Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 22)

Ο Αντόν στεκόταν μπροστά στο παραθύρι του κοιτώντας την κίνηση στον δρόμο. Καθόταν εκεί βουβός για μέρες, δυστυχισμένος, αρνούμενος να φάει και να πιει οτιδήποτε, παρά τα παρακάλια της μητέρας του που τον έβλεπε να λιώνει μέρα με τη μέρα.
               «Σε παρακαλώ αγόρι μου, φάε κάτι, θα αρρωστήσεις».
               Δεν της απαντούσε, ίσως να μην την άκουγε κιόλας, έτσι χαμένος που ήταν στις θλιβερές του σκέψεις. Ούτε και η Σάρα κατάφερνε κάτι, και ας στεκόταν επίμονα με τις ώρες δίπλα του για συμπαράσταση, μήπως θελήσει να της μιλήσει, να ελαφρύνει λίγο τον πόνο του. Μάταια όμως, το μυαλό του ήταν μονίμως στα γαλάζια μάτια της Simone. Η θύμηση της του προκαλούσε πόνο και κάθε φορά που έλεγε νοερά το όνομα της ένιωθε το στήθος του να ραγίζει.
               Είχε τόσες μέρες να μάθει νέα της και το μυαλό του πήγαινε συνεχώς στο κακό. Στο ραντεβού εκείνο! Γιατί δεν είχε έρθει; Της είχε συμβεί κάτι, ή; Η καρδιά του σφίχτηκε. Υπήρχε περίπτωση να μην τον σκεφτόταν πια; Όχι, αυτό ήταν αδύνατο! Και αν ακόμα συνέβαινε κάτι, ήταν σίγουρα παρά τη θέληση της.          
               Έπιασε το τραυματισμένο χέρι του και ένιωσε έναν οξύ πόνο να διαπερνά όλο του  κορμί. Άρχισε να τρέμει. Είδε το βιολί του ακουμπισμένο στη θήκη του πάνω στο κρεβάτι του. Με τι κουράγιο θα το ξανά έπιανε στα χέρια του; Για ποιόν θα έπαιζε τώρα που αυτή...
Τον έπιασε το παράπονο, τα μάτια του βούρκωσαν. Πώς θα ζούσε χωρίς εκείνη στη ζωή του; Όλες αυτές οι όμορφες εικόνες  που κρατούσε φυλαγμένες στην ψυχή του θα γινόταν εφιάλτες που θα τον στοίχειωναν για πάντα. Αυτή η φλόγα που τον κρατούσε ζωντανό, θα γινόταν η φωτιά που θα τον έκαιγε.
               Έπεσε στα γόνατα και ξέσπασε σε βουβό θρήνο «Γιατί; Γιατί;» επαναλάμβανε με αναφιλητά.

               Η Σιμόν καθόταν στο σαλόνι και κοιτούσε από την ανοιχτή πόρτα του γραφείου τους Έλληνες μαραγκούς να δουλεύουν. Στην πραγματικότητα, το βλέμμα της πήγαινε πιο μακριά, πίσω από τους τοίχους, πέρα από τους πολύβουους δρόμους, στα στενά και άθλια σοκάκια, στο παλιό δίπατο σπιτάκι, στο δωμάτιο του αγαπημένου της, του Αντόν.
               Τόσες μέρες κλεισμένη στο σπίτι και κάτω από τη στενή επιτήρηση και το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας της, δεν κατάφερε να τον ειδοποιήσει. Φλέγονταν από επιθυμία να του μιλήσει, να τον δει και να αισθανθεί ξανά το απαλό άγγιγμα των χεριών του, να νιώσει τη ζεστή του ανάσα.
               Έκανε αέρα με τη βεντάλια της. Ήταν κάπως καλύτερα, αν και δεν είχε συνέλθει εντελώς.  Εκείνη τη στιγμή, ο Αλέξης γύρισε και την κοίταξε. Της χαμογέλασε και η Σιμόν ένιωσε άβολα, αμήχανα. Τι θράσος είχε αλήθεια αυτός ο ξιπασμένος Έλληνας! Σηκώθηκε φουριόζα από τη θέση της και άρχισε να βηματίζει νευρικά πάνω κάτω. Δεν τη χωρούσε ο τόπος, ανάσαινε με δυσκολία.
               «Σιμόν» άκουσε τη φωνή της μητέρας.
               Γύρισε απότομα και την είδε να στέκεται με το γνωστό αγέρωχο ύφος στη βάση της σκάλας.
               «Χαίρομαι που είσαι καλύτερα» συνέχισε «Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να μιλήσουμε».
               Η Σιμόν δυσανασχέτησε και δεν το έκρυψε, μα αυτό δεν πτόησε τη μητέρα της «Ο Καρλ θα περάσει το απόγευμα να συζητήσετε. Θα πρέπει να κανονίσετε τα του αρραβώνα σας».
               «Δε νομίζω...»
               «Άκουσε με νεαρή» έκανε η Ντίτρε προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή της «Ο αρραβώνας αυτός θα γίνει, είτε το θες, είτε όχι. Όσο γι’ αυτό που έχεις στο νου καλύτερα να το ξεχάσεις».
               Η Σιμόν την κοίταξε κατάπληκτη «Τι εννοείς;» ψέλλισε.
               Η Ντίτρε την πλησίασε και την κοίταξε κατάματα «Νομίζεις πως δεν ξέρω τα καμώματα σου με αυτόν τον βιολιστή; Εκείνον τον νεαρό Εβραίο! Για χαζή με περνάς;»
               Η Simone έκλεισε το στόμα με την παλάμη της «Μα πώς;» προσπάθησε να πει.
               «Είσαι τυχερή που δεν έχει φτάσει ακόμα στα αυτιά του πατέρα σου».
               Πλησίασε ακόμα πιο πολύ το πρόσωπο της στο δικό της «Βάλτο καλά στο μυαλό σου μικρή. Θα γίνεις η γυναίκα του Καρλ, η με το καλό ή με το άγριο. Διάλεξε».
               Και λέγοντας αυτά, έκανε στροφή και χάθηκε στο διπλανό δωμάτιο.


Χριστίνα Καρρά
Ηλίας Στεργίου