Insomnia (Κεφάλαιο 13)

«Τα πάντα έχουν ομορφιά, όμως δεν τη βλέπουν όλοι»-Κομφούκιος

Υβρίδια σαν εμάς δεν πρέπει να ανακατεύονται με πλάσματα σαν εκείνους. Τι περίμενα να συμβεί δηλαδή; Να αγαπηθώ; Να ζήσω μια φυσιολογική ζωή σαν τη δική τους; Είμαι απλά ένα ρομπότ, ένα αντικείμενο αντικατάστασης κάποιου σημαντικού προσώπου. Και πάντα συμβαίνει να είναι ένας άνθρωπος. Δεν άκουσα ποτέ για κάποιον αντικαταστάτη ρομπότ. Ήταν λάθος μου να πιστέψω πως θα μπορούσα… με κάποιον τρόπο να ταιριάξω. Αυτός δεν είναι ο κόσμος μου και ο προγραμματισμός μου δε με βοηθάει να ταιριάξω στην κοινωνία τους. Οπότε ποιος ο λόγος να προσπαθώ ακόμα; Διασκέδασα για όσο κράτησε, αλλά μάλλον ήρθε η ώρα να αναλάβω τα κανονικά μου καθήκοντα. Είναι καιρός να παίξω τον ρόλο τού αντικαταστάτη.

Προχωράω άτονα ανάμεσα από τους μαθητές που δεν έχουν πάψει στιγμή να χορεύουν. Που δε γνωρίζουν καν την πραγματική ύπαρξή μας. Το βλέμμα μου πρέπει να είναι άδειο, κενό αντιπροσωπεύοντας όλα τα συναισθήματα που βομβαρδίζουν ασταμάτητα το στήθος μου. Θέλω απλά… να πάψω να υπάρχω. Δεν έχω τη δύναμη και το σθένος που χρειάζεται για να ξεπεράσω μια ανόητη ερωτική απογοήτευση, όμως… ίσως απλά και να μην είμαι τόσο δυνατή όσο πιστεύω.

Με την άκρη του ματιού μου πιάνω τη φιγούρα του Ανζάι να σπρώχνει το πυκνό πλήθος για να με προφτάσει και επιταχύνω το βήμα μου για να του ξεφύγω, αλλά η Κρυστάλ πάντα την πιο ακατάλληλη στιγμή είναι η επόμενη που με προσεγγίζει. Μα γιατί; Γιατί δεν… γιατί απλά δε σταματούν να ασχολούνται; Πόσο χειρότερα θέλουν να τα κάνουν; Σφίγγω τα χείλη μου φανερά εκνευρισμένη, αν και το σώμα μου είναι σχετικά ήρεμο, γαλήνιο. Δε θέλω να τσακωθώ, μόνο να γυρίσω στο σπίτι.

Η Κρυστάλ μπαίνει μπροστά μου και μου κλείνει τον δρόμο λίγο πριν φτάσω στο γραφείο του Σότζι. Προφανώς η μοίρα δεν έχει σκοπό να αποτρέψει τον καβγά. Σταυρώνει τα χέρια μπροστά από το στήθος της και με κοιτάζει επικριτικά. Τι άλλο μπορεί να έχει να πει; Ειλικρινά κάθε φορά που τη συναντώ, δεν έχω πάψει να αναρωτιέμαι κατά πόσο σκέφτεται πριν ανοίξει το στόμα της για να φωνάξει ειρωνικά αυτά που θέλει.

«Εσύ!» με δείχνει με το δάχτυλό της. Κάποιοι μαθητές κοντύτερα σταματούν να χορεύουν και μας κοιτάζουν με ενδιαφέρον. Σύντομα όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα πάνω μας. «Γύρνα στη χωματερή που μεγάλωσες και άφησε την εξουσία στους πραγματικούς γαλαζοαίματους. Τι νομίζεις; Το όνομα των Γιογκασάκι δε θα γίνει ποτέ δικό σου, διότι καμία οικογένεια του κύκλου μας δε θα σε υποδεχτεί. Δεν ανήκεις στην κορυφή για κανένα λόγο. Ούτε και εκείνη» μου δείχνει την Τούκα που κάθεται μόνη της σε μια γωνιά και έχει επιτεθεί στο σάκε.

«Ω, Τούκα. Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;» λυπάμαι για εκείνη, αλλά πιο πολύ λυπάμαι την Κρυστάλ. Δεν είναι πριγκίπισσα. Βασικά δεν είναι τίποτα, δίχως τη χρηματοδότηση των γονιών της.

«Εσείς οι δύο είστε ντροπή για τις οικογένειές σας και πόσο μάλλον για τις δικές μας που πρέπει να σας ανέχονται εξαιτίας των ονομάτων σας. Φύγε από εδώ! Φύγε…»

Η γροθιά μου επιτίθεται ξαφνικά προς το μέρος της και τη χτυπάει με δύναμη στο πρόσωπο τινάζοντας το κεφάλι της προς τα πίσω. Ο ατσάλινος σκελετός μου συνθλίβει τη μύτη της σπάζοντας την κορυφή ως το τέλος της. Η Κρυστάλ πέφτει κάτω μουγκρίζοντας από τον πόνο, ενώ ρυάκια αίματος ρέουν ασταμάτητα βάφονται τα πάντα με άλικο χρώμα. Ο Ανζάι είναι ο πρώτος που ξεπερνάει την έκπληξή του και την πλησιάζει. Με κοιτάζει σαστισμένος. Οι υπόλοιποι μαθητές αποφεύγουν να κάνουν το οτιδήποτε και οπισθοχωρούν μακριά μου.

Σκύβω από πάνω της σφίγγοντας χαιρέκακα τα χείλη μου. Τα δακρυσμένα της μάτια με παρατηρούν με θυμό και πόνο. Ο Ανζάι σφυρίζει μέσα από τα δόντια του με τέτοια οργή που με πληγώνει. Τι σήμαινα γι’ αυτόν;

«Για να γίνεις βασίλισσα, δεν αρκούν μόνο τα λόγια. Χρειάζονται και οι πράξεις. Εγώ είμαι ικανή και για τα δύο. Οπότε σε συμβουλεύω να σκέφτεσαι περισσότερο, πριν ανοίξεις το ανόητο στοματάκι σου. Ειδάλλως την επόμενη φορά θα σου κόψω τη γλώσσα» την απειλώ απροκάλυπτα.

«Ποια νομίζεις ότι είσαι; Τα λόγια είναι λόγια, όμως δεν έχεις το δικαίωμα να επιτίθεσαι με αυτόν τον τρόπο» μου φωνάζει ο Ανζάι έχοντας χάσει πάσα ιδέα για μένα.

«Εκεί που μεγάλωσα, αυτά μας μαθαίνουν. Δεν έχεις ιδέα τι ή ποια είμαι και καλύτερα να μη χρειαστεί να δεις την άλλη μου πλευρά» τον συμβουλεύω ψυχρά και τους προσπερνάω θέλοντας να κρύψω τη θλίψη και την απογοήτευση που νιώθω εξαιτίας του.

Η πόρτα από το γραφείο του Σότζι ανοίγει και ο Τόμας βγαίνει αλαφιασμένος ακολουθούμενος από τον Σότζι και μια μαθήτρια. Τα νέα και τα κουτσομπολιά πάντα είχαν την τάση να ταξιδεύουν γρηγορότερα από την ταχύτητα του φωτός. Είμαι τόσο φορτισμένη, μέχρι που δεν ξέρω μέχρι πού είμαι ικανή να φτάσω απόψε και όταν όλοι πέφτουν ανήσυχοι πάνω στην φροντίδα της Κρυστάλ, είναι η ευκαιρία μου για να το σκάσω. Όμως…

«Μπες μέσα» με διατάζει αυστηρά η αγέρωχη, ανέκφραστη όψη του Σον Γιογκασάκι.

Υπακούω απρόθυμα. Ο Σον Γιογκασάκι κλείνει την πόρτα πίσω του και γέρνει πάνω της φυλακίζοντάς με σ’ ένα ξύλινο, γεμάτο βιβλία δωμάτιο, δίχως παράθυρα. Έχει έντονη την οσμή του τσιγάρου, του πολυκαιρισμένου χαρτιού και του ποτού.

«Τι κάνεις, ανόητο κορίτσι;» γρυλίζει με συγκρατημένη οργή. Ανασηκώνω τους ώμους μου ήρεμα.

«Με προκάλεσε άσχημα και προσέβαλλε το όνομα της οικογένειάς σου. Να είσαι ευγνώμων που δεν τη σκότωσα. Έχει αρχίσει να με ενοχλεί πολύ εκείνη και το ύφος που αντιμετωπίζει τα πράγματα».

Ο Σον με χαστουκίζει πρώτα από το ένα μάγουλο και έπειτα από το άλλο. Δεν μπορώ να πω ότι με πόνεσε, αλλά κάτι σε αυτή του την πράξη είναι αρκετά υποτιμητικό.

«Θα χρειαστείς κάτι περισσότερο από αυτό για να με σταματήσεις την επόμενη φορά που τα πράγματα θα αγριέψουν. Και να φανταστείς σε αυτόν τον καβγά δεν έβαλα ούτε το 10% της δύναμης που διαθέτω» μουρμουρίζω σκεφτική για το τι κακό θα μπορούσα να προκαλέσω, αν με εκνεύριζε πολύ περισσότερο.

«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Αλλά μην ανησυχείς. Ξέρω κάνα δυο πράγματα που θα σε κρατήσουν περιορισμένη».




Εκείνο το βράδυ δεν είχα ιδέα τι περιοριστικά μέτρα, θα μπορούσε να μου βάλει. Υπέθεσα κάτι σαν το κολάρο που φορούσα κάποτε, ώσπου να μάθω να ζω στα νέα δεδομένα της ζωής μου. Αλλά όχι. Έχουν περάσει τρεις εβδομάδες από το μοιραίο βράδυ που κατέστρεψα το πρόσωπο της Κρυστάλ και ακόμα η τιμωρία που μου έβαλε ο Σον Γιογκασάκι δεν έχει τελειώσει. Από τότε με κρατάει περιορισμένη στο δωμάτιό μου, σαν να είμαι φυλακισμένη. Όχι ότι αυτό δεν ισχύει δηλαδή. Μου πήρε το κινητό, τον υπολογιστή και οποιαδήποτε άλλη συσκευή που θα μπορούσε να διακόψει έστω και για λίγο τη βαρεμάρα που νιώθω κλεισμένη εδώ μέσα. Φυσικά δεν έχω ούτε το δικαίωμα για ψιλοκουβέντα. Ούτε με τη Μάκινο, ούτε και με τον Τόμας. Είμαι μόνο εγώ και το υπερβολικά ήσυχο δωμάτιό μου.

Παρόλα αυτά η Κρυστάλ δεν έπαθε κάτι το τρομερό. Ναι, της έσπασα τη μύτη και τσαλαπάτησα την αξιοπρέπειά της, όμως με μια καλή πλαστική διορθώνονται και τα δύο. Δεν μπορεί η βασίλισσα το’υ σχολείου να είναι άσχημη έτσι; Τέλος πάντων. Τουλάχιστον τώρα με ξέρει και από την καλή και από την ανάποδη. Ελπίζω να μην ξανασχοληθεί μαζί μου. Το εύχομαι ολόψυχα. Η μητέρα της ήταν πολύ θυμωμένη και έξαλλη με τους Γιογκασάκι, όμως ο Σον πρέπει να την έβαλε στη θέση της, πριν κάνει μήνυση ή οτιδήποτε άλλο. Δε γνωρίζω λεπτομερώς το τι συνέβη μεταξύ τους, εκτός από το ότι εκείνη και η κόρη της θα κέρδιζαν πολλά περισσότερα, αν κρατούσαν το στόμα τους κλειστό.

Το αναπάντεχο, επίμονο χτύπημα στην πόρτα με αναστατώνει δυσάρεστα. Ο μόνος επισκέπτης που επιτρέπεται στο δωμάτιό μου είναι ο Σον Γιογκασάκι και η κάθε του επίσκεψη δε συνεπάγεται τίποτα καλό. Ανακάθομαι, όταν η πόρτα ανοίγει και ξεπροβάλλει το μικροκαμωμένο σώμα της Μάκινο. Το πρόσωπό της φαίνεται πολύ φοβισμένο και ανήσυχο στο φως του πορτατίφ, καθώς με πλησιάζει γοργά.

«Μάκινο… τι;» ρωτάω τσιτωμένη. «Ήρθες για την Τούκα; Έχεις νέα της; Ο Σον δε με ενημερώνει για τίποτα, όσον αφορά εκείνη. Και ειδικά ό,τι σχετίζεται με τον παλιό μου εαυτό».

«Όχι, δεσποινίς. Δεν ξέρω κάτι. Δεν έχει ξανασυζητηθεί το θέμα του πάρτι, έπειτα από εκείνο το βράδυ, όμως… υπάρχει κάτι άλλο» λέει βεβιασμένα. «Είναι εδώ ο κύριος Ανζάι και επιθυμεί να σας δει».

«Ο Ανζάι;» παγώνω στο άκουσμα του ονόματός του. «Διώξ’ τον. Πριν τον δει κανένας. Δε με νοιάζει τι θέλει».

«Λέει πως είναι πολύ επείγον. Και… οι Γιογκασάκι δεν είναι σπίτι για να το ανακαλύψουν. Έτσι και αλλιώς δε συμφωνώ με αυτό που σου κάνουν, οπότε…»

«Μάκινο… διώξ’ τον. Δε θέλω να μπλέξω περισσότερο. Αρκετά προβλήματα έχω ήδη. Και καλύτερα να μη σε βρουν εδώ μαζί μου. Όχι, αν δε θες να χάσεις τη δουλειά σου».

«Εντάξει, κατάλαβα. Θα του πω να περάσει» χαμογελάει ευγενικά και ανοίγει την πόρτα, πριν προλάβω να τη σταματήσω.

Μάκινο γιατί το κάνεις αυτό; Ο Ανζαι μπαίνει στο δωμάτιό μου και κλείνει πίσω του αφήνοντας την Μάκινο απ’ έξω. Το ύφος του είναι επιθετικό και δεν μοιάζει καθόλου με το ύφος εκείνου που επιθυμεί τη συμφιλίωση. Δεν το πιστεύω ότι είναι ακόμα θυμωμένος για την επίθεσή μου στην Κρυστάλ, ενώ εγώ θα έπρεπε να έχω πειραχτεί με την απαράδεκτη συμπεριφορά και των δυο. Πείθω τον εαυτό μου να μη δείξει κάποιο συναίσθημα σφίγγοντας τα χείλη μου. Σταυρώνω τα μπράτσα μπροστά από το στήθος μου και τον κοιτάζω επίμονα και περιμένοντας.

«Εξαφανίστηκες» λέει ψυχρά. «Ξέρεις πόσες κλήσεις σου έκανα; Θα μπορούσες να απαντήσεις τουλάχιστον σε μια».

«Δεν μπορούσα. Είχα…» διστάζω. Δεν είμαι υποχρεωμένη να του δικαιολογηθώ. «Βασικά να μη σε νοιάζει».

«Τέλος πάντων. Αν θέλεις να το παίξεις έτσι, δεν μπορώ να συνεχίσω να σε παρακαλάω, αλλά υπάρχει κάτι που αφορά εσένα και είμαι σίγουρος πως πρέπει να το δεις».

Αν ήμουν λίγο πιο φυσιολογική, πάω στοίχημα ότι το πρόσωπό μου θα άλλαζε όλα τα χρώματα και τις αποχρώσεις τους. Το μόνο που μπορεί να με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι η Τούκα. Είναι καλά, δεν είναι; Κανείς δεν ξέρει να μου πει; Δαγκώνω τα χείλη μου ανήσυχη, όσο αναρωτιέμαι τα όσα πρέπει να έχουν συμβεί αυτές τις τελευταίες μέρες που είμαι φυλακισμένη.

Ο Ανζάι με πλησιάζει. Όμως πλησιάζει ασφυκτικά κοντά κάνοντάς με να οπισθοχωρήσω ασυναίσθητα. Μορφάζει ενοχλημένος με τη συμπεριφορά μου. Λες και πρόκειται να με φάει. Σιωπηλός και με παγωμένο βλέμμα βγάζει το κινητό του από την μπροστινή τσέπη τού μπουφάν του και το ανοίγει σε ένα παγωμένο, στην παύση, βίντεο. Η ποιότητά του είναι χαμηλή και η εικόνα σχετικά σκοτεινή. Πατάει το σύμβολο της εκκίνησης και απομακρύνεται επιστρέφοντας στην αρχική του θέση απέναντί μου.

Οι σκηνές τρέχουν στην πεντάλεπτη ταινία σοκάροντάς με όλο και περισσότερο. Τα μάτια μου γουρλώνουν στην αναγνώριση της φιγούρας της Τούκα και της δικής μου. Ξαναζώ ξεκάθαρα τον καβγά μας και την επίθεσή της. Την ατσούμπαλη προσγείωσή μου στην ντουλάπα της, σαν να μη ζυγίζω τίποτα, τη συζήτησή μας σχετικά με αυτό που είμαστε και την επαναφόρτισή μου. Οι κινήσεις μου δε διακρίνονται τελείως και δύσκολα κάποιος θα καταλάβει τι είναι αυτό που συνδέω στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, όμως… η γη φεύγει κυριολεκτικά σαν χαλί κάτω από τα πόδια μου.

Καταρρέω στο κρεβάτι μην μπορώντας να δεχτώ το πώς και το γιατί. Κάποιος πρέπει να μας τράβηξε, αφότου έπιασα στα πράσα τον Ανζάι με την Κρυστάλ, αν δηλαδή δεν το έκανε εκείνος ή εκείνη. Θυμάμαι ότι η πόρτα, δεν είχε κλείσει εντελώς πίσω τους.

«Ώστε είναι αλήθεια; Η Τούκα είναι ρομπότ, έτσι δεν είναι;» με ρωτάει ευθέως παίρνοντας πίσω το κινητό του.

«Τ…τι στο καλό είναι αυτά που λες; Η Τούκα…» δεν έχω έτοιμες δικαιολογίες και δεν ξέρω, αν μπορώ να το χειριστώ. Το βίντεο πάνω κάτω είναι ξεκάθαρο, άρα τα ψέματα σε αυτή την περίπτωση είναι περιττά. Σφίγγω τις γροθιές μου. «Και να είναι, εσένα ποιο είναι το πρόβλημά σου; Δεν έχει πειράξει κανέναν».

«Εσένα όχι; Σε χτύπησε. Θα μπορούσε να το κάνει σε οποιονδήποτε. Κάποιον που δεν την υπερασπίζεται και σίγουρα δεν είναι τόσο τυχερός όσο εσύ σε μια τέτοια πτώση» στενεύει τα μάτια του καχύποπτα. «Είσαι και εσύ σαν εκείνη; Απόδειξέ μου ότι κάνω λάθος».

«Δεν… δεν μπορώ» αγγίζω απαλά το μπράτσο του και τον κοιτάζω παρακλητικά. Φοβάμαι ότι θα δω την αηδία στο βλέμμα του. «Δεν είμαι ακριβώς σαν την Τούκα. Όμως ό,τι και αν είμαι, δεν έχω κάνει τίποτα κακό για να πρέπει να ντρέπομαι. Ξέρεις… το διαφορετικό και αυτό που δεν καταλαβαίνεις, δεν είναι πάντα κακό και τρομακτικό».

«Αυτό αναφέρεται για ανθρώπους και μόνο. Όσο και αν έχει προχωρήσει η τεχνολογία, ακόμα και ιπτάμενα αυτοκίνητα να βγουν, τα ρομπότ δε θα είναι ποτέ κάτι που οι άνθρωποι θα δεχτούν τόσο εύκολα. Και δεν είναι έτοιμοι να το κάνουν». Στο βλέμμα του υπάρχει τέτοια απέχθεια που δεν μπορώ να υπολογίσω. Μα είμαι εγώ. Είμαι μόνο εγώ.

«Ανζάι… δώσε μου μια ευκαιρία να σου εξηγήσω την ιστορία μου. Υπάρχουν πολλά περισσότερα από κομμάτια μέταλλο και καλώδια».

«Μην κάνεις τον κόπο. Δε με νοιάζει τίποτα απ’ ό,τι θα πεις» κουνάει το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. «Δεν περίμενα οι Γιογκασάκι να στραφούν προς την τεχνητή νοημοσύνη αυτή τη φορά. Όλα μπορείς να τα περιμένεις από αυτούς πλέον. Τουλάχιστον δε θα υποφέρουν άλλοι άνθρωποι».

Γυρνάει να φύγει και πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσω, έχω γραπωθεί από πάνω του όσο πιο σφιχτά μπορώ. Πέφτω στα γόνατα ικετεύοντάς τον.

«Μην ανεβάσεις αυτό το βίντεο. Θα κάνεις πολύ μεγάλο κακό στην Τούκα και σε εμένα. Οι Γιογκασακι θα μας εξαφανίσουν, αν διαρρεύσει κάτι τέτοιο. Σε παρακαλώ, Ανζαι. Μπορεί να μην εγκρίνεις την ύπαρξή μας και να τη θεωρείς επικίνδυνη, αλλά μην είσαι αυτός που θα μας καταστρέψει».

«Όχι, δε θα το κάνω. Πρώτον, γιατί δεν τράβηξα εγώ το βίντεο και ούτε με νοιάζει. Απλά το έλαβα, όπως πολλοί άλλοι μαθητές. Και κατά δεύτερον, βρίσκεται ήδη στο διαδίκτυο. Δημοσιεύτηκε σήμερα το πρωί και σύντομα θα παίζεται στις βραδινές ειδήσεις».

«Τι!» ψελλίζω. «Μπ… μπο… μπορείς να το κατεβάσεις, να το καλύψεις;» τον ρωτάω απελπισμένη. «Αν το δει κάποιος που δεν πρέπει…»

«Νομίζεις ότι με νοιάζει; Τα προβλήματά σου δεν είναι δικά μου. Εξάλλου, για να μπουν σε τέτοιο κόπο οι Γιογκασάκι να σε υιοθετήσουν, δεν προσπαθούσαν να σε εξαφανίσουν. Θα προκαλούσαν πολλές αντιδράσεις». Είναι το τελευταίο πράγμα που λέει, πριν φύγει.

«Δεσποινίς Μία». Η Μάκινο επιστρέφει σε μένα, έπειτα από την αναχώρηση του Ανζάι. «Τι ήθελε; Φάνηκε πολύ νευριασμένος, καθώς έφευγε. Σας είπε κάτι που δεν έπρεπε;»

«Γνωρίζει Μάκινο. Όλοι γνωρίζουν πλέον τι είμαι και δεν έχω ιδέα τι να κάνω για να το αντιμετωπίσω. Δε φοβάμαι να πεθάνω, αλλά… δε θέλω να με πάρουν ακόμα. Και ποιος θα ήθελε στη θέση μου; Οι Γιογκασάκι…»

Ο ήχος της πόρτας που ανοίγει και κλείνει και το κουδούνισμα των κλειδιών με προϊδεάζει για τα χειρότερα. Ο ένας ή και οι δυο Γιογκασάκι είναι στο σπίτι και αν γνωρίζουν… ένας κόμπος με σφίγγει ολόκληρη και με κάνει να τρέμω σαν το ψάρι.

«Το ημερολόγιο που σου έδωσα» στρέφομαι προς τη Μάκινο. «Βρες τον Ανζάι και δώσ’ του το. Ίσως να το χρειαστεί κάποια στιγμή. Σε παρακαλώ. Είναι πολύ σημαντικό».

Η Μάκινο βγαίνει στα κλεφτά από το δωμάτιό μου και περιμένω να ακούσω φωνές. Κάποια επίπληξη ή ένα από τα συνηθισμένα ξεσπάσματα των Γιογκασάκι. Κάτι που θα προδώσει ότι ξέρουν τι συμβαίνει. Όμως όχι. Όλα είναι ήσυχα. Στριφογυρίζω για λίγο ανήσυχη πάνω κάτω μέσα στο δωμάτιο, ξαπλώνω και ξανασηκώνομαι. Έπειτα ξαπλώνω ξανά, αλλά είμαι υπερβολικά τσιτωμένη για να καταφέρω να ρίξω έστω και λίγο τις άμυνες μου και να χαλαρώσω.

Κάποια στιγμή αργά τη νύχτα ο Σον έρχεται στο δωμάτιό μου, όπως και κάθε βράδυ από τη μέρα που με τιμώρησε. Συνήθως συζητάμε για διάφορα θέματα. Πολιτικά κατά κύριο λόγο, ώσπου να καταλήξουμε στα δικά μου πειράματα και σε όλα αυτά που θα μπορούσα να κάνω γι’ αυτούς. Όμως απόψε δε μοιάζει να ενδιαφέρεται για τίποτα από τα δύο. Εγώ πάντως δεν μπορώ να καταλαγιάσω τον φόβο μου.

«Συνέβη κάτι σήμερα που με έφερε προ εκπλήξεως, αν και… το περίμενα αργά ή γρήγορα» ψιθυρίζει ήρεμα.

«Αναφέρεστε στο βίντεο που αποκαλύπτει τι είμαι εγώ και η Τούκα, κύριε;» ρωτάω τρομοκρατημένη. «Ε… είμαι σίγουρη πως θα μπορούσατε να το καλύψετε. Ειλικρινά, δε γνώριζα καν πως μας παρακολουθούσαν, όταν η Τούκα ξέφυγε από τον έλεγχο».

Ο Σον Γιογκασάκι ακουμπάει το δάχτυλό του στα χείλη του και μου κάνει νόημα να σωπάσω. Αποκρίνομαι αμέσως στη διαταγή του και χαμηλώνω ηττημένα το κεφάλι μου.

«Το γνωρίζω ήδη αυτό, Μία, και για να σου πω την αλήθεια, αυτό που συνέβη με βολεύει ιδιαίτερα. Διότι ήρθε ο καιρός να σε παρουσιάσω στον κόσμο και τη μεγάλη αγορά του» χαμογελάει πονηρά. Ό,τι και αν είναι αυτό που στριφογυρίζει στο μυαλό του, το ξέρει μόνο εκείνος.

«Μα…»

«Τι; Δε χάρηκες; Δε θα χρειάζεται άλλο να κρύβεις την αληθινή σου φύση. Θα είσαι ελεύθερη να κάνεις ό,τι θες. Με κάποιους περιορισμούς πάντα. Και αυτό θα με βοηθήσει στη δουλειά μου. Σαν νευροχειρούργος μπορώ να κάνω θαύματα με το ανθρώπινο σώμα και εσύ είσαι η καλύτερη διαφήμιση».

«Λοιπόν ναι… αλλά δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχω με αυτό. Είμαι μόνο ένας αντικαταστάτης βασισμένος στο ανθρώπινο σώμα ενός κοριτσιού. Δε νομίζω πως έχω σχέση με τα όσα κάνετε» αποκρίνομαι μπερδεμένη. Ο Σον μου χαρίζει ένα λαμπερό χαμόγελο.

«Αντιθέτως. Είσαι πολύ πιο πολύπλοκη. Πώς νομίζεις ότι το υδρογόνο ρέει μέσα σου; Δεν είναι μόνο οι φλέβες. Τα όργανά σου είναι μεταλλικοί κλώνοι των δικών της. Φαντάσου μια εταιρεία που να μπορεί να διορθώνει και να αντικαθιστά όργανα χαλασμένα που δε λειτουργούν. Αλλά…»

Ο δισταγμός του με προβληματίζει, όμως δε φαίνεται πρόθυμος να παίξει με τα νεύρα μου ή να παρατείνει την αγωνία μου.

«Το πρόβλημα… είναι πως χρειάζομαι το σώμα σου μόνο. Όχι το μυαλό σου».

Με αρπάζει ξαφνικά, πριν προλάβω, να αντιδράσω και μου φοράει το κολάρο που με κρατούσε περιορισμένη. Η τάση που με χτυπάει είναι χωρίς προηγούμενο. Τραντάζομαι από τους σπασμούς και φωνάζω από τα απανωτά κύματα φόβου που με κυριεύουν. Η Μάκινο μπαίνει ανήσυχη μέσα, αλλά ο Σον τη σταματάει. Το θλιμμένο βλέμμα της με αποτελειώνει ακόμα πιο γρήγορα. Απόψε ο Σον δεν ήρθε για συζήτηση, αλλά για μόνο ένα πράγμα που μου διέφυγε εντελώς. Ήρθε για να σκοτώσει.




Ηλιάνα Κλεφτάκη