει αυτά που νιώθει. Δεν χρειαζόταν.
«Θα σού ακουστεί παράξενο, τρελό... Αλλά εσύ, οι αδερφές και η μητέρα σου, είστε οι πρώτες γυναίκες που έχω στη ζωή μου. Και... Και ακόμα μαθαίνω πώς πρέπει να σάς φέρομαι, τι πλάσματα είστε, τι σας αρέσει και τι όχι, τι επιτρέπεται να κάνω και τι όχι. Οπότε είναι πολλά αυτά που δεν ξέρω. Ξέρω όμως ένα πράγμα... Και ας μην μπορώ να το εξηγήσω»
Έπιασε απαλά το χέρι της και την ένιωσε αμέσως σφιγμένη. Την κοίταξε στα μάτια και εκείνη- αν και κοκκίνισε- χαλάρωσε. Την τράβηξε πιο κοντά του και ακούμπησε την παλάμη της στ' αριστερά του στήθους του.
Η καρδιά του κλώτσαγε για ακόμα μια φορά και ένιωθε τα δάχτυλά της να τού καίνε το δέρμα πάνω από το ύφασμα του ρούχου του.
«Τη νιώθεις;» τη ρώτησε. «Όποτε είσαι εσύ κοντά μου έτσι χτυπάει. Και δεν ξέρω τι να κάνω» της ψιθύρισε και έσφιξε το χέρι της μέσα στο δικό του.
«Σαν τι...;» τού απάντησε στην ίδια ένταση και εκείνη, κοιτώντας αποσβολωμένα τα χείλη του.
Ένιωθε την ανάσα της στο σαγόνι του. Το αίμα του ζεστό στις φλέβες του, τον ζάλιζε, τον έκανε να ζεσταίνεται.
«Δεν... Δεν ξέρω...» ψέλλισε πάνω στο στόμα της, κλείνοντας τα μάτια του ασυναίσθητα.
Δεν χρειαζόταν να ξέρει- υπήρχε ένα ένστικτο που οδηγούσε, ακόμα και αυτούς που δεν ήξεραν, σωστά.
Τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά της. Και η καρδιά του κόντεψε να σπάσει. Τα χέρια του κινήθηκαν μόνα τους για να την αγκαλιάσουν, αλλά η Αγάθη πετάχτηκε την τελευταία στιγμή πίσω.
Σηκώθηκε βιαστικά όρθια και τον κοίταξε σαστισμένα. Πριν προλάβει να τής πει τίποτα, το είχε βάλει ήδη στα πόδια.
Ο Χριστόφορος ανάσανε σαν να έτρεχε χιλιόμετρα. Κράτησε το σημείο της καρδιάς του και ξάπλωσε ξέπνοα πίσω του, στο χορτάρι. Δεν ήξερε αν ήταν δυστυχισμένος ή ευτυχισμένος.


Σύντομα θα μάθαινε ότι αυτό σημαίνει να είσαι ερωτευμένος.


--


Είχε περάσει μία εβδομάδα που ο Μηνάς δεν ήταν συνεπής στις ασκήσεις τους και ούτε και εξηγούσε κάτι συγκεκριμένο στο Χριστόφορο για τα σχέδιά του. Ο Χριστόφορος είχε αρχίσει να εκνευρίζεται, αλλά δεν έλεγε τίποτα, γιατί δεν είχε συνηθίσει να παραπονιέται ποτέ.
Εκείνο το πρωινό ήταν πάντως έτοιμος να πιέσει τον Μηνά μέχρι να τού δώσει κάποιες εξηγήσεις. Τον περίμενε ανυπόμονα, χαϊδεύοντας αφηρημένα τον Γαβ και πετώντας πέτρες σε έναν ξύλινο κουβά που ήταν παρατημένος δίπλα από το παρτέρι.
Ο Μηνάς δεν ήταν ο μόνος καβαλάρης που φάνηκε εκείνη τη μέρα στο δρόμο τους. Πίσω του ερχόταν ένας ακόμα ιππέας, μελαχρινός, με μακριά, μαύρα μαλλιά.
«Επιτέλους» γκρίνιαξε ο Χριστόφορος.
«Δεν θέλω γκρίνιες! Θα μπω κατευθείαν στο ζουμί της ιστορίας: από εδώ ο φιλαράκος μου, ο Δημήτριος Αξιώτης» έσπευσε να κάνει τις συστάσεις, ενώ ξεκαβαλίκευαν και οι δύο τους από τα άλογα ακόμα, ο Μηνάς. «Από εδώ ο καλός συνάδελφός μου, Λουκάς Τζανέτος»
Ο Τζανέτος χαμογέλασε κάπως σκληρά και ζύγιασε με το βλέμμα του τον ξανθό νέο. Μια ουλή χάραζε το φρύδι του, ξυστά στο μάτι του.
Έδωσαν τα χέρια με θέρμη.
«Έφερες αντικαταστάτη για λόγου σου;» ρώτησε ο Χριστόφορος το Μηνά.
«Έφερα αυτόν που θα σε κάνει τον πιο ξεχωριστό στρατιώτη του Δεσποτάτου . Ή μάλλον, όχι απλό στρατιώτη...» χαμογέλασε ο Μηνάς και από τη σέλα του αλόγου του ξεκρέμασε δύο αντικείμενα και πλησίασε τον φίλο του. «Ορίστε, από εδώ και πέρα, αυτοί εδώ θα είναι οι καλύτεροί σου φίλοι» τού είπε και τα άφησε στα χέρια του.
Ο Χριστόφορος κοίταξε με απορία μία τον Μηνά και μία τα χέρια του.
«Τι... Τι εννοείς;»
«Ο Λουκάς έχει λατίνικη καταγωγή και η οικογένειά του έχει παράδοση στο στρατό μας: είναι οι καλύτεροι τοξότες της περιοχής μας» εξήγησε ο νεαρός Λιονταρής, χαμογελώντας με σιγουριά.
«Και αν αληθεύουν αυτά που λέει ο φίλος μας, Δημήτριε, μού φαίνεται ότι εσύ μπορείς να γίνεις ο καλύτερος τοξότης του Δεσποτάτου ολόκληρου» χαμογέλασε και ο Τζανέτος, κουνώντας το κεφάλι συγκαταβατικά.
Το τόξο και η φαρέτρα πήραν ξάφνου ζωή στα χέρια του Χριστόφορου. Τώρα έβγαζε απόλυτο νόημα.

Χαμογέλασε φωτεινά.

Vittoria Mantegna