Summer Solstice (Κεφάλαιο 4)

ΣΕΛΕΣΤ

Αν και ακόμα είναι νωρίς, ο ουρανός έχει σκοτεινιάσει από γκρίζα και μαύρα, θυμωμένα σύννεφα. Τα μεγαλύτερα, σαν να θέλουν να επιβάλλουν την ογκώδη παρουσία τους στα υπόλοιπα, βγάζουν βροντές και ρίχνουν κεραυνούς, σείοντας ολόκληρο τον τόπο. Τα πιο αδύναμα υποχωρούν με λίγες αστραπές. Αφήνουν τη δική τους οργή να πέσει με δύναμη στο έδαφος και να παρασύρει μακριά με τα υδάτινα ρυάκια του ό,τι δεν ταιριάζει σε αυτόν τον τόπο. Ο άνεμος από την άλλη δεν πάει πίσω. Ζητωκραυγάζει και θυμώνει για τη μάχη που γίνεται πιο κάτω, παίρνοντας και εκείνος μέρος. Χτυπάει με δύναμη τα δέντρα και οτιδήποτε βρει στον διάβα του, λες και αυτά φταίνε για την κατάληξη των πραγμάτων.

Κοιτάζω σφιγμένα τον άλλοτε αρμονικά, διακοσμημένο κήπο, που έχει μεταμορφωθεί, κυριολεκτικά, σε πεδίο μάχης. Τα πήλινα πιθάρια έχουν πέσει και σπάσει κατά μήκος του πέτρινου μονοπατιού σκορπίζοντας παντού μια αποκρουστική, μαυριδερή λάσπη. Πολλά κλαδιά δέντρων έχουν σπάσει ή έχουν λυγίσει σε μια αφύσικη στάση έτοιμα, να σπάσουν, ενώ όσα βρίσκονται κοντά στην περίμετρο του σπιτιού, το γδέρνουν παρακλητικά, σαν να θέλουν να κρυφτούν μέσα του, για να προστατευτούν. Τα κοιτάζω με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια μου, καθώς οι καστανιές χτυπούν τις μπαλκονόπορτες του σαλονιού. Είναι σαν ένα συνεχόμενο τακ-τακ κάποιου επισκέπτη. Τα γυμνά κλαδιά τους μοιάζουν με μακριά, ροζιασμένα δάχτυλα και, αν δεν είχα πάψει από καιρό να πιστεύω στις ιστορίες της μητέρας μου, θα ορκιζόμουν πως μάγισσες πολιορκούν το σπίτι μας.

Το σαλόνι είναι το θερμότερο μέρος σε ολόκληρο το σπίτι. Ανάμεσα στα δυο μεγάλα αψιδωτά παράθυρα βρίσκεται το τζάκι με την υπέροχη, ευπρόσδεκτη φωτιά του. Ακριβώς μπροστά του τρεις άνετοι καναπέδες σχηματίζουν ένα μεγάλο Π και ανάμεσα βρίσκεται ένα κοντό ξύλινο, ορθογώνιο τραπέζι με σκαλιστές και ανάγλυφες λεπτομέρειες. Παχιά, ζεστά, γούνινα χαλιά είναι στρωμένα απ’ άκρη σ’ άκρη απαγορεύοντας, στον παγωμένο καιρό να κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα στην έπαυλη. Οι πέτρινοι τοίχοι είναι καλυμμένοι με διπλή, ξύλινη επένδυση και κόκκινη ταπετσαρία. Κάδρα, που έχει ζωγραφίσει η μητέρα μου, κοσμούν τους τοίχους και ένας πολυέλαιος κρέμεται από το ταβάνι, ενώ ένα μεγαλόπρεπο λευκό πιάνο συμπληρώνει το όλο σύνολο.

Τα δάχτυλά μου τρέχουν πάνω στα πλήκτρα του πιάνου βγάζοντας την πιο απαλή, χαλαρωτική μελωδία, που θα μπορούσε, να σκεφτεί ο καλύτερος πιανίστας. Με ηρεμεί, που ξέρω ότι τα μπουμπουνητά δεν μπορούν να επηρεάσουν τη δική μου μουσική. Χαμογελάω περήφανη με την ικανότητά μου και, σηκώνοντας τα μάτια μου, ρίχνω μια ματιά στους γονείς μου και στους δυο πρίγκιπες, που κάθονται στους καναπέδες και με ακούν με προσοχή. Το γεύμα ήταν πολύ ήσυχο, σχεδόν σιωπηλό εκτός από μερικές, σκόρπιες κουβέντες και διήρκησε λίγο. Έπειτα περάσαμε στο σαλόνι για τσάι, όμως πάλι δεν συζητάμε κάτι σημαντικό. Ο μόνος ήχος που ακούγεται, είναι ο ήχος του πιάνου και της βροχής.

«Δεσποινίς Κίλμπορν παίζετε πολύ όμορφα—» ξεκινάει ο πρίγκιπας Γκασπάρντ, όμως ο ξαφνικός θόρυβος του φλιτζανιού που αναποδογυρίζει, τον διακόψει.

Όλοι στρεφόμαστε προς το μέρος του πρίγκιπα Άλμπερτ. Εκείνος χαμογελάει ένοχα. Όταν τα βλέμματά μας ανταμώνουν, μου κλείνει το μάτι φευγαλέα ή τουλάχιστον, έτσι νομίζω, και σμίγω τα φρύδια μου προβληματισμένη. Τι ήταν τώρα αυτό; Ίσως είμαι κουρασμένη από το ταξίδι.

«Πράγματι η μουσική σας είναι υπέροχη. Νομίζω πως υπάρχει ένα μυστικό κάτω από το όμορφο παίξιμό σας» λέει εύθυμα ο πρίγκιπας Άλμπερτ και χαμογελάει. «Με κάνει να αναρωτιέμαι… ποια είναι τα όνειρά σας;»

«Τα όνειρά μου;» σαστίζομαι από την ξαφνική ερώτησή του. Δεν υπάρχει περίπτωση να καταφέρω, να το απαντήσω αυτό.

Οι γυναίκες δεν έχουν πολλά δικαιώματα. Τους απαγορεύονται τα πάντα εκτός από το νοικοκυριό. Κουράστηκα να μου φωνάζουν με το παραμικρό. Τα μάτια μου στρέφονται στο πρόσωπο της μητέρας μου, που έχει σοβαρέψει απότομα, σαν να με προειδοποιεί για το τι πρόκειται να πω. Από τη δική της οπτική γωνία, δε θα ήθελε ο πρίγκιπας Γκασπάρντ να μάθει για τις δικές μου επιθυμίες, αν όντως θέλει να τον κάνει γαμπρό της. Οπότε τι να πω για τα όνειρά μου; Θα ήθελα να σπουδάσω ιστορία και να ασχοληθώ με τη φροντίδα των βιβλίων. Λατρεύω να ταξιδεύω μέσα από τις ιστορίες της κάθε ηπείρου να μάθω για τους πολιτισμούς της και να…

«Μου αρέσει να ταξιδεύω» αποκρίνομαι τελικά και η μητέρα μου ξεφυσάει ανακουφισμένη. «Το Κρέομορ είναι πανέμορφο αλλά ξέρω ότι κάπου εκεί έξω υπάρχουν πολλά περισσότερα, για να δεις».

«Αυτό είναι υπέροχο. Θα ήταν χαρά μας να μας επισκεπτόσουν στο Στάρενιθ. Πάω στοίχημα ότι δεν έχετε ξαναβρεθεί στην πρωτεύουσα της χώρας μου, σωστά;» συνεχίζει ο πρίγκιπας Άλμπερτ. Ο Γκασπάρντ δίπλα του ξεροβήχει διακριτικά.

«Είμαι σίγουρος ότι η δεσποινίς Κίλμπορν δε θα δεχόταν κάτι τέτοιο. Όμως… μπορούμε να ανταποδώσουμε τη χάρη της φιλοξενίας σας, άρχοντα Κάλντερ. Θα ήταν πραγματικά τιμή μας να σας δούμε με την οικογένειά σας στο Στάρενιθ» απαντάει βιαστικά, σαν να θέλει να προβλέψει κάτι.

Ο πατέρας μου νεύει καταφατικά και με κοιτάζει, σαν να περιμένει την δική μου άδεια. Νεύω καταφατικά μην έχοντας το δικαίωμα να εκφέρω άλλη άποψη αν και καταβάθος ελπίζω αυτά να είναι λόγια του αέρα και να μην σκοπεύουν οι γονείς μου να επισκεφτούν το περίφημο Στέρενιθ.

«Λοιπόν, πώς ήταν στην Μπουργκότζια;» ρωτάει ο πατέρας μου, για να αλλάξει θέμα συζήτησης και να σπάσει την αμηχανία, που έχει αρχίσει, να πέφτει βαριά ανάμεσά μας. «Κανένας σας δεν μίλησε για τις μέρες του εκεί, ούτε και για το ταξίδι της επιστροφής. Τι συνέβη;»

«Τίποτα, καλέ μου. Όλα πήγαν καλά και η Συνθήκη υπογράφτηκε» αποκρίνεται η μητέρα μου απότομα, πριν της πάρει τον λόγο κάποιος άλλος.

Ο περιφερειάρχης του Κρέομορ δεν γεννήθηκε χτες. Σίγουρα κληρονόμησε την εξουσία από τον δικό του πατέρα και ο πατέρας του από τον δικό του, όμως ο Κάλντερ Κίλμπορν εδραίωσε τη δική του κυριαρχία με όπλα την εξυπνάδα και τη διπλωματία του. Η μητέρα μου δεν πρέπει να του λέει τόσο εμφανή ψέματα, που θα τα καταλάβει αμέσως, μόλις ακούσει τα δυσάρεστα νέα για την δολοφονία του βασιλιά Ρόλοφ.

«Πληροφορήθηκα κάποια γεγονότα που με τάραξαν. Βέβαια υποτίθεται πως είναι ακόμα φήμες, όμως βλέποντας τον σωματοφύλακα της κόρης μου πληγωμένο… μπαίνω σε υποψίες, ότι εσείς οι δυο κάτι μου κρύβετε». Στενεύει τα μάτια του πονηρά στρέφοντας το βλέμμα του προς το μέρος της μητέρας μου και σε μένα περιμένοντας να του πούμε την αλήθεια και όχι ανούσιες δικαιολογίες.

«Να… ο τραυματισμός του Σιρκάν ήταν δικό μου λάθος». Απαντάω πρώτη. «Φάνηκα απρόσεχτη, παρόλα αυτά…»

«Πράγματι, κάτι συνέβη στην Μπουργκότζια. Οι φήμες δεν είναι τόσο φήμες. Ο βασιλιάς Ρόλοφ της Τολέντρα δολοφονήθηκε και κάποιος προσπάθησε, να πνίξει την κόρη σας το ίδιο κιόλας βράδυ». Τον ενημερώνει αβίαστα ο πρίγκιπας Άλμπερτ κάνοντάς με να πνίξω βιαστικά ένα ξεφωνητό.

Μα γιατί πρέπει, να φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν; Ο πατέρας μου γουρλώνει τα μάτια του και τινάζεται όρθιος. Το πρόσωπό του είναι χλομό και οι γροθιές του, σφιγμένες. Ξέρω πόση αδυναμία μου έχει, εφόσον είμαι το μοναδικό του παιδί, όμως η ταραχή δεν του κάνει καλό. Η καρδιά του δε θα αντέξει το άγχος ενός τέτοιου γεγονότος και αυτό με ανησυχεί πολύ.

«Ο πρίγκιπας Άλμπερτ μεγαλοποιεί τα γεγονότα. Δεν ήταν τόσο τρομερά, όσο τα παρουσιάζει» λέω κοιτάζοντάς τον προειδοποιητικά «Μην ανησυχείς για μένα. Είμαι καλά. Ο Σιρκάν με προστάτεψε και με έφερε πίσω σώα». Σηκώνομαι από το πιάνο και πηγαίνω κοντά του. Τεντώνοντας το κεφάλι μου προς το μέρος του, τον φιλάω στο μάγουλο και του χαμογελάω καθησυχαστικά. «Νομίζω πως είναι ώρα, να αποχωρήσω. Καλό σας βράδυ».

«Σελέστ, μια στιγμή σε παρακαλώ». Με σταματάει ο πατέρας μου στη βάση της σκάλας. Μοιάζει θλιμμένος. «Πάμε μια στιγμή στο γραφείο μου;»

Τον ακολουθώ σιωπηλή μπλέκοντας και ξεμπλέκοντας νευρικά τα χέρια μου. Τι μπορεί να με θέλει; Η συμπεριφορά μου ήταν εξαίρετη μπροστά στους καλεσμένους μας και όσο για το θέμα του πνιγμού μου, δεν είναι κάτι, που θα ήθελα, να συζητήσω. Ήμουν αναίσθητη, όταν συνέβησαν τα περισσότερα και το μόνο που θυμάμαι, είναι ο πεσμένος, ματωμένος Σιρκάν. Έπειτα από την επιστροφή μας στο σπίτι, δεν βρήκα ούτε ένα λεπτό, για να τον επισκεφτώ και έχω τύψεις γι’ αυτό. Μπορεί να είναι η δουλειά του, αυτό για το οποίο πληρώνεται, όμως ριψοκινδύνεψε για μένα και σίγουρα δεν θα ήθελα να τον χάσω.

Το γραφείο του Περιφρειάρχη Κάλντερ είναι σε έναν διαμορφωμένο χώρο κάτω από την πέτρινη σκάλα. Οι τοίχοι είναι όλοι καμωμένοι από ακριβό, σκληρό ξύλο και το πάτωμα είναι στρωμένο, ολόκληρο με βότσαλα από την παραλία φτιάχνοντας ένα πλοίο. Στους τοίχους έχει μια βιβλιοθήκη με δερματόδετα βιβλία, γεμάτα ιστορίες και θρύλους των παλιών καιρών, και άλλη μια, φορτωμένη με περγαμηνές, λογιστικά βιβλία με τα έσοδα και τις απώλειες του Κρέομορ, λίστες για τα εμπορικά πλοία, που αναχωρούν καθημερινά, και τα προσωπικά του ημερολόγια, απ’ όταν έσκιζε τις θάλασσες με το πλοίο του. Έχει ένα μπαούλο με χάρτες και μια γυάλινη προσθήκη με παλιά όπλα. Το γραφείο του είναι φτιαγμένο από μαόνι, ειδική παραγγελία από τη Ραϊκούρια∙ πιάνει σχεδόν όλον τον χώρο εδώ μέσα. Τρεις άνετες πολυθρόνες από δέρμα και φίλντισι ακουμπούν στον τοίχο.

Ο πατέρας μου κάθεται βλοσυρός σε αυτή πίσω από το γραφείο του και εγώ απέναντί του.

«Αν έχει να κάνει με το ατύχημα στην Μπουργκότζια, θέλω να ξέρεις ότι δεν είπα τίποτα, γιατί ανησυχώ για σένα. Ήξερα ότι θα αναστατωνόσουν…»

«Και αποφάσισες να μου κρύψεις κάτι που ήδη θα μάθαινα; Έτσι όπως με βρήκαν τα νέα για τον βασιλιά Ρόλοφ, έτσι θα με έβρισκαν και για σένα. Μια τέτοια απειλή δε θα έμενε για πολύ μυστική. Η Μπουργκότζια παλεύει να διατηρήσει την ειρήνη, την ώρα που το Στάρενιθ και η Ραϊκούρια να κερδίσουν περισσότερα όποιες και αν είναι οι συνέπειες. Η Ραϊκούρια έχασε έναν ηγέτη, τον οποίο θα αντικαταστήσει γρήγορα, όμως ο βασιλιάς Ρόλοφ ήταν ο μόνος που πίστευε ακράδαντα για την ενότητα των χωρών και την ενότητα των ανθρώπων τους». Φυλακίζει το πρόσωπό μου μέσα στις παλάμες του και ακουμπά το μέτωπό του πάνω στο δικό μου, πριν κάνει τον κύκλο του γραφείο του και με τραβήξει πάνω του. Ανταποδίδω την αγκαλιά του επιθυμώντας να προστατευτώ από τον φόβο που έχει αρχίσει να φωλιάζει στο πίσω μέρος του μυαλού μου. «Δε θα ήθελα, να σε χάσω για κανένα λόγο».

«Ούτε εγώ. Έχεις πίεση και η καρδιά σου είναι αδύναμη. Θυμάσαι, τι είπε ο γιατρός, έτσι; Όσο και αν με αγαπάς, πρέπει να σταματήσεις να ανησυχείς τόσο για μένα. Είμαι αρκετά μεγάλη και υποθέτω πως σύντομα θα βρίσκομαι σε ικανά χέρια, για να με προστατέψουν».

Χτυπά τους ώμους μου καθησυχαστικά και τσιμπά το σαγόνι μου. «Ο γάμος δεν είναι και το τέλος του κόσμου. Μπορεί να είναι δύσκολος και ενοχλητικός, αλλά μερικές φορές έχει πλάκα». Χαμογελά αμυδρά, σαν να θυμήθηκε κάτι αστείο από τον δικό του. «Απ’ ότι κατάλαβα, η μητέρα σου έδειξε αρκετό ενδιαφέρον για τον πρίγκιπα Γκασπάρντ και θα ομολογήσω πως συμφωνώ μαζί της. Θα ήταν χρήσιμη η προστασία του Στάρενιθ, αν ο πόλεμος φτάσει στο Κρέομορ. Εσύ τι πιστεύεις;»

«Έχει σημασία η γνώμη μου; Η αλήθεια είναι οτι δεν μου κεντρίζει το ενδιαφέρον, όμως αν τον θεωρείτε κατάλληλο για μένα, θα τον αποδεχτώ». Σφίγγω το χέρι του μέσα στο δικό μου και κλείνω τα μάτια νιώθοντας ασφάλεια. «Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ γνωρίζει;»

«Όχι ακόμα, όμως έχουμε καιρό γι’ αυτό. Προέχουν άλλα πράγματα». Μένει για λίγο σιωπηλός, σαν να μην ξέρει, πώς να συνεχίσει. «Ο Σιρκάν τραυματίστηκε άσχημα και θα πάρει καιρό, ώσπου να αναρρώσει. Γι’ αυτό αύριο κιόλας θα προσλάβω έναν άλλον σωματοφύλακα για σένα. Θέλω, να έχω το κεφάλι μου ήσυχο, εντάξει;»

Νεύω καταφατικά με μισή καρδιά. Ο Σιρκάν είναι ο σωματοφύλακάς μου από τότε, που θυμάμαι τον εαυτό μου. Δεν έχω παράπονο από τις ικανότητές του και με έχει βγάλει από τη δύσκολη θέση πάρα πολλές φορές. Είναι φίλος μου και το ότι θα αντικατασταθεί από κάποιον άλλον, μου κάθεται σαν αγκάθι στο λαιμό. Δε μου αρέσει καθόλου, αλλά σίγουρα δεν είναι στο χέρι μου να αποφασίσω. Ελπίζω μόνο για την περίοδο που θα είναι μακριά μου, να ηρεμήσει και να απολαύσει την άδειά του. Ίσως πάει διακοπές κάπου. Ναι, αυτό θα ήταν μια καλή ευκαιρία, να ξεφύγει για λίγο από την εικοσιτετράωρη φροντίδα μου.

«Αυτό είχα να πω μόνο. Επίσης ο Τζένσεν Ντίτσελχοφ έδειξε ενδιαφέρον για σένα και ίσως μας επισκεφτεί μέσα στις επόμενες μέρες. Θα δείξεις τον καλύτερό σου εαυτό, έτσι;» με ρωτάει, σαν να μη με ξέρει. «Είναι αργά. Θα τα πούμε αύριο το πρωί, πριγκίπισσα».

Φεύγω, πιο ανήσυχη απ’ όσο ήμουν, όταν επισκέφτηκα το γραφείο, και ανεβαίνω με βαριά βήματα στον δεύτερο όροφο της έπαυλης, που βρίσκονται τα διαμερίσματά μου, των γονιών μου και των σημαντικών επισκεπτών μας. Του προσωπικού και των φρουρών φύλαξης είναι στο κάτω πάτωμα. Μια σκιά, που δεν είχα παρατηρήσει νωρίτερα, ξεκολλάει από την πόρτα του δωματίου μου και στέκεται μπροστά μου, σταυρώνοντας τα μπράτσα της μπροστά στο στήθος της.

«Πρίγκιπα Άλμπερτ. Με περιμένατε. Σε τι οφείλω αυτή την τιμή;» ρωτάω ανασηκώνοντας τα φρύδια μου.

Δεν απαντάει. Αντίθετα κάνει ένα βήμα μπροστά και όταν είναι αρκετά κοντά μου, με πιάνει από το μπράτσο και με τραβάει προς το δωμάτιό του, που είναι δύο πόρτες μακριά από το δικό μου. Με σπρώχνει μέσα και κλείνει πίσω του την πόρτα. Είναι μια διπλή κρεβατοκάμαρα. Έχει ένα κοινό σαλόνι και δυο ίδια δωμάτια αντικριστά. Συνήθως εδώ φιλοξενούμε καλεσμένους, που έχουν αρραβωνιαστεί. Είναι μαζί αλλά κρατούν ταυτόχρονα τις αποστάσεις, που χρειάζεται πριν από τον γάμο. Τώρα μένουν οι αδερφοί Ολιβάρες.

«Θέλω να συζητούμε το επιθετικό σου βλέμμα κάτω στο σαλόνι. Όταν ανέφερα για το ατύχημά σου στον πατέρα σου, μόνο που δε με σκότωσες» σαρκάζει, σαν να το διασκεδάζει. Γιατί μου μιλάει στον ενικό; Δε θυμάμαι, να του έδωσα αυτό το δικαίωμα. «Δε μου άρεσε η στάση σου».

«Με φωνάξατε στην κρεβατοκάμαρά σας γι’ αυτό;» σοκάρομαι και εκνευρίζομαι. Αποδιώχνω τα χέρια του από πάνω μου και οπισθοχωρώ. Αν μας δει κάποιος, μπορεί, να μας παρεξηγήσει.

«Ναι, νόμιζα πως θύμωσες, για όσα είπα. Οπότε… σκέφτηκα, να το λύναμε, πριν φύγω για την πατρίδα». Συνεχίζει να χαμογελάει ηλίθια.

Η πόρτα ανοίγει ξαφνικά και μέσα μπαίνει ο πρίγκιπας Γκασπάρντ. Σαστίζει με την παρουσία μου και χάνει εντελώς τα λόγια του στρέφοντας το βλέμμα του πότε στον αδερφό του και πότε σε μένα. Το πρόσωπό του σκοτεινιαζει, σαν να επρόκειτο να ξεσπάσει μπόρα και στενεύει τόσο πολύ τα μάτια του που γίνονται δυο σχισμές.

«Δεσποινίς Κίλμπορν δε θα ήθελα να φανώ αγενής, όμως δεν βρίσκετε άπρεπη την επίσκεψή σας τέτοια ώρα στο δωμάτιο δύο αντρών;» με ρωτάει σμίγοντας καχύποπτα τα φρύδια του. «Δεν έχετε καθόλου ντροπή πάνω σας;»

«Τι! Εγώ δεν… δεν…» ξεφωνίζω, μα αμέσως σταματώ προσπαθώντας να βρω την αυτοκυριαρχία και τους τρόπους μου. Δεν είχα καμία πρόθεση, να βρίσκομαι εδώ. Όλο αυτό είναι λάθος και όπως περίμενα, το παρεξήγησε. Ειλικρινά, ήλπιζα να μην το έκανε. Να έβλεπε όλες τις παραμέτρους, πριν με κρίνει. «Τς. Με την καλή κουβέντα στο στόμα είστε πάντα» γρυλίζω επιθετικά και τον προσπερνάω κάνοντας μια κωμική υπόκλιση.

«Χα! Αυτό το κορίτσι έχει τσαγανό. Μου αρέσει» ακούω τον πρίγκιπα Άλμπερτ, να φωνάζει μέσα από το δωμάτιο, ενώ τον Γκασπάρντ να ξεφυσάει εκνευρισμένος.

«Αγενής είναι, αλλά τι περιμένεις από ένα κοινό κορίτσι; Ζει σε μια χώρα, όπου θεωρούν ότι όλοι μπορούν, να είναι ίσοι». Απαντάει εκείνος. Τα λόγια του μου υπενθυμίζουν εκείνα του πατέρα μου και και αν το Στάρενιθ κρύβεται πίσω από την επίθεση, δεν νομίζω οτι το Κρέομορ θα επιβιώσει υπό την προστασία τους.

Δηλαδή, τι; Μας θεωρεί ανόητους επειδή πιστεύουμε στο οτι όλα τα κράτη πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα; Επειδή υπολογίζουμε στον λαό μας και τον σεβόμαστε, όπως εκείνος σέβεται εμάς; Αυτό είναι τόσο λάθος. Απογοητεύομαι, που έπεσα τελείως έξω με τον πρίγκιπα Γκασπάρντ. Με τον τρόπο που μιλούσε πίστευα ότι θα ήταν δίκαιος, όμως όχι. Ένας υπερόπτης και αλαζόνας είναι, που νοιάζεται μόνο για την εξουσία του στους άλλους. Είμαι τόσο κουρασμένη, που νομίζω ότι το κεφάλι μου θα εκραγεί, αν συμβεί κάτι άλλο απόψε. Μπαίνω στο δωμάτιό μου και πέφτω στο κρεβάτι εξαντλημένη. Καθώς η ένταση υποχωρεί από το καταπονημένο μου κορμί και οι επιπτώσεις του ταξιδιού κάνουν αισθητή την παρουσία τους, η εξάντληση και ο ύπνος είναι αναμενόμενο να έρθουν ακάλεστοι. Χαμηλώνουν τα βλέφαρά μου και με μεταφέρουν στον κόσμο των ονειρων.




Ηλιάνα Κλεφτάκη