Insomnia (Κεφάλαιο 2)

«Το να πέσεις δεν είναι φοβερό. Το να μη θέλεις, όμως να σηκωθείς, είναι ολέθριο» - Paulo Coelho

Ο χυμός καρότου γλείφει τα τοιχώματα του ποτηριού στον δίσκο, καθώς τραντάζεται στο κάθε μου βήμα. Με τον ώμο μου σπρώχνω την πόρτα του υπνοδωματίου που ετοίμασα μόνο για εκείνη και μπαίνω αθόρυβα για να μη την ξυπνήσω. Κοιμάται γαλήνια, αλλά κάτω από τα βλέφαρά της έχουν σχηματιστεί τόσο έντονοι μαύροι κύκλοι που μοιάζουν βαμμένοι με σκιά.

Ακουμπάω τον δίσκο στο κομοδίνο δίπλα της και στρέφομαι προς τα κλειστά παράθυρα. Ένας υπερβολικά λαμπερός για τα δεδομένα της Σκωτίας ήλιος με χτυπάει κατά πρόσωπο αναγκάζοντάς με να μισοκλείσω τα μάτια μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα από τον πρωινό φρέσκο αέρα και επιστρέφω κοντά της.

Η Κάμερον κουλουριάζεται και κρύβει το κεφάλι της κάτω από τα σκεπάσματα. Βαριανασαίνει.

«Φύγε» με διατάζει κακόκεφα. Η φωνή της είναι σπασμένη και βαριά από τον ύπνο. «Άσε με μόνη».

«Όχι σήμερα. Το έκανα τις τρεις προηγούμενες μέρες, όμως σήμερα θα πάμε βόλτα» λέω ξεσκεπάζοντάς την.

Σαν παιδί κρύβεται γυρνώντας από την άλλη ή βάζει τα μαξιλάρια της ανάμεσά μας ή καλύπτει με τις παλάμες το πρόσωπό της. Χαμογελάω καθησυχαστικά και τις τραβάω απαλά για να αποκαλύψω δυο μάτια κόκκινα και βουρκωμένα.

«Μη» ψιθυρίζω. «Όλα καλά θα πάνε. Μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να σε αφήσω να μου φύγεις τόσο γρήγορα» προσπαθώ να αστειευτώ, αλλά η Κάμερον δε γελάει.

«Χα! Και τι θα κάνεις; Θα τα βάλεις με τον Θεό;» σαρκάζει και δαγκώνει τα χείλη της. «Δε θα έχει καλή κατάληξη αυτό και το ξέρεις. Γιατί λοιπόν συνεχίζεις να πιστεύεις το αντίθετο. Ας είμαστε ρεαλιστές».

«Είμαι ρεαλιστής και σου λέω αυτό που πραγματικά πιστεύω. Έχουμε χρόνο ακόμα. Όχι άπλετο. Αλλά αρκετό για να σώσεις τη ζωή σου. Απλά ενημέρωσε τον γιατρό σου πως αποφάσισες να κάνεις την εγχείρηση. Όλα τα υπόλοιπα είναι θέμα χρόνου για να βελτιωθούν».

Δε θα την αφήσω να πεθάνει. Αυτό είναι το μόνο που ξέρω. Ακόμα και αν χρειαστεί να την κάνω ίδια με τα υβρίδιά μου, δε θα την αφήσω να χαθεί. Σκέφτομαι εγωιστικά; Οι επιθυμίες μου προσβάλλουν τον Θεό στον οποίο πιστεύει τόσο τυφλά; Δεν ξέρω. Αλλά δε θα πάψω να ελπίζω για το καλύτερο.

«Λοιπόν κοίτα, σκέφτεσαι τα πράγματα πολύ αρνητικά και δεν είναι καλό να σε παίρνει από κάτω». Τραβάω το πάπλωμα του κρεβατιού από πάνω της, ώσπου να πέσει στο πάτωμα και πιάνοντάς την από τους ώμους τη σηκώνω. «Θα κάνουμε μια συμφωνία εντάξει; Εσύ θα κάτσεις να σκεφτείς αυτά που πρόκειται να χάσεις, αν παραιτηθείς από τη ζωή και εγώ δε θα μιλήσω ξανά για το θέμα της εγχείρησης, παρά μόνο για τα όνειρα που δεν έχουμε εκπληρώσει».

«Όνειρα; Τι είδους όνειρα; Όλα καταστράφηκαν όταν…»

«Τίποτα δεν έχει τελειώσει. Ακόμα» τη διακόπτω. «Αργότερα σκέφτομαι να περάσω από την εκκλησία του πνευματικού σου. Τόσα ορφανά φροντίζει. Νομίζω πως μπορώ να φροντίσω κάνα δυο. Πόσο δύσκολο θα είναι;» χαμογελάω πονηρά στα γουρλωμένα της μάτια. «Σκέφτομαι για κάποιο κορίτσι, ίσως δίδυμα. Σίγουρα θα χρειαστούν μια μητρική φιγούρα μέσα στο σπίτι, αν όμως επιμένεις να τα παρατήσεις, κάτι θα σκεφτώ για να τις φροντίσω. Βέβαια έκανες σαφές ότι δεν θέλεις να υιοθετήσουμε, όμως σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να τους προσφέρουμε ένα καταπληκτικό σπιτικό».

Σηκώνομαι και κάνω τον κύκλο του κρεβατιού ξέροντας πως της κέντρισα το ενδιαφέρον. Πιάνω τον δίσκο με το απείραχτο για μια συνεχόμενη φορά πρωινό και ετοιμάζομαι, να φύγω. Αλλά ένα απαλό διστακτικό βήξιμο με σταματά κάνοντάς με να κοντοσταθώ.

«Θα… φάω» ψιθυρίζει. «Και ίσως μπορούμε να κάνουμε τη βόλτα που θέλεις».

«Εντάξει. Με την ησυχία σου. Θα ετοιμάσω το καλάθι του πικ-νικ. Σύμφωνοι;» τη ρωτάω ανασηκώνοντας τα φρύδια μου.

Η Κάμερον μου γνέφει και νιώθω πως χτυπώντας την στο ευαίσθητο σημείο της πέτυχα, όσα δεν κατάφερα τις προηγούμενες τρεις μέρες. Κατεβαίνοντας τη κυρίως σκάλα καταλήγω στο χολ και από εκεί στρίβω για την κουζίνα. Βγάζω από την πίσω τσέπη του τζιν το κινητό μου και πατάω τον πρώτο αριθμό κινητού στις ταχείες κλήσεις μου.

Ο άντρας που απαντά στην άλλη άκρη της γραμμής ακούγεται αγχωμένος.

«Θα κάνει την εγχείρηση». Λέω. «Το απόγευμα θα είμαστε εκεί» λέω κοφτά ανήσυχος μήπως και με ακούσει η Κάμερον.

«Δέχτηκε; Αυτά είναι πολύ ευχάριστα νέα, κύριε Κοβέλ. Θα μιλήσω με τον ογκολόγο και αύριο το πρωί, θα διορθώσουμε το πρόβλημα. Δεν μας παίρνει να το αναβάλλουμε περισσότερο» φωνάζει ενθουσιασμένος ο γυναικολόγος της και το κλείνει.

Ωραία! Το μόνο που μένει τώρα είναι να το δεχτεί και η Κάμερον. Πρέπει να το δεχτεί. Γέρνω πάνω στο νεροχύτη και βρέχω τσιτωμένος το πρόσωπό μου περιμένοντάς τη να κατέβει. Με νωχελικές κινήσεις απλώνω, όσα θα χρειαστώ στο πικ-νικ πάνω στο τραπέζι και έπειτα τα αποθηκεύω μέσα σε ένα ψάθινο καλάθι, όταν το κινητό μου αρχίζει να δονείται πάνω στον πάγκο.

Ο Κακός Λύκος, το παρατσούκλι του συνεργάτη και πιστού βοηθού μου αναβοσβήνει στην οθόνη και αμέσως σφίγγομαι. Του είπα να μου τηλεφωνήσει μόνο και αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, οπότε για να το κάνει… σημαίνει ότι πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά μου και ειλικρινά δεν έχω χρόνο γι’ αυτό. Το υβρίδιο που έχω αναλάβει πρέπει να περιμένει μια εβδομάδα ακόμα.

Μου περνάει από το μυαλό να τον αγνοήσω και καταπολεμάω την επιθυμία μου να ξεχάσω για λίγο το ποιος πραγματικά είμαι και ποια είναι η δουλειά που έχω αναλάβει, όμως δεν μπορώ.

«Κάμερον είσαι έτοιμη;» φωνάζω. Καμία απάντηση. Πηγαίνω προς τη σκάλα σφίγγοντας στο χέρι μου το κινητό που συνεχίζει να δονείται στον εκνευριστικό του ρυθμό. «Αγάπη μου;»

«Ε, ναι. Περίπου. Θα κατέβω σε λίγο» απαντάει κάπως βεβιασμένα κεντρίζοντάς μου την περιέργεια. «Δεν αργώ».

«Εντάξει, θα σε περιμένω στο κιόσκι μας» μουρμουρίζω επιστρέφοντας στην κουζίνα, όταν ακούω βήματα στο ξυλόστρωτο της μπροστινής βεράντας.

Σμίγοντας τα φρύδια μου καχύποπτα ανοίγω το συρτάρι με τις πετσέτες και βουτάω το περίστροφο που κρύβω για ώρα ανάγκης. Η Κάμερον το έχει δει και αν ποτέ της έχει αναρωτηθεί, δεν θυμάμαι να μου έχει ζητήσει τον λόγο. Ξέρει πως το σπίτι μας είναι πολύ απομονωμένο από τα υπόλοιπα και οι κίνδυνοι στα προάστια είναι αρκετοί. Όπως και εγώ γνωρίζω πως κάνοντας μια παράνομη δουλειά σαν τη δική μου, ο καθένας έχει λόγο για να μας βγάλει από τη μέση.

«Ποιος είναι;» ρωτάω καχύποπτα και στον πρώτο δισταγμό αναρωτιέμαι, μήπως σήμερα είναι η μέρα που έρχεται η οικονόμος μας.

«Ο Κακός Λύκος, κύριε» έρχεται η φωνή του συνεργάτη μου από την άλλη πλευρά της πόρτας. «Πρέπει, να μιλήσουμε».

Του ανοίγω για να έρθω αντιμέτωπος με έναν ψιλόλιγνο νεαρό. Έχει κοντά μαλλιά, κάτι σαν στρατιωτικό κούρεμα και μεγάλα εκφραστικά, σχιστά μαύρα μάτια που κρύβονται πίσω από χοντρούς φακούς μυωπίας. Το πρόσωπό του καλύπτεται από διάστικτα σημάδια μιας ξεχασμένης ακμής και μερικές φακίδες. Φοράει καρό πουκάμισο και τζιν με αθλητικά και έχει παραμάσχαλα έναν φορητό υπολογιστή και κάτι ντοσιέ.

«Τόμας» αναφωνώ νευρικός και κοιτάζω προς το μέρος της σκάλας, αλλά η Κάμερον δε φαίνεται πουθενά.

Βγαίνω έξω και κλείνω την πόρτα πίσω μου θέλοντας να κρατήσω την οποιαδήποτε συζήτησή μου μαζί του κρυφή από την γυναίκα μου.

«Ποιος είναι ο σκοπός της επίσκεψής σου;»

«Συγγνώμη, απλά δεν μπορούσα να σας βρω αλλιώς. Ξέρω το πρόβλημα με τη γυναίκα σας, όμως…»

«Στο θέμα μας, Τόμας» επιμένω. «Τι έγινε;»

Ο Κακός Λύκος, που ο συγκεκριμένος μόνο κακός δεν είναι, κάθεται στον ψάθινο καναπέ και απλώνει τα ντοσιέ του στο κοντό, ορθογώνιο τραπεζάκι μπροστά του. Ξεφυλλίζει για λίγο τις ανακατεμένες φωτοτυπίες του και με αγχωμένο βλέμμα μου δίνει ένα χαρτί. Είναι μια υπεύθυνη δήλωση.




Υπεύθυνη Δήλωση Πελάτη




Με αυτό το πιστοποιητικό δηλώνω υπεύθυνα πως επιθυμώ να αναλάβω προσωπικά τη φροντίδα του αντικειμένου που ανήκει στην περιουσία μου και πρόκειται να αντικαταστήσει την κόρη μου, ωσότου εκείνη αναρρώσει πλήρως. Το αντικείμενο τότε δέχομαι να επιστραφεί στην εταιρεία παρασκευής του και να καταστραφεί σύμφωνα με τους κανονισμούς που ορίζει η σύμβαση που έχει υπογραφεί.

Επίσης ως κηδεμόνας του αντικειμένου επιθυμώ την άμεση βελτίωσή του στα χαρακτηριστικά (αντοχή, δημιουργικότητα, προσαρμοστικότητα) και την μεταφορά του στην οικία μας, όπου θα αντικατασταθεί με το άτομο, το οποίο έχει προγραμματιστεί να καλύψει, ώσπου εκείνο να επιστρέψει και πάλι στα καθήκοντά του.




Υπεύθυνος Κηδεμόνας

Κος και κα Μέρφι




Διαβάζω χαμηλόφωνα, με τον Τόμας να μην έχει πάρει καθόλου το βλέμμα του από το πρόσωπό μου και τις εκφράσεις του που εναλλάσσονται με απίστευτη ταχύτητα. Νιώθω σοκαρισμένος και κάπως σαν να έχασα μόλις τη γη κάτω από τα πόδια μου.

«Περιμένουν την απάντησή σας κύριε. Χωρίς τη δική σας υπογραφή δεν μπορούν να προβούν σε καμιά ενέργεια» με ενημερώνει ο Τόμας μαζεύοντας τα χαρτιά του.

«Τι τους είπες;»

«Ότι αντιμετωπίζετε κάποιο πρόβλημα υγείας και είναι αδύνατον να παραστείτε για όσο διαρκεί η άδειά σας. Αλλά οι γονείς της κοπέλας έχουν γίνει πολύ ανυπόμονοι και θέλουν το αντικείμενο με κάθε κόστος» δαγκώνει νευρικός τα χείλη του. «Ο Διευθυντής μού είπε να σας μεταφέρω πως θα το κανονίσει με ή χωρίς την παρουσία και υπογραφή σας».

«Ο ανόητος. Δεν έχει καμία δικαιοδοσία πάνω σε αυτό. Εγώ δημιούργησα τον κλώνο της Κάρεν Μέρφι. Εγώ και μόνο εγώ μπορώ να πω το πότε θα είναι έτοιμη. Και εκείνη δεν είναι. Το αντικείμενό της δεν ανταποκρίνεται σε αρκετά απ’ αυτά που απαιτούν οι γονείς της και αλίμονο, αν γίνουν αντιληπτά» γρυλίζω.

«Του είπα πως αυτή θα είναι η απάντησή σας και μου μετέφερε πως δεν τον νοιάζει. Εκείνος τη δουλειά του κάνει μόνο και παίρνει το κέρδος που βγαίνει από αυτή».

«Ανάθεμά τον. Αυτόν και τους γονείς του κακόμοιρου κοριτσιού που χαροπαλεύει στο νοσοκομείο για τη ζωή της, ενώ οι άνθρωποί της σχεδιάζουν το πώς θα την αντικαταστήσουν. Μη χάσουν και το ακριβό εισόδημα της» γεμίζω με αηδία για αυτό το είδος ανθρώπου που δεν διστάζει να καταπατήσει τα πάντα για το κέρδος.

«Δεν μπορώ να πω πως διαφωνώ με την άποψή σας. Όμως… η δουλειά είναι δουλειά και ακόμα και αν δεν υπάγεται στον όρο τίμια, είναι η δουλειά σας, όπως και η δική μου. Με αυτήν ζω. Εξάλλου εγώ απλά κάνω ότι μου λένε. Το ίδιο και εσείς και όλοι οι υπάλληλοι που υπακούν στις εντολές του Διευθυντή».

«Ανοησίες. Όλοι μας φέρουμε ευθύνη». Πιάνω τη βάση της μύτης μου κουρασμένος. «Τέλος πάντων. Θα δω τι θα κάνω με τους Μέρφι. Προς το παρόν έχω να απολαύσω ένα πικ-νικ. Θα μείνεις για μεσημεριανό;» τον ρωτάω με ένα στραβό χαμόγελό.

«Ευχαριστώ, αλλά όχι. Ίσως μια άλλη φορά. Θα επιστρέψω στο Ινστιτούτο να δω τι σημειώσεις μπορώ να μαζέψω για το αντικείμενό σας. Ξέρετε… στην περίπτωση που αποφασίσετε να έρθετε».

«Εντάξει, Τόμας. Όπως νομίζεις».

Τον παρακολουθώ να μπαίνει στη μαύρη του Μπέντλεϊ και μόνο όταν φεύγει μπαίνω μέσα. Η Κάμερον αργεί να κατέβει και όσο καθυστερεί όλο και περισσότερο με ανησυχεί. Πόση ώρα μπορεί να πάρει σε κάποιον να ετοιμαστεί για ένα γρήγορο πικ-νικ; Ανεβαίνω πάνω στην κρεβατοκάμαρά της και την βρίσκω άδεια.

«Κάμερον;» ρωτάω ψάχνοντάς την. Στο μπάνιο του δωματίου της και του επόμενου.

Μπαίνω στο δικό μου υπνοδωμάτιο για να το βρω, όπως το άφησα. Με ξέστρωτο το κρεβάτι, κλειστά τα παντζούρια και πεταμένα από δω και από εκεί τα ρούχα μου.

«Κάμερον;» επαναλαμβάνω. Ανοίγω την πόρτα του μπάνιου μου και αντικρίζω τη φρίκη. «Ανάθεμά σε». Βλαστημάω πέφτοντας προς το μέρος της.

Η Κάμερον έχει γύρει πάνω από τη μπανιέρα και το κεφάλι της είναι πεσμένο μπροστά χωρίς αισθήσεις. Τα χέρια της κρέμονται άψυχα στο πλάι της και στους καρπούς έχουν ζωγραφισμένες άλικες, βαθιές χαρακιές. Βουτάω την πετσέτα προσώπου από τον κρίκο δίπλα στο νιπτήρα και την τυλίγω γύρω τους για να σταματήσω την αιμορραγία. Ανοίγει δειλά τα μάτια της.

«Συγγνώμη» την ακούω να ψιθυρίζει. «Απλά τα παράτησα».

«Γιατί;» σφίγγομαι από απογοήτευση. «Αν δεν νοιάζεσαι για τη ζωή σου, γιατί δε σκέφτεσαι και μένα; Γιατί θες να μου το κάνεις αυτό;»

Ανοίγει το στόμα της για να πει κάτι να δικαιολογηθεί για τις πράξεις της, όμως η αυθόρμητη, απότομη, κοφτή κίνηση του χεριού μου τη σταματά. Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια της. Δάκρυα που μπροστά στην απόγνωση που δημιουργήθηκε δεν σημαίνουν τίποτα. Με τη σιωπή μου να λέει όλα όσα δεν μπορούν να ειπωθούν με λόγια, πληκτρολογώ τον αριθμό των επειγόντων και καλώ για ασθενοφόρο.

«Συγγνώμη» ψελλίζει ανάμεσα στους λυγμούς της. «Εγώ δ… δε σκεφτόμουν καθαρά. Βλέποντάς σε να προσπαθείς με αυτόν τον τρόπο νόμισα πως, αν έφευγα παρά τα όσα έκανες, όσα έκαναν οι γιατροί θα απογοητευόσουν. Πεθαίνω, Πίτερ. Δεν υπάρχουν πιθανότητες να γλιτώσω και το ξέρεις. Μένει μόνο να το αποδεχτείς».

«Δεν ξέρω τίποτα. Δεν υπάρχει περίπτωση να αποδεχτώ τίποτα. Ναι, μπορεί να πεθάνεις, αλλά μπορεί και όχι. Δεν το ξέρεις αυτό. Όπως μπορεί να υπάρχουν και να μην υπάρχουν πιθανότητες. Όμως αν υπάρχουν θα πιαστώ πάνω τους και θα ελπίζω για το καλύτερο». Γονατίζω στο πλάι της και την τραβάω πάνω μου. «Γλυκιά μου… δεν πρόκειται να σε αφήσω. Θα είμαι στο πλάι σου, ο,τι και να γίνει».

«Το γνωρίζω». Μου σκάει ένα τρυφερό χαμόγελο που αφοπλίζει όλες τις αρνητικές σκέψεις που στριφογυρίζουν ενοχλητικά μέσα στο μυαλό μου. «Υπόσχομαι ότι δε θα το ξανακάνω».

«Το δεν το ξανακάνω είναι απλά μια ασήμαντη λέξη. Για να έχει νόημα πρέπει να προσπαθήσεις να επιβιώσεις. Να δώσεις στον εαυτό σου τον χρόνο που χρειάζεται για να αναρρώσει. Είσαι διατεθειμένη να κάνεις κάποιες θυσίες;»

«Μόνο αν είσαι και εσύ έτοιμος να αντιμετωπίσεις τις χημειοθεραπείες μου. Τα πράγματα θα δυσκολέψουν πολύ τις επόμενες μέρες. Θα μπορέσεις να το αντιμετωπίσεις;» με ρωτάει δαγκώνοντας φοβισμένη τα χείλη της.

Ξέρει πως θα το κάνω. Νεύω καταφατικά και περνάω τα χέρια μου κάτω από τα γόνατα και την πλάτη της σηκώνοντάς την στην αγκαλιά μου. Κουλουριάζεται πάνω μου σαν ανυπεράσπιστο μωρό που αποζητά την προστασία των γονιών του. Κλείνει κουρασμένα τα μάτια της και μια σκοτεινή σκιά περνά αστραπιαία από τα δικά μου. Τι είναι αυτό; Φόβος;

«Μίλησα με τον γιατρό σου και είπε πως δεν μπορούμε να το καθυστερήσουμε περισσότερο. Αύριο το πρωί πρέπει να εγχειριστείς. Θα δεχτείς;» ζητώ με αγωνία να μάθω, καθώς βγαίνουμε στο ξυλόστρωτο της βεράντας περιμένοντας για το ασθενοφόρο.

Το σπίτι του προπάππου, του παππού, του πατέρα μου και πλέον το δικό μου είναι έξω από την πόλη Ινβερκέιθινγκ στην περιοχή Φάιφ σχεδόν πάνω στον περιφερειακό Τάρμπερτ. Είναι βικτωριανού στυλ, μεγάλο με δυο ορόφους και σοφίτα. Σε κάθε του γωνιά περιβάλλεται από ψηλούς κυλινδρικούς πύργους τυλιγμένους σφιχτά στην αγκαλιά των απομειναδιών ενός κισσού, ενώ ένα λιβάδι χιλιάδων στρεμμάτων περιβάλλει ολόκληρο το οίκημα. Την άνοιξη που όλα ανθίζουν και ο κάμπος γίνεται καταπράσινος είναι χάρμα οφθαλμού. Ως εκεί που φτάνει το μάτι, η γη ανήκει στις γενιές των Κοβέλ που πέρασαν από αυτό το μέρος.

Το καλό είναι ότι έχουμε άπλετο χώρο. Ένα στάβλο με δυο άλογα, δυο τρία χωράφια για τα λαχανικά μας και πολλά, πάρα πολλά λουλούδια. Όλες τις εποχές. Κυρίως λευκά τριαντάφυλλα. Για να είμαι ειλικρινείς, δεν έχω ιδέα τι σημαίνουν ή για ποιο λόγο τα λατρεύει τόσο η γυναίκα μου. Από την άλλη το κακό είναι πως η έκταση είναι υπερβολικά μεγάλη μόνο για τους δυο μας. Αν και η Κάμερον ασχολείται μόνο με την ιδιοκτησία μας, εγώ δεν έχω χρόνο για να την βοηθήσω, με αποτέλεσμα το λιβάδι και το σπίτι να ρημάζουν από τον καιρό. Μου έχει περάσει πολλές φορές από το μυαλό να πουλήσω τη μισή γη, όμως πάντα κάτι με εμποδίζει. Ίσως επειδή είναι η μόνη κληρονομιά που πρόκειται να αφήσω πίσω μου.

«Έχω κάτι που θέλω να ζητήσω». Μουρμουρίζει εκείνη με παιχνιδιάρικο ύφος.

«Ό,τι θες».

«Χμμ, θα κάνω την εγχείρηση, αλλά δε θέλω να έρθεις μαζί μου στο νοσοκομείο» απαντά κάνοντάς με, να τιναχτώ.

«Τι είναι αυτά που λες; Φυσικά και όχι».

«Άκουσέ με. Δεν τελείωσα» με επιπλήττει. Κατσουφιάζω. «Πρώτα απ’ όλα θα είμαι καλά και φυσικά πιο ήρεμη, αν ξέρω πως δε με περιμένεις απ’ έξω αγωνιώντας».

«Εντάξει, τότε τι είναι;» επιμένω.

«Θέλω να κάνεις αυτό που μου υποσχέθηκες. Να βρεις τον πνευματικό μου και να πάρεις το παιδί που θα δημιουργήσει την οικογένειά μας. Εντάξει; Απλά… θα με έκανε πολύ χαρούμενη, όταν ξυπνούσα να έβλεπα τον γιο ή την κόρη μας».

«Θα κάνω αυτό που επιθυμείς. Όμως… όχι άλλες βλακείες. Εντάξει;»

Χαμογελάω ευχαριστημένος και της αφήνω ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά, όταν το ασθενοφόρο μπαίνει από την σιδερένια πύλη και βαδίζει στο πλακόστρωτο μονοπάτι ως την είσοδο. Οι τραυματιοφορείς κατεβάζουν το κρεβάτι και εγώ αφήνω απαλά τη γυναίκα μου πάνω του. Τα μάτια της γυαλίζουν με ένα περίεργο τρόπο που δεν μπορώ να ερμηνεύσω. Όμως σίγουρα δεν υπάρχει ίχνος φόβου μέσα τους.

Καθώς παρακολουθώ το ασθενοφόρο να παίρνει την Κάμερον μακριά στο μυαλό μου τριγυρίζουν διάφορες σκέψεις για το πώς πρόκειται να πάρω ένα παιδί σε τόσο σύντομο χρόνο. Το να υιοθετείς κάποιο δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο και σίγουρα χρειάζεται χρόνο, τον οποίο εγώ δεν διαθέτω. Παρόλα αυτά αξίζει την προσπάθεια. Ο πνευματικός της γυναίκας μου ίσως και να μπορεί να με βοηθήσει.

Το κινητό μου αρχίζει να δονείται και ξέρω ποιος είναι πριν κοιτάξω το παρατσούκλι του συνεργάτη μου να αναβοσβήνει στην οθόνη. Μένω μετέωρος για λίγο πριν πατήσω το κουμπί της απάντησης και αφήσω το πρώτο μου κοφτό ναι.

«Τι είναι Τόμας; Γιατί με ενοχλείς;» γρυλίζω εκνευρισμένα.

«Συγγνώμη κύριε. Αλλά υπάρχουν κάποιες εξελίξεις που δε θα σας αρέσουν καθόλου. Καλύτερα να σας τα πω από κοντά». Μιλάει βεβιασμένα, σαν να τον πιέζει ο χρόνος.

«Δεν μπορεί να περιμένει;»

«Πολύ φοβάμαι πως όχι. Πρέπει, να έρθετε όσο το δυνατόν γρηγορότερα, πριν να είναι πολύ αργά».

«Πολύ αργά για τι;» ρωτάω απότομα, όμως ήδη μου το έχει κλείσει.

Ανάθεμά σε Τόμας τη στιγμή που βρήκες για να παίξεις με τους γρίφους σου. Να εύχεσαι να είναι σημαντικό. Βουτάω τα κλειδιά μου από την τσιγαροθήκη στο χολ και το παλτό μου από την κρεμάστρα και τρέχω ως το αυτοκίνητο προσπαθώντας να οργανώσω τον χρόνο μου, ώστε να πάω στην εταιρεία και έπειτα στην εκκλησία.

Η εταιρεία για όσους δεν ξέρουν και δεν βλέπουν δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Εξωτερικά μοιάζει με παλιό λατομείο, όμως εσωτερικά απλώνεται όλη η κομψότητα και η πολυτέλεια που μπορεί κανείς να βρει σε έναν ουρανοξύστη. Απλά αντί οι εγκαταστάσεις της να οδεύουν προς τον ουρανό, καλύτερα θα έλεγα, πως απλώνονται προς το εσωτερικό της γης. Σαν μια ολόκληρη νέα πόλη κάτω από την ήδη υπάρχουσα πόλη του Ινβερκέιθινγκ.

Η εταιρεία δεν έχει όνομα, διότι δεν κάνει κάτι συγκεκριμένο. Υπάρχουν διάφοροι τομείς, αμέτρητες ειδικότητες που απασχολούν ακόμα περισσότερους ανθρώπους. Το κτίριο χωρίζεται σε πέντε μέρη, τέσσερις τομείς και ο κάθε τομέας έχει μια συγκεκριμένη λειτουργία, όπως την κατασκευή μηχανών κυρίως όπλων, τη μελέτη μορφών ζωής γήινων ή μη, τα προβλήματα του περιβάλλοντος και τη δημιουργία ζωής και πολλών άλλων.

Στη δική μου ζώνη εργαζόμαστε κυρίως πάνω στους ανθρώπους. Φτιάχνουμε κλώνους, οι οποίοι κάποια στιγμή θα γίνουν δωρητές οργάνων για τους κυρίους τους και κλώνους προορισμένους να αντικαταστήσουν τους ίδιους τους κυρίους τους. Εκείνοι λέγονται αντικαταστάτες ή υβρίδια. Οι αντικαταστάτες αναλαμβάνουν καθήκοντα με σχεδόν μηδαμινή αμοιβή. Μπορεί να είναι ολόιδιοι με ένα υπαρκτό πρόσωπο ή δημιουργημένοι εκ νέου, όμως αντίθετα με το πρωτότυπο οι κλώνοι φέρουν ατσάλινο σκελετό και αντί για αίμα υδράργυρο, πιο λείο δέρμα, απώλεια αναγκών όπως η επιθυμία για ύπνο ή φαγητό και νερό. Μια φορά τη μέρα μόνο χρειάζονται επαναφόρτιση της ενέργειάς τους.

Η Κάρμεν Μερφι, το κορίτσι όπου τον αντικαταστάτη δημιούργησα, είναι ένα από τα πρώτα μοντέλα που σχεδιάστηκαν γι’ αυτό το σκοπό. Που εγώ σχεδίασα. Και με περίσσεια περηφάνια θεωρώ πως η δουλειά μου είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική. Γι’ αυτό κανείς, μα κανείς δεν πρόκειται να μου πει τι να κάνω με τον κλώνο μου.

Μετατρέποντας τον θυμό μου σε θάρρος τραβάω την ξεχαρβαλωμένη πόρτα του λατομείου Πρέστονχιλ και μπαίνω μέσα. Οι φρουροί στις θέσεις τους μου ρίχνουν ένα καχύποπτο βλέμμα και ένας από αυτούς με πλησιάζει για να ελέγξει τα στοιχεία μου. Έπειτα τον ακολουθώ σε μια σκουριασμένη σκάλα που κατεβαίνει σε έναν αεραγωγό και μετά σε μία πόρτα με κωδικό. Περνάει την κάρτα μου και ένα σκάνερ σαρώνει τους οφθαλμούς μου. Στην αναγνώρισή του η βαριά, ατσάλινη πόρτα ανοίγει επιτρέποντάς μου την πρόσβαση. Από εκεί και πέρα ο χώρος είναι εντελώς διαφορετικός. Πιο προσεγμένος και η ατμόσφαιρα πιο καθαρή.

Προσπερνώ βιαστικά τα γραφεία της γραμματείας και του λογιστηρίου, τον θάλαμο αναμονής των πελατών και τα κεντρικά γραφεία της διοίκησης και καβαλάω ένα ηλεκτροκίνητο ποδήλατο που θα με μεταφέρει στον τομέα μου μέσα από τους δαιδαλώδης διαδρόμους της επιχείρησης.

«Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα» με φωνάζουν κάνοντάς με να δαγκώσω θυμωμένα τα χείλη μου. Ο Τόμας όσο καλός είναι στη δουλειά του, τόσο άχρηστος είναι με τις ιδέες, την πρωτοτυπία και τον αυτοσχεδιασμό.

«Μη με λες έτσι» γρυλίζω άκεφα. «Λοιπόν, τι είναι το τόσο σημαντικό; Μίλα γρήγορα. Δεν έχω όλη τη μέρα για χάσιμο και δεν πρόκειται να φάω την άδειά μου εδώ μέσα».

«Ναι… ναι βέβαια. Απλά το θέμα είναι ότι…»

«Πίτερ. Επιτέλους ήρθες». Αφήνω ένα κακόκεφο μουγκρητό στη φωνή του προϊσταμένου μου. Σκουντάω διακριτικά τον Τόμας να μη βγάλει άχνα και γυρίζω προς το μέρος του προσπαθώντας να κρατήσω ήρεμα τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου.

Ο Μάγκνους Μαγκουάιρ δε θα έλεγα ότι είναι και ο πιο ευχάριστος άνθρωπος για να σε ενημερώσει για κάτι, να τον ενημερώσεις για κάτι ή έστω να ανοίξετε μια φιλική συζήτηση. Εδώ μέσα θεωρείται εξαίρετος επιστήμονας και ασχολείται σχεδόν με όλα τα ιατρικά θέματα του τομέα μου, αλλά η διπροσωπία του και ο εγωισμός του καταστρέφουν όλα όσα κάνει η δουλειά του. Κάθε φορά που συναντιόμαστε εδώ ή στο Ινβερκέιθινγκ το μόνο που σκέφτομαι είναι πως θα φύγω τρέχοντας.

Είναι ψηλός, με στιβαρό καλογυμνασμένο σώμα. Τα μάτια του είναι πράσινα, έντονα πράσινα και τα μαλλιά του κόκκινα με γκριζαρισμένους κροτάφους. Γύρω από τα μάτια του έχει μικρές φακίδες σαν μισοφέγγαρα, ενώ μια επίσης κόκκινη προσεγμένη γενειάδα καλύπτει τα μάγουλα και το πιγούνι του.

«Έμαθα για το πρόβλημα υγείας της γυναίκας σου. Κρίμα πολύ κρίμα. Είναι πολύ νέα» μου ρίχνει το πιο διπλωματικό του χαμόγελο και με χτυπάει φιλικά στην πλάτη. «Εν πάση περίπτωση. Το θέμα που ζήτησα να έρθεις αφορά το κορίτσι που έχεις αναλάβει. Την Κάρεν Μέρφι».

«Ναι, ξέρω. Θα υπογράψω τη βεβαίωση, όμως δε θα μπορέσω να την έχω έτοιμη μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες» αρχίζω να λέω, αλλά η σιωπή του με σταματάει.

«Δε θα χρειαστεί. Η υπεύθυνη δήλωση των γονιών την δεν είναι πια σε ισχύ. Την ακύρωσαν». Αποκρίνεται με μια δόση λύπης και απληστίας χαραγμένη στο βλέμμα του.

«Γιατί έτσι;» ρωτάω με περιέργεια.

«Η κόρη τους. Η Κάρμεν. Πέθανε μερικές ώρες νωρίτερα. Και οι γονείς της διέταξαν την ακύρωση του κλώνου της». Σμίγει τα φρύδια του αυτάρεσκα. «Μα καλά δε σε ενημέρωσε ο βοηθός σου;»

«Όχι» αγριοκοιτάζω τον Τόμας που χαμηλώνει το βλέμμα του. «Ξέχασε να το αναφέρει».

«Δεν πειράζει. Έτσι και αλλιώς θα το μάθαινες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Απλά φρόντισε τον κλώνο, εντάξει;» με προσπερνάει. «Α και μη γίνεις πολύ συναισθηματικός. Να θυμάσαι δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μηχανή» λέει πάνω από τον ώμο του.

«Ο άτιμος» φτύνω τις λέξεις με απέχθεια.

Οι κλώνοι δεν είναι μόνο μηχανές. Έχουν ζωή. Εντάξει δεν είναι η ζωή που χάρισε σε εμάς ο Θεός, όμως και αυτό που δημιουργούμε εμείς είναι σημαντικό. Πως κάποιος μπορεί να το πετάξει έτσι δίχως ενοχές; Πως εγώ μπορώ να σκοτώσω το δημιούργημά μου. Ειδικά τώρα που μπορεί να επικοινωνεί, να κινείται από μόνο του;

«Κύριε;» με σκουντάει ο Τόμας. «Τι θέλετε να κάνουμε;»

Δε μιλάω. Δεν λέω τίποτα. Απλά ρυθμίζω την ενέργεια του ποδηλάτου μου και κατευθύνομαι προς το εργαστήριό μου, όπου απομονωμένος απ’ όλους και όλα μπορώ να σκεφτώ καθαρά τις επιλογές μου. Που για να λέμε την αλήθεια, δεν έχω και πολλές. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να την ακυρώσω σύμφωνα με την επιθυμία του πελάτη.

Το γραφείο μου δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Ένας χώρος περίπου είκοσι τετραγωνικών γεμάτος με σημειώσεις. Οι τοίχοι είναι καλυμμένοι από μαύρους πίνακες λερωμένους με κιμωλία και οθόνες που μου επιτρέπουν την οπτική επαφή με τον κλώνο μου. Οι μηχανικές λειτουργίες του αναβοσβήνουν στην οθόνη του υπολογιστή μου. Όλα είναι απόλυτα φυσιολογικά.

Κοιτάζω το νεαρό πρόσωπό της και ένας κόμπος δημιουργείται ξαφνικά στο στομάχι μου. Το χτύπημα στην πόρτα με κάνει να αναπηδήσω και η οποιαδήποτε αδυναμία που δείχνω γίνεται αδιαφορία. Ο Τόμας στέκεται σιωπηλός και με κοιτάζει με μάτια που λάμπουν.

«Έχεις κάτι να μου πεις;» τον ρωτάω πρώτος ξέροντας πως δεν πρόκειται να βγάλει άχνα, αν δε του δώσω την άδεια.

«Να… καθώς ερχόμουν, σκέφτηκα κάτι για την Κάρμεν, κύριε». Με αβέβαιες κινήσεις τραβάει την καρέκλα δίπλα μου και κάθεται. «Ξέρω πόσο δύσκολη είναι η απόφαση που σας ζήτησαν να πάρετε. Και για να πω την αλήθεια, αν ήμουν στη θέση σας δεν πρόκειται να υπάκουγα. Δε θα σκότωνα το δημιούργημά μου».

«Σεβαστή η γνώμη σου» λέω σκεφτικός μα και περίεργος για να δω που ακριβώς θέλει να καταλήξει.

«Σκέφτηκα, μήπως την κλέβατε».

«Ορίστε;» τινάζομαι ξαφνιασμένος και κλείνω βιαστικά την πόρτα. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά εδώ μέσα. «Τι είναι αυτά που λες, Τόμας;»

«Είναι περίεργο και ανάρμοστο, το καταλαβαίνω. Όμως σκεφτείτε το. Αν πάρετε το κορίτσι, δε θα χρειαστεί να το σκοτώσετε και θα έχετε μια κόρη που τόσο πολύ επιθυμεί η γυναίκα σας. Στην ουσία είστε ήδη ο πατέρας της, οπότε… μπορείτε να συνεχίσετε να τη φροντίζετε όπως κάνατε ως τώρα».

«Μα είναι ένα ρομπότ. Η γυναίκα μου…»

«Δε θα το παρατηρήσει. Η δουλειά σας είναι εξαιρετική και επίσης μπορείτε να προγραμματίσετε το αντικείμενο τι να κάνει, τι να λέει. Όλα θα περνούν από το χέρι σας. Εξάλλου, και εσείς ο ίδιος πιστεύετε ότι στα αντικείμενα υπάρχει κάτι περισσότερο από καλώδια και αλγόριθμους. Υπάρχει ζωή…»




Ηλιάνα Κλεφτάκη