Η αιώνια μάχη: Η πτώση (Κεφάλαιο 13) - "Ο Ήρωνας"

Η Σκοτεινή Περιοχή ήταν μία από τις πιο επικίνδυνες περιοχές της Λέινορ, όπου εκεί μπορούσες να βρεις τα πιο άθλια κι επικίνδυνα πλάσματα της χώρας.
Το φεγγάρι είχε ανέβει ψηλά στον έναστρο ουρανό. Πριν από λίγο είχε φέρει μια ωραιότατη αναστάτωση στην περιοχή της Τριάδας. Η Τριάδα ήταν μια σκοτεινή ομάδα από τρία φοβερά, παντοδύναμα στη Δύναμη όντα. Στο παρελθόν μπορεί να ήταν άνθρωποι, ξωτικά, νάνοι ακόμα και άγγελοι, μα όταν αποφάσισαν να περάσουν τη γραμμή των Σκοτεινών Ψυχών, δεν υπήρχε περίπτωση να παραμείνουν στην προηγούμενη μορφή τους.
Η Τριάδα είχε πάρει τον έλεγχο της σκοτεινής περιοχής, κάτι που δεν άρεσε στον Βάλντορ. Θα μπορούσε να είχε έρθει ο ίδιος να ανακαταλάβει ξανά την περιοχή μα, αλλά προτίμησε εκείνον για να δει εάν θα τα κατάφερνε. Ήταν βέβαιος για τον εαυτό του, αλλά ο Βάλντορ τον είχε προειδοποιήσει ότι η Τριάδα ήταν μια υπολογίσιμη δύναμη.
Η κραυγή του Φοίνικα τον προειδοποίησε ότι οι φρουροί της Τριάδας πλησίαζαν. Κανονικά δε θα είχε πρόβλημα, ακόμη και μέσα στο σκοτάδι, να αντιληφτεί πού βρισκόντουσαν οι αντίπαλοί του, αλλά η Σκοτεινή Περιοχή είχε πολλές ιδιότητες και κανείς δεν ήξερε ποιες ήταν αυτές. Σε εκείνον είχε μειώσει τις αυξημένες του αισθήσεις που διέθετε σαν ξωτικό.
Στην αναστάτωση που προκάλεσε νωρίτερα καίγοντας τις προμήθειες, πρόλαβε να μετρήσει δέκα φύλακες που πάνω στον πανικό τους, είχαν ξεχάσει να φορέσουν τις πανοπλίες τους και να πάρουν τις ασπίδες τους. Άρχισαν να τον κυνηγάνε αμέσως, κρατώντας μόνο τα ξίφη τους. Εύκολη υπόθεση για εκείνον, είχε εκπαιδευτεί να πολεμάει με τους διπλάσιους αντίπαλους και να βγαίνει νικητής.

Ο φοίνικας έβγαλε μια σιγανή φωνή που μόνο εκείνος άκουσε. Περίμενε να πλησιάσουν λίγο περισσότερο και την τρίτη φορά που ο φοίνικας έκρωξε πετάχτηκε απότομα μπροστά τους. Η απόσταση μεταξύ τους ήταν στα δέκα μέτρα. Μόλις τον είδαν, άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος του, φωνάζοντας άγρια και κρατώντας τα σπαθιά τους ψηλά.

Εκείνος, με αρκετή ηρεμία σήκωσε τα χέρια του πίσω από την πλάτη του, όπου εκεί βρισκόντουσαν τα δυο ελαφρώς κυρτά σπαθιά του. Έπιασε τις κοκάλινες λαβές τραβώντας τα από τα θηκάρια τους. Οι λάμες έκαναν έναν σφυριχτό ήχο και τράβηξαν το φως του φεγγαριού επάνω τους. Έκανε μια επιτόπια περιστροφή στο σημείο που στεκόταν, απλά επεκτείνοντας τα σπαθιά του μακριά από τον κορμό του και τραυματίζοντας θανάσιμα τους δυο αντιπάλους που τον είχαν πλησιάσει γεμίζοντας το έδαφος και τον ίδιο με αίματα.

Αυτοί οι δύο ήταν η εμπροσθοφυλακή, οι υπόλοιποι έτρεξαν γύρω του και τον περικύκλωσαν. Δεν είχε εντολή να εξοντώσει άμεσα τους φύλακες, αλλά να τους κάνει μια προσφορά, την οποία ευχόταν να την αποδεχτούν.

«Ξωτικό» μίλησε ένας μεγαλόσωμος άντρας με βραχνή φωνή. Ήταν όμορφος για άνθρωπος. Ψηλός και γεμάτος μυς. Είχε μαύρα μακριά μαλλιά που του έφταναν μέχρι τους ώμους και μαύρα γένια.

«Τι θέλεις, άνθρωπε;» ρώτησε ο Ήρωνας.

«Το θέμα δεν είναι τι θέλω εγώ, αλλά εσύ. Έρχεσαι στην περιοχή μας, την κάνεις άνω κάτω καταστρέφοντας την αποθήκη με τα τρόφιμα και επιπλέον σκοτώνεις δυο από τους άντρες μου».

«Αυτό που θέλω είναι να σου κάνω μια προσφορά κι ελπίζω να τη δεχτείς. Για το καλό το δικό σου και των αντρών σου».

«Ξωτικό, νομίζεις ότι μπορείς να έρχεσαι στην περιοχή μας, να καταστρέφεις, να σκοτώνεις και να απειλείς και να θα φύγεις σώος;»

«Εγώ θα σου κάνω την προσφορά και άμα θέλεις τη δέχεσαι, ειδάλλως θα πρέπει να σας εξοντώσω όλους» απάντησε ήρεμα και κατέβασε τα σπαθιά του σε θέση χαλαρότητας.

«Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα μας νικήσεις; Εμάς τους φύλακες της Τριάδας» φώναξε με οργή και χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση όρμησαν όλοι μαζί επάνω του.

Έκανε μια ανάποδη τούμπα στον αέρα και βρέθηκε πίσω από τους. Εκεί όσους βρήκε μπροστά του, τους αποκεφάλισε με μια γρήγορη κίνηση κι αμέσως γύρισε τα ξίφη του για να αμυνθεί. Οι υπόλοιποι που είχαν απομείνει ήταν εύκολη λεία και στο τέλος μόνο ένας στεκόταν όρθιος. Ο άντρας που του μίλησε πριν του επιτεθούν. Είχε μείνει σαν στήλη άλατος.

«Ποιος είσαι;» τραύλισε.

«Είμαι ο Ήρωνας, το ξωτικό εκτελεστής του Βάλντορ».

«Τώρα εξηγούνται πολλά. Όπως και το πώς νίκησες τους καλύτερους φύλακες. Τι θέλει ο Βάλντορ από τη Σκοτεινή Περιοχή;»

«Νομίζω πως ξέρεις τι θέλει και πρέπει να μου το παραδώσεις» τον διέταξε.

«Δεν μπορώ, Ξωτικό».

«Η προσφορά ισχύει ακόμα» είπε ο Ήρωνας πλησιάζοντας τον. Το πρόσωπό του γυάλιζε από τον ιδρώτα. Τον φοβόταν.

«Δε με νοιάζει τι θέλει ο Βάλντορ από την Τριάδα, αλλά εσύ θα πεθάνεις και άμα θέλει εκείνος κάτι να έρθει να το πάρει. Αλλά εσύ δε θα ξαναγυρίσεις πίσω. Σκότωσες τους συντρόφους μου, πρέπει να πάρω εκδίκηση» και στο τέλος της φράσης του επιτέθηκε κρατώντας και με τα δυο του χέρια το σπαθί του.

Ο Ήρωνας σήκωσε τα σπαθιά του και τα σταύρωσε, έτσι ώστε το σπαθί του ανθρώπου να πέσει ανάμεσά τους. Πήγε να γυρίσει τα σπαθιά του, ώστε να αφοπλίσει τον άνθρωπο, αλλά εκείνος είχε ήδη τραβήξει το σπαθί του κανοντας ένα βήμα πίσω για να βρει το πάτημα του. Ο Ήρωνας επιτέθηκε αμέσως με στόχο το χέρι του, αλλά ο άντρας απέκρουσε το χτύπημα.

Πολεμούσαν αρκετή ώρα, απέκρουαν και επιτίθονταν και ξανά και ξανά. Ο Ήρωνας δεν ήθελε να τον σκοτώσει, γιατί ήθελε να του αποσπάσει πληροφορίες και έπειτα γιατί εκείνος του είχε κάνει κακό χωρίς να του φταίει σε τίποτα.

Ο άνθρωπος ήταν καλός στο σπαθί, μα έφτασε η ώρα να κάνει εκείνο για το οποίο είχε έρθει σε αυτό το τρομερό μέρος. Σε μια επίθεση του ανθρώπου, ο Ήρωνας δεν έκανε πίσω, αλλά χρησιμοποίησε τη δύναμή του και με το ένα του σπαθί σταμάτησε την επίθεση του και έβαλε το άλλο σπαθί του στον λαιμό του ανθρώπου.

Το πρόσωπό του χλόμιασε. Νόμιζε ότι μπορούσε να νικήσει το ξωτικό, αλλά ο Ήρωνας τον δοκίμαζε. Είχε άλλα σχέδια για εκείνον, αλλά πρώτα έπρεπε να τον δοκιμάσει.

«Η ζωή σου μου ανήκει άνθρωπε» είπε καθώς απομάκρυνε το σπαθί από το χέρι του ανθρώπου «και τώρα θα με οδηγήσεις στην Τριάδα». Ο άνθρωπος άρχισε να γελάσει αι ο Ήρωνας παραξενεύτηκε. «Γιατί γελάς;»

«Γελώ, γιατί εσύ, Ξωτικό, επιζητάς τον θάνατό σου. Από τη στιγμή που αναζητάς την Τριάδα είσαι καταδικασμένος σε θάνατο, αλλά ο θάνατος είναι μόνο η αρχή. Το χειρότερο είναι μετά από αυτόν».

«Τι εννοείς;»

«Ω, δε θα σου πω, θα μάθεις μαζί με έμενα τι εννοώ».

Ο Ήρωνας άρχισε να νευριάζει. Δεν του άρεσε να τον κοροϊδεύουν και ειδικά οι άνθρωποι. Έβαλε τα σπαθιά του στα θηκάρια τους και άρχισε να χτυπάει άγρια τον άνθρωπο ρωτώντας τον για το πού θα έβρισκε την Τριάδα.

«Σκότωσέ με, Ξωτικό, σε παρακαλώ» παρακάλεσε κλαψουρίζοντας ο άνθρωπος.

«Δεν έχω σκοπό να σε σκοτώσω. Θέλω μόνο να μου πεις πού βρίσκεται η Τριάδα».

«Εδώ είμαστε» ακούστηκε μια φωνή ακριβώς πίσω του. Εκείνος γύρισε απότομα και τράβηξε τα σπαθιά του, μα εκείνα έφυγαν άγρια αμέσως μακριά.

«Ενεργειακή ασπίδα» ούρλιαξε ο Ήρωνας και μια υπέροχη πύρινη σφαίρα τον τύλιξε προφυλάσσοντας τον από κάθε είδους επίθεση.

«Ανόητο Ξωτικό» ακούστηκε η ίδια φωνή όπως πιο πριν. «Νομίζεις ότι μια ενεργειακή ασπίδα μπορεί να μας σταματήσει;» Ένας δυνατός ήχος ακούστηκε καθώς κάτι χτύπησε την ασπίδα του, αλλά δεν τη διαπέρασε.

«Δεν νομίζω, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα το κάνει» είπε με σιγουριά ο Ήρωνας και απομάκρυνε την ασπίδα από επάνω του. «Ξέρετε γιατί είμαι εδώ;» ρώτησε.

«Ξέρουμε πιο πολλά από αυτό, Ήρωνα. Η φήμη σου είναι πραγματικά μεγάλη και τρομερή, μα είσαι πολύ αδύναμος για να μας νικήσεις κι αυτό το ξέρει ο Βάλντορ».

«Έχω δυνάμεις που ούτε φαντάζεστε ότι υπάρχουν».

«Τις ξέρουμε, αλλά δεν τις χρησιμοποιούμε γιατί δεν είναι από τη Σκοτεινή Πλευρά» είπαν και οι τρεις μαζί.

«Ήρθε η ώρα να πεθάνετε» αποφάσισε ο Ήρωνας και το πρόσωπό του άλλαξε. Σκλήρυνε. Τα μάτια του έγιναν κατακόκκινα σαν τις φωτιές της Αβύσσου. Φλόγες άρχισαν να αναδύονται από ολόκληρο το σώμα του και ύστερα δημιούργησαν μια ολόσωμη, κατακόκκινη πανοπλία. Το κράνος του είχε σχήμα κεφαλιού Φοίνικα που έκανε τους εχθρούς του να τρέμουν. Άπλωσε τα χέρια του και τα σπαθιά με τις κοκάλινες λαβες σηκώθηκαν και πέταξαν μέχρι τα απλωμένα χέρια του, όπου τα έπιασε και τα σταύρωσε μπροστά του.

«Εντυπωσιακό» είπε η Τριάδα.

«Δεν είδατε τίποτα» είπε και επιτέθηκε. Σε κάθε βήμα του άφηνε φλογισμένα χνάρια. Όσο τους πλησίαζε αύξανε τη δύναμη του και την τοποθετούσε στα σπαθιά του.

Λίγο πριν χτυπήσει τους κοίταξε. Ήθελε να δει το φως να χάνεται από τα μάτια τους. Χτύπησε κάνοντας κυκλικές κινήσεις. Δεν ένιωσε καμιά αντίσταση και έτσι με τη φόρα που είχε πάρει βρέθηκε πίσω τους κι έπειτα στο έδαφος. Αλλά δεν βρισκόταν πια στο δάσος της Σκοτεινής Περιοχής.

«Δεν μπορείς να πεις ότι δε σε προειδοποιήσαμε ότι δεν μπορείς να μας νικήσεις» είπαν με κοροϊδευτική φωνή γεμάτη περιφρόνηση κι αδιαφορία.

Σηκώθηκε και τους κοίταξε κατευθείαν στα μάτια και εκείνη τη στιγμή που τους έβλεπε από κοντά έπεσε από τα σύννεφα γι’ αυτό που αντίκριζε. Οι αισθήσεις του είχαν επανέλθει και το σκοτάδι στο μέρος που βρισκόταν δεν τον εμπόδιζε πια από το να βλέπει τα πάντα.

Και οι τρεις τους ήταν ολόιδιοι και πανέμορφοι. Τα χαρακτηριστικά τους ήταν σμιλεμένα τέλεια και το δέρμα τους ανέδιδε μια πανέμορφη λάμψη. Είχαν ωραία μεγάλα μαύρα μάτια που ανέδιδαν μια λάμψη καθαρής δύναμης κι αυτοπεποίθησης.

«Πού μας μεταφέρετε; Νομίζετε ότι εδώ δε θα μπορέσω να σας εξοντώσω;» χαμογέλασε καθώς σήκωνε ξανά τα σπαθιά του.

«Εάν δεν το έχεις καταλάβει σε έχουμε μεταφέρει στον κόσμο της Αύρας».

«Ευχαριστώ» τους ευχαρίστησε.

«Για ποιο πράγμα;» τον ρώτησαν.

«Γιατί εδώ θα σας εξοντώσω πιο εύκολα κι άρχισε να επεκτείνει την κατακόκκινη αύρα του προς το μέρος τους, μα εκείνοι άρχισαν να γελούν.

«Δεν μπορείς να μας βλάψεις εδώ, γιατί είναι δικιά μας δημιουργία. Είναι ένα μέρος για να σε κάνουμε να καταλάβεις ποιος είναι ο πιο δυνατός και να αποφασίσεις με ποιανού το μέρος είσαι».

«Ο Βάλντορ είναι ο αφέντης μου και ο πιο δυνατός από όλους σας» φώναξε και επιτέθηκε με όλες του τις δυνάμεις. Εκείνοι σήκωσαν τα χέρια τους σχηματίζοντας ένα τρίγωνο και μια μαύρη δύναμη τον χτύπησε. Μια σειρά από χιλιάδες εικόνες πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό του και ύστερα λιποθύμησε.

Το δυνατό φως του ήλιου τον ξύπνησε, αλλά δεν άνοιξε τα μάτια του. Ένιωθε το κεφάλι του βαρύ, αλλά καθόλου πόνο. Άκουσε θόρυβο δίπλα του και άνοιξε απότομα τα μάτια του. Προσπάθησε να βρει τα σπαθιά του, γιατί αυτός που αντίκρισε δίπλα του ήταν ο αρχηγός των φυλάκων της Τριάδας.

«Μη φοβάσαι δε θέλω το κακό σου πια».

«Εγώ δεν το γνωρίζω αυτό».

«Είσαι έτσι όλο το βράδυ, εάν ήθελα θα μπορούσα να σε σκοτώσω την ώρα που ήσουν αναίσθητος». Το προηγούμενο βράδυ πολεμούσαν ο ένας τον άλλον, αλλά σήμερα εκείνος φαινόταν να το είχε ξεχάσει αυτό.

«Τι έγινε χθες και γιατί με πρόσεχες όλο το βράδυ;» ρώτησε ο Ήρωνας καθώς ανασηκωνόταν με δυσκολία.

«Θες βοήθεια;» τον ρώτησε

«Όχι, μόνο να μου απαντήσεις σε αυτά που σε ρώτησα».

«Τα γεγονότα που συνέβησαν μεταξύ εσένα και της Τριάδας δεν μπορώ να τα εξηγήσω, γιατί δεν ξέρω τίποτα σχετικά με τη δύναμή τους. Εγώ είμαι μόνο ένας πολεμιστής». Σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα για να συνεχίσει. «Σε βοήθησα πρώτον γιατί η ζωή μου είναι στα χέρια σου και κατά δεύτερο λόγο γιατί δεν έχω πουθενά αλλού να πάω. Την μοναδική οικογένειά μου την εξόντωσες χθες το βράδυ».

«Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, ακολουθούσα εντολές». Ο άντρας δεν είπε τίποτα.

Κάθισαν αρκετή ώρα χωρίς να κάνουν τίποτα. Ο Ήρωνας σκεπτόταν πώς θα τελείωνε την αποστολή του. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, ο Βάλντορ θα γινόταν έξαλλος, εάν αποτύγχανε.

«Ξέρεις πού μπορεί να βρίσκεται τώρα η Τριάδα…» Δεν ήξερε το όνομα του. «Ποιο είναι το όνομα σου, Άνθρωπε;». ρώτησε για να μην τον αποκαλεί συνέχεια με το όνομα του είδους του.

«Το όνομα μου είναι Βάριος».

«Καλό όνομα».

«Ευχαριστώ, Ήρωνα» τον ευχαρίστησε και στη συνέχεια του απάντησε στην αρχική του ερώτηση. «Και τώρα βασικά με την Τριάδα. Από ότι έχω ακούσει όταν διατρέχει κάποιο κίνδυνο κρύβεται σε κάποια μέρη που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να τους εντοπίσει, ακόμα και εάν είχε πρόσβαση σε εκείνο το σημείο».

«Και ποια είναι εκείνα τα μέρη;» θέλησε να μάθει.

«Λοιπόν». Σηκώθηκε και πλησίασε τον Ήρωνα. Κάθισε δίπλα του έβγαλε μέσα από τον σάκο του έναν χάρτη. Τον ξετύλιξε και τον άπλωσε στο έδαφος. Στο πάνω μέρος του χάρτη είχε γραμμένο με μεγάλα και περίτεχνα σχέδια το όνομα της χώρας τους. Λέινορ. «Εμείς τώρα βρισκόμαστε έξω από το βόριο δάσος της Σκοτεινής Περιοχής». Και έδειξε το σημείο όπου βρίσκονταν. «Τα μέρη όπου συνήθως κρύβονται είναι το Ασημένιο Νησί και το Νησί των Σπηλαίων». Και έδειξε τα δυο νησιά. Το ένα βρισκόταν ψηλά και βορειοδυτικά της Λέινορ και το άλλο στα νότια της μεγαλύτερης Οροσειράς της Λέινορ, που ξεκινούσε από το μέγα δάσος Έκναταν και κατέληγε μετά από έναν μεγάλο κύκλο στο άλλο άκρο της Λέινορ. Η οροσειρά ονομαζόταν Άγραφα, γιατί κανένας δεν την είχε διασχίσει όλη ώστε να την χαρτογραφήσουν και να ξέρουν πώς ήταν.

«Ώστε έχω δυο επιλογές και η μια είναι χειρότερη από την άλλη» αναστέναξε και ξάπλωσε ξανά στο έδαφος παίρνοντας στα χέρια του τον χάρτη. Ξεκίνησε να σκέφτεται ποια ήταν η πιθανή κρυψώνα της Τριάδας. Πέρασε αρκετή ώρα προσπαθώντας να μαντέψει ποια θα ήταν η επομένη κίνησή του.

«Ήρωνα, δεν ξέρω εάν εσείς τα ξωτικά πεινάτε, αλλά εγώ πεινάω και θα πάω να κυνηγήσω, θέλεις να έρθεις μαζί μου;» ρώτησε καθώς έπιανε ένα τόξο.

«Δεν χρειάζεται να κυνηγήσεις» του είπε καθώς σηκωνόταν και δίπλωνε τον χάρτη και πλησίασε τον Βάριο.

«Και τι θα φάμε;»

«Ό,τι κυνηγήσει και πιάσει ο Ζευς».

«Ποιος;» ρώτησε ο Βάριος με μια έκφραση απορίας στο πρόσωπό του.

«Ο φοίνικάς μου».

«Αστειεύεσαι, Ήρωνα».

«Καθόλου, Βάριε».

«Τότε δεν είσαι απλά ένα ξωτικό, αλλά ένα Ανώτερο Ξωτικό» διευκρίνισε κοιτάζοντάς τον με δέος αλλά και με έκπληξη.

«Σωστά, είμαι ένα Ανώτερο Ξωτικό» τον επιβεβαίωσε εκείνος.

«Μα τα ανώτερα ξωτικά είναι πλάσματα της φωτεινής πλευράς, εσύ πώς και είσαι στην υπηρεσία του Βάλντορ;»

Στιγμιαία πάγωσε. Δεν είχε ξανανιώσει αυτήν την αίσθηση. Μια σειρά εικόνων πέρασε από μπροστά του. Μια γυναίκα κι ένας άντρας ξωτικό τοποθετούσαν κάτι μέσα σε μια κρύπτη κι ύστερα…

«Ήρωνα» ακούστηκε η φωνή του Βάριου. «Ήρωνα, είσαι καλά;»

Κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε τον Βάριο.

«Ζευς» φώναξε κι αμέσως μια πύρινη μπάλα εμφανίστηκε μπροστά του, που μόλις οι φλόγες εξαφανίστηκαν, ένα μεγάλο εντυπωσιακό κόκκινο πουλί έκανε την εμφάνισή του. Μόνο που δεν ήταν ένα οποιοδήποτε πουλί αλλά ένας φοίνικας.

Ήταν ένας μεγαλόσωμος φοίνικας με εντυπωσιακό κόκκινο φτέρωμα, το οποίο έσπαγε από το χρυσό χρώμα που είχε στα φτερά του στήθους του. Είχε μεγάλα και υπέροχα αμυγδαλωτά κόκκινα μάτια που φανέρωναν εξυπνάδα και δύναμη. Τα νύχια του και το ράμφος του ήταν χρυσά και στο κεφάλι του υπήρχε ένα υπέροχο φλεγόμενο στεφάνι.

«Ζευς, θέλω να πας στον Βάλντορ και να του δείξεις τι έγινε εδώ, επίσης ότι επιστρέφω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Υπάρχει πρόβλημα. Επίσης εξήγησέ του και αυτό που συνέβη νωρίτερα» διέταξε τον φοίνικα και εκείνος άνοιξε τις φτερούγες του και πέταξε στον κόκκινο ουρανό. Η ώρα είχε περάσει κι ο ήλιος έδυε.

Ο Βάριος είχε μείνει άφωνος από την εντολή του Ήρωνα στον φοίνικα. Το ξωτικό είχε σοβαρέψει αρκετά καθώς κοίταζε τον φοίνικα να απομακρύνεται και να γίνεται μια σκοτεινή κουκίδα στον κόκκινο ουρανό.

«Λοιπόν δεν έχει φαγητό από έναν φοίνικα» είπε για να σπάσει τον πάγο, μα αμέσως τράβηξε το σπαθί του από τη θήκη του γιατί ο Ήρωνας είχε απλώσει τα χέρια του και τα σπαθιά του πέταξαν σε αυτόν κι ορμούσε κατά πάνω του.




***

«Άρχοντά μου» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή μέσα στην αίθουσα του θρόνου. Εκείνος διαλογιζόταν αυξάνοντας τη δύναμη της μαύρης ενεργειακής του ασπίδας, εάν και δεν υπήρχε λόγος, του άρεσε αυτή η ηρεμία. Τον έκανε να νιώθει σαν θεός.

Σηκώθηκε ακόμα πιο ψηλά από τη θέση του διαλογισμού και στάθηκε στα πόδια του.

«Σε ακούω» είπε με την απόκοσμη φωνή του.

Χοντρές σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να εμφανίζονται στο μέτωπό της. Εάν του το έλεγε, θα θύμωνε και θα την σκότωνε. Ξεροκάταπιε και το είπε:

«Οι ρούνοι έδειξαν ότι απέτυχε, Άρχοντά μου».

«Υπάρχει κάτι να μου πεις που δεν το γνωρίζω; Τι μάντισσα είσαι;»

«Άρχοντά μου» είπε γονατίζοντας μπροστά του με τρεμάμενη φωνή από τον φόβο.

«Μη φοβάσαι, μπορείς να πηγαίνεις» τη διέταξε.




***




«Τι σε έπιασε ξαφνικά, Ήρωνα;» φώναξε ο Βάριος καθώς απέκρουε τη δυνατή επίθεση του ξωτικού.

«Ώρα να τελειώνουμε με τα παιχνίδια» φώναξε κι εκείνος κάνοντας ένα άλμα προς τα πίσω και μόλις πάτησε στο έδαφος εκτινάχτηκε ξανά προς το μέρος τού Βάριου με τα δυο σπαθιά του σε προέκταση με στόχο το στήθος του.

Ο Βάριος μόλις που πρόλαβε να σηκώσει το σπαθί του και να κάνει μια γρήγορη περιστροφή απομακρύνοντας την επίθεση του Ήρωνα. Σπίθες πετάχτηκαν στη σύγκρουση των σπαθιών. Ο Βάριος βρήκε την ευκαιρία και κλότσησε το πίσω μέρος του γόνατου του Ήρωνα κάνοντάς τον να γονατίσει και έβαλε τη λάμα του στον λαιμό του ξωτικού. Είχε την ευκαιρία να τον στείλει στο κενό, αλλά δεν το έκανε, κάτι του έλεγε ότι έπρεπε να αφήσει το ξωτικό να ζήσει.

«Μπορώ να σε στείλω στο κενό εδώ και τώρα, αλλά δε θα το κάνω, εάν μου δώσεις μια πειστική απάντηση γιατί πηγές να με σκοτώσεις».

«Είσαι της Τριάδας».

«Δεν είμαι της Τριάδας, ήμουν μισθωμένος φρουρός μαζί με τους άντρες μου».

«Χθες το βράδυ κάτι μου έκανες ή μου έδωσες που προκαλεί παραισθήσεις».

«Σου είπα ότι δεν ξέρω τίποτα σχετικά με τη Δύναμη. Είμαι πολεμιστής και μόνο» του είπε κοντά στο μυτερό αυτί του για να το ακούσει καλά και γαργάλησε τον λαιμό του ξωτικού με τη λάμα του.

«Τότε γιατί δεν μπόρεσα τότε αλλά ούτε και τώρα να ελέγξω το μυαλό σου με αυτή;» ρώτησε ήρεμα ο Ήρωνας.

«Εάν σου πω, θα έχω τον λόγο σου ότι δε θα επιχειρήσεις ξανά κάποια επίθεση εναντίον μου;»

Ο Ήρωνας έμεινε λίγο αναποφάσιστος γιατί πίστευε πάντα ότι άμα έδινε τον λόγο του σε κάποιον έπρεπε να τον κρατήσει.

«Εάν έχω και τον δικό σου λόγο».

«Ορίστε ο λόγος μου» και τράβηξε το σπαθί του από τον λαιμό του Ήρωνα, μάζεψε τα σπαθιά του ξωτικού, του τα έδωσε και κάθισε σε έναν βράχο. Άρχισε να καθαρίζει το σπαθί του με την μπλούζα του.

Ο Ήρωνας στάθηκε ακριβώς απέναντί του κι έβαλε τα σπαθιά του πίσω στα θηκάρια τους.

«Λοιπόν;»

Ο Βάριος πήρε μια βαθιά ανάσα, έβαλε το σπαθί του κι αυτός μέσα στο θηκάρι του και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του, καθώς ξεκινούσε να μιλάει.

«Σου είπα και πιο πριν ότι είμαι μισθωμένος πολεμιστής και προσφέρω τις υπηρεσίες μου σε όποιον δίνει το περισσότερο χρυσάφι. Έχω δουλέψει σε πολλούς και είχα κατά καιρούς αρκετά προβλήματα με τους χρήστες της Δύναμης. Έτσι αποφάσισα να πάρω κάποιες προφυλάξεις» αναστέναξε και σήκωσε τα χέρια του προς το κεφάλι του. Απομάκρυνε τα μακριά μαλλιά του και έβγαλε την μπλούζα του, γύρισε την πλάτη του κι έδειξε στον Ήρωνα ένα τατουάζ και μερικές χαρακιές. Το τατουάζ ήταν μια στρόγγυλη ασπίδα με ένα παράξενο τριγωνικό σχήμα στο κέντρο του. Το τριγωνικό σχήμα ήταν χαραγμένο με πύρινο σίδερο.

«Τι είναι αυτό το τατουάζ;» ρώτησε ο Ήρωνας.

«Είναι μια ασπίδα εναντίον της Δύναμης και οποιονδήποτε χρήστη της» εξήγησε και κατέβασε την μπλούζα του.

«Και πώς λειτουργεί αυτή η ασπίδα; Αποκλείεται να είναι απόλυτη, αφού ούτε η ενεργειακή ασπίδα δεν είναι τόσο δυνατή».

«Δεν ξέρω πώς λειτουργεί, αλλά πέρασα αρκετά για να την αποκτήσω. Δεν ξέρω εάν είναι απόλυτη αλλά με έχει εξυπηρετήσει αρκετά καλά μέχρι τώρα. Ικανοποιημένος;» ρώτησε και τον κοίταξε στα μάτια.

«Ναι» είπε ξερά.

«Τι κάνουμε από εδώ και πέρα, Ήρωνα;»

«Δεν ξέρω τι εννοείς με το τι θα κάνουμε».

«Θα έρθω μαζί σου όπου κι αν πας».

«Δε χρειάζομαι φρουρό».

«Θα έρθω μαζί σου, γιατί δεν έχω πουθενά αλλού να πάω και σου χρωστάω τη ζωή μου. Θυμάσαι τι μου είπες; Η ζωή μου σου ανήκει».

Δεν ήξερε πως το αποφάσισε, αλλά συμφώνησε στο να έρθει μαζί του ο Βάριος.

«Θα πάμε στη Βαλντάρια, αλλά εκεί δεν μπορώ να σου υποσχεθώ την ασφάλειά σου απέναντι στον Βάλντορ, μιας και είσαι ή μάλλον ήσουν φρουρός της Τριάδας» τον προειδοποίησε.

«Θα το διακινδυνέψω» είπε και ξεκίνησε για να βρει φαγητό.




Νίκος Καρδαμπίκης