ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Οι τέσσερις Αρχάγγελοι, ανάμεσα σε αυτούς και ο Μιχαήλ, είχαν παραταχθεί καθώς μεταφερόταν βαριά τραυματισμένος ο Κασσιήλ, ο άγγελος των δακρύων και της εγκράτειας, κυβερνήτης του Τάγματος των Κρατούντων, κοινώς των Δυνάμεων που φρόντιζαν να φυλούν με κάθε κόστος τα σύνορα μεταξύ Κολάσεως και Παραδείσου.
«Ραφαήλ, ως άγγελος της θεραπείας, φρόντισε σε παρακαλώ τον αδερφό σου» ακούστηκε η αυστηρή φωνή του Γαβριήλ.
Ο Ραφαήλ, ο γλυκός Αρχάγγελος με τα λευκά μαλλιά και τα ζαφειρένια αλλόκοσμα μάτια, υπάκουσε με μία υπόκλιση.
«Μιχαήλ, τα περιθώρια ολοένα και στενεύουν. Πρέπει να λάβουμε άμεσα μέτρα. Έχω ενημερώσει όλα τα Τάγματα και είναι έτοιμοι» του είπε ο Γαβριήλ.
«Αδερφέ, πολύ φοβάμαι πως τα σχέδια του Ασμοδαίου παρά είναι σκοτεινά, για να περιορίζονται μονάχα στα σύνορα του Παραδείσου. Σκοπεύει να εξαπλωθεί στη γη, σφάζοντας και καταλαμβάνοντας ψυχές ανθρώπων. Είναι διεστραμμένος και πλέον, έχει αναλάβει τον θρόνο της Κολάσεως» απάντησε ο Μιχαήλ, δίνοντας κατά λάθος περισσότερες πληροφορίες από όσες θα ήθελε.
«Και εσύ από που τα γνωρίζεις όλα αυτά;» ρώτησε καχύποπτα ο Αρχάγγελος.
«Η αλήθεια, τα κουτσομπολιά, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες σοβαρές ειδήσεις, διαδίδονται πιο εύκολα» απάντησε ο Μιχαήλ πρόσχαρα και ο Γαβριήλ κοκκίνισε.
«Κουτσομπολιά;» Μα τις χορωδίες των αγγέλων, τι είδους γλωσσικές εκφράσεις χρησιμοποιείς αδερφέ; Ουκ αισχύνεσαι;»
«Να με συγχωρέσει η θεία χάρη σου, αλλά θα πρέπει να αποσυρθώ. Έχω πολλά προβλήματα προς μελλοντική επίλυση» συνέχισε ο Μιχαήλ αποφεύγοντας να απαντήσει στην ερώτηση.
«Ελπίζω μέσα στα προβλήματα, να μην προσμετράτε και ο πολυαγαπημένος σου αδερφός. Ξέρεις σε ποιόν αναφέρομαι φυσικά» τελείωσε ο Γαβριήλ και ο Μιχαήλ αποσύρθηκε, προσπαθώντας να σκεφτεί πιθανούς τρόπους για να φθάσει μέχρι την αίθουσα όπου φυλασσόταν το περίφημο σπαθί του Αρχαγγέλου.
Ο ουρανός σιγά σιγά σκοτείνιαζε και οι χορωδίες των αγγέλων εξυμνούσαν τον Πατέρα, μεταφέροντας στην ουράνια πολιτεία την γλυκιά μελωδία τους. Ο Μιχαήλ έχοντας καταλάβει πως ο μόνος τρόπος για να αποκτήσει το περίφημο σπαθί, ήταν να αναγκαστεί να παρουσιαστεί στους δύο φύλακες που ανήκαν στα Χερουβείμ, ξεκίνησε να αναζητά εσωτερικούς συμμάχους για το ομολογουμένως ριψοκίνδυνο σχέδιό του. Οι πρώτοι που ήρθαν στο μυαλό του, ήταν τα άλλα δύο κοντινά αδέλφια του, ο Ραφαήλ και ο Ουριήλ. Τον Ραφαήλ ήξερε πως θα τον συναντούσε στην αίθουσα θεραπείας, καθώς ο Κασσιήλ βρισκόταν κυριολεκτικά ένα βήμα πριν χαθεί για πάντα. Μπαίνοντας μέσα νευρικός, βρήκε τον Ραφαήλ να στέκει στο προσκεφάλι του Αγγέλου και μέσα από τα χέρια του να ρέει μία ενέργεια.
«Αδερφέ, πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό. Φώναξε σε παρακαλώ και τον Ουριήλ» του είπε ο Μιχαήλ και εκείνος συγκατένευσε, απορώντας φυσικά γιατί ο Γαβριήλ θα ήταν απών.
Τη στιγμή που μαζεύτηκαν και οι τρείς, ο Μιχαήλ ξεκίνησε την αφήγηση, ελπίζοντας πως στα μάτια τους θα διέκρινε έστω και ένα ψήγμα κατανόησης. Αντ’ αυτού είδε φόβο.
«Μιχαήλ, εγώ ειδικά κατανοώ πλήρως την αδυναμία σου στον Εωσφόρο και το γνωρίζεις. Ωστόσο, υπέπεσε σε ένα τρομερό αμάρτημα» ξεκίνησε ο Ραφαήλ.
«Αδερφέ το γνωρίζω και τον είχα προειδοποιήσει. Ωστόσο, ζώντας με τους ανθρώπους, τον είδα να αλλάζει. Είδα να γεννιόνται μέσα του συναισθήματα αγάπης και ανιδιοτέλειας. Γνωρίζετε νομίζω πόσο αλαζόνας υπήρξε. Ωστόσο, η συναναστροφή του με την προστατευόμενή μου τον άλλαξε και πιστεύω πως δεν άξιζε να τιμωρηθεί, επειδή ερωτεύτηκε. Ξέρω πως ένας τέτοιος έρωτας, είναι φύση αδύνατος εξαιτίας του εμπόδιου της θνητότητας και της αθανασίας. Ωστόσο, η τιμωρία αυτή εκτός του ότι του στέρησε την ελευθερία σκοτώνοντάς τον αργά, άφησε και το τερατούργημα τον Ασμοδαίο να τριγυρνά ελεύθερος. Αν ξυπνήσει τα άλλα δύο σκοτεινά αδέρφια μας, διαπράττοντας φόνους θνητών, τότε θα σταθεί πολύ δύσκολο να τους αναχαιτίσουμε χωρίς, χωρίς την βοήθεια του Εωσφόρου» τελείωσε κομπιάζοντας και οι άλλοι δύο έμειναν να τον κοιτούν εμβρόντητοι.
«Ας ξεκινήσουμε από το βασικό ερώτημα, του πώς είσαι τόσο βέβαιος πως θα βοηθήσει» άρχισε ο Ουριήλ.
«Θα αναγκαστεί, καθώς εκτός του ότι ο Ασμοδαίος κρατά το κλειδί, ο Εωσφόρος τον απεχθάνεται και το κυριότερο, δεν είναι σατανικός δολοφόνος όπως αυτός» απάντησε ο Μιχαήλ.
«Και πώς θα βγει από τα Τάρταρα;» συνέχισε ο Ουριήλ με τη λίστα ερωτήσεων, όταν η απάντηση τους χαστούκισε ομαδικά.
«Μην μου πεις πως σκοπεύεις να…» ξεκίνησε ο Ραφαήλ και ο Μιχαήλ του χαμογέλασε στραβά.
«Το σπαθί με τη θεϊκή ενέργεια, είναι η μόνη λύση» του είπε ο Μιχαήλ.
«Αν σε καταλάβουν, θα σε ρίξουν Μιχαήλ και ο στρατός μας θα χάσει τον αρχηγό του. Δεν νομίζω πως αξίζεις ένα τέτοιο τέλος. Μην γίνεσαι όμοιος του αδερφού σου» συνέχισε ο Ουριήλ.
«Από εσάς ζητώ μονάχα να με καλύψετε για να κερδίσω χρόνο» ήταν η τελευταία κουβέντα του Μιχαήλ, προτού πάρει τον μακρινό δρόμο της ανώτερης αίθουσας, με τους δύο Αρχαγγέλους να συναινούν παρά τη θέλησή τους.
Οι τρείς τους βάδισαν στο μαρμάρινο μονοπάτι, που αλλιώς ονομαζόταν και δρόμος τη σιωπής. Δεξιά και αριστερά τους, άγγελοι κάθε τάγματος πετούσαν ανάλαφρα και κινούνταν αργά, έχοντας τα μάτια τους κλειστά, ενώ το μυαλό τους ήταν απόλυτα συγκεντρωμένο στις προσευχές και τις εσωτερικές σκέψεις. Δεν τους άκουγαν, μήτε τους έβλεπαν όσο βρίσκονταν σε εκείνη την κατάσταση ύπνωσης, η οποία λειτουργούσε και σαν μία μορφή εξαγνισμού.
«Θα σου πρότεινα να ακολουθήσεις το παράδειγμά τους αδερφέ, μήπως και τελικά αλλάξεις γνώμη και σωθούμε όλοι» ακούστηκε η φωνή του Ραφαήλ.
«Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Το μονοπάτι που πρόκειται να ακολουθήσω, έχει ήδη χαραχθεί μέσα μου. Γνωρίζω πως είναι παράτολμο και πως αντιβαίνει στους θεϊκούς κανονισμούς από κάθε άποψη, ωστόσο πιστεύω πως κάνω το σωστό» του απάντησε ο Μιχαήλ και οι άλλοι δύο αναστέναξαν, καθώς ήταν και αυτοί έτοιμοι με την σειρά τους να προδώσουν τον Γαβριήλ και όλα τα αγγελικά τάγματα μαζί. Μολαταύτα, βαθιά μέσα τους είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στον Μιχαήλ. Γνώριζαν πόσο πιστός και ταπεινός ήταν απέναντι στον Πατέρα τους, καθώς επίσης και τις αγαθές του προθέσεις.
Φύλακες της Ιερής αίθουσας, αποτελούσαν δύο Χερουβείμ. Τα συγκεκριμένα ασώματα και θεία όντα, ήταν και φύλακες του θρόνου του Θεού. Πάνσοφα, με τα χιλιάδες μάτια να κοσμούν την αλλόκοσμη εμφάνισή τους και τα τέσσερα κεφάλια να παρακολουθούν όσα συνέβαιναν στον Παράδεισο. Η θωριά τους, δημιουργούσε φόβο και παράλληλα σεβασμό από τα υπόλοιπα αγγελικά τάγματα. Έπρεπε λοιπόν, να τους αποσπάσουν για λίγο την προσοχή, ώστε να κατορθώσει ο Μιχαήλ να μπει στην αίθουσα και να πάρει το σπαθί. Ωστόσο, με φύλακες τον Ζοφιήλ, ο οποίος καθώς λέγεται, ήταν εκείνος που εξόρισε τον Αδάμ και την Εύα από τον Παράδεισο, αλλά και τον Ρικβιήλ, ο οποίος ήταν ένας από τους ηγέτες των Χερουβείμ, τα πράγματα δυσκόλευαν αισθητά πολύ.
Οι τρεις τους προχώρησαν κάπως σκυφτά προς το μέρος των δύο Φυλάκων.
«Ορθώστε το ανάστημά σας γιατί καρφωνόμαστε!» ψιθύρισε ο Μιχαήλ και οι άλλοι ευθύς υπάκουσαν.
Στη θέα τους, το βλέμμα των Χερουβείμ σκοτείνιασε, καθώς απεχθάνονταν να τους αποσπούν από το ιερό τους καθήκον. Τότε, τον λόγο πήρε ξεροκαταπίνοντας ο Ουριήλ :
«Χαίρε λαμπροί μου Φύλακες» τους είπε και τα τέσσερα κεφάλια των Χερουβείμ, καρφώθηκαν με μία απότομη κίνηση πάνω τους.
«Σας χαιρετούμε Αρχάγγελοι. Θα μπορούσαμε να πληροφορηθούμε τον λόγο της τόσο ξαφνικής σας επίσκεψης, σε ένα μέρος σαν και αυτό;» ρώτησε ο Ρικβιήλ και ο Μιχαήλ, είδε τους άλλους δύο να χλωμιάζουν.
«Έχει δοθεί έκτακτη εντολή από τον Γαβριήλ, να μαζευτούν όλοι οι αρχηγοί των Ταγμάτων καθώς τα πράγματα οδεύουν αργά επί τα χείρω» ολοκλήρωσε ο Ουριήλ, βλέποντας ωστόσο μία σκιά αμφιβολίας να καθρεπτίζεται στο βλέμμα των Χερουβείμ.
«Κατανοούμε τον υψηλό κίνδυνο, ωστόσο η θέση μας εδώ κρίνεται απαραίτητη. Θα πρέπει να ενημερώσετε τον Γαβριήλ, πως ευχαρίστως θα μπορούσαμε να του στείλουμε αντικαταστάτες. Εμείς θα πρέπει να παραμείνουμε, καθώς η φύλαξη της αίθουσας, θεωρείται υψίστης σημασίας» μίλησε τώρα ο Ζοφιήλ.
«Κατανοούμε την κατανόησή σας περί κινδύνου, ωστόσο θα πρέπει να τον ενημερώσετε εσείς οι ίδιοι. Το δικό μας καθήκον σταματά εδώ» τους είπε ο Μιχαήλ, γνωρίζοντας πως ο δικός του λόγος μετρούσε λίγο περισσότερο.
«Καλώς, ωστόσο μείνετε εδώ να προσέχετε την αίθουσα για όσο θα λείπουμε. Αν αυτό το καταραμένο σπαθί χαθεί, ο Πατέρας δεν θα μας το συγχωρέσει ποτέ» συμπλήρωσε ο Ζοφιήλ και οι δυο τους αργά, πήραν το δρόμο της σιωπής, προκειμένου να φθάσουν στη διάσταση των Αρχαγγέλων.
Τη στιγμή που απομακρύνονταν, τα βλέμματα έπεσαν στον Μιχαήλ.
«Μην με κοιτάτε, γνωρίζω πως οι μέρες μου ως Αρχάγγελος είναι μετρημένες» τους είπε και οι άλλοι δύο σκοτείνιασαν.
«Μιχαήλ, ξανασκέψου το» συνέχισε ο Ραφαήλ.
«Το έχω κάνει ήδη. Αν δεν ελευθερώσω τον αδερφό μου, η Κόλαση θα πλημμυρίσει και την γη και τον Παράδεισο» τελείωσε και το βλέμμα του στράφηκε στην χρυσοποίκιλτη πόρτα.
Με το ένα του χέρι την άνοιξε και εισήλθε αργά, αφήνοντας πίσω του τους άλλους δύο Αρχαγγέλους. Όπως και όλες οι υπόλοιπες αίθουσες του Παραδείσου, ήταν εσωτερικά λιτή, με μόνο έπιπλο μία αρχαϊκού τύπου μαρμάρινη κολώνα, πάνω στην οποία βρισκόταν το πιο διάσημο σπαθί στην ιστορία των Αγγέλων. Προχωρώντας προς την κατεύθυνσή του μαγεμένος, διαπίστωσε πως στους τοίχους, υπήρχαν τοιχογραφίες που απεικόνιζαν έναν άγγελο, διαφορετικό από τους άλλους. Τα γιγάντια λευκά του φτερά, τα δαχτυλίδια της δύναμης που κοσμούσαν τα χέρια του και τα κυανά του μάτια στο χρώμα του πρωινού ουρανού, δεν γινόταν να περάσουν απαρατήρητα. «Αδερφέ» σκέφτηκε ο Μιχαήλ, μα η προσοχή του στράφηκε ξανά στο τεράστιο, χρυσό σπαθί, με το κατακόκκινο ρουμπίνι σε σχήμα δακρύου, ακριβώς στο μέσον του.
Με προσοχή, το πήρε στα χέρια του και κοίταξε τα σύμβολα που καθρεπτίζονταν στη λαμα του, καθώς επίσης και το είδωλό του, με το κυανό φωτοστέφανο να κοσμεί την κεφαλή του. Εκείνος και ο αλλοτινός φωτεινός αδερφός του, είχαν την ίδια αύρα και έτσι ο Μιχαήλ, ήταν ο μόνος που μπορούσε να διαβάσει τα σύμβολα που απεικονίζονταν πάνω στην λάμα του σπαθιού. «Πίστη, Δύναμη, Αγάπη» σκέφτηκε. Έννοιες ξεχασμένες στην σφαίρα του ασυνείδητου για τον Εωσφόρο ή μήπως όχι; Την στιγμή που ετοιμαζόταν να φύγει, άκουσε την πόρτα της αίθουσας να κλείνει με δύναμη και τον ίδιο να παγιδεύεται μέσα. Κατόπιν, τα χιλιάδες κεριά που την φώτιζαν, έσβησαν μονομιάς και εκείνος κρύφτηκε σαν τον κλέφτη πίσω από την αρχαϊκή κολώνα.
Εν συνεχεία, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και στο κατώφλι στάθηκαν τα δύο απόκοσμα Χερουβείμ, με βλέμμα που καθρέπτιζε την οργή, ενώ τα χιλιάδες μάτια τους, όργωναν τον χώρο αναζητώντας το σπαθί και κατ’ επέκταση τον κλέφτη. Ο Μιχαήλ, έκρυψε το σπαθί παίρνοντας ανθρώπινη μορφή, ώστε να μην κατορθώσουν να τον αναγνωρίσουν με την πρώτη. Τα Χερουβείμ συνέχισαν να βαδίζουν προς την μεριά της κολώνας και εκείνος μην έχοντας άλλη επιλογή και παίρνοντας μία τελευταία βαθιά ανάσα, εμφανίστηκε με την ανθρώπινη αμφίεσή του μπροστά τους. Το μαύρο φούτερ που είχε επιλέξει έκρυβε το πρόσωπό του και τα Χερουβείμ για λίγα λεπτά, πίστεψαν πως είχαν να κάνουν με δαίμονα- εισβολέα. Εξαπολύοντας ισχυρή ενέργεια προς το μέρος του, περίμεναν το αποτέλεσμα, αλλά ο Μιχαήλ, όντας ο αρχηγός του τάγματος των Αγγέλων, κατόρθωσε έστω και με κάποια δυσκολία, να αποκρούσει το χτύπημα. Τα Χερουβείμ συνέχισαν με απανωτά χτυπήματα και ο Αρχάγγελος, καθώς βρισκόταν σε μία θέση διαρκούς άμυνας, είχε αρχίσει να κουράζεται.
Τη στιγμή εκείνη, για καλή του τύχη, άκουσε φωνές και η προσοχή των Χερουβείμ, στράφηκε τώρα στην πόρτα και σε μία απόκοσμη μορφή που στεκόταν εκεί, βαστώντας ένα ξίφος.
«Δαίμονας» μούγκρισε ο Ζοφιήλ και για λίγο εγκατέλειψαν την μάχη με τον Μιχαήλ, για να στραφούν στο πλάσμα που στεκόταν στην είσοδο. Φανερώνοντας τα δόντια τους και με τα κεφάλια να βρυχόνται, επιτέθηκαν στο πλάσμα, το οποίο πάλεψε να τους αποκρούσει, αφήνοντας το περιθώριο στον Μιχαήλ να δραπετεύσει. Με το σπαθί να τον βαραίνει, έριξε το σώμα του από τον ουρανό, έχοντας σαν τελευταία εικόνα, τα ουρλιαχτά που έβγαζε αυτό το δαιμονικό πλάσμα, το οποίο καιγόταν από την δύναμη του πυρός που προερχόταν από τα δύο Χερουβείμ.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη
Οι τέσσερις Αρχάγγελοι, ανάμεσα σε αυτούς και ο Μιχαήλ, είχαν παραταχθεί καθώς μεταφερόταν βαριά τραυματισμένος ο Κασσιήλ, ο άγγελος των δακρύων και της εγκράτειας, κυβερνήτης του Τάγματος των Κρατούντων, κοινώς των Δυνάμεων που φρόντιζαν να φυλούν με κάθε κόστος τα σύνορα μεταξύ Κολάσεως και Παραδείσου.
«Ραφαήλ, ως άγγελος της θεραπείας, φρόντισε σε παρακαλώ τον αδερφό σου» ακούστηκε η αυστηρή φωνή του Γαβριήλ.
Ο Ραφαήλ, ο γλυκός Αρχάγγελος με τα λευκά μαλλιά και τα ζαφειρένια αλλόκοσμα μάτια, υπάκουσε με μία υπόκλιση.
«Μιχαήλ, τα περιθώρια ολοένα και στενεύουν. Πρέπει να λάβουμε άμεσα μέτρα. Έχω ενημερώσει όλα τα Τάγματα και είναι έτοιμοι» του είπε ο Γαβριήλ.
«Αδερφέ, πολύ φοβάμαι πως τα σχέδια του Ασμοδαίου παρά είναι σκοτεινά, για να περιορίζονται μονάχα στα σύνορα του Παραδείσου. Σκοπεύει να εξαπλωθεί στη γη, σφάζοντας και καταλαμβάνοντας ψυχές ανθρώπων. Είναι διεστραμμένος και πλέον, έχει αναλάβει τον θρόνο της Κολάσεως» απάντησε ο Μιχαήλ, δίνοντας κατά λάθος περισσότερες πληροφορίες από όσες θα ήθελε.
«Και εσύ από που τα γνωρίζεις όλα αυτά;» ρώτησε καχύποπτα ο Αρχάγγελος.
«Η αλήθεια, τα κουτσομπολιά, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες σοβαρές ειδήσεις, διαδίδονται πιο εύκολα» απάντησε ο Μιχαήλ πρόσχαρα και ο Γαβριήλ κοκκίνισε.
«Κουτσομπολιά;» Μα τις χορωδίες των αγγέλων, τι είδους γλωσσικές εκφράσεις χρησιμοποιείς αδερφέ; Ουκ αισχύνεσαι;»
«Να με συγχωρέσει η θεία χάρη σου, αλλά θα πρέπει να αποσυρθώ. Έχω πολλά προβλήματα προς μελλοντική επίλυση» συνέχισε ο Μιχαήλ αποφεύγοντας να απαντήσει στην ερώτηση.
«Ελπίζω μέσα στα προβλήματα, να μην προσμετράτε και ο πολυαγαπημένος σου αδερφός. Ξέρεις σε ποιόν αναφέρομαι φυσικά» τελείωσε ο Γαβριήλ και ο Μιχαήλ αποσύρθηκε, προσπαθώντας να σκεφτεί πιθανούς τρόπους για να φθάσει μέχρι την αίθουσα όπου φυλασσόταν το περίφημο σπαθί του Αρχαγγέλου.
Ο ουρανός σιγά σιγά σκοτείνιαζε και οι χορωδίες των αγγέλων εξυμνούσαν τον Πατέρα, μεταφέροντας στην ουράνια πολιτεία την γλυκιά μελωδία τους. Ο Μιχαήλ έχοντας καταλάβει πως ο μόνος τρόπος για να αποκτήσει το περίφημο σπαθί, ήταν να αναγκαστεί να παρουσιαστεί στους δύο φύλακες που ανήκαν στα Χερουβείμ, ξεκίνησε να αναζητά εσωτερικούς συμμάχους για το ομολογουμένως ριψοκίνδυνο σχέδιό του. Οι πρώτοι που ήρθαν στο μυαλό του, ήταν τα άλλα δύο κοντινά αδέλφια του, ο Ραφαήλ και ο Ουριήλ. Τον Ραφαήλ ήξερε πως θα τον συναντούσε στην αίθουσα θεραπείας, καθώς ο Κασσιήλ βρισκόταν κυριολεκτικά ένα βήμα πριν χαθεί για πάντα. Μπαίνοντας μέσα νευρικός, βρήκε τον Ραφαήλ να στέκει στο προσκεφάλι του Αγγέλου και μέσα από τα χέρια του να ρέει μία ενέργεια.
«Αδερφέ, πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό. Φώναξε σε παρακαλώ και τον Ουριήλ» του είπε ο Μιχαήλ και εκείνος συγκατένευσε, απορώντας φυσικά γιατί ο Γαβριήλ θα ήταν απών.
Τη στιγμή που μαζεύτηκαν και οι τρείς, ο Μιχαήλ ξεκίνησε την αφήγηση, ελπίζοντας πως στα μάτια τους θα διέκρινε έστω και ένα ψήγμα κατανόησης. Αντ’ αυτού είδε φόβο.
«Μιχαήλ, εγώ ειδικά κατανοώ πλήρως την αδυναμία σου στον Εωσφόρο και το γνωρίζεις. Ωστόσο, υπέπεσε σε ένα τρομερό αμάρτημα» ξεκίνησε ο Ραφαήλ.
«Αδερφέ το γνωρίζω και τον είχα προειδοποιήσει. Ωστόσο, ζώντας με τους ανθρώπους, τον είδα να αλλάζει. Είδα να γεννιόνται μέσα του συναισθήματα αγάπης και ανιδιοτέλειας. Γνωρίζετε νομίζω πόσο αλαζόνας υπήρξε. Ωστόσο, η συναναστροφή του με την προστατευόμενή μου τον άλλαξε και πιστεύω πως δεν άξιζε να τιμωρηθεί, επειδή ερωτεύτηκε. Ξέρω πως ένας τέτοιος έρωτας, είναι φύση αδύνατος εξαιτίας του εμπόδιου της θνητότητας και της αθανασίας. Ωστόσο, η τιμωρία αυτή εκτός του ότι του στέρησε την ελευθερία σκοτώνοντάς τον αργά, άφησε και το τερατούργημα τον Ασμοδαίο να τριγυρνά ελεύθερος. Αν ξυπνήσει τα άλλα δύο σκοτεινά αδέρφια μας, διαπράττοντας φόνους θνητών, τότε θα σταθεί πολύ δύσκολο να τους αναχαιτίσουμε χωρίς, χωρίς την βοήθεια του Εωσφόρου» τελείωσε κομπιάζοντας και οι άλλοι δύο έμειναν να τον κοιτούν εμβρόντητοι.
«Ας ξεκινήσουμε από το βασικό ερώτημα, του πώς είσαι τόσο βέβαιος πως θα βοηθήσει» άρχισε ο Ουριήλ.
«Θα αναγκαστεί, καθώς εκτός του ότι ο Ασμοδαίος κρατά το κλειδί, ο Εωσφόρος τον απεχθάνεται και το κυριότερο, δεν είναι σατανικός δολοφόνος όπως αυτός» απάντησε ο Μιχαήλ.
«Και πώς θα βγει από τα Τάρταρα;» συνέχισε ο Ουριήλ με τη λίστα ερωτήσεων, όταν η απάντηση τους χαστούκισε ομαδικά.
«Μην μου πεις πως σκοπεύεις να…» ξεκίνησε ο Ραφαήλ και ο Μιχαήλ του χαμογέλασε στραβά.
«Το σπαθί με τη θεϊκή ενέργεια, είναι η μόνη λύση» του είπε ο Μιχαήλ.
«Αν σε καταλάβουν, θα σε ρίξουν Μιχαήλ και ο στρατός μας θα χάσει τον αρχηγό του. Δεν νομίζω πως αξίζεις ένα τέτοιο τέλος. Μην γίνεσαι όμοιος του αδερφού σου» συνέχισε ο Ουριήλ.
«Από εσάς ζητώ μονάχα να με καλύψετε για να κερδίσω χρόνο» ήταν η τελευταία κουβέντα του Μιχαήλ, προτού πάρει τον μακρινό δρόμο της ανώτερης αίθουσας, με τους δύο Αρχαγγέλους να συναινούν παρά τη θέλησή τους.
Οι τρείς τους βάδισαν στο μαρμάρινο μονοπάτι, που αλλιώς ονομαζόταν και δρόμος τη σιωπής. Δεξιά και αριστερά τους, άγγελοι κάθε τάγματος πετούσαν ανάλαφρα και κινούνταν αργά, έχοντας τα μάτια τους κλειστά, ενώ το μυαλό τους ήταν απόλυτα συγκεντρωμένο στις προσευχές και τις εσωτερικές σκέψεις. Δεν τους άκουγαν, μήτε τους έβλεπαν όσο βρίσκονταν σε εκείνη την κατάσταση ύπνωσης, η οποία λειτουργούσε και σαν μία μορφή εξαγνισμού.
«Θα σου πρότεινα να ακολουθήσεις το παράδειγμά τους αδερφέ, μήπως και τελικά αλλάξεις γνώμη και σωθούμε όλοι» ακούστηκε η φωνή του Ραφαήλ.
«Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Το μονοπάτι που πρόκειται να ακολουθήσω, έχει ήδη χαραχθεί μέσα μου. Γνωρίζω πως είναι παράτολμο και πως αντιβαίνει στους θεϊκούς κανονισμούς από κάθε άποψη, ωστόσο πιστεύω πως κάνω το σωστό» του απάντησε ο Μιχαήλ και οι άλλοι δύο αναστέναξαν, καθώς ήταν και αυτοί έτοιμοι με την σειρά τους να προδώσουν τον Γαβριήλ και όλα τα αγγελικά τάγματα μαζί. Μολαταύτα, βαθιά μέσα τους είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στον Μιχαήλ. Γνώριζαν πόσο πιστός και ταπεινός ήταν απέναντι στον Πατέρα τους, καθώς επίσης και τις αγαθές του προθέσεις.
Φύλακες της Ιερής αίθουσας, αποτελούσαν δύο Χερουβείμ. Τα συγκεκριμένα ασώματα και θεία όντα, ήταν και φύλακες του θρόνου του Θεού. Πάνσοφα, με τα χιλιάδες μάτια να κοσμούν την αλλόκοσμη εμφάνισή τους και τα τέσσερα κεφάλια να παρακολουθούν όσα συνέβαιναν στον Παράδεισο. Η θωριά τους, δημιουργούσε φόβο και παράλληλα σεβασμό από τα υπόλοιπα αγγελικά τάγματα. Έπρεπε λοιπόν, να τους αποσπάσουν για λίγο την προσοχή, ώστε να κατορθώσει ο Μιχαήλ να μπει στην αίθουσα και να πάρει το σπαθί. Ωστόσο, με φύλακες τον Ζοφιήλ, ο οποίος καθώς λέγεται, ήταν εκείνος που εξόρισε τον Αδάμ και την Εύα από τον Παράδεισο, αλλά και τον Ρικβιήλ, ο οποίος ήταν ένας από τους ηγέτες των Χερουβείμ, τα πράγματα δυσκόλευαν αισθητά πολύ.
Οι τρεις τους προχώρησαν κάπως σκυφτά προς το μέρος των δύο Φυλάκων.
«Ορθώστε το ανάστημά σας γιατί καρφωνόμαστε!» ψιθύρισε ο Μιχαήλ και οι άλλοι ευθύς υπάκουσαν.
Στη θέα τους, το βλέμμα των Χερουβείμ σκοτείνιασε, καθώς απεχθάνονταν να τους αποσπούν από το ιερό τους καθήκον. Τότε, τον λόγο πήρε ξεροκαταπίνοντας ο Ουριήλ :
«Χαίρε λαμπροί μου Φύλακες» τους είπε και τα τέσσερα κεφάλια των Χερουβείμ, καρφώθηκαν με μία απότομη κίνηση πάνω τους.
«Σας χαιρετούμε Αρχάγγελοι. Θα μπορούσαμε να πληροφορηθούμε τον λόγο της τόσο ξαφνικής σας επίσκεψης, σε ένα μέρος σαν και αυτό;» ρώτησε ο Ρικβιήλ και ο Μιχαήλ, είδε τους άλλους δύο να χλωμιάζουν.
«Έχει δοθεί έκτακτη εντολή από τον Γαβριήλ, να μαζευτούν όλοι οι αρχηγοί των Ταγμάτων καθώς τα πράγματα οδεύουν αργά επί τα χείρω» ολοκλήρωσε ο Ουριήλ, βλέποντας ωστόσο μία σκιά αμφιβολίας να καθρεπτίζεται στο βλέμμα των Χερουβείμ.
«Κατανοούμε τον υψηλό κίνδυνο, ωστόσο η θέση μας εδώ κρίνεται απαραίτητη. Θα πρέπει να ενημερώσετε τον Γαβριήλ, πως ευχαρίστως θα μπορούσαμε να του στείλουμε αντικαταστάτες. Εμείς θα πρέπει να παραμείνουμε, καθώς η φύλαξη της αίθουσας, θεωρείται υψίστης σημασίας» μίλησε τώρα ο Ζοφιήλ.
«Κατανοούμε την κατανόησή σας περί κινδύνου, ωστόσο θα πρέπει να τον ενημερώσετε εσείς οι ίδιοι. Το δικό μας καθήκον σταματά εδώ» τους είπε ο Μιχαήλ, γνωρίζοντας πως ο δικός του λόγος μετρούσε λίγο περισσότερο.
«Καλώς, ωστόσο μείνετε εδώ να προσέχετε την αίθουσα για όσο θα λείπουμε. Αν αυτό το καταραμένο σπαθί χαθεί, ο Πατέρας δεν θα μας το συγχωρέσει ποτέ» συμπλήρωσε ο Ζοφιήλ και οι δυο τους αργά, πήραν το δρόμο της σιωπής, προκειμένου να φθάσουν στη διάσταση των Αρχαγγέλων.
Τη στιγμή που απομακρύνονταν, τα βλέμματα έπεσαν στον Μιχαήλ.
«Μην με κοιτάτε, γνωρίζω πως οι μέρες μου ως Αρχάγγελος είναι μετρημένες» τους είπε και οι άλλοι δύο σκοτείνιασαν.
«Μιχαήλ, ξανασκέψου το» συνέχισε ο Ραφαήλ.
«Το έχω κάνει ήδη. Αν δεν ελευθερώσω τον αδερφό μου, η Κόλαση θα πλημμυρίσει και την γη και τον Παράδεισο» τελείωσε και το βλέμμα του στράφηκε στην χρυσοποίκιλτη πόρτα.
Με το ένα του χέρι την άνοιξε και εισήλθε αργά, αφήνοντας πίσω του τους άλλους δύο Αρχαγγέλους. Όπως και όλες οι υπόλοιπες αίθουσες του Παραδείσου, ήταν εσωτερικά λιτή, με μόνο έπιπλο μία αρχαϊκού τύπου μαρμάρινη κολώνα, πάνω στην οποία βρισκόταν το πιο διάσημο σπαθί στην ιστορία των Αγγέλων. Προχωρώντας προς την κατεύθυνσή του μαγεμένος, διαπίστωσε πως στους τοίχους, υπήρχαν τοιχογραφίες που απεικόνιζαν έναν άγγελο, διαφορετικό από τους άλλους. Τα γιγάντια λευκά του φτερά, τα δαχτυλίδια της δύναμης που κοσμούσαν τα χέρια του και τα κυανά του μάτια στο χρώμα του πρωινού ουρανού, δεν γινόταν να περάσουν απαρατήρητα. «Αδερφέ» σκέφτηκε ο Μιχαήλ, μα η προσοχή του στράφηκε ξανά στο τεράστιο, χρυσό σπαθί, με το κατακόκκινο ρουμπίνι σε σχήμα δακρύου, ακριβώς στο μέσον του.
Με προσοχή, το πήρε στα χέρια του και κοίταξε τα σύμβολα που καθρεπτίζονταν στη λαμα του, καθώς επίσης και το είδωλό του, με το κυανό φωτοστέφανο να κοσμεί την κεφαλή του. Εκείνος και ο αλλοτινός φωτεινός αδερφός του, είχαν την ίδια αύρα και έτσι ο Μιχαήλ, ήταν ο μόνος που μπορούσε να διαβάσει τα σύμβολα που απεικονίζονταν πάνω στην λάμα του σπαθιού. «Πίστη, Δύναμη, Αγάπη» σκέφτηκε. Έννοιες ξεχασμένες στην σφαίρα του ασυνείδητου για τον Εωσφόρο ή μήπως όχι; Την στιγμή που ετοιμαζόταν να φύγει, άκουσε την πόρτα της αίθουσας να κλείνει με δύναμη και τον ίδιο να παγιδεύεται μέσα. Κατόπιν, τα χιλιάδες κεριά που την φώτιζαν, έσβησαν μονομιάς και εκείνος κρύφτηκε σαν τον κλέφτη πίσω από την αρχαϊκή κολώνα.
Εν συνεχεία, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και στο κατώφλι στάθηκαν τα δύο απόκοσμα Χερουβείμ, με βλέμμα που καθρέπτιζε την οργή, ενώ τα χιλιάδες μάτια τους, όργωναν τον χώρο αναζητώντας το σπαθί και κατ’ επέκταση τον κλέφτη. Ο Μιχαήλ, έκρυψε το σπαθί παίρνοντας ανθρώπινη μορφή, ώστε να μην κατορθώσουν να τον αναγνωρίσουν με την πρώτη. Τα Χερουβείμ συνέχισαν να βαδίζουν προς την μεριά της κολώνας και εκείνος μην έχοντας άλλη επιλογή και παίρνοντας μία τελευταία βαθιά ανάσα, εμφανίστηκε με την ανθρώπινη αμφίεσή του μπροστά τους. Το μαύρο φούτερ που είχε επιλέξει έκρυβε το πρόσωπό του και τα Χερουβείμ για λίγα λεπτά, πίστεψαν πως είχαν να κάνουν με δαίμονα- εισβολέα. Εξαπολύοντας ισχυρή ενέργεια προς το μέρος του, περίμεναν το αποτέλεσμα, αλλά ο Μιχαήλ, όντας ο αρχηγός του τάγματος των Αγγέλων, κατόρθωσε έστω και με κάποια δυσκολία, να αποκρούσει το χτύπημα. Τα Χερουβείμ συνέχισαν με απανωτά χτυπήματα και ο Αρχάγγελος, καθώς βρισκόταν σε μία θέση διαρκούς άμυνας, είχε αρχίσει να κουράζεται.
Τη στιγμή εκείνη, για καλή του τύχη, άκουσε φωνές και η προσοχή των Χερουβείμ, στράφηκε τώρα στην πόρτα και σε μία απόκοσμη μορφή που στεκόταν εκεί, βαστώντας ένα ξίφος.
«Δαίμονας» μούγκρισε ο Ζοφιήλ και για λίγο εγκατέλειψαν την μάχη με τον Μιχαήλ, για να στραφούν στο πλάσμα που στεκόταν στην είσοδο. Φανερώνοντας τα δόντια τους και με τα κεφάλια να βρυχόνται, επιτέθηκαν στο πλάσμα, το οποίο πάλεψε να τους αποκρούσει, αφήνοντας το περιθώριο στον Μιχαήλ να δραπετεύσει. Με το σπαθί να τον βαραίνει, έριξε το σώμα του από τον ουρανό, έχοντας σαν τελευταία εικόνα, τα ουρλιαχτά που έβγαζε αυτό το δαιμονικό πλάσμα, το οποίο καιγόταν από την δύναμη του πυρός που προερχόταν από τα δύο Χερουβείμ.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη