Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 14-Μέρος 2ο)

ΡΕΙΒΕΝ


«Κοιμήθηκες καλά;» ακούω μια αντρική φωνή.
       Γουρλώνω τα μάτια από φόβο κι ανασηκώνομαι στηριζόμενη στους αγκώνες μου.
«Ποιος είναι εκεί;» ρωτάω στάζοντας αγωνία.

       «Με ξέχασες κιόλας;» διερωτάται η φωνή μελαγχολικά. «Θα περίμενα περισσότερα από κάποια, που έσωσα από τις φλόγες τις Κόλασης».
       Βήματα με πλησιάζουν αργά και το στήθος μου προσπαθεί, να συγκρατήσει την καρδιά μου, που καλπάζει. Χτενίζω με το βλέμμα μου το σκοτεινό δωμάτιο, ελάχιστα μπορώ, να διακρίνω, μέχρι που κερώνω, όταν ένας άντρας με σιδερένια μάσκα στέκεται από πάνω μου, πελώριος και τρομακτικός. Τολμάω και σηκώνω το βλέμμα μου, ανατριχιάζω, καθώς τα κεχριμπαρένια του μάτια γυαλίζουν μέσα σε δυο μικρές σχισμές, η καρδιά μου φτερουγίζει από φόβο. Προσπαθώ, να φανώ ατάραχη
«Συγγνώμη, αλλά… δεν σε ξέρω».
       «Μην ανησυχείς γι’ αυτό» καγχάζει ο σιδεροπρόσωπος. «Έχουμε χρόνο, θα με μάθεις» συμπληρώνει και τα λόγια του ακούγονται, σαν ειρωνεία κι απειλή μαζί. Μετά, σαν ξαφνικά να χάνει την υπομονή του, απλώνει τα γαντοφορεμένα χέρια του και τα σφίγγει γύρω απ’ τους καρπούς μου. Με σηκώνει όρθια.
       Όταν τα γυμνά μου πόδια έρχονται σε επαφή με το αφράτο χαλί, δεν αισθάνομαι καλύτερα. Το κρύο διαπερνά τις ίνες τους και κατακλύζει το κορμί μου κατά κύματα. Ριγώ κι τρίβω τα μπράτσα μου, για να νιώσω λίγη θέρμη. Είναι βέβαια και ο φόβος, που παγώνει την καρδιά μου…
       «Είμαι η Ρέιβεν Λάντεν». Ψελλίζω θέλοντας, να σπάσω την σιωπή του. Με κοιτάζει ακίνητος, άπνοος θαρρείς, αινιγματικός και ταυτόχρονα απειλητικός. Τι θέλει άραγε από εμένα; 
       «Ξέρω ποια είσαι. Ξέρω τα πάντα για σένα». Λέει κοφτά.
       Χαμογελάω βεβιασμένα, περισσότερο για να πάρω θάρρος.
«Εγώ όμως δεν ξέρω για σένα τίποτα. Δεν ξέρω καν πού είμαι… Κι ακόμη, δεν έχω ιδέα, αν μπορώ κάπου να σου φανώ… χρήσιμη». Αποκρίνομαι με μια ανάσα.
       Τώρα το πρόσωπό του δείχνει κάπως πιο μαλακό -αν μπορούσες να πεις κάτι τέτοιο για ένα πρόσωπο καλυμμένο με μια ψυχρή μεταλλική μάσκα.
«Όλα στην ώρα τους, πριγκίπισσα. Σου είπα, έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας…» λέει χωρίς, να προσπαθεί, να φανεί καθησυχαστικός.
       Μετά πλησιάζει το πρόσωπό του στο δικό μου και τυλίγει το μπράτσο του γύρω απ’ τη μέση μου.
«Ετοίμασα αυτό το δωμάτιο μόνο για σένα. Θέλεις να το δεις;» λέει τραβώντας με μαζί του.
       Χαμηλώνω καταφατικά το κεφάλι, δεν θέλω να φέρνω αντιρρήσεις. Τουλάχιστον μέχρι να ξεκαθαριστεί όλη αυτή η παράξενη κι απροσδόκητη τροπή, που έχουν πάρει τα πράγματα. Ποθώ, να βρεθώ πάλι με τους Φύλακες, την θεία Κέιτ και την Σκαρ. Θέλω να φύγω απ’ την καινούργια φυλακή του αφέντη, που με αγόρασε από τον Μέργκολεθ. Θέλω την ψυχή μου ολόδικιά μου, όχι έρμαιο στις ορέξεις και τον έλεγχο κάποιου που ίσως και να θέλει να της κάνει κακό.
       Χτυπώντας τα χέρια του αρχίζουν, να ξεπετάγονται εδώ και εκεί μικρές πράσινες φλογίτσες κατά μήκος του τοίχου. Τις βλέπω με δέος, να ξεφυτρώνουν από γυάλινους πυρσούς, να στροφογυρίζουν παίζοντας μεταξύ τους και να φτάνουν ψηλά έως την οροφή φωτίζοντας όλο το δωμάτιο με μία γλυκιά απόχρωση απαλού πράσινου. Κρατώ την ανάσα μου μαγεμένη από αυτό, που βλέπω.
       Το δωμάτιο είναι πολύ όμορφα διακοσμημένο και μεγάλο όσο το σαλόνι του σπιτιού μου στο Λονδίνο. Οι τοίχοι καλύπτονται από μια απαλή μπεζ ταπετσαρία με λεπτά καλοπροσεγμένα σχέδια, σαν να έχουν γίνει με το χέρι, ενώ πίσω από το κρεβάτι μου είναι κρεμασμένη μια χειροποίητη ταπισερί, που αναπαριστά μια μάχη με τρεις διαφορετικούς αντίπαλους στρατούς: Των Φωτοφόρων, των Ζοφερών και των Αβυσσαίων υποθέτω.
       Το διπλό κρεβάτι είναι καλυμμένο με το πιο φίνο γαλάζιο μετάξι, που έχω αγγίξει ποτέ μου και ταιριάζει τέλεια με τις βελούδινες μπλε κουρτίνες στα παράθυρα. Από τον «ουρανό» του κρέμονται λευκά, αραχνοΰφαντα τούλια σαν αδιόρατοι καταρράκτες.
       Ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι υπάρχει ένα μαρμάρινο τζάκι με τη φωτιά του, να τρεμοπαίζει. Αγάλματα αγγέλων το στολίζουν δεξιά και αριστερά ενώ από πάνω του ανάμεσα στο ανοιχτά φτερά τους, βρίσκεται τοποθετημένος ένας μεγάλος πίνακας που δείχνει δυο γυναίκες αγκαλιά με δυο άντρες. Μοιάζουν όλοι τους τόσο πολύ, σαν να είναι οικογένεια.
       Παραδίπλα κοντά στο παράθυρο ένα ανάκλιντρο με φιλντισένιες λεπτομέρειες είναι γυρισμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να «βλέπει» στο μαονένιο γραφείο, που δεσπόζει δίπλα σε εντοιχισμένες βιβλιοθήκες κι έναν ολόσωμο ξύλινο καθρέφτη. Παρέκει, μια άνετη δίφυλλη ντουλάπα συμπληρώνει την επίπλωση του χώρου.
       Όσο για τον μπρούτζινο πολυέλαιο που κρέμεται από το γερτό, πέτρινο ταβάνι, είναι αδύνατο, να βρω λόγια, για να περιγράψω την ομορφιά του. Είναι πια φανερό, πως ο άγνωστος, που με έχει φέρει πίσω από τον κόσμο των ψυχών σκοπεύει, να βυθίσει την ζωή μου στην… πολυτέλεια! Άραγε, όλες αυτές οι ανέσεις αποσκοπούν στην ευχαρίστησή μου και μόνο ή αποτελούν μέρος ενός σχεδίου, που βασίζεται στην ιδέα να παραμείνω φυλακισμένη για όλη την υπόλοιπη ζωή μου;
       «Είναι όμορφο». Ψιθυρίζω σέρνοντας αργά το χέρι μου στη σκαλιστή επένδυση στο τζάκι. Τα δάχτυλά μου ακολουθούν τις καμπύλες στις ράχες των λιονταριών και των αλόγων, γλιστρούν πάνω στις πανοπλίες των στρατιωτών και χαϊδεύουν τα φτερά των φανταστικών γρανιτένιων δράκων. «Όλα αυτά για μένα. Γιατί;»
       «Θέλω να είσαι άνετα…» λέει μαλακά ο μασκοφόρος. Το γαντοφορεμένο του χέρι ακουμπάει πάνω στον ώμο μου, λίγο καθησυχαστικά, λίγο κατακτητικά, σαν να απολαμβάνει αυτό, που έχει διεκδικήσει και τώρα του ανήκει. Γιατί σαφώς πλέον του ανήκω…
       Γυρίζω προς το μέρος του και τον κοιτάζω. Ποιος είναι, αναρωτιέμαι μία φορά ακόμη. Γέρνω ελαφρά πάνω του και φέρνω ψαχουλευτά τα δάχτυλά μου στο άνοιγμα που σχηματίζει η μάσκα, ακριβώς στο σημείο που στηρίζεται στην βάση του λαιμού του. Προσπαθώ, να ελευθερώσω τον λαιμοδέτη και να τραβήξω την μάσκα του, αλλά με σπρώχνει θυμωμένα.
       «Δείξε μου το πρόσωπό σου, πες μου τα’ όνομά σου!» φωνάζω.
       «Μισέρις». Απαντά ξερά κι απομακρύνεται ισιώνοντας προσεχτικά όσα χάλασα από την αμφίεσή του.
       «Δεν θα είσαι τόσο άσχημος, για να κρύβεσαι πίσω από ένα προσωπείο. Και νομίζω ότι οφείλεις, να μου πεις περισσότερα για σένα. Με πήρες από τον κόσμο των νεκρών και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό, αλλά δεν νιώθω άνετα, αν δεν ξέρω ποιος είσαι και γιατί το έκανες».
       «Όχι, όχι ακόμα». Λέει ενοχλημένος.
Ξεφυσάω αργά, συμβιβαστικά. Εντάξει, σκέφτομαι όχι ακόμα. Εγώ είμαι το πρόβλημα; Έχω επιστρέψει στο νεκρό μου σώμα, αλλά ακόμη δεν του έχει δοθεί ζωή. Η ψυχή μου συνεχίζει, να περιπλανιέται στο σκοτάδι…
       «Πού βρισκόμαστε;» ρωτάω αποφασιστικά σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου. Γρήγορα καταλαβαίνω, πως το απαιτητικό ύφος με εγκαταλείπει. «Θα… θα με σκοτώσεις;» ψελλίζω και το βλέμμα μου ψάχνει με αγωνία το ανέκφραστο προσωπείο, που καλύπτει τα πραγματικά του χαρακτηριστικά, λες και μπορεί το κρύο μέταλλο της μάσκας του να συσπαστεί αποκαλύπτοντας τις πραγματικές του προθέσεις. «Θα με σκοτώσεις;» επαναλαμβάνω με τρεμουλιαστή φωνή
       «Δεν σε πήρα από την Κόλαση, για να σε ξαναστείλω εκεί».
Η καρδιά μου φτερουγίζει ανακουφισμένη, μα γρήγορα πάλι σκοτεινιάζει. «Θα… Θα με βασανίσεις;»
       Η μάσκα χαμογελάει με νόημα.
«Μα το έχω ήδη κάνει!» Τα μάτια μου έχουν γουρλώσει από έκπληξη. «Όσο βρισκόσουν στον Κάτω κόσμο…» εξηγεί η μάσκα.
       «Τότε τι στο διάολο είναι αυτό, που θέλεις από εμένα;» φωνάζω αγανακτισμένη και ανυπόμονη, να μάθω για το ρόλο που πρέπει να παίξω σε αυτόν τον κόσμο.
       Ο Μισέρις κινείται αστραπιαία εναντίον μου και κρατώντας με από τους ώμους με κοπανά στο δοκάρι, που στηρίζει τον «ουρανό» του κρεβατιού κάνοντας τα κόκαλά μου, να τρίξουν από την πίεση. Νιώθω δυνατά τον πόνο, να διατρέχει την πλάτη μου. Βογκάω πνιχτά και πριν ο φόβος με παραλύσει ενστικτωδώς, τον χτυπάω στην μεταλλική μάσκα. Ένα δεύτερο κύμα πόνου στα δάχτυλα αυτή την φορά με υποχρεώνει, να γρυλίσω σαν πληγωμένο θηρίο.
       Ο μασκοφόρος κρατά σφιχτά τους καρπούς μου ψηλά πάνω από το κεφάλι μου. Οι σχισμές των ματιών του λάμπουν αβυσσαλέα και η φωνή του βγαίνει τραχιά και μακάβρια.
«Μου το είχαν πει, πως είσαι ατίθαση. Αλλά να είσαι σίγουρη κοριτσάκια σαν εσένα, ξέρω πολύ καλά να τα κουμαντάρω».
       Ακούω τον υγρό ήχο των κυνοδόντων του, να βγαίνουν από τις θήκες τους και ζαρώνω μετανιωμένη. Θα με δαγκώσει;
       «Ποιοι;» καταφέρνω, να φωνάξω. Όλη η ευγνωμοσύνη που είχα αισθανθεί για τον δήθεν σωτήρα μου εξανεμίστηκε αμέσως. Είναι ένας μπάσταρδος με μεγάλο συμφέρον. «Ποιοι με θέλουν ζωντανή;» ρωτάω αγανακτισμένη.
       «Οι Φύλακες».
       «Θα με έψαχναν μόνοι τους, όχι μέσω απεσταλμένου». Λέω σφιγμένα.
       Αρχίζουν να με κατακλύζουν αμφιβολίες. Να ήταν πράγματι εκείνοι; Αν ναι, γιατί δεν βρίσκονται κοντά μου; Πού είναι; Και η Φλόγα μου; Η Βασάλτη συνεχίζει να τη φροντίζει ή μήπως την έχει δώσει σε κάποιον άλλο;
       «Ίσως να ήταν οι Ψιθυριστές». Αποκρίνεται μαντεύοντας τις σκέψεις μου.
       Με ρίχνει ανάσκελα στο κρεβάτι ακινητοποιώντας τα χέρια μου δεξιά και αριστερά και γελάει ικανοποιημένος με την αμηχανία μου.
       «Δεν θα ενδιαφέρονταν για κάποια σαν εμένα…» παραδέχομαι ηττημένη. Τι να με κάνουν οι Ψιθυριστές; Ειδικά τώρα που η Φλόγα δεν είναι πια στα χέρια μου.
       «Μπορεί όχι όλοι τους. Ίσως εκείνοι που τους πρόδωσαν…» λέει με νόημα, αλλά δεν έχω τι να απαντήσω σε αυτό.
       Το γέλιο του γίνεται ακόμα πιο δυνατό, ενώ το πρόσωπό του πλησιάζει ασφυκτικά το δικό μου. Τον σπρώχνω και στην λιγοστή ελευθερία που αποκτώ -όση εκείνος μου επιτρέπει δηλαδή- καταφέρνω, να συρθώ στην άκρη του κρεβατιού. Τα νύχια μου γδέρνουν το δέρμα του και σκαλώνουν στο λεπτό κορδόνι γύρω από τον λαιμό του τραβώντας έξω το κρυμμένο του περιδέραιο. Το μεταλλικό κόσμημα ταλαντεύεται για μερικά δευτερόλεπτα μπροστά στα μάτια μου και όταν η μπροστινή του πλευρά γυρίζει προς το μέρος μου, διακρίνω ξεκάθαρα τα δυο τυλιγμένα φίδια σε ένα αγκαθωτό τριαντάφυλλο. Όλος ο αέρας αδειάζει από τα πνευμόνια μου και τα μάτια μου σφραγίζουν ηττημένα από την αποκάλυψη. Με έχουν επαναφέρει οι Βεντιλάντορ οι πιο σκοτεινοί μάγοι και πιστοί ακόλουθοι της Βασίλισσας των Αβυσσαίων.
       «Ή μήπως η Μοργκάνα;» διερωτώμαι μεγαλόφωνα.
       Ο Μισέρις γνέφει και τραβιέται από πάνω μου αφήνοντάς με κουλουριασμένη σαν μικρό μωρό.
       «Και τι έχει στο μυαλό της; Εκδίκηση;» συνεχίζω.
       «Όχι. Απλώς μια δεύτερη ευκαιρία». Μου απαντάει ψυχρά. «Ίσως και ένα καλό μάθημα υποταγής».
       «Σοβαρά; Η Μοργκάνα θα μου έδινε μια δεύτερη ευκαιρία;» επαναλαμβάνω στάζοντας δυσπιστία. «Μα είναι τρελό, έκανε τόσα για να με πιάσει…».
       Ο μασκοφόρος τώρα με κοιτάζει ήρεμα.
«Ξέρει ότι μπλέχτηκες σε αυτή την ιστορία επειδή το ήθελαν κάποιοι άλλοι. Γι’ αυτό σου προσφέρει τη φιλία της. Είσαι φιλοξενούμενή μας εδώ…» προσπαθεί να με καθησυχάσει.
       «Ένας φιλοξενούμενος έχει πάντα το δικαίωμα να φύγει όποτε το θελήσει. Εγώ μπορώ να φύγω;»
       «Φυσικά. Μπορείς, να δοκιμάσεις να το σκάσεις, αλλά αυτό να ξέρεις ότι δεν θα της αρέσει καθόλου. Θα το θεωρήσει πολύ μεγάλη αγένεια και ίσως να σου θυμώσει. Μην ξεχνάς, τι έκανε για σένα».
       «Θα προτιμούσα να με είχε παρατήσει στην Κόλαση». Φτύνω τις λέξεις με κακία και χωρίς να περιμένω την απάντησή του, τινάζομαι όρθια προχωρώντας θαρρετά προς την πόρτα.
       Βγαίνω στον έρημο διάδρομο του ορόφου και αρχίζω, να τρέχω στα τυφλά. Αν πράγματι η Μοργκάνα με φιλοξενεί στο σπίτι της, αυτό σημαίνει ότι δεν βρίσκομαι πια στη Γη ούτε και σε κάποιον άλλο κόσμο, όπου θα με σώσουν οι Φύλακες. Είμαι στο παλάτι της στο Λανμό, φυλακισμένη για όσο εκείνη έχει διάθεση, να παίξει. Ω, Άσερ, Μπρόουν… πού είστε; Πόσο σας χρειάζομαι! Στρίβω τυχαία κάπου και κατεβαίνω όσες σκάλες βρίσκω.
       Φτάνοντας στο τελευταίο πάτωμα, σταματώ για πρώτη φορά και κοιτάζω έξω από κάποιο παράθυρο. Ένας σκοτεινός μωβ ουρανός ρίχνει το βάρος του στο άγνωστο σύμπαν, όπου βρίσκομαι με το φεγγάρι του κατακόκκινο, να ρίχνει στιγμές στιγμές ένα χλωμό, αρρωστημένο θαρρείς φως, που όλα τριγύρω τα βάφει στο χρώμα του αίματος. Ανατριχιάζω εστιάζοντας στην αντανάκλαση του προσώπου μου και την φρίκη του, που καθρεφτίζεται πάνω στο παγωμένο τζάμι. Και τότε νιώθω δίπλα μου την παρουσία μιας μαυροφορεμένης γυναίκας με γκρίζο ρυτιδιασμένο πρόσωπο και άδειες τις κόγχες των ματιών της. Ζαρώνω από φόβο.
       «Σε κυνηγάει. Πρέπει να είσαι σημαντική γι’ αυτήν…» λέει ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο μου. Καθώς γελά, σάλια πετάγονται από το ξεδοντιασμένο της στόμα.
       Πνίγοντας την αηδία που ανακατεύει το στομάχι μου, την γραπώνω από τους ώμους και την ταρακουνάω άγρια.
«Ποια; Η Μοργκάνα;» ρωτάω ανυπόμονα. Γιατί μπορεί, να με θέλει η Μοργκάνα; Δεν έχω τίποτα, να της προσφέρω αυτή τη στιγμή και με βάση το παρελθόν μας, δεν είμαι και το πιο αξιόπιστο άτομο για τις δουλειές της. Επίσης δεν υπάρχει καμία περίπτωση, να την βοηθήσω σε οτιδήποτε.
       Η γυναίκα συνεχίζει, να χαμογελά μακάβρια αλλά δεν δείχνει τόσο τρομακτική όσο την πρώτη στιγμή.
«Οι νεκροί δεν επιτρέπεται να βλέπουν τους ζωντανούς. Κι εσύ ακόμα δεν έχεις επιστρέψει». Λέει αινιγματικά.
       Τότε καταλαβαίνω τον λόγο για τον οποίο, ο Μισέρις δεν έβγαλε την μάσκα του. Κατά κάποιον τρόπο ακόμη θεωρούμαι νεκρή!
       «Σε ικετεύω, πες μου, πώς μπορώ να φύγω από δω». Την εκλιπαρώ.
       Η γριά λύνει εύκολα την γλώσσα της.
«Θα ακολουθήσεις το μονοπάτι των νεκρών. Θα έρθεις μαζί μας, στο πλευρό του Μέργκολεθ».
       Σηκώνει τα χέρια της και κινούμενες μορφές εμφανίζονται γύρω μας, στοιχισμένες πειθήνια σε μια ατέλειωτη ανθρωποουρά. Άντρες, γυναίκες, ακόμα και παιδιά, αποδεχόμενοι όλοι την μοίρα τους, προχωρούν αργά με σκυφτό κεφάλι στον δρόμο για τον Κάτω κόσμο. Τα καντηλάκια στα φαναράκια τους τρεμοσβήνουν και η φλόγα τους λιγοστεύει, όσο τους καταπίνει το σκοτάδι, για να χαθεί κι αυτή παντοτινά με το που θα περάσουν «απέναντι».
       Προς στιγμήν νιώθω ευγνωμοσύνη για την γριά, μα γρήγορα συνέρχομαι και τρέχω, να προσπεράσω την ανθρώπινη ουρά, να βγω πρώτη στην γραμμή τους. Χάνομαι μέσα στο σκοτάδι ή τουλάχιστον σ’ αυτό που μοιάζει με σκοτάδι από μακριά. Και τότε βρίσκομαι ενώπιον ενός πράσινου φωσφορίζοντα τοίχου με ακαθόριστο ύψος, που όποτε πλησιάζει κάποιος πολύ κοντά του φανερώνει ένα στενό πέρασμα. Μαύρες μορφές πετάνε μέσα του μοιάζοντας με χαμένες ψυχές. Απλώνω το χέρι μου, για να τον αγγίξω και ο αντικατοπτρισμός μου κάνει το ίδιο προσπαθώντας, να με γραπώσει. Οπισθοχωρώ φοβισμένη και κοπανάω κατά λάθος κάποιον από την ουρά.
       Τότε νιώθω τον πόνο, καθώς τα χέρια του Μισέρι γραπώνουν σφιχτά τα μπράτσα μου και η μάσκα του πιέζεται επώδυνα στο μέτωπό μου.
«Νομίζω ότι αρχίσαμε πολύ άσχημα πριγκίπισσα». Γρυλίζει θυμωμένος.     Προσπαθώ να ξεφύγω από τα σφιχτά σαν μέγγενη χέρια του. Τον χτυπάω με τον αγκώνα μου στα πλευρά, αλλά προφανώς σαν βρικόλακας που είναι, δεν καταλαβαίνει τίποτα.
       «Εγώ πάλι είχα την εντύπωση, πως μου είπες ότι μπορούσα να φύγω». Παραπονιέμαι έντονα και το μυαλό μου δουλεύει άγρια, να βρει μια λύση.
       Τι να κάνω; Να φωνάξω για βοήθεια τις ορδές των πνευμάτων, που διασχίζουν τον διάδρομο γύρω μας, σαν να μην υπάρχουμε και καταλήγουν στον μακάβριο τοίχο ή να του βγάλω την μάσκα; Αυτό το τελευταίο σίγουρα θα τον θυμώσει πολύ, μα το αποτολμώ για δεύτερη φορά. Το μόνο που καταφέρνω, είναι, να φάω μια δυνατή γροθιά στο ηλιακό μου πλέγμα. Πέφτω στα γόνατα προσπαθώντας, ν’ ανακτήσω την ανάσα μου, όμως οι πνεύμονές μου έχουν αδειάσει και δεν ανταποκρίνονται. Βήχω κουλουριασμένη από τον πόνο και σέρνομαι κοντά στον τοίχο. Ο Μισέρις γονατίζει δίπλα μου. Τα γαντοφορεμένα του χέρια σηκώνονται και αγγίζουν τον λαιμό μου. Σφίχτηκα. Θα με δαγκώσει ή θα με στραγγαλίζει; Αντί γι’ αυτό χτυπάει το κεφάλι μου με δύναμη πάνω στη σιδερένια του μάσκα.
«Μακριά από τους νεκρούς!» τον ακούω να ψιθυρίζει στο αυτί μου, πριν ο κόσμος χαθεί από τα μάτια μου…


Ηλιάνα Κλεφτάκη