Παρεκκλίνων φύλακας (Κεφάλαιο 2) - "Φάντασμα του παρελθόντος"

Ελπίδα. Όνειρο. Συντριβή. Παρακμή.
Όλα ξεκινούν από αυτήν την αναθεματισμένη παρόρμηση.
Από την έπαρση. Από την ελπίδα στην εξαίρεση.
Κάποιοι καταφέρνουν να αλλάξουν τον κόσμο τους.
Αλλά οι περισσότεροι απλά χάνονται στην ανυπαρξία τους.
Κανείς δε μιλά για αυτούς. Κανείς δε γράφει. Κανείς δε θυμάται.

Η παιδική μου ηλικία ήταν λίγο δύσκολη. Ας πούμε πως κάθε άνθρωπος δεύτερης γενεάς είναι ένα υβρίδιο. Η μητέρα μου πέθανε στον τοκετό. Δύσκολη η γέννα ενός παιδιού με ένα μονό φτερό και ακάνθινους ώμους για μια απλή γυναίκα, φορέα φυσιολογικών γονιδίων. Ο πατέρας μου διέθετε δύο φτερά και τα δόντια του είχαν αιχμηρές απολήξεις. Νιώθω τυχερός που δεν κληρονόμησα το δεύτερο παράξενο χαρακτηριστικό. Ιδίως μετά από τις αναμνήσεις που μου χάρισε αυτή η οδοντοστοιχία.

Θεωρώ πως είμαστε τερατουργήματα. Δεν έχω ακούσει κανέναν να υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Αλλά αν γνώριζαν τον πατέρα μου, δε θα μπορούσαν παρά να συμφωνήσουν. Έλλειψη ενσυναίσθησης. Αυτό ήταν το στοιχείο που τον καθιστούσε απάνθρωπο. Ο πόνος ήταν αδυναμία. Τα δάκρυα ήταν τροφή για τον ισχυρό. Τα συναισθήματα, εργαλείο αυτοκαταστροφής.

«Πιστεύεις πως είμαι ίδιος με εκείνον;» ρωτώ την αδερφή μου, καθώς εναποθέτω την κούπα με τη ζεστή σοκολάτα μπροστά της.

Γελά, σαν να χρησιμοποίησα το χιούμορ που δε διαθέτω και χτυπά το κεφάλι μου με την παλάμη της. Τονίζω πως δεν είμαι πια παιδί, μα φροντίζει να μου υπενθυμίσει πως θα είμαι πάντα ο μικρός της αδερφός.

«Είσαι πολύ απόμακρος, μα δεν είσαι άκαρδος» σοβαρεύει ξαφνικά. «Δε θα έβλαπτες ποτέ την οικογένειά σου».

«Αυτό δεν το ξέρεις».

«Νόρμαν» προφέρει έντονα, κάνοντας μια παύση για να δοκιμάσει το ρόφημά της «χάρη σε εσένα βρίσκομαι εδώ σήμερα. Αν περνούσε από τα δικά του χέρια, θα ήμουν νεκρή».

Κάθομαι απέναντί της και αφήνω τους αγκώνες μου να φωλιάσουν στο βερνικωμένο ξύλο του τραπεζιού. Κρύβω το πρόσωπό μου ανάμεσα στις γροθιές μου και ρουθουνίζω. Οι σκέψεις μοιάζουν με αιχμηρές λεπίδες. Το κεφάλι μου κοντεύει να σπάσει.

«Και τι καταφέραμε; Γίναμε καλοπληρωμένοι δολοφόνοι, σαν και εκείνον».

Η Χριστιάνα σηκώνεται και με πλησιάζει. Αισθάνομαι το απαλό της άγγιγμα στον ώμο μου. Τα δάχτυλά της περιτριγυρίζουν το αγκάθι, το οποίο κρύβεται από το πουκάμισο για όσους δεν ξέρουν πού να κοιτάξουν. Ανασηκώνω το πιγούνι μου και της ρίχνω μια λοξή ματιά. Οι κόρες της περιτριγυρίζονται από βαθύ μωβ, το οποίο φωτίζεται από την κίτρινη λάμπα της κουζίνας. Χαμογελά εύθυμα και σκύβει, μέχρι να πέσουν μερικές κυματιστές τούφες στον αυχένα μου.

«Είμαστε Φύλακες, Νόρμαν». Μου μιλά σαν να είμαι μικρό παιδί, στο οποίο πρέπει να αφηγηθεί ένα όμορφο παραμύθι. «Προστατεύουμε την τάξη του κόσμου μας. Είμαστε ξεχωριστοί».

Είμαστε τέρατα.

Κοπανάω ανεπαίσθητα το τραπέζι. Τελείως απροειδοποίητα, μια σφαλιάρα με αναγκάζει να περιστρέψω το κεφάλι κάμποσες μοίρες. Κυρτώνω τα φρύδια ενοχλημένος και τα χέρια της τραβούν τα μαλλιά μου. Γρυλίζω, μα εκείνη χαχανίζει, δίχως να την απασχολεί η υποβόσκουσα απειλή.

«Ξεχνάς ότι η παντοδύναμη αδερφή σου διαβάζει τις σκέψεις;»

«Ξεχνάς ότι δεν επιτρέπεται να το κάνεις χωρίς τη συγκατάθεση του τρίτου προσώπου;»

Εξοργίζομαι. Απομακρύνομαι από εκείνη, με το αίμα να συσσωρεύεται όλο και περισσότερο στο πρόσωπό μου. Το ενοχλητικό της γέλιο, θρέφει τον εκνευρισμό μου.

«Είσαι ο μικρός μου αδερφός. Πάντα διαβάζω τις σκέψεις σου. Δε χρειάζομαι άδεια».

Μισοκλείνω τα μάτια και σκέφτομαι κλόουν. Κόκκινα χείλη και μύτη, λευκό πρόσωπο και μαλλιά αφάνα. Η Χριστιάνα γουρλώνει και αμέσως αποτραβιέται από το κεφάλι μου. Σχολιάζει με ενόχληση την κακή μου διάθεση, μα εγώ αδιαφορώ. Θέλω απλά να επιστρέψει στο σπίτι της. Η ώρα είναι ήδη δώδεκα. Ο κόσμος παύει να κυκλοφορεί. Αν δε φύγει γρήγορα…

Το κουδούνι χτυπά και το κεφάλι της τινάζεται. Σηκώνεται, έτοιμη να ανοίξει την πόρτα. Η προσπάθειά μου να σταθώ εμπόδιο στον δρόμο της, φαίνεται να την πεισμώνει, διότι σχεδόν τρέχει και ανοίγει την εξώπορτα διάπλατα. Το σαγόνι της χάσκει και η Ίντιθ την υποδέχεται με τυπικότητα. Η πλάτη της Χριστιάνας συνεχίζει να με επιπλήττει με αυστηρότητα, ενώ η ξανθιά Φύλακας μπαίνει στο διαμέρισμα και κλείνει την πόρτα.

Η επισκέπτριά μας μοιάζει σαν να έχει έρθει από άλλο κόσμο. Σαν να μην μπορεί να αντιληφθεί την αμηχανία που απλώνεται στο δωμάτιο. Σωριάζεται σε μια καρέκλα και κινεί τα δάχτυλά της κυκλικά. Κλείνει τα μάτια και οσμίζεται, πριν να αναστενάξει ικανοποιημένα. Παραγγέλνει μια ζεστή σοκολάτα, εμφανώς επηρεασμένη από τα αρώματα του χώρου. Αφήνω τη διαταγή της να κινήσει τα νήματα του κορμιού μου, εφόσον αδυνατώ να βρω από μόνος αυτή τη δύναμη. Βάζω νερό στον βραστήρα και περιμένω. Τα λεπτά μοιάζουν με αιώνες. Ο ήχος του νερού, το οποίο ξεκινά να κοχλάζει με πολύ αργούς ρυθμούς, είναι εκκωφαντικός.

Εν τέλει το σώμα της αδερφής μου τίθεται σε λειτουργία αργά και ξύλινα. Πλησιάζει το τραπέζι και κάθεται αντικριστά με την Ίντιθ. Εκείνη, φανερά αφηρημένη, τεντώνεται προς την αντίθετη κατεύθυνση και τραβά ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη. Ξεκινά να το ξεφυλλίζει, μουρμουρίζοντας την αγαπημένη της μελωδία.

«Χρόνια και ζαμάνια».

Τα μάτια της ξεκολλούν από τις σελίδες και συντονίζονται στις βαθιές μωβ θάλασσες, οι οποίες απειλούν να την καταπιούν. Κυρτώνει τα χείλη και κλείνει το μάτι με οικειότητα.

«Χριστιάνα, νόμιζα πως δε θα σε έβλεπα ποτέ ξανά, όταν αποφάσισες να μείνεις στην άλλη άκρη του Λάστλεϊκ».

«Ο κόσμος είναι μικρός. Δύο ώρες ταξίδι είναι με τον σιδηρόδρομο».

«Ό,τι απέμεινε από αυτόν».

«Τετρακόσια εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στο Λάστλεϊκ. Δε θα το έλεγα και περιορισμένο» ανταπαντά ψηλομύτικα η αδερφή μου, σταυρώνοντας τα χέρια. «Απλά, τα τρένα έχουν βελτιωθεί αισθητά».

Τις διακόπτω ανυπόμονα, έχοντας ετοιμάσει το ρόφημα. Η αδερφή μου με σουβλίζει. Την αποφεύγω, προσποιούμενος πως πρέπει να σώσω το βιβλίο από τα χέρια της Ίντιθ.

«Απαγορεύεται διασταύρωση δύο ανθρώπων δεύτερης γενεάς» ανοίγει την κουβέντα, από την οποία πάλευα να γλιτώσω.

«Δ-δεν είναι αυτό που νομίζεις. Δεν έχουμε…»

«Και αν ήμασταν μαζί, τι θα συνέβαινε; Μπορούμε πάντα να προσέχουμε» με διακόπτει η Ίντιθ, ενοχλημένη από την αδιακρισία της Χριστιάνας.

«Έλα τώρα. Είσαι πολλά πράγματα, αλλά όχι χαζή. Γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα ότι μέχρι τα τριάντα θα πρέπει να κάνεις παιδί, τόσο εσύ όσο και ο Νόρμαν. Παιδί δεύτερης γενεάς».

«Έχουμε περιθώριο δύο χρόνων, λοιπόν».

«Σε πληροφορώ» ξεκινά η αδερφή μου, με τα μάτια της να υγραίνονται «ότι χρειάζεται πολύ ψάξιμο, για να βρεις κάποιο ταίρι. Οι άνθρωποι πρώτης γενεάς θεωρούν τη διαφορετικότητά μας τρομακτική».

Σηκώνομαι απότομα και την πλησιάζω. Το χέρι μου τρέμει, σαν να θέλει να συγκρατηθεί. Τελικά, τη γυρνώ προς το μέρος μου και χτυπώ το μέτωπό της με το δικό μου. Βυθίζω το βλέμμα μου στα υγρά της μάτια και διαβάζω της σκέψεις της, χωρίς να χρειάζομαι το χάρισμά της.

«Σε πείραξε;»

«Απλά φοβάται πως το παιδί θα βγει…»

Ασθμαίνει και λιώνει στην αγκαλιά μου. Οι μύες του στέρνου μου σφίγγονται ενοχλημένοι. Κοιτάζω προς τα κάτω. Τα χέρια της χαϊδεύουν την κοιλιά της, η οποία για πρώτη φορά μοιάζει να εξέχει ανεπαίσθητα. Είναι τριάντα. Αν δεν κυοφορούσε, θα κρινόταν ανίκανη να φέρει εις πέρας το καθήκον της. Οι Φύλακες που κρίνονται ως «ανεπαρκείς», αποβάλλονται από το σύστημα. Τους καλούν στο μεγάλο κτίσμα με τίτλο «Ολύμπιο», στο κέντρο του Λάστλεϊκ, και έκτοτε δεν τους βλέπει κανείς.

«Θα έρθω εκεί και θα το διευθετήσω αυτοπροσώπως» αποφασίζω, έτοιμος να πάρω το πρώτο τρένο, το χάραμα.

«Όχι. Δεν πρέπει να φύγεις, μπορεί να χρειαστεί κάποια παρέμβαση».

«Χθες προέκυψε μια περίπτωση. Δύσκολα προκύπτει και άλλη εντός δεκαπέντε ημερών» βιάζομαι να μηδενίσω την αντίστασή της.

«Δε θέλω βοήθεια από τον μικρό μου αδερφό. Μπορώ να διαχειριστώ την οικογένειά μου μόνη μου. Άλλωστε, έχω τα γονίδια του Ααρών».

Γυρνά να με κοιτάξει με ένα ψεύτικο χαμόγελο, μα η ματιά μου έχει ήδη σκοτεινιάσει περισσότερο –όσο περίεργο και αν είναι, υπήρχε περιθώριο. Η θύμηση του πατέρα μου δε βελτιώνει τα τσιτωμένα μου νεύρα. Φεύγει βιαστικά, ανίκανη να συνεχίσει να εκτίθεται μπροστά στην Ίντιθ. Για να με αποχαιρετήσει, με τραβάει κοντά της, γέρνει την εξώπορτα και με κλείνει σε μια πελώρια αγκαλιά.

«Το μικρούλι θα γίνει χαρούμενο, σαν τη μαμά του, τι λες;» μουρμουρίζει ντροπαλά.

«Και ακόμα περισσότερο» λέω με ειλικρίνεια, όσο χαϊδεύω την κοιλιά της.

«Σε παρακαλώ, μην μπλέξεις» φροντίζει να με συμβουλεύσει, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά προς την πόρτα.

Κατεβαίνει τη στριφογυριστή σκάλα, που απευθείας στο διαμέρισμά μου. Μόλις βεβαιώνομαι πως έχει επιβιβαστεί στο ταξί, κλείνω την πόρτα και την ασφαλίζω σαν να είναι χρηματοφυλάκιο. Η Ίντιθ σηκώνεται και με πλησιάζει. Οι γόβες της χτυπούν στο μάρμαρο και ο επαναλαμβανόμενος ήχος ανεβάζει τους παλμούς μου. Ακινητοποιείται πίσω μου. Αισθάνομαι τα ρούχα μας να αγγίζονται. Τα σώματά μας δεν έχουν καμία απολύτως επαφή, μα αισθάνομαι σαν να έχουν. Έχει καταπατήσει ολοκληρωτικά την τυπική απόσταση που οφείλουμε να έχουμε.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» ρωτώ σκληρά, αδυνατώντας να κινηθώ, έστω και για να την κοιτάξω.

«Γιατί τρέμεις;»

«Φύγε».

«Νόρμαν».

Στο άκουσμα του ονόματός μου, γυρνώ. Την αντικρίζω. Προσηλώνομαι στα χείλη της, από τα οποία δραπέτευσε το κάλεσμα. Τη θέλω, ανάθεμα. Τα δάχτυλά μου γδέρνουν το εσωτερικό της παλάμης μου, ώστε να κατευνάσουν την ορμή μου. Οι νευρικές απολήξεις των κυττάρων μου στέλνουν σήματα πόνου και συνέρχομαι. Απομακρύνομαι, σαν να μη με απασχολεί καθόλου η Ίντιθ. Τα βλέφαρά της ανοίγουν περισσότερο και έπειτα κλείνουν. Ξέρω πως την πληγώνω, μα είναι για το καλό και των δυο μας.

«Που την έχεις;» με ρωτά τελικά, σουλουπώνοντας τα ήδη τακτοποιημένα ρούχα της. «Το κορίτσι».

«Στη σοφίτα».




Ράνια Ταλαδιανού