Ο κόσμος γύρω του καιγόταν.
Κραυγές πόνου γέμιζαν την ατμόσφαιρα και μπλέκονταν επιδέξια ανάμεσα στον πυκνό
καπνό που είχε κατακλύσει το χωριό και τους πνεύμονες των πανικόβλητων
κατοίκων. Έτρεχαν για να σωθούν, όμως κανείς δε φαινόταν αρκετά δυνατός για να
αποφύγει τον κλοιό του στρατού που με επιδέξιες κινήσεις έπαιρναν τις ζωές τους
χωρίς κανένα έλεος. Είχαν να εκτελέσουν εντολές και η θέση τους δεν τους επέτρεπε
κανένα ίχνος ανθρωπιάς. Κανένα συναίσθημα.
Πρώτα είχαν βάλει φωτιές σε όλα
τα σπίτια του χωριού και στη συνέχεια καβάλα στα άλογά τους σκότωναν όποιον
έβρισκαν στον δρόμο τους. Δεν είχε σημασία αν ήταν νέος, γέρος ή μωρό. Για
εκείνους ήταν το ίδιο. Λεηλατούσαν κάθε ελεύθερη έκταση και προχωρούσαν απτόητοι
προς αναζήτηση νέων θυμάτων. Τα άλογα παρά την υπερβολική ζέστη από τη φωτιά
ήταν συνηθισμένα και δε διαμαρτύρονταν καθόλου. Συνέχιζαν να καλπάζουν αγέρωχα
περιμένοντας την επόμενη εντολή των στρατιωτών.
Δεν ήταν περήφανος που το έλεγε,
αλλά ούτε και μπορούσε να το αρνηθεί. Είχε πάρει και ο ίδιος πολλές ζωές στα
χέρια του. Ποτέ μικρά παιδιά, η καρδιά του δεν το άντεχε. Πάντα φρόντιζε να
φαίνεται σαν να του τύχαινε κάτι κι έτσι αναλάμβανε κάποιος άλλος αυτό το
δύσκολο καθήκον. Δεν μπορούσε να το παραδεχτεί, γιατί θα αποτελούσε παραβίαση
των εντολών του και τον άμεσο θάνατό του. Όμως δεν μπορούσε να φανταστεί τον
εαυτό του να αφαιρεί τη ζωή από ένα τόσο μικροσκοπικό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Όταν
είχε χρηστεί Στρατιώτης της Κυριαρχίας είχε συμφωνήσει σε πολλά πράγματα που
ήταν αντίθετα στα πιστεύω του. Δεν είχε άλλη λύση όμως. Ήταν ή αυτό ή ο θάνατος
από την ασιτία στους δρόμους. Την αγαπούσε τη ζωή κι όμως είχε βρεθεί σε τέτοια
θέση που το μόνο που έκανε ήταν να την αφαιρεί.
Ο μαύρος ουρανός ήταν άδειος.
Ούτε τα αστέρια δεν τολμούσαν να κάνουν την εμφάνισή τους μπροστά στο
αποτρόπαιο θέαμα. Το φεγγάρι είχε κρυφτεί πίσω από το σύννεφο καπνού κι ενώ οι
κραυγές των κατοίκων είχαν αρχίσει σταδιακά να μειώνονται, οι ιαχές των
στρατιωτών συνέχιζαν να ακούγονται βροντερές από μακριά.
Τότε την άκουσε. Μια σπαρακτική
κραυγή. Γύρισε απότομα το κεφάλι του και τότε την είδε. Μια γυναίκα μέσα σε ένα
κατάλυμα που έμοιαζε με φυλακή. Αντί για πόρτα είχε κάγκελα και έκανε τη
διαφυγή της αδύνατη. Οι φωτιές είχαν επεκταθεί σε όλο το μέρος απειλώντας να
την κατασπαράξουν σε δευτερόλεπτα. Και τότε τα μάτια της συνάντησαν τα δικά
του.
Το πρόσωπό της ήταν μαύρο από τις
στάχτες και ο ιδρώτας έκανε αυλάκια στο μέτωπό της. Τα μάτια της έλαμπαν από τα
δάκρυα, που στέγνωναν αμέσως λόγω της ζέστης και των αναθυμιάσεων της φωτιάς. Τα
χείλη της έτρεμαν από τον φόβο και την αγωνία. Τα χέρια της φαίνονταν κόκκινα
από την πάλη της με τις φωτιές και το φόρεμά της, που άλλοτε έπρεπε να ήταν
λευκό, τώρα έως ένα σημείο ήταν καμένο και κουρελιασμένο. Ήταν ξυπόλητη, τα
πόδια της γεμάτα χώματα.
Μπορούσε να την αφήσει εκεί. Να της
γυρίσει την πλάτη και να την αφήσει να καεί. Λιγότερη δουλειά για τον ίδιο. Όμως
κάτι στον βλέμμα της τον έκανε να παγώσει.
«Σε παρακαλώ» την άκουσε να
εκλιπαρεί και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Έπρεπε να τη σκοτώσει. Αν
δεν το έκανε, θα πέθαινε ο ίδιος. Όμως δεν μπορούσε.
Ένιωσε τα πόδια του να προχωράνε προς
το μέρος της και με όση δύναμη είχε πάνω του άρχισε να τραβάει τα κάγκελα.
Έσπρωχνε κι εκείνη από μέσα, μέχρι που τελικά η καγκελένια πόρτα άνοιξε και η
γυναίκα βγήκε έξω βήχοντας. Έπεσε στα τέσσερα ασθμαίνοντας δυνατά.
Μπορούσε να τη σκοτώσει. Έτσι όπως
ήταν εκείνη τη στιγμή μπορούσε να βγάλει το σπαθί του και να της αφαιρέσει τη
ζωή. Ούτε που θα τον καταλάβαινε. Όμως οι μύες δεν μπορούσαν να υπακούσουν το
μυαλό του. Έμεινε να την κοιτάει, μέχρι που με δυσκολία εκείνη σηκώθηκε και
άρχισε να τρέχει κατά μήκος του χωριού. Φώναζε ένα όνομα, αλλά δεν μπορούσε να
την ακούσει καλά. Μέχρι που την είδε να γονατίζει και να κλαίει πάνω από ένα
νεκρό σώμα.
Πλησίασε νωχελικά και είδε ότι
στην αγκαλιά της κρατούσε το σώμα ενός άψυχου κοριτσιού. Το θυμόταν… Λίγη ώρα
πριν την είχε δει να τρέχει μαζί με τους άλλους κατοίκους για να ξεφύγει από τους στρατιώτες.
Στο χέρι της κρατούσε ακόμα την αυτοσχέδια κούκλα της και τα ματάκια της ήταν
κλειστά. Θα μπορούσες να πεις ότι κοιμόταν.
Οι λυγμοί της γυναίκας τον
επανέφεραν στην πραγματικότητα. Είχε το κορίτσι στην αγκαλιά της και οι κραυγές
της ακούγονταν δυνατές τώρα. Ο πανικός τον κατέκλυσε.
«Πρέπει να φύγεις» την έπιασε από
το χέρι για να τη σηκώσει, όμως εκείνη τον έσπρωξε μακριά της.
«Μη με αγγίζεις. Τη σκότωσες!
Σκότωσες την κόρη μου» συνέχισε να ουρλιάζει. Τα μάτια της είχαν γεμίσει νέα
δάκρυα. Το σώμα της έτρεμε ολόκληρο από τον θυμό και το μίσος. «Θα σας σκοτώσω
όλους! Γιατί το κάνατε αυτό; Γιατί;» φώναζε απεγνωσμένα.
«Αν δε φύγεις τώρα, θα σε
σκοτώσουν κι εσένα» προσπάθησε να απαντήσει ήρεμα. Το βλέμμα της καρφώθηκε πάνω
του.
«Γιατί με έσωσες;» τον ρώτησε. Ο
τόνος της φανέρωνε απέχθεια. Όχι ότι άξιζε κάτι περισσότερο.
«Δεν ξέρω» απάντησε με
ειλικρίνεια κοιτώντας τη στα μάτια. Έμεινε κι εκείνη να τον κοιτάει, έπειτα
γονάτισε, χάιδεψε για μια τελευταία φορά το πρόσωπο του κοριτσιού και πήρε στα
χέρια της την αυτοσχέδια κούκλα. Τα δάκρυα και οι λυγμοί επανήλθαν.
«Εύχομαι μέσα από την ψυχή μου, όση
δυστυχία σκορπίσατε σε αυτόν εδώ τον τόπο σήμερα, άλλη τόση να σας βρει στη ζωή
σας» είπε σχεδόν ψιθυριστά και με ένα κοφτερό βλέμμα τού γύρισε την πλάτη και
άρχισε να τρέχει από την αντίθετη πλευρά από τους στρατιώτες. Λίγο πριν χαθεί
από τα μάτια του, γύρισε και κοίταξε για λίγο πίσω. Εκείνος είχε απομείνει
ακίνητος σαν άγαλμα να την κοιτάει. Αν τον ήξερε καλύτερα θα μπορούσε να πει
ότι έβλεπε πόνο στο βλέμμα του. Γύρισε και πάλι την πλάτη της αφήνοντας το
σκοτάδι να την κρύψει από τα επικίνδυνα βλέμματα.
Δεν είχε καταλάβει πόση ώρα
στεκόταν εκεί ακίνητος, μέχρι που ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Ήταν ο Ανώτερός
του.
«Γιατί είσαι εδώ μόνος;» τον
ρώτησε με επιτακτικό ύφος.
«Έμεινα πίσω γιατί άκουσα
κραυγές. Όμως είχαν παγιδευτεί στις φλόγες, οπότε κάηκαν ζωντανοί» είπε γρήγορα
προσπαθώντας να ακουστεί πειστικός. Στο σοβαρό πρόσωπο του Ανώτερού του διαγράφηκε
ένα χαμόγελο.
«Πολύ καλά, Στρατιώτη. Κάναμε πολύ
καλή δουλειά σήμερα» τον χτύπησε στον ώμο και άρχισε να προχωράει με το άλογό
του. Σε λίγο ακολούθησαν και οι υπόλοιποι στρατιώτες που γυρνούσαν περνώντας
μέσα από τα αποκαΐδια. Λίγο πριν τους ακολουθήσει, κατέβηκε προσεχτικά από το
άλογό του και ελέγχοντας μην τον δει κανείς πλησίασε το νεκρό σώμα του
κοριτσιού. Έδειχνε γαλήνια, όμως ο θάνατός της μόνο γαλήνιος δεν ήταν. Ένιωσε
έναν κόμπο στον λαιμό του. Τότε παρατήρησε ότι φορούσε μόνο το ένα της παπουτσάκι.
Το άλλο πόδι της ήταν βρώμικο και καμένο. Πήρε το παπούτσι στα χέρια του και τα
φρύδια του έσμιξαν. Ήταν μικρό σε σχέση με το χέρι του, βρώμικο από την
κακουχία. Το έβαλε γρήγορα μέσα στο γιλέκο του και ανέβηκε στο άλογό του.
Επιτάχυνε για να φτάσει τους υπόλοιπους, πριν όμως χαθεί για πάντα το καμένο
τοπίο από το οπτικό του πεδίο, γύρισε και έριξε μια τελευταία ματιά. Τόσος
πόνος. Τόσος θάνατος. Κι εκείνος καταδικασμένος για μια ζωή να τον σπέρνει. Τα
λόγια της γυναίκας ήρθαν ξανά στο μυαλό του.
«Εύχομαι μέσα από την ψυχή μου, όση δυστυχία σκορπίσατε σε αυτόν εδώ
τον τόπο σήμερα, άλλη τόση να σας βρει στη ζωή σας».
Λίγο ήξερε όμως κι εκείνη ότι η
μεγαλύτερη δυστυχία τον είχε ήδη βρει και ήταν αυτή η τόσο άδικη και γεμάτη
θάνατο ζωή…
Θεοδώρα Σέρβου