Ρέπλικα της Χριστίνας Ξενάκη

Περίμενε στωικά, κρυμμένος σε μια γωνιά πίσω από το μικρό δωμάτιο φίλτρων. Ήταν η τρίτη μέρα της έκτης εβδομάδας του μήνα της Αχειμωνιάς. Εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο, τα φάσματα των αστρικών διαστάσεων τραντάζονταν, προκαλώντας αναστατώσεις σε κάθε υλική και μη διάσταση. Εκείνη την περίοδο, οποιαδήποτε χρήση μαγείας απαγορευόταν ρητά, καθώς ακόμη και η ελάχιστη διατάραξη των φασμάτων, θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για το χωροχρονικό συνεχές. Για έναν ολόκληρο κύκλο ημέρας και νύχτας, η Ακαδημία κλείδωνε τις πύλες της και δεν επιτρεπόταν η είσοδος ούτε στο κοινό μα ούτε και στους μαθητευόμενους. Παρέμεναν μέσα μονάχα οι καθηγητές και οι μάιστροι, άτομα τα οποία μπορούσαν να ελέγξουν τις παρορμήσεις της φύσης τους και να απομακρυνθούν από την άσκηση της τέχνης τους. Συνήθως, επέλεγαν να ξοδέψουν τον χρόνο τους κλεισμένοι στις κάμαρές τους και στα γραφεία μελετώντας ή βυθίζοντας το μυαλό τους σε περισυλλογή.
Ό,τι και να επέλεγαν στο τέλος, η Ακαδημία αποτελούσε ένα εγκαταλελειμμένο σχεδόν κτίριο.
Αλλά δεν τον απασχολούσε καθόλου. Το μυαλό του ήταν κατειλημμένο από οργή και φθόνο. Χρόνια παρακολουθούσε πλάι στον μεγάλο του δάσκαλο και εκείνα τα συναισθήματα μεγάλωναν και σάπιζαν την ψυχή του˙ ώσπου δεν άντεξε άλλο. Ήταν αρκετά δυνατός για να αντιμετωπίσει δαιμόνια και αντίπαλους μάγους, μα όχι τόσο δυνατός ώστε να επιβληθεί στον εαυτό του…
Οργή και φθόνος…
Οργή για την άθλια ύπαρξη του μέντορά του˙ οργή για τις τιμωρίες και τους άθλους που του επέβαλε, ενώ φερόταν με ανοχή σε όλους τους υπόλοιπους μαθητευόμενους. Υπέμενε όμως… Υπέμενε γιατί η εκδίκηση έπαιρνε μορφή σιγά σιγά και η υπομονή ήταν ένα από τα πιο ενεργά συστατικά της.
Φθόνος για όσα είχε καταφέρει˙ για τις μεγάλες μελέτες, τις έρευνές του γύρω από τις διαστάσεις και τις διακρίσεις που του επέφεραν στον κύκλο των Μάγων. Φθόνο για τη μακροζωία του, τον πλούτο του, ενώ ο ίδιος ζούσε σαν ένα σάπιο απόβρασμα της κοινωνίας τους, το οποίο ισοπέδωνε με κάθε ευκαιρία.
Όχι πια!
Σύντομα θα ξέφευγε από αυτό τον ασφυκτικό κλοιό. Σύντομα θα ελευθερωνόταν.

Εκείνη την ημέρα, ο νεαρός μαθητευόμενος του μεγάλου μάιστρου Αρκάιν, θα διέπραττε τη μεγαλύτερη αμαρτία˙ θα αφαιρούσε τη ζωή του δασκάλου του και θα του έκλεβε τα πάντα: τις έρευνές του, τις ανακαλύψεις… Την ίδια του την ταυτότητα. Θα το έκανε με τόση μαεστρία που κανείς δε θα μπορούσε να το καταλάβει. Ω, ναι! Αδρεναλίνη και ηδονή πότιζαν το αίμα του και την ανάσα του, όμως έπρεπε να περιμένει.
Κι έτσι έκανε.
Περίμενε ώρες ατέλειωτες πίσω από εκείνο το δωμάτιο. Ο Αρκάιν θα εμφανιζόταν σύντομα όπως συνήθιζε τα βράδια, για να συμμαζέψει το χάος που επικρατούσε στο γραφείο και στη βιβλιοθήκη του. Η κακιά συνήθειά του να παρατάει και να πετάει από ‘δω και από ‘κει τα χαρτιά και τις σημειώσεις του θα μπορούσε να ευθύνεται για την τραγική του κατάληξη, αναλογίστηκε ο νεαρός μάγος και σίγησε. Σύντομα, βήματα ακούστηκαν τόσο δυνατά που τράνταξαν το ταβάνι. Χώθηκε πιο βαθιά στη σκοτεινή του γωνιά, τυλίχτηκε με τη μαύρη του ρόμπα και τράβηξε από το θηκάρι το στιλέτο του˙ ένα περίτεχνο στολίδι από ιριδίζον μωβ γρανίτη και πετράδια από τα απύθμενα έγκατα της γης, τόσο σπάνια που ένα μόνο από αυτά θα μπορούσε να του εξασφαλίσει μια πλούσια και χαρισάμενη ζωή. Ένα τέτοιο κατασκεύασμα ανήκε μονάχα σε κάποια καλογυαλισμένη βιτρίνα για να προκαλεί τον θαυμασμό όλων﮲ δεν του άξιζε να λερωθεί με αίμα και να αφαιρέσει τη ζωή κάποιου πλάσματος. Παρόλα αυτά το τελετουργικό το απαιτούσε και έπρεπε να υπακούσει.
Οι παλάμες του ίδρωναν και ο ιδρώτας αυξήθηκε και απλώθηκε στα υπόλοιπά του άκρα τη στιγμή που η κεντρική πόρτα άνοιξε διάπλατα, προκαλώντας έναν κοφτό τσιριχτό ήχο από τους παλιωμένους μεντεσέδες.
«Αναθεματισμένο πλάσμα! Ανόητη γυναίκα!» φώναξε οργισμένος ο μεγάλος μάγος και σκόρπισε τα βιβλία που βρίσκονταν μπροστά του στο πάτωμα. «Καταραμένη η μέρα που βρέθηκες στον διάβα μου. Άθλιο θηλυκό» συνέχισε να μονολογεί γεμάτος θυμό. Από πίσω του τον ακολουθούσε με χαμηλό βλέμμα μια νεαρή γυναίκα με θαμπά γκρίζα μαλλιά, ντυμένη με λευκό φόρεμα, και τους καρπούς της δέσμιους με αλυσίδες. Ο μάγος γύρισε απότομα και της χάρισε ένα βίαιο χαστούκι το οποίο την έριξε στο έδαφος. Έστρωσε τις ρόμπες του και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Θυμήσου τη θέση σου, Σελέστ» τράβηξε την αλυσίδα και την έσυρε κοντά του, «Μπορώ ανά πάσα στιγμή να σε εξαφανίσω με τον ίδιο τρόπο που γεννήθηκες» ένα ακόμα χαστούκι και το κορίτσι σωριάστηκε ξανά στο πάτωμα με λυγμούς. Αηδιασμένος, ο Αρκάιν απομακρύνθηκε από κοντά της και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του. «Κατάρα στα κόκαλα σου» μουρμούρισε.

Μα αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια που κατάφερε να ξεστομίσει. Η λεπίδα καρφώθηκε βίαια και άγρια στη καρωτίδα, σκίζοντας το δέρμα και τη σάρκα σαν να ήταν χαρτί, βρίσκοντας έξοδο στον αυχένα του. Ο άνδρας αποτραβήχθηκε σφίγγοντας την πληγή του. Τα μάτια του είχαν γυρίσει προς τα πίσω και τα βήματά του δεν είχαν κανέναν έλεγχο. Τα τρεμάμενά του χείλη ψέλλισαν κάποια αδύναμη κατάρα, αλλά, πριν την ολοκληρώσει και αγκομαχώντας δυνατά, έπεσε στο πάτωμα, δημιουργώντας ένα απαίσιο λουτρό αίματος τριγύρω του. Οι μύες του συνέχιζαν να τραντάζονται από έντονους σπασμούς για κάποια λεπτά˙ μια μαριονέτα της οποίας τα μέλη προσέφεραν ένα τελευταίο χορό, προτού παραδοθεί στο έλεος του χρόνου. Η ψυχή είχε ήδη εγκαταλείψει το σώμα του.
Οι ψαλμοί ενός ξορκιού θανάτου προκάλεσαν έντονες δονήσεις στο έδαφος. Σύντομα το λαβωμένο σώμα του μεγάλου μάγου Αρκάιν υψώθηκε και διαλύθηκε στον αέρα σε μορφή μαύρης σκόνης. Το μυστικό, φυσικά, βρισκόταν σε εκείνο το αναθεματισμένο λεπίδι που είχε στην κατοχή του ο άνδρας. Έριξε προς τα πίσω το κεφάλι του και σήκωσε το μαχαίρι στο ύψος του στόματος του. Μία μία οι σταγόνες από το κόκκινο παχύρρευστο υγρό έπεφταν και έβρεχαν τα χείλη του, απολαμβάνοντας έτσι τη γλυκόπικρή γεύση του.
Το ολόγιομο φεγγάρι στόλιζε τον νυχτερινό ουρανό χαρίζοντάς του μια απαλή ασημένια λάμψη. Μα καθώς περνούσαν τα λεπτά, το φως ξεθώριαζε βυθίζοντας αργά και σταθερά τον κόσμο σε πηχτό σκοτάδι.
«Ήρθε η ώρα» μονολόγησε και ανάλαφρα βήματα γέμισαν την ησυχία.
Ο πόθος του˙ η τρελή του αυτή μανία ξεπερνούσε κάθε λογική επιθυμία που θα μπορούσε να τρέφει κάποιος άνθρωπος… Η ανάγκη του για το χέρι της τον οδήγησε σε τούτη την αμαρτία και δεν το μετάνιωνε λεπτό. Η Σελεστ, ελεύθερη με ολόλευκα, πια, μαλλιά και μακρύ χρυσό φόρεμα˙ με δέρμα τόσο λευκό όσο και οι πρώτες νιφάδες του χειμώνα τον πλησίασε. Τα μάτια της… Εκείνες οι δίδυμες κόρες, που έκαιγαν την ψυχή του κάθε φορά που την αντίκριζε, είχαν διώξει κάθε στίγμα από δάκρυα και το χρώμα τους ήταν εκείνο του καυτού ήλιου με τη λάμψη του χρυσαφιού.
«Αφέντη;» ψέλλισέ αδύναμα με σπασμένη φωνή.
«Σελήνη μου…» αποκρίθηκε και βημάτισε προς το μέρος της.
Εκείνη ήταν η τρίτη μέρα της έκτης εβδομάδας του μήνα της Αχειμωνιάς και η κάθε χρήση μαγείας, από την πολύ απλή ως την πιο περίπλοκη, ήταν αυστηρά απαγορευμένη. Η γη ξεκίνησε να τρέμει και σκοτάδι είχε καταπιεί την πόλη ολοκληρωτικά. Κεραυνοί έσκιζαν τα ουράνια σαν ρυζόχαρτο στο έλεος μιας μανιασμένης ψυχής.
Την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε μαζί του. Εκείνο το βράδυ, οτιδήποτε γεννημένο από μαγεία ήταν καταδικασμένο να χαθεί και η Σελέστ δεν αποτελούσε εξαίρεση. Θα την έκρυβε από τα μάτια των οργισμένων Θεών που ούρλιαζαν από οδύνη. Θα την έκρυβε μακριά από τη μοχθηρία τους… Αν κατάφερναν να επιβιώσουν. Εκείνη τον ακολούθησε πιστά δίχως να αναρωτηθεί ή να αμφισβητήσει τις προθέσεις του νέου αφέντη της.
Μέσα στο σκοτάδι ανάμεσα σε κτίρια που διαλύονταν και θεϊκές οικίες που γκρεμίζονταν, την οδήγησε στο μοναδικό μέρος που κρατούσε κρυφό από την Ακαδημία και τη σύναξή του. Έξω από τα τείχη της πόλης, βαθιά μέσα στο φλεγόμενο δάσος ένα θαύμα της φύσης στόλιζε την περιοχή: πέντε τέλειοι ομόκεντροι κύκλοι σχηματισμένοι με απόλυτη ακρίβεια από χώμα και χλόη˙ Πέντε πανάρχαια σύμβολα τα οποία η νέμεσή του, ο Αρκάιν, μελετούσε επί αιώνες, μα δεν είχε καταφέρει να ξεκλειδώσει το μυστικό τους.
Εκείνο το κρυφό μήνυμα που μονάχα αυτός γνώριζε.
Κάτω από μια παγωμένη βροχή που έκαιγε τη βλάστηση όταν την άγγιζε˙ ενάντια σε έναν λυσσασμένο νοτιά και σε κεραυνούς κολασμένους από τα έγκατα της γης διαλύοντας τον ουρανό στον οποίο και εκτινάσσονταν, η κοπέλα στάθηκε στον μικρότερο κύκλο, γονατίζοντας στο βρεμένο χώμα. Το χρυσό της φόρεμα μαύρο πλέον από τη βρώμα και τα μαλλιά της δίχως τη λάμψη που κάποτε κατείχαν… Η μαγεία πέθαινε και μαζί της θα έπαιρνε στις κολάσεις τη Σελέστ.
Εκείνος όρθωσε τα χέρια του και ξεκίνησε να ψέλνει δυνατά, εξαγριώνοντας ολοένα και περισσότερο τους Θεούς με την ύβρη του. Το έδαφος σχιζόταν τριγύρω τους παρασύροντας σε μια ατέλειωτη άβυσσο ότι βρισκόταν στον δρόμο του. Η ένταση της φωνής του αυξανόταν και τα λόγια του αντηχούσαν σε όλη την περίμετρο. Λάμψεις και αστραπές τους κύκλωναν, ώσπου μια ακαθόριστη δύναμη τον εκτίναξε προς τα πίσω. Το σώμα συγκρούστηκε άγρια με τον κορμό του γηραιότερου δέντρου της Ηπείρου και μια λίμνη από αίμα δημιουργήθηκε από την πληγή στον σβέρκο του. Το αίμα έρεε προς το βρεγμένο χώμα, ποτίζοντας άφθονα τη γη.
Η πραγματοποίηση της επιθυμίας του απαιτούσε το αίμα του Αρκάιν μα και το δικό του.
Οι Θεοί ξέπλυναν την κατάρα που έφερε η ανίερη πράξη εκείνη, μα φρόντισαν να ολοκληρώσουν και το δικό τους μέρος της συμφωνίας. Εκείνος θα αναγεννιόταν ως μέγας μάιστρος Αρκάιν και η Σελέστ θα συνέχιζε να ζει, παρόλο που η μοίρα της έπρεπε να ήταν διαφορετική.



***

Την τρίτη μέρα της έκτης εβδομάδας του μήνα της Αχειμωνιάς, ο νεαρός μαθητευόμενος είχε κρυφτεί κάτω από το γραφείο του μέντορα και δασκάλου του. Γνώριζε πολύ καλά πόσο ιερή ήταν κείνη η μέρα και πως απαγορεύονταν τα ξόρκια και η οποιαδήποτε άσκηση της μαγείας, μα δεν τον εμπόδιζε να φέρει εις πέρας το μεγάλο του σχέδιο. Θα δολοφονούσε τον δάσκαλό του και θα άρπαζε τα πάντα από εκείνον: τις μελέτες, τα πλούτη… Τη Σελήνη.
Περίμενε με μεγάλη υπομονή πότε ο μάγος Αρκάιν θα ερχόταν στο ιδιαίτερό του γραφείο, για να συμμαζέψει το χάος που επικρατούσε. Μια πηχτή μυρωδιά θειαφιού και οξέος ενόχλησε την ευαίσθητη του όσφρηση, μα δεν έβγαλε τον παραμικρό ήχο. Εκείνη τη μέρα, θα εξόργιζε του Θεούς, μα το έπαθλό του θα ήταν μεγαλύτερο από οτιδήποτε άλλο. Θα αποκτούσε την αναγνώριση που του άξιζε και την πολυπόθητη Σελήνη, που ο μεγάλος μάγος κρατούσε αιχμάλωτη σε μία από τις αστρικές διαστάσεις. Όλα θα έμπαιναν σε μια σειρά.
Περίμενε στωικά, ώσπου κάποιος απροσδιόριστος θόρυβος ξεκίνησε να βουίζει στα αυτιά του. Ποδοβολητό και έπειτα ησυχία. Πανικοβλήθηκε μα δεν εγκατέλειψε την κρυψώνα του. Μαζεύτηκε παραπάνω στη γωνιά του. Το μυαλό του είχε κατακλυστεί από αμφιβολίες. Η λογική πάσχιζε να επικρατήσει μα τα συναισθήματα του ήταν πιο δυνατά. Μετά από λίγη ώρα η πόρτα άνοιξε προκαλώντας έναν ανατριχιαστικό τσιριχτό ήχο, αποσυντονίζοντας τον νεαρό μάγο.
«Ανόητο αγόρι» η φωνή του μέντορά του τον έπιασε απροετοίμαστο καθώς το σώμα του σύρθηκε με βία προς τα έξω. Κλοτσούσε τον αέρα και πάλευε να ελευθερωθεί από τα χέρια του, μα ο μάγος τον έφερε πιο κοντά αναγκάζοντας τον να τον κοιτάζει κατάματα.
«Ανόητο παιδί, κοίταξέ με! Πίστευες πραγματικά πως μπορούσες να με ξεγελάσεις;» το απόκοσμο γέλιο του μεγαλύτερου μάγου τρομοκράτησε το παιδί, μα ακόμα περισσότερο το αλλοιωμένο του πρόσωπο, καθώς το δέρμα σάπιζε και ζάρωνε, ενώ τα μάτια του θόλωναν και οι κόγχες βάθαιναν εφιαλτικά.

«Ανόητο πλάσμα, δε θα καταφέρεις ποτέ αυτό που κατάφερα εγώ στη θέση σου» η αφύσικα βραχνή χροιά της φωνής του προκάλεσε ρίγη στο σώμα του νεαρού, που έχασε τη δύναμη να αντισταθεί. Η γροθιά του σφίχτηκε γύρω από τον τρυφερό του λαιμό. «Δε θα γίνει ποτέ δική σου!» ούρλιαξε και σαν ξύλο ο λαιμός του έσπασε μέσα στα δάχτυλά του.
Πέταξε το άψυχο σώμα. Ο εκκωφαντικός ήχος του πτώματος θύμιζε σακί με σάπια λαχανικά που παρατούσαν στην άκρη του μαγειρείου. Ο «Αρκάιν» άφησε ένα χαιρέκακο γέλιο να βγει από τα ξεραμένα του χείλη και προχώρησε σε ένα ντουλάπι. Ξεκλειδώνοντάς το, έπιασε ένα μικρό φυαλίδιο. Έσταξε λίγο από το περιεχόμενό του στην παλάμη του και κοίταξε τον καθρέπτη που στεκόταν δίπλα του. Έτριψε το καμένο και λιωμένο δέρμα του με κυκλικές κινήσεις και σε λίγες μόνο στιγμές, το πρόσωπό του αποτελούσε μια τέλεια ρέπλικα εκείνου του αρχικού Αρκάιν. Το είδωλό του, όμως, συνέχισε να του παρουσιάζει ένα σάπιο κορμί, μια διεφθαρμένη ύπαρξη η οποία δε θύμιζε σε τίποτα κάποιον άνθρωπο. Ο «Αρκάιν» επέστρεψε στις μελέτες του.
Εκείνη η μέρα ήταν ιερή.
Ήταν η τρίτη μέρα της έκτης εβδομάδας του μήνα της Αχειμωνιάς.




Χριστίνα Ξενάκη