Insomnia (Κεφάλαιο 12)

«Τα καλύτερα όνειρα συμβαίνουν, όταν είσαι ξύπνιος»- Cherie Gilderbloom

Διάφορες, σκόρπιες σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό μου, καθώς το βλέμμα μου πλανάται έξω από το παράθυρο της λιμουζίνας στον δρόμο της επιστροφής. Θυμάμαι τα όσα συνέβησαν στο πλέι-ρουμ που δουλεύει ο Ανζάι και εκείνα τα αγόρια που με τρομοκράτησαν στο πάρκο. Ο αρχηγός τους που πρέπει να είναι ο Τόγκα και οι δίδυμοι Χάκου και Αόι. Τι ήταν αυτό που είπε στον Ανζάι και τον απέτρεψε από το να αποκαλύψει τη γνώμη του για τους Γιογκασάκι; Θέλεις οι Γιογκασάκι να μας κυνηγήσουν και πάλι; Τι εννοούσε με αυτό; Γιατί να τους κυνηγήσουν; Εννοώ… τι είδους δουλειές έχουν εναντίον τους;

Το βράδυ στο εργαστήριο ο Ανζάι παραβίασε το σύστημά τους και τους έτρεψε σε άτακτη φυγή. Σκέφτομαι τον πανικό που προκάλεσε και τον φόβο στα μάτια των επιστημόνων, καθώς μάζευαν βιαστικά τις σημειώσεις τους από τη μήνη του συστήματος πυρόσβεσης που έσβηνε δίχως έλεος τη δουλειά χρόνων. Γιατί φοβόντουσαν τόσο μην τους ανακαλύψουν; Το να κατασκευάζεις ρομπότ δεν είναι απαραίτητα κακό. Έτσι και αλλιώς πολλές εταιρείες φτιάχνουν τέτοιου είδους μηχανήματα. Αλλά… υβρίδια σαν και εμένα, σίγουρα θα προκαλούσαν πανικό στους ανθρώπους.

Δαγκώνω τα χείλη μου με πόνο και απογοήτευση μαζί. Οι άνθρωποι, αν ήξεραν για μας, δε θα μας καταλάβαιναν. Θα μας μισούσαν μόνο και μόνο επειδή διαφέρουμε. Επειδή γνωρίζουν ότι με την εξέλιξη της τεχνολογίας θα γινόμαστε καλύτεροι και καλύτεροι. Και ο εγωισμός τους είναι κάτι που δε θα το δεχτεί. Γι’ αυτό… δεν έχουμε τέτοια θέση ανάμεσά τους. Οι δημιουργοί μάς δίνουν ζωή μόνο για ένα λόγο. Να αντικαταστήσουμε κάποιον άλλο. Να ζήσουμε μια δανεική ζωή δίχως ελευθερία και βούληση. Το μόνο που έχει σημασία, είναι να εκτελέσουμε τις εντολές που μας δίνουν.

Αλλά… τι γίνεται με τα δικά μας συναισθήματα; Τις δικές μας επιθυμίες; Για λίγο καιρό ένιωθα, όσα ένιωθε και η Κάρεν Μέρφι και ήταν όμορφα. Οι αναμνήσεις της έτρεχαν μέσα στο μυαλό μου, σαν να ήταν δικές μου. Χαιρόμουν και λυπόμουν, αγαπούσα και μισούσα, σαν να ήμουν εκείνη. Όμως σαν Ρουθ Κοβέλ τα συναισθήματα ήταν ακόμα πιο έντονα. Δε με διέταζε ένα πρόγραμμα. Μπορούσα να αποκτήσω τις δικές μου εμπειρίες. Άγγιζα, μύριζα και έβλεπα πράγματα που η Κάρεν δεν είχε ποτέ. Τώρα είμαι η Μία Γιογκασάκι. Ένα κορίτσι που έχει αφήσει πίσω του τα άλλα δύο. Υπάρχουν πράγματα που συνεχίζουν να με εκπλήσσουν και πράγματα που έχουν γίνει μια ρουτίνα. Έχω πολλά να μάθω ακόμα και για πολύ καιρό, αλλά όσα έχω ζήσει ως τώρα νιώθω σαν να συμπληρώνουν ήδη μια ζωή.

«Δεσποινίς Μία». Ο οδηγός ξεροβήχει διακριτικά από το μπροστινό κάθισμα. Στρέφω τα μάτια μου προς το μέρος του χαμένη κάπου στον δικό μου κόσμο. «Φτάσαμε. Όταν είστε έτοιμη, μπορείτε να κατέβετε».

Τι κιόλας; Κοιτάζω το επιβλητικό κτίριο που ποτέ δε θα με κάνει να το νιώσω σαν σπίτι και βγαίνω από το αυτοκίνητο νεύοντας καταφατικά. Τα βήματά μου είναι βαριά, όλο και πιο βαριά, καθώς πλησιάζουν στην είσοδο. Δε θέλω να επιστρέψω στη φυλακή μου. Δε θέλω να δω τους Γιογκασάκι. Είμαι μόνο το παιχνίδι τους και για να έχω αυτό που θέλω, πρέπει να δώσω και εγώ αυτό που χρειάζονται. Ένα υπάκουο υβρίδιο, έτοιμο να εκτελέσει τις εντολές τους. Πάνε μόνο μερικές εβδομάδες από τότε που ξεκίνησε η καθημερινότητά μου στον έξω κόσμο και τα πειράματα του Τόμας. Όποιο και αν είναι το αντίτιμο που θα χρειαστεί να πληρώσω στους Γιογκασάκι, ελπίζω να αργήσει όσον το δυνατό περισσότερο. Δε θέλω να γίνω το τέρας που μάταια εκπαιδεύουν.

Επιστρέφω στο σπίτι πιο κακόκεφη από ποτέ. Η Μάκινο τρέχει προς το μέρος μου γεμάτη περιέργεια για τη μέρα μου, αλλά στη θέα του ανέκφραστου προσώπου μου, δε ρωτάει τίποτα. Αμίλητη της δίνω τα κλειδιά και το παλτό μου και κατευθύνομαι προς το δωμάτιό μου. Το σπίτι είναι ήσυχο τέτοια ώρα, ίσως πιο ήσυχο από κάθε άλλη φορά. Μήπως οι Γιογκασάκι δεν έχουν επιστρέψει; Ένα κύμα χαράς με κυριεύει ξαφνικά, όμως εγκαταλείπει το ίδιο απότομα το σώμα μου, όταν διακρίνω τη σκιά του Τόμας από τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου του.

Όσο πιο αθόρυβα μπορώ, μπαίνω στο δικό μου και κλείνω απαλά την πόρτα του μη θέλοντας να τον φέρω στο κατώφλι μου. Τα περιπαικτικά του σχόλια είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι τούτη τη στιγμή και ειλικρινά δεν έχω καμία όρεξη να τσακωθώ μαζί του. Νομίζω πως δε θα έχω το κουράγιο να συγκρατήσω τον εαυτό μου έτσι και η συζήτησή μας ξεφύγει. Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου και κλείνω τα μάτια μου, λες και με αυτό θα κάνω τον χρόνο να τρέξει γρηγορότερα.

Η πόρτα ανοίγει απότομα και κλείνει πάλι χτυπώντας με μανία. Γουρλώνω τα μάτια κατατρομαγμένη και τινάζομαι όρθια προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς μου συνέβη. Προφανώς ώρα κοινής ησυχίας, προσωπικός χώρος ή οτιδήποτε που θα με απομονώσει από τους Γιογκασάκι, δεν υπάρχει σε αυτό το σπίτι. Έτσι;

«Τόμας! Τι… τι στο καλό κάνεις;» τον ρωτάω ενοχλημένη τρίβοντας λίγο αποπροσανατολισμένη το πρόσωπό μου. «Δε σου έμαθαν να χτυπάς;»

«Εσένα; Δε σου έμαθαν να χαιρετάς, όταν επιστρέφεις στο σπίτι; Δε φέρεσαι σωστά» ανταποδίδει με την ίδια ένταση. «Άργησες. Πού ήσουν;»

«Έξω με την Τούκα. Επισκεφτήκαμε ένα πλέι-ρουμ στην πόλη. Ήθελε να παίξει» πείθω τον εαυτό μου να ακουστεί όσο πιο αδιάφορος γίνεται. «Δε μου άρεσε ιδιαίτερα, αλλά ξέρεις τώρα».

«Σε ποιο πλέι-ρουμ;»

«Ε, σε κάποιο στην πόλη. Δεν ξέρω το όνομά του, αλλά θα σε βγάλω βόλτα την επόμενη φορά, αν θες τόσο να πας» σαρκάζω σταυρώνοντας υπεροπτικά τα μπράτσα μπροστά από το στήθος μου. «Καλύτερα να φύγεις. Η Τούκα με τράβαγε από δω και από κει όλη μέρα και είμαι εξαντλημένη».

«Βρέθηκες με τον Ανζάι, παρόλο που σου ζήτησα να μην το κάνεις, σωστά;»

«Τόμας… φτάνει πια! Ό,τι και αν έχεις εναντίον του δε με αφορά. Δεν είναι καν δική μου δουλειά. Ο Ανζάι είναι συμμαθητής μου και όσο και να προσπαθήσω, δεν μπορώ να τον αποφύγω. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό επιτέλους;» τον προσπερνάω για να φύγω, όμως με γραπώνει από τον καρπό και με επαναφέρει στη θέση μου. «Σταμάτα! Δεν τον συνάντησα εντάξει;»

«Αύριο είμαστε καλεσμένοι στον Σότζι. Θέλει να δοκιμάσει ένα νέο πείραμα στην Τούκα απ’ όσο είπε. Ίσως βοηθήσει και σένα» λέει ανασηκώνοντας τα φρύδια του όλο υπονοούμενα. «Θα πάμε».

«Τι πείραμα μπορεί να σκέφτηκε διοργανώνοντας ένα ανούσιο πάρτι;» μουρμουρίζω σκεφτική στον εαυτό μου. Τι έχει βάλει στο μυαλό του αυτή τη φορά;

«Α, ώστε ξέρεις γι’ αυτό, ε;» σφίγγει τα δόντια του φανερά θυμωμένος μαζί μου. Η Τούκα απ’ όσο ξέρω, δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει κάτι. Θέλω να πω… αυτό την προγραμμάτισαν να κάνει. Να κρατάει το στόμα της κλειστό σε υποθέσεις που δεν την αφορούν. Οπότε ποιος το έκανε; Μήπως ένα πουλάκι που ονομάζεται Ανζάι;»

Κρύος ιδρώτας γλιστράει άβολα στην πλάτη μου. Τι κόλλημα έχει φάει επιτέλους με τον Ανζάι; Δεν μπορεί να θεωρεί πως απειλείται από έναν δεκαεφτάχρονο με τις μισές του γνώσεις, έτσι; Δαγκώνω τα χείλη μου σκεφτική υπολογίζοντας τα λόγια που κυλούν ως τις άκρες του στόματός μου. Πάντως η Τούκα δε δυσκολεύτηκε καθόλου να μου αποκαλύψει τη μάζωξή της. Ό,τι και αν την προγραμμάτισαν να κάνει. Δε μου αρέσει που την έχουν αφήσει να αλωνίζει χωρίς να την ελέγχουν. Τα πράγματα μπορεί να γίνουν πολύ χειρότερα, αν δεν υπακούει στα προγράμματά της.

«Ναι, ο Ανζάι μου το είπε. Πέταξε ως το παράθυρό μου και μου το ψιθύρισε στο αυτί» σαρκάζω για λίγο. «Όχι. Η Μάκινο ήταν. Σε άκουσε να το λες στον Σον και απλά μου το ανέφερε. Πώς κάνεις έτσι; Δεν είναι και κανένα σπουδαίο μυστικό η πρόσκληση σε ένα πάρτι». Ωχ, γιατί έμπλεξα τώρα την Μάκινο σε αυτό; Αν τη ρωτήσει και του απαντήσει αρνητικά, ειλικρινά δε θα τον αντέξω σε δεύτερο καβγά.

«Εντάξει, δε θα επιμείνω άλλο. Αλλά δε θα σε προειδοποιήσω ξανά για τον Ανζάι, Μία. Την επόμενη φορά που θα τον ξαναδείς χωρίς την άδειά μου, θα του φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι. Το έπιασες;» με τραντάζει άγρια. Μορφάζω ειρωνικά με αυτό που είπε. Λες και αν του ζητούσα να δω τον Ανζάι, θα με άφηνε αμέσως.

Η απειλή του με κάνει να ξαναθυμηθώ τους λόγους που τον μισώ τόσο πολύ. Δεν μπορεί να βγάζει με αυτόν τον τρόπο από τη μέση τον οποιονδήποτε που δε συμπαθεί. Ένας κόμπος σφίγγει το στήθος μου, καθώς η φιγούρα τού πατέρα μου περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Πόσο άδικα τον έδιωξαν από τη ζωή; Ο Τόμας μου τον πήρε τόσο ξαφνικά…

«Ναι, σκότωσέ τον. Έτσι και αλλιώς σου είναι ένα εμπόδιο. Βγάλ ’τον από τη μέση, όπως έκανες και με τον δημιουργό μου» ξεφωνίζω μην μπορώντας να συγκρατήσω όλον τον θυμό που φουντώνει μέσα μου. «Και εκείνος εμπόδιο δε σου ήταν; Αν ζούσε ακόμα, δε θα με είχες ποτέ».

Με χαστουκίζει. Τόσο άγρια που η δυνατή κορμοστασιά μου δεν μπορεί καν να συγκρατήσει. Αν και δεν πέφτω αμέσως κάτω, η ορμή του είναι υπέρ αρκετή για να με ρίξει πάνω στο γραφείο και να παρασύρω στο πάτωμα οτιδήποτε βρίσκεται πάνω του. Τα βιβλία και η μολυβοθήκη μου πέφτουν με έναν δυνατό γδούπο και σκορπίζουν ολόγυρα στο πάτωμα. Η Μάκινο χτυπάει νευρικά την πόρτα και μπαίνει κοιτάζοντάς μας ανήσυχη.

«Δείξε μου πόσο δειλός και άνανδρος μπορείς να γίνεις ακόμα. Αποκάλυψε το τέρας, που πραγματικά είσαι» τον σπρώχνω βαριανασαίνοντας. Οι δυνάμεις μου έχουν αρχίσει να με εγκαταλείπουν.

Ο Τόμας με χαστουκίζει πάλι, με αποτέλεσμα η Μάκινο να μπει ανάμεσά μας για να μας χωρίσει. Με τραβάει μακριά του και με προστατεύει με το σώμα της, λες και εκείνη θα αντέξει την οποιαδήποτε επίθεσή του.

«Κύριε Τόμας, σας παρακαλώ. Μη… συνεχίσετε. Δε φαίνεται καλά» λέει διστακτικά στον Γιογκασάκι και έπειτα στρέφεται προς το μέρος μου. «Καλύτερα να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό».

«Ναι, αυτό θα ήταν μια καλή λύση για τώρα και για πάντα» σχολιάζει εκνευρισμένος ο Τόμας. «Το αυριανό πάρτι θα είναι η τελευταία μέρα ελευθερίας σου. Από εκεί και πέρα δε θα τολμήσεις να ξεμυτίσεις από το σπίτι, αλλιώς πίστεψέ με θα σε ακυρώσω δίχως δεύτερη σκέψη» γρυλίζει απειλητικά και φεύγει κοπανώντας πίσω του την πόρτα.

Καταρρέω στο πάτωμα εξαντλημένη, εντελώς αποκαρδιωμένη. Δεν έχει το δικαίωμα να μου το κάνει αυτό. Δεν είμαι ζώο και ακόμα και τα σκυλιά χρειάζονται την καθημερινή τους βόλτα. Φοβάμαι για το τι άλλο είναι ικανός να κάνει. Δεν τον έχω ξαναδεί τόσο θυμωμένο και αποφασισμένο σε κάτι. Ο Ανζάι του είναι μεγάλος μπελάς και όσο συναναστρέφεται μαζί μου, τόσο μεγαλύτερο τον κάνει για τον Τόμας. Αν έβρισκα μόνο τον λόγο που ο ένας αντιπαθεί τον άλλο, ίσως και να μπορούσα να κάνω κάτι. Οτιδήποτε!

Η Μάκινο κουνάει καθησυχαστικά το κεφάλι της και με χαϊδεύει για λίγο συμπαραστατικά στην πλάτη, πριν φύγει. Όμως εγώ δε νιώθω τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν τώρα. Το μυαλό μου είναι σαν να έχει πάθει μπλακ-άουτ.

«Είναι τόσο ανόητος που μου έρχεται, να…» ξεφυσάω απογοητευμένη. Δεν αξίζει την προσοχή μου. Ό, τι και να πω, ό,τι και να κάνω, ο Τόμας θα συνεχίσει να παίρνει αυτό που θέλει. Με οποιοδήποτε κόστος. Οπότε δεν έχει σημασία να ασχοληθώ καν. «Δεν καταλαβαίνω πώς τον αντέχεις τόσο καιρό».

«Χα… δεν ήταν πάντοτε έτσι, καλή μου. Ο πραγματικός διάβολος είναι ο κύριος Σον. Ο Τόμας το μόνο που ήθελε ήταν η προσοχή του πατέρα του. Και όσο πετύχαινε στις προσδοκίες του, είχε και την προσοχή του. Το παρελθόν του κύριου Τόμας είναι πολύ πιο ζοφερό απ’ όσο φαντάζεσαι. Όμως… αυτά δεν πρέπει να σε ανησυχούν πλέον. Και σε συμβουλεύω να μην ανακατευτείς σε πράγματα που δε σε αφορούν».

Το κουδούνι της εξώπορτας τελειώνει απότομα τη συζήτησή μας. Η Μάκινο με ένα απολογητικό χαμόγελο σηκώνεται και φεύγει. Πείθω τα πόδια μου να με σηκώσουν από το πάτωμα και το υπόλοιπο σώμα μου να συνεργαστεί, ώστε να μαζέψω τον κακό χαμό που προκάλεσα με την πτώση μου. Από την άλλη μεριά της πόρτας ακούω τη Μάκινο να μιλάει διστακτικά και αγχωμένα, όμως ξεκάθαρα διακρίνω τον φόβο στη φωνή της. Ποιος να ήρθε; Προφανώς θα είναι για τον Τόμας.

Η Μάκινο επιστρέφει σε μένα και μπαίνει μέσα δίχως να χτυπήσει. Κοιτάζω το κατάχλωμο πρόσωπό της με ερωτηματικό βλέμμα και κατσουφιάζω προσπαθώντας να καταλάβω το νόημα των εκφράσεών της. Μου δείχνει με το κεφάλι προς το σαλόνι. Είναι για μένα; Ταράζομαι. Αν ήταν η Τούκα, οι αντιδράσεις της Μάκινο δε θα ήταν τέτοιες. Τότε ποιος; Βγαίνω στο σαλόνι βιαστικά και παγώνω στη θέα του Ανζάι.

«Τ… τι κάνεις εσύ εδώ;» τον πλησιάζω σοκαρισμένη και ασυναίσθητα ρίχνω μια τρομαγμένη ματιά στο δωμάτιο του Τόμας. Μακάρι να μην τον πάρει είδηση. «Φύγε αμέσως».

«Μα μόλις ήρθα. Δεν μπορείς να διώξεις έναν καλεσμένο» χαμογελάει τσιμπώντας το σαγόνι μου. Αποδιώχνω το χέρι του όλο και πιο αγχωμένη.

«Είσαι σοβαρός; Οι Γιογκασάκι είναι στο σπίτι. Ο Τόμας δε σε θέλει εδώ. Σε παρακαλώ, φύγε» τον ικετεύω σπρώχνοντάς τον προς την είσοδο. «Μόνος σου σκάβεις τον λάκκο σου».

«Δε φοβάμαι, ξέρεις» ξεφεύγει από το άγγιγμά μου και ακουμπάει πάνω στον τοίχο.

Ο Τόμας κάνει την εμφάνισή του στο σαλόνι, όχι πολλή ώρα από τη στιγμή που χτύπησε το κουδούνι. Το γεμάτο περιέργεια βλέμμα του για τον άγνωστο που ήρθε μετατρέπεται σε σοκ και έπειτα σε θυμό, όταν διακρίνει τον Ανζάι. Οι γροθιές και τα δόντια του σφίγγονται ασυναίσθητα, παρόλα αυτά του χαρίζει το πιο ευγενικό χαμόγελο που μπορεί να διαθέσει. Ο Μάκινο και εγώ ρίχνουμε βλέμματα άγχους η μία στην άλλη. Νομίζω πως η καρδιά μου πρόκειται να με εγκαταλείψει ανά πάσα στιγμή.

Ο Ανζάι στέκεται προσοχή και υποκλίνεται ελαφρά με σεβασμό. Ξεροβήχει για να καθαρίσει τον λαιμό του. Τι σκοπεύει, να κάνει;

«Ε, συγγνώμη για την ώρα της επίσκεψης και χωρίς την άδεια πρώτα, κύριε. Το όνομά μου είναι Ανζάι Καγκεγιάμα και είμαι συμμαθητής της αδελφής σας. Έχει μέρες να εμφανιστεί στο σχολείο και μπορώ να πω πως ανησύχησα. Αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να της δώσω τα μαθήματα που έχασε» λέει δίχως να πάρει ανάσα.

«Είστε φίλος της αδερφής μου, κύριε Ανζάι;» ρωτάει ο Τόμας ανασηκώνοντας τα φρύδια του.

«Μάλιστα. Η Μία και η Τούκα είναι σπουδαία άτομα, κύριε. Είναι τιμή μου που μπορώ να κάνω παρέα μαζί τους» υποκλίνεται πάλι και μου ρίχνει μια πλάγια ματιά, όλο νόημα.

«Λοιπόν… Τόμας, θα πάρω αμέσως τα μαθήματα. Δε θα αργήσουμε καθόλου» λέω βιαστικά για να βοηθήσω τον Ανζάι και έπειτα τον σπρώχνω ελαφρά προς το δωμάτιό μου.

Ο Τόμας δε λέει τίποτα, όταν όμως τον προσπερνάω απλώνει το μπράτσο του και εμποδίζει τον Ανζάι να με ακολουθήσει. Ταράζομαι… δεν έχω ιδέα τι μπορεί να περνάει από το μυαλό του τούτη τη στιγμή και ο Ανζάι φαίνεται τόσο ήρεμος, λες και όλο αυτό τον αφήνει παντελώς αδιάφορο.

«Πες μου, Ανζάι…» χαμογελάει στραβά ο Τόμας. «Μήπως έχουμε ξανασυναντηθεί;» ρωτάει στενεύοντας τα μάτια του.

«Θα… μπορούσε, κύριε» απαντάει ο Ανζάι. «Δουλεύω πάρτ-τάιμ σε διάφορα καταστήματα. Ίσως να έχουμε συναντηθεί στο Le Mirroir».

Στο Le Mirroir; Ξαφνιάζομαι ευχάριστα. Δεν πίστευα ότι ένας μαθητής θα μπορούσε να δουλέψει σε ένα τόσο ακριβό και διάσημο εστιατόριο, ακόμα και σαν σερβιτόρος. Και ειδικά κάποιος σαν τον Ανζάι. Στο πρόσωπό του έχει τατουάζ και οι τρόποι του… ας πούμε πως δεν αρμόζουν σε εκείνον τον κόσμο. Ακόμα και εγώ που αναγκάστηκα να μάθω απέξω όλο το Savoir Vivre, δε θα άγγιζα αυτό το εστιατόριο. Κουνάω το κεφάλι μου επιδοκιμαστικά με τα κρυφά προσόντα που ποτέ δεν έχει αναφέρει.

«Ναι, ίσως. Όμως… δε μιλάω για τώρα. Αναφέρομαι σε κάποια συνάντηση κάμποσα χρόνια νωρίτερα» συνεχίζει ο Τόμας κοιτάζοντάς τον επίμονα στα μάτια. Τι προσπαθεί να βρει; Βασικά τι προσπαθεί να τον αναγκάσει να αποκαλύψει;

Ο Ανζάι ανασηκώνει τους ώμους του ανήξερος και σφίγγει τα χείλη του.

«Είναι πιθανό, αν και δε νομίζω, κύριε. Πριν πέντε χρόνια μετακόμισα στο Τόκιο με τη μητέρα μου από το Κιότο». Χαμηλώνει βιαστικά το κεφάλι του και χαμογελάει ευγενικά, όταν αποδιώχνω το μπράτσο του Τόμας από μπροστά του και τον τραβάω άγρια μαζί μου.

Ο Τόμας μου χαρίζει μια γενναιόδωρη παγωμένη ματιά και γρυλίζει αθόρυβα. Είναι το τελευταίο πράγμα που βλέπω, πριν κλείσω ερμητικά την πόρτα του υπνοδωματίου μου και στραφώ προς τον Ανζάι στενεύοντας τα μάτια μου αυστηρά.

«Τι νομίζεις ότι κατάφερες με το που ήρθες; Γιατί με φέρνεις σε τόσο δύσκολη θέση;» σφυρίζω θυμωμένη με τη συμπεριφορά του. «Και… τέλος πάντων. Τι στο καλό θέλεις;»

«Να σε δω, πρώτα. Έπειτα να σου φέρω τα μαθήματα και…» ρίχνει τη σχολική του τσάντα στο πάτωμα και αρπάζοντάς με από τον καρπό με τραβάει απότομα κοντά του. Τα πρόσωπά μας έρχονται υπερβολικά κοντά και ό,τι θέλω να του πω χάνεται μέσα στην επιθυμία ενός φιλιού. «Θα φτιάξω το βραχιόλι σου» ψιθυρίζει σιγανά στο αυτί μου.

Η καυτή του ανάσα στέλνει ρίγη σε όλη τη ραχοκοκαλιά μου και τον σπρώχνω θέλοντας να αμυνθώ. Όσο βολική και αν είναι η πρότασή του, αν πειράξει το ρολόι μου τα πράγματα θα γίνουν πολύ άσχημα, έτσι και με ανακαλύψουν. Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά. Τα απειλητικά λόγια επανέρχονται στο μυαλό μου ακάλεστα κάνοντάς με να σκοτεινιάσω από φόβο.

«Δεν έχει σημασία το ρολόι. Βγάλε το από το μυαλό σου. Αυτό που πρέπει να σε ανησυχεί είναι ο Τόμας» μουρμουρίζω άηχα σχεδόν. «Σε αντιπαθεί και θα σε σκοτώσει γι’ αυτό. Μην τον προκαλείς».

«Ας προσπαθήσει» σαρκάζει. Ανζάι; Γιατί είσαι τόσο πεισματάρης; «Δώσε μου το χέρι σου. Θα τελειώσω, πριν το καταλάβεις».

«Μόνο αν μου πεις τι έχεις εναντίον των Γιογκασάκι και εκείνοι μαζί σου» λέω κρύβοντας το ρολόι πίσω από την πλάτη μου.

Ο Ανζάι ορμάει μπροστά και με ακινητοποιεί αμέσως, σαν να είμαι κανένα αδύναμο παιδάκι. Και να φανταστείς υποτίθεται πως έχω περισσότερη δύναμη απ’ αυτόν. Με σφίγγει πάνω στο στήθος του και η ζεστασιά του κάνει τα γόνατά μου να λυθούν.

«Θα σου πω. Αφότου τελειώσουμε. Σύμφωνοι;» ρωτάει γελώντας. «Βασικά δεν έχεις και πολλές επιλογές. Οπότε ηρέμησε και άσε με να σε βοηθήσω, πριν μπλέξεις για τα καλά».

Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοεί με αυτό, αλλά χαλαρώνω το σώμα μου και κάθομαι στην καρέκλα του γραφείου μου. Ο Ανζάι χαϊδεύει το πάνω μέρος του καρπού μου έχοντας τη λάμψη της νίκης στα μάτια του. Με βιαστικές, προσεγμένες κινήσεις αφαιρεί προσεχτικά το ρολόι από το χέρι μου και το ανοίγει αποκαλύπτοντας τον πολύπλοκο μηχανισμό του.

«Τι ακριβώς κάνεις;» τον ρωτάω με περιέργεια. Ο Ανζάι μου χαμογελάει πονηρά.

«Αφού είπες ότι με το να αλλάξω το σήμα και τις συνομιλίες σου έχεις πρόβλημα, θα κάνω εκτροπή του σήματος και θα το λαμβάνω και εγώ. Οπότε… αν έχεις κάποιο πρόβλημα, θα ξέρω πού είσαι» απαντάει απορροφημένος με το να αλλάζει τα μικρά επιπρόσθετα καλώδια.

«Και… αν δε θέλω να ξέρεις; Ανζάι, έχω και ιδιωτική ζωή. Στην αρχή φοβόμουν μήπως πω κάτι και το ακούσουν οι άντρες των Γιογκασάκι. Τώρα πρέπει να ανησυχώ και γι’ σένα; Δε θέλω». Πάω να τραβήξω το χέρι μου, όμως μου το σφίγγει δυνατά συγκρατώντας το στη θέση του.

«Δε με νοιάζουν τα μυστικά σου, Μία. Το μόνο που θέλω, είναι να είσαι ασφαλής, εντάξει;» γέρνει μπροστά και μου αφήνει ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο. «Δε θα κάνω κάτι εναντίον σου. Το υπόσχομαι».

Γελάω πικρά από μέσα μου. Πού να μάθεις και τι είμαι. Αλήθεια, Ανζάι… τι θα κάνεις, όταν μάθεις τι είμαι; Σε ποιον θα με πουλήσεις; Ένας κόμπος σφίγγει το στομάχι μου στην σκοτεινή αλήθεια που κρύβεται μέσα στις λέξεις του. Όσο προσεχτική και να είμαι… σίγουρα θα υπάρξει κάτι για να με προδώσει.

«Το καλό που σου θέλω, αλλιώς θα έρθω και θα σε στοιχειώσω» τον κοροϊδεύω. Χαμογελάμε ταυτόχρονα.

Το ξαφνικό χτύπημα στην πόρτα μας επιστρέφει απότομα στην πραγματικότητα και μέσα σε δυο δευτερόλεπτα έχει ρίξει στην τσάντα του τα εργαλεία, ενώ εγώ έχω στρώσει στο γραφείο τα βιβλία μου. Ο Σον Γιογκασάκι τρυπώνει το κεφάλι του από το άνοιγμα της πόρτας και μας ρίχνει μια διαπεραστική ματιά, πριν επιτρέψει στον εαυτό του να χαμογελάσει και μπει μέσα. Ο Ανζάι τινάζεται αμέσως όρθιος και υποκλίνεται υιοθετώντας το ύφος του πιο ευγενικού παιδιού που έχω δει ποτέ. Παραδέχομαι πως ξέρει να παίζει τον ρόλο του πολύ καλά.

«Ω, ε…» απλώνει διστακτικά το χέρι του. «Ονομάζομαι Ανζάι Καγκεγιάμα, κύριε. Είμαι…»

«Ξέρω ποιος είσαι. Ο Τόμας με ενημέρωσε». Το βλέμμα του πέφτει πάνω μου με τόση ένταση που με κάνει να αποστρέψω το δικό μου. «Χαίρομαι που η κόρη μου έχει κάνει παρέες στο σχολείο. Την έβλεπα πολύ αντικοινωνική και ανησυχούσα» μουρμουρίζει με ένα στραβό χαμόγελο.

Τι; Μα τι του λέει; Και κόρη του; Αυτό από πού προέκυψε πάλι; Μπορεί για τον κόσμο να είμαι αυτό πλέον, όμως δεν είναι ανάγκη να το λέει με αυτόν τον τρόπο. Λες και πραγματικά είναι ο πατέρας μου. Ο Ανζάι ανασηκώνει τα φρύδια του έκπληκτος και αισθάνομαι πως τον έχει φέρει σε δύσκολη θέση. Είναι τσιτωμένος και ετοιμοπόλεμος απ’ όσο καταλαβαίνω από τη στάση του.

«Τότε… μπορώ να πάρω το θάρρος και να ζητήσω από την κόρη σας να με συνοδεύσει στο αυριανό πάρτι μιας συμμαθήτριάς μας;» ρωτάει θαρραλέα και με καθαρή φωνή.

«Θα κάνεις τι;» ξεροβήχω. Ζαλίζομαι ξαφνικά. Στον Τόμας δε θα αρέσει καθόλου αυτό. Κοιτάζω τον Σον δαγκώνοντας νευρικά τη μέσα πλευρά του μάγουλού μου. Πες όχι. Μια καταφατική απάντηση μόνο προβλήματα θα προκαλέσει.

«Στο πάρτι της Τούκα Τζινάι. Ναι, έχω ενημερωθεί γι’ αυτό». Σταυρώνει ανέκφραστος τα χέρια πίσω από την πλάτη του. «Αν σου επιτρέψω να τη συνοδεύσεις πώς θα την πας; Είναι μια Γιογκασάκι τώρα, οπότε δεν μπορεί να πάρει τις συγκοινωνίες, όπως καταλαβαίνεις. Μπορεί η τσέπη σου να χρηματοδοτήσει κάτι πιο ακριβό;» τον ρωτάει στενεύοντας τα μάτια του.

Ο Ανζάι ξεροκαταπίνει άβολα με την τροπή που πήρε το θέμα και σκύβει το κεφάλι του. Το ότι σπουδάζει σε ένα σχολείο γεμάτο πλουσιόπαιδα, σίγουρα θα είναι δύσκολο, αλλά να τον μειώνει κάποιος μπροστά στα μούτρα του λόγω του εισοδήματός του. Ε, αυτό είναι αβάσταχτο. Τον ακουμπάω απαλά στον ώμο θέλοντας να του συμπαρασταθώ.

«Μπορεί να έρθει μαζί μας» τον διακόπτω. «Αφού θα πάμε όλοι στο πάρτι και η λιμουζίνα χωράει έναν ολόκληρο στρατό, γιατί να μην τον πάρουμε μαζί μας; Θα με συνοδεύσει και στο πάρτι» του χαρίζω ένα αθώο χαμόγελο.

«Πολύ καλά. Να είσαι εδώ στις εφτά. Αν αργήσεις, θα μείνεις πίσω» απαντάει με αυστηρή φωνή ο Σoν και φεύγει. Ο Ανζάι υποκλίνεται ξανά, όμως ο Γιογκασάκι δεν του δίνει καμία σημασία.

Κοιταζόμαστε σιωπηλοί για λίγο και έπειτα τον ακολουθούμε. Συνοδεύω τον Ανζάι ως την εξώπορτα και εκείνος με νοήματα μου δείχνει το ρολόι. Ναι, ξέρω. Θα με προσέχει, ώστε οι Γιογκασάκι να μην κάνουν τίποτα εναντίον μου. Σφίγγω τα χείλη μου απολογητικά και υποκλίνομαι ελαφρά για τη δήθεν εξυπηρέτηση που μου έκανε.

«Λυπάμαι πολύ. Δεν ήξερα, ότι θα έρθει» λέω στους Γιογκασάκι που στέκονται έτοιμοι για να με ανακρίνουν. Ξεφυσάω νευρικά. «Θα… έρθετε και εσείς μαζί μας στον Σότζι, αύριο βράδυ;»

«Φυσικά και όχι. Θα πάω μόνος μου με την προσωπική μου λιμουζίνα» λέει προσβεβλημένα ο Σόν Γιογκασάκι. Με δείχνει με το δάχτυλό του. «Φρόντισε μην κάνεις κάτι και αποκαλυφθείς. Γιατί θα σκοτώσω και εσένα και εκείνον. Κατανοητό;» με απειλεί. Νεύω καταφατικά μπερδεμένη που θα πάει με άλλο αυτοκίνητο στον ίδιο προορισμό που θα καταλήξουμε όλοι.

Τι θέμα έχουν οι Γιογκασάκι και απειλούν τους πάντες πως θα τους σκοτώσουν, θα τους εξαφανίσουν και γενικά… θα τους κάνουν άσχημα πράγματα; Άλλες λέξεις δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιό τους; Που να πάρει, δεν είναι οι άνθρωποι αντικείμενα για να παίζουν μαζί τους. Σφίγγομαι από θυμό. Τους αξίζει ό,τι και να πάθουν. Τους εγκαταλείπω και χάνομαι στο δωμάτιό μου, όπου εκεί μπορώ να είμαι ο εαυτός μου. Μια και μόνο σκέψη υπάρχει στο μυαλό μου. Ο Ανζάι να μείνει ασφαλής εκτός του πεδίου τους.

Μου φαίνεται πως περνούν αιώνες, ώσπου να πλησιάσει έστω και λίγο η ώρα του πάρτι. Και είναι σαν μια ανάσα έπειτα από πολύ καιρό μέσα στη φυλακή. Δεν άφησα το δωμάτιό μου, απ’ όταν έφυγε ο Ανζάι και παρόλο που δεν κατάφερα να κοιμηθώ, η κίνηση στους δρόμους ήταν η μόνη ταινία μεγάλου μήκους που μπόρεσα να δω. Οι Γιογκασάκι έχουν αρχίσει να με αντιμετωπίζουν περισσότερο σαν αντικείμενο, παρά σαν άνθρωπο. Όχι, ότι έκαναν κάτι διαφορετικό όλον αυτόν τον καιρό, αλλά τώρα… η συμπεριφορά τους μου το δείχνει ξεκάθαρα. Ένα παγωμένο συναίσθημα μοναξιάς καλύπτει το στήθος μου.

Παρηγορούμαι με τη σκέψη ότι σύντομα θα βρεθώ με το μοναδικό άτομο που με κάνει να είμαι ο εαυτός μου και παρόλο που δεν του έχω πει, ούτε και θα καταφέρω να του πω ποτέ το τι είμαι, ο Ανζάι είναι ο μόνος πραγματικός φίλος που έχω. Ο μόνος που ανησυχεί για μένα, εξαιτίας των Γιογκασάκι. Εντάξει είναι και η Μάκινο, όμως εκείνη δεν πιάνεται. Η καρδιά της είναι τόσο αγνή που για τον καθένα θα έκανε το ίδιο.

Ντύνομαι με ένα κόκκινο βελούδινο φόρεμα και χτενίζω τα μαύρα, κυματιστά μαλλιά μου ίσια αφήνοντάς τα να ξεχυθούν στην πλάτη μου σαν νυχτερινός καταρράκτης. Ενώ με μαύρο μολύβι τονίζω το περίγραμμα των βαθυγάλανων ματιών μου. Ένα απαλό ροζ κραγιόν δίνει την τελευταία πινελιά στο μακιγιάζ μου. Δεν είναι υπερβολικό, ούτε και έντονο. Αντίθετα, τονίζει τη θηλυκότητα της ηλικίας μου και προσδίδει ένα δροσερό αέρα στο όλο στυλ μου. Χαμογελάω στη φιγούρα που ποζάρει μέσα στον καθρέφτη. Παίρνω το παλτό μου και βγαίνω.

Η πόρτα στο δωμάτιο του Τόμας είναι ανοιχτή, οπότε υποθέτω πως θα είναι ήδη έτοιμος. Όμως… η φιγούρα του δε φαίνεται πουθενά μέσα στο σπίτι. Πού να είναι; Ανασηκώνοντας αδιάφορα του ώμους μου και φωνάζοντας πως θα περιμένω κάτω, ώσπου να φύγουμε, αφήνω το σπίτι. Ελπίζω ο Ανζάι να έχει φτάσει. Δε θέλω η αργοπορία του να φουντώσει τον Τόμας για κανένα λόγο. Όχι ότι θέλει και πολύ. Οτιδήποτε και αν κάνει ο Ανζάι, θα θυμώσει τον Τόμας. Τι ανόητος και ζηλιάρης.

Η ανεξήγητη αντιπάθεια του Τόμας προς τον Ανζάι και το αδικαιολόγητο μίσος του Ανζάι προς τους Γιογκασάκι και ο,τι αντιπροσωπεύουν, στριφογυρίζει για κάμποση ώρα ακόμα στο εντελώς μπερδεμένο μου μυαλό. Τι είναι αυτό που συμβαίνει μεταξύ τους και δεν καταλαβαίνω; Τουλάχιστον ο Ανζάι έχει δείξει την πρόθεσή του να μου το αποκαλύψει. Το ότι δεν το έχει κάνει ακόμα είναι μια άλλη ιστορία.

Όμως προσγειώνομαι κάπως ατσούμπαλα στην πραγματικότητα, όταν διακρίνω τον Τόμας και τον Ανζάι να έχουν πιαστεί σχεδόν στα χέρια μπροστά στην είσοδο και τον αγχωμένο θυρωρό. Όχι… όχι… όχι. Προσπαθώ να κρατήσω την ισορροπία μου, καθώς τρέχω προς το μέρος τους πάνω στα ψηλοτάκουνα παπούτσια μου.

«Τόμας…» φωνάζω. Έχει αρπάξει τον Ανζάι από τον γιακά του πουκαμίσου του και δε δείχνει καθόλου πρόθυμος να τον αφήσει.

«Σκέψου καλά τα όσα σου είπα και υπολόγισε τις κινήσεις σου, διότι θα φροντίσω, να πραγματοποιήσω την απειλή μου. Είμαι σίγουρος πως δε θα ήθελες να ξαναγυρίσεις πίσω εκεί που ανήκεις». Είναι το μόνο που προλαβαίνω να ακούσω να βγαίνει από τα χείλη του Τόμας Γιογκασάκι.

«Σταματήστε». Τραβάω τον Ανζάι από την αρπαγή του και χώνομαι ανάμεσά τους. «Γιατί πρέπει πάντα να το κάνετε αυτό;»

«Παρεξήγησες. Τίποτα δε συμβαίνει. Απλά… γνωριζόμασταν λίγο καλύτερα με τον κύριο Καγκεγιάμα» σαρκάζει ο Τόμας. Μοιάζει με λιοντάρι σε κλουβί. «Και φυσικά ανέφερα τα δικαιώματά του για να είναι μαζί σου στο αποψινό πάρτι».

«Είσαι απαράδεκτος» γρυλίζω κουρασμένη και κουνώντας το κεφάλι μου απογοητευμένη, οδηγώ τον Ανζάι στη λιμουζίνα των Γιογκασάκι που περιμένει υπομονετικά να μας μεταφέρει στο πάρτι της Τούκα Τζινάι.

«Τι; Δεν μπορώ να ανησυχώ λίγο παραπάνω για τη μικρή μου αδερφή;» μουρμουρίζει στον εαυτό του, σαν να τον μάλωσε κάποιος.

Το διαμέρισμα του Σότζι δεν είναι πολύ μακριά από των Γιογκασάκι και συγκεκριμένα βρίσκεται στο ρετιρέ ενός ουρανοξύστη με θέα την πλατεία Χάτσικο. Κατά τη διάρκεια των πειραμάτων στο εργαστήριό του ο Σότζι αποθήκευσε κάποιες γενικές πληροφορίες της πλατείας και του κτιρίου του στον σκληρό μου δίσκο. Λες και υπάρχει ποτέ περίπτωση να χρειαστώ τα αρχιτεκτονικά σχέδια του διαμερίσματός του.

Η λιμουζίνα σταματά ακριβώς μπροστά στην επιβλητική είσοδο του κτιρίου. Ένας μπάτλερ ντυμένος με μαύρο κοστούμι και λευκό πουκάμισο σπεύδει βιαστικά προς το μέρος μας. Αφού υποκλίνεται ευγενικά, όπως ορίζει η δουλειά του μας οδηγεί σε όλον τον δρόμο έως το διαμέρισμα του διάσημου επιστήμονα. Σφίγγω καθησυχαστικά το χέρι του Ανζάι, καθώς μοιάζει αβέβαιος για το αν θέλει να μπει σε τούτο τον κόσμο. Του χαμογελάω.

Η μουσική ξεσπάει δυνατή ολόγυρα από τα ηχεία στο μεγάλο σαλόνι του διαμερίσματος, ενώ ένας DJ δίνει τον ρυθμό που εκείνος θέλει. Μαθητές από κάθε τάξη και τμήμα του σχολείου μας χορεύουν στην κάθε νότα στο κέντρο του σαλονιού, ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία καλεσμένοι του Σότζι συζητούν ανενόχλητοι ανά παρέες σε ένα ολοδικό τους δωμάτιο από γυαλί με θέα το σαλόνι και μακριά από τον σαματά των νεότερων. Σερβιτόροι περιφέρονται ανάμεσά τους υποδεικνύοντας την ποικιλία των εδεσμάτων. Ο γεμάτος μπουφές μπροστά από τα ψηλά παράθυρα προσφέρει κάθε λογής γκουρμέ πιάτο ιαπωνικής, αλλά και διεθνής κουζίνας και το μίνι μπαρ οποιοδήποτε ποτό και κοκτέιλ που κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί.

Ο Τόμας αποχωρεί αμίλητος από την συντροφιά μας με κατεύθυνση τη ζωηρή και εύθυμη φιγούρα του Σότζι που παρατηρεί τα πάντα με το πονηρό βλέμμα του. Κοιτάζω προς την κατεύθυνση του βλέμματός του και στο οπτικό μου πεδίο πιάνω την Τούκα που λίγο πολύ μοιάζει μεθυσμένη. Όμως τα σώματα ολόγυρά της είναι τόσο πυκνά, που με το ζόρι μπορώ, να τη διακρίνω.

«Για δείτε». Ακούω τη στριγκή φωνή της Κρυστάλ και έπειτα βλέπω την εντυπωσιακή φιγούρα της ντυμένη μέσα σε ένα αποκαλυπτικό σμαραγδί φόρεμα. «Ήξερα πως θα ερχόσουν, όμως ειλικρινά ήλπιζα να μην πέσω πάνω σου καθόλου όλο το βράδυ. Μέγα λάθος. Τουλάχιστον απαλλάχτηκα από την παρουσία σου στο σχολείο» χαζογελάει και οι φίλες της τη μιμούνται.

«Ναι και εγώ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω Κρυστάλ» λέω προσπαθώντας να ακουστώ όσο πιο αδιάφορη γίνεται.

Θέλω να φύγω. Τραβάω το χέρι του Ανζάι, αλλά μια από τις φίλες της μας αποκόβει και το πλήθος φροντίζει να με παρασύρει μακριά του. Τα ιδρωμένα κορμιά τους σαν να συνωμοτούν εναντίον μου, ανακατεύονται γύρω μου απομακρύνοντας με όλο και πιο μακριά, ώσπου τον χάνω για λίγο από το βλέμμα μου.

«Μην ανησυχείς, θα φροντίσω να περάσει πολύ καλύτερα μαζί μου» μου φωνάζει η Κρυστάλ με ένα εκδικητικό ύφος μέσα στο πλήθος. Ήλπιζα να μην κατάφερνα ποτέ να το ακούσω.

Με την άκρη του ματιού μου τη βλέπω να τον παίρνει μακριά και δεν μπορώ να κάνω τίποτα, παρά να μείνω ασάλευτη κοιτάζοντάς τους να φεύγουν μαζί. Ένας κόμπος πιέζει το στήθος μου και μια ανασφάλεια κυριεύει το σώμα μου στέλνοντας απρόσκλητα ένα σωρό ερωτήματα στο μυαλό μου. Υποτίθεται ότι του αρέσω και προτιμά την παρέα της Κρυστάλ περισσότερο από τη δική μου γνωρίζοντας τα συναισθήματά της γι’ αυτόν; Γιατί ζήτησε να με συνοδεύσει από τη στιγμή που με παρατά για τη συντροφιά ενός άλλου κοριτσιού; Και αν ο Τόμας έχει δίκιο; Αν με θέλει μόνο και μόνο γι’ αυτό που είναι οι Γιογκασάκι; Δε θα μου έκανε εντύπωση με το μίσος που τρέφει για εκείνους. Είναι μια καλή ευκαιρία για να τους πλησιάσει. Τι στο καλό; Γιατί με πιάνουν οι ανασφάλειες μου τώρα; Κουνάω το κεφάλι μου για να καθαρίσω το μυαλό μου.

Ένα χέρι πέφτει βαρύ στον ώμο μου κάνοντάς με να αναπηδήσω ξαφνιασμένη. Περιμένω να δω τον Τόμας, τον Σότζι ή τον Σον Γιογκασάκι. Κάποιον τέλος πάντων που έχει την μυϊκή δύναμη να με τραντάξει ολόκληρη, αλλά με τίποτα την κοκαλιάρα Τούκα.

«Εδώ μου είσαι» τσιρίζει η Τούκα στο αυτί μου και με αγκαλιάζει σφιχτά σαν παιδάκι που μόλις πήρε το πρώτο του παιχνίδι. «Νόμιζα ότι δε θα ερχόσουν και ο Τόμας είναι υπερβολικά ξενέρωτος για να αποκαλύψει τι σκέφτεται».

Τινάζω απότομα το κεφάλι μου μακριά από το πρόσωπό της και μορφάζω από αηδία. Η ανάσα της μυρίζει έντονα αλκοόλ, σαν να έχει κατεβάσει μια ολόκληρη κάβα μόνη της. Της γραπώνω το κεφάλι και με τα δυο μου χέρια και κοιτάζω έντονα μέσα στα άψυχα μάτια της. Στο βλέμμα της υπάρχει μια αμυδρή θολούρα, σαν να είναι μεθυσμένη, όμως η όψη της δεν προδίδει, αν κάτι δεν πάει καλά.

«Τι ήπιες;» τη ρωτάω επίμονα. Η Τούκα χαμογελάει παιχνιδιάρικα και σουφρώνει τα χείλη της σαν να προσπαθεί να θυμηθεί, αλλά στο τέλος ανασηκώνει τους ώμους της ανήξερη. «Είναι από κάποιο ποτό στο μπαρ;» ανασηκώνει και πάλι τους ώμους της.

Νιώθω τον πανικό να με καταβάλει. Δεν είμαστε άνθρωποι, μοιάζουμε με εκείνους, αλλά δεν είμαστε εντελώς ζωντανά όντα. Η ύπαρξή μας οφείλεται στην τεχνολογία γι’ αυτό υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να κάνουμε και άλλα που δεν πρέπει. Αντί για αίμα στις φλέβες μας κυλά υδρογόνο και με την φορτισμένη μπαταρία που υπάρχει στο κέντρο του στήθους η θερμότητα καίει το υδρογόνο και το μετατρέπει σε κινητική ενέργεια επιτρέποντάς μας να ζούμε. Όμως τα υπόλοιπα όργανά μας δεν χρησιμεύουν σε καμία άλλη λειτουργία. Με αποτέλεσμα το φαγητό να μην αλέθεται, οπότε επέρχεται ο αναγκαστικός εμετός. Οτιδήποτε υγρό παραμένει στο σώμα μας, ώσπου να εξατμιστεί από την υψηλή θερμοκρασία. Αλλά… κάποιο υγρό που περιέχει αλκοόλ, μπορεί να καταστρέψει τα πάντα και όχι μόνο αυτό, όμως μια έκρηξη είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί. Και μέσα σ’ όλα αυτά, δεν παύω να αναρωτιέμαι για το τι ακριβώς η Τούκα, νομίζει ότι είναι. Ο Σότζι δεν της έχει μιλήσει για τους κινδύνους ή εκείνη απλά δεν τον υπακούει;

«Έλα μαζί μου» ψιθυρίζω ανήσυχη κοντά στο αυτί της. «Πάμε μια στιγμή στο μπάνιο. Τώρα!» τη σπρώχνω βίαια προς το μέρος της σκάλας για τον δεύτερο όροφο του διαμερίσματος και ανεβαίνω πίσω της.

«Μα το πάρτι δεν έχει τελειώσει» παραπονιέται τρίβοντας χαμογελώντας τον λαιμό της. «Νιώθω τόσο τέλεια. Νομίζω ότι θα εκραγώ. Σούπερ».

Έξω από το μπάνιο έχει σχηματιστεί μια τεράστια ουρά κοριτσιών που περιμένουν την σειρά τους. Κάποιες φλυαρούν, κάποιες άλλες χαζογελούν ή γέρνουν πάνω στον τοίχο ζαλισμένες από το ποτό και κάποιες άλλες καβγαδίζουν για τη σειρά προτεραιότητας ανάλογα με την ιεραρχία που έχουν οι διάσημες οικογένειές τους στην κοινωνία. Μένω με ορθάνοιχτο το στόμα από το σοκ. Δεν μπορώ να καταλάβω πως από τη στιγμή που γνωρίζουν τι θα αντιμετωπίσουν όσο περισσότερο πιουν, απλά το κάνουν σαν να μην τους νοιάζουν οι συνέπειες. Ούτε σε μια εβδομάδα δεν πρόκειται να τελειώσουν. Ούτε και εμείς φυσικά.

Κάνω στροφή με κατεύθυνση το μπάνιο στο δωμάτιο της Τούκα και μπαίνω μέσα μην περιμένοντας να βρω κάποιον.

«Ανζάι!» ξεφωνίζω έκπληκτη στη θέα του αγοριού που με κάνει να σκιρτάω με το κάθε του βλέμμα που αναστατώνει την ύπαρξή μου με το κάθε του άγγιγμα. Δεν πάνε δυο μέρες από τότε που μου εξομολογήθηκε τον έρωτά του και τώρα…

Η Κρυστάλ έχει τυλίξει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και τον φιλάει τρυφερά στα χείλη. Και παρόλο που εκείνος δε δείχνει την ίδια τρυφερότητα, δε λέει όχι στο φιλί της. Σφίγγω τις γροθιές μου ανίκανη να πω το οτιδήποτε. Το στήθος μου πονάει από το συναίσθημα της προδοσίας που νιώθω για μια ακόμη φορά. Τον εμπιστεύτηκα. Νόμισα ότι σήμαινα κάτι γι’ αυτόν. Ακόμα και η προδοσία του Τόμας φαντάζει πιο ανώδυνη μπροστά σε αυτό.

«Μία». Ο Ανζάι έρχεται προς το μέρος μου πανικόβλητος. «Να σου εξηγήσω. Ειλικρινά λυπάμαι. Ήταν τυχαίο. Δεν το ήθελα…»

«Α ναι;» σαρκάζει η Κρυστάλ. «Γι’ αυτό είχες βάλει τη γλώσσα σου ως το λαρύγγι μου;»

«Όχι, δεν το έκανα» γρυλίζει θυμωμένος στην παρατήρησή της, πριν στραφεί ξανά προς το μέρος μου.

«Ανζάι, δε με αφορά το τι κάνεις και τι δεν κάνεις. Δεν υπάρχει κάτι μεταξύ μας για να δικαιολογείσαι» ακούγομαι περισσότερο πειραγμένη απ’ όσο θα ήθελα. Αποφεύγω να τον κοιτάξω στα μάτια. «Βγείτε έξω, παρακαλώ. Αυτός ο χώρος δεν είναι ανοικτός για τους καλεσμένους».

«Τι συνέβη; Δεν αποδέχεσαι ότι έχασες; Που για την ακρίβεια πάντα ήσουν εκτός παιχνιδιού» γελάει η Κρυστάλ τραβώντας κοντά της τον Ανζάι που βρίσκεται σε φανερά δύσκολη θέση.

«Γιατί το κάνεις αυτό;» τη ρωτάει. «Από τη στιγμή που ξέρεις ότι δεν έχω αισθήματα για σένα» της φωνάζει και τη σπρώχνει. «Παράτα με ήσυχο».

«Όχι, Ανζάι!» κατσουφιάζει η Κρυστάλ. Γελάω κάνοντάς τη να με κοιτάξει μπερδεμένη.

«Κοίτα τον εαυτό σου. Κατηγορείς εμένα για τα πάντα, όμως τι συμβαίνει με σένα, πριγκίπισσα; Τι θα πει η μητέρα σου, όταν ανακαλύψει, ποιο είναι το αγόρι σου; Σίγουρα δε θα εκτιμήσει το γεγονός ότι ποθείς έναν κοινό θνητό. Θα έκανε πολύ κακό στην εικόνα που θέλει να δείχνει στον κύκλο της». την απειλώ.

Η οργή με πνίγει και άσχημες, πολύ άσχημες και εκδικητικές εικόνες γεμίζουν το μυαλό μου πλημμυρίζοντας με μίσος και αηδία το βλέμμα μου. Το μόνο που θέλω αυτή τη στιγμή, είναι να κάνω κακό. Να χτυπήσω και να βλάψω τους προδότες.

Η Κρυστάλ για πρώτη φορά στη ζωή της φέρεται πολύ έξυπνα. Όσο και να θέλει να ανταποδώσει την απειλή μου, να κάνει το οτιδήποτε για να υπερασπιστεί τον εαυτό της, αρκείται στο σφίξιμο των γροθιών της και φεύγει. Ο Ανζάι πάλι δεν αντιδράει με τον ίδιο τρόπο και η Τούκα βάζει τα γέλια, σαν να είναι το αποκορύφωμα των αστείων πραγμάτων που συνέβησαν μέσα στη μέρα της.

«Ώστε έτσι ε;» με ρωτάει ο Ανζάι ήρεμα. «Με αυτόν τον τρόπο σκέφτεσαι για μένα;»

«Μου έδωσες αφορμή για να το κάνω. Τότε στο πάρκο μου ζήτησες να σε εμπιστευτώ. Με διαβεβαίωσες πως ενδιαφερόσουν για μένα και όχι για το όνομα που είχα. Γιατί λοιπόν έχω αμφιβολίες τώρα;» του φωνάζω άγρια και τον σπρώχνω πικραμένη.

«Μία, κάνεις λάθος. Άσε με να σου εξηγήσω».

«Τι; Το πώς αντιστάθηκες, όταν ένα κορίτσι σαράντα κιλών σου επιτέθηκε και άρχισε να σε φιλάει; Μη γίνεσαι γελοίος. Ξέρω πολύ καλά τι είδα». Του δείχνω την πόρτα. «Καλύτερα να βγεις έξω. Είναι μάταιο να χάνεις την αξιοπρέπειά σου για κάτι που ξέρεις ότι έχεις κάνει λάθος».

Τον βγάζω έξω και του κλείνω την πόρτα κατάμουτρα. Γρυλίζω αβέβαιη στα συναισθήματά μου. Γιατί νιώθω ότι τον προδίδω εγώ, όταν εκείνος είναι που… που…

«Πήγαινε στο μπάνιο» γυρνάω αυστηρά προς την Τούκα που έχει μείνει σύξυλη με τη συμπεριφορά μου στον καλεσμένο της. «Καλύτερα να βγάλουμε αυτό το αλκοόλ από μέσα σου, πριν κάνεις καμία ηλιθιότητα που δε θα συμμαζεύεται».

«Δε με ενοχλεί τίποτα. Μην ανακατεύεσαι». Οπισθοχωρεί προς την πόρτα και είναι έτοιμη να φύγει, αλλά τη σταματάω. «Είναι το δικό μου πάρτι και δε θα μου το χαλάσεις».

Σηκώνει το χέρι της και με γροθιά με χτυπάει στο ηλιακό πλέγμα και με τινάζει πάνω στην ντουλάπα της, πριν το σύστημά μου προλάβει να διαχειριστεί την απειλή της επίθεσης. Το ένστικτό μου λέει να ανταποδώσω, όμως συγκρατώ τον εαυτό μου πριν επιτρέψω στο πρόγραμμα των πολεμικών τεχνών που ενσωμάτωσε στον κεντρικό μου δίσκο ο Σότζι.

«Ό,τι και αν είμαι, κανένας δε θα μου πει τι να κάνω. Ρομπότ ή όχι έχω τη δική μου ζωή πλέον και ούτε εσύ, ούτε και κανείς άλλος δε θα με σταματήσει» ανοίγει την πόρτα και βγαίνει.

«Τούκα, όχι! Γύρνα πίσω. Το αλκοόλ θα προκαλέσει ανάφλεξη, αν βραχυκυκλωθείς».

Προσπαθώ να σηκωθώ. Τα πόδια μου όμως δεν υπακούν στην εντολή μου απαγορεύοντάς μου να την κυνηγήσω. Αυτό δεν είναι καλό, καθόλου καλό. Δε νιώθω αβοήθητη ακόμα, αλλά μια ανεπαίσθητη ατονία έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος στο σώμα μου. Με μηχανικές κινήσεις και έπειτα από παρότρυνση των προειδοποιητικών μηνυμάτων για απώλεια ενέργειας να αναβοσβήνουν μπροστά στα μάτια μου βγάζω την επαναφορτιζόμενη μπαταρία από την τσάντα μου και τη συνδέω στην κρυφή θύρα στον αυχένα μου ελπίζοντας η κατάστασή μου να καλυτερέψει σύντομα.








Ηλιάνα Κλεφτάκη