«Δεν έβρεχε όταν ο Νώε, έκτισε την κιβωτό»- Howard Ruff
Ανζάι
Οι πρωινές αχτίδες ενός χλωμού ήλιου διαπερνούν τα ανοιχτά στόρια του παραθύρου απέναντι από το κρεβάτι μου και προσγειώνονται κατευθείαν στα κοκκινισμένα από την αϋπνία μάτια μου. Δεν κατάφερα να κοιμηθώ σχεδόν καθόλου όλο το βράδυ. Ήταν ένας ύπνος σύντομος και δίχως όνειρα. Κάθε τόσο στριφογύριζα ανήσυχα στα ιδρωμένα μου σεντόνια και κάθε φορά υπήρχε μια μόνο λέξη στα ξερά μου χείλη: Μία. Το όνομά της σαν προειδοποιητική ταμπέλα με κόκκινα μεγάλα γράμματα έχει καρφωθεί στο μυαλό μου και δε λέει να φύγει, ενώ το θλιμμένο πρόσωπό της στοιχειώνει τις σκέψεις και τις αναμνήσεις μου. Ανά πάσα στιγμή.
«Άι στο καλό!» φωνάζω θυμωμένος με τον εαυτό μου και πετάω το μαξιλάρι στο παράθυρο από τα νεύρα μου. Το γαντζωμένο στο παράθυρο στόρι ταλαντεύεται άγρια, αλλά δεν πέφτει.
Ποιο είναι το πρόβλημά μου, τέλος πάντων; Γιατί συνεχίζω να τη σκέφτομαι; Ακόμα και τώρα που μου παραδέχτηκε ότι δεν είναι άνθρωπος, παρά μόνο ένα σώμα φτιαγμένο από μέταλλο. Όσο για το σύστημά της κάποιος θα ήταν ο χειριστής του. Διότι δε γίνεται να μιλάει σαν άνθρωπος, να συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος. Όχι… σίγουρα κάποιος άλλος υπήρχε πίσω από τη Μία Γιογκασάκι. Ίσως ένας από τους Γιογκασάκι ή ένας επιστήμονας από τους πολλούς που υπάρχουν στη δούλεψή τους. Θα μπορούσε να είναι και το ίδιο άτομο με αυτό που την έφτιαξε. Δεν είναι διόλου απίθανο να ξανασυναντήσω το τέρας, που βασάνιζε εμένα. Δ… δεν ξέρω τι είναι αυτό που κρύβεται κάτω από το όμορφο πρόσωπό της, όμως… υπάρχει κάτι που με προβληματίζει. Υπερβολικά θα έλεγα.
Η συνείδησή μου. Από τη στιγμή που είδα εκείνο το βίντεο και τα συναισθήματά μου πήραν άλλη τροπή, το μυαλό μου επιμένει πως κάνω λάθος. Ότι την κατηγορώ για πολλά περισσότερα απ’ όσα πραγματικά της αναλογούν. Ο τρόπος που με κοίταξε, όταν της ανακάλυψα ότι ξέρω. Υπήρχε αυτός ο απροσδιόριστος φόβος στα μάτια της. Γιατί; Αν είναι κατασκεύασμα των Γιογκασάκι, γιατί να φοβάται ότι θα τη βλάψουν; Γιατί να φοβάται γενικά; Και από πότε τα ρομπότ έχουν συναισθήματα; Φόβος, αγάπη, χαρά, μίσος και πολλά άλλα που έχω δει να περνούν από το χαριτωμένο πρόσωπό της. Και όλα φαίνονταν τόσο αληθινά. Κουνάω το κεφάλι μου μπερδεμένος. Δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω τίποτα, όμως… ίσως και να υπάρχει κάποιος που να ξέρει.
Πιάνω βιαστικά το κινητό μου από το κομοδίνο και ψάχνω στις επαφές μου για τον αριθμό της Κρυστάλ. Της τηλεφωνώ. Χτυπά μερικές φορές, πριν το σηκώσει και απαντήσει η νυσταγμένη της φωνή.
«Σε ένα τέταρτο στο καφέ απέναντι από το σχολείο. Πρέπει να μιλήσουμε» λέω και το κλείνω απαγορεύοντάς της να αρνηθεί. Νομίζω πως είναι καιρός να ξεκαθαρίσουμε μεταξύ μας ορισμένα πράγματα, πριν υπάρξουν και άλλες παρεξηγήσεις. Ντύνομαι μηχανικά με τη σχολική μου στολή, όπως κάνω κάθε πρωί, αν και αφήνω το διαμέρισμά μου σχετικά νωρίτερα από τη συνηθισμένη ώρα.
Η καφετέρια απέναντι από το σχολείο είναι σχεδόν άδεια τόσο νωρίς το πρωί και οι μόνοι πελάτες που μπαίνουν και βγαίνουν, είναι εκείνοι που θέλουν έναν γρήγορο καφέ στο χέρι, καθώς ξεκινούν την ημέρα τους. Κοντοστέκομαι για λίγο στην πόρτα, ώσπου να παρατηρήσω τις ξανθές μπούκλες της Κρυστάλ από το βάθος του μαγαζιού. Μου κουνάει εύθυμα το χέρι της. Την πλησιάζω με μεγάλες αποφασιστικές δρασκελιές και κάθομαι αντίκρυ της.
Η Κρυστάλ με καλημερίζει με ένα λαμπερό, αλλά και κουρασμένο χαμόγελο. Ανταποδίδω. Όμως το δικό μου είναι περισσότερο ανήσυχο και νευρικό. Για μια ποικιλία θεμάτων. Ένα από αυτά και εκείνη. Η Μία τη χτύπησε άσχημα στο πάρτι. Η γροθιά της δεν έσπασε μόνο τη μύτη της, αλλά τη διέλυσε, την εξαφάνισε αφήνοντας πίσω της ένα κενό. Ευτυχώς η Κρυστάλ είχε την οικονομική ικανότητα να εγκαταστήσει μια καινούρια έπειτα από μερικές επεμβάσεις, όμως όσο καλή δουλειά και αν έκαναν οι γιατροί της, ποτέ δε θα καταφέρουν να επαναφέρουν την προηγούμενη γοητεία της.
«Λοιπόν;» με ρωτάει ανασηκώνοντας τα φρύδια της ανυπόμονα. «Τι συμβαίνει; Από το τηλέφωνο ακούστηκε πως ήταν κάτι σημαντικό, οπότε…»
«Αφορά τη Μία». Το πρόσωπο της Κρυστάλ σκοτεινιάζει αμέσως στο άκουσμα του ονόματός της. «Θέλω να ξέρω, αν εσύ ανέβασες το βίντεο που τραβήχτηκε στο πάρτι. Εκείνο με τον καβγά της Τούκα και της Μία».
«Έχει σημασία;» στραβώνει τα χείλη της σε ένα πονηρό χαμόγελο, όμως εγώ δε γελάω. Αντίθετα είμαι απόλυτα σοβαρός απέναντι στην ανάλαφρη στάση της. Ξεφυσάει ενοχλημένη. «Όχι… για να ηρεμήσω τις υποψίες σου, δεν το έκανα εγώ. Αν και θα είχα κάθε λόγο για εκδίκηση έπειτα απ’ ό,τι μου έκανε. Δε νομίζεις;» γέρνει μπροστά κοιτάζοντάς με απευθείας στα μάτια. «Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί συνεχίζεις να ενδιαφέρεσαι για εκείνη; Ιδιαίτερα από τη στιγμή που επιβεβαιώθηκε πως είναι το καινούριο παιχνίδι των Γιογκασάκι».
«Δεν είναι σαν εμάς. Εμείς ήμασταν άνθρωποι και προσπάθησαν να μας κάνουν μηχανές. Εκείνη είναι μια μηχανή και θέλησαν να την κάνουν άνθρωπο. Αλλά… δε μοιάζει ούτε με το ένα, ούτε και με το άλλο» προσπαθώ να πω, όμως τα λόγια δεν εκφράζουν κατάλληλα τις σκέψεις μου.
«Τι ακριβώς εννοείς, Ανζάι;» μουρμουρίζει η Κρυστάλ καχύποπτα.
«Ότι η Μία ίσως και να μην είναι με το μέρος των Γιογκασάκι. Όταν ήμουν μικρός μαζί με εμένα υιοθέτησαν και πολλά άλλα παιδιά από το ορφανοτροφείο μου για να κάνουν πάνω μας τα πειράματά τους. Χρόνια δουλεύουν πάνω σε ανθρώπους επιμένοντας πως υπάρχει τρόπος για να βελτιώσουν τα σώματά τους. Δεν έχω πάψει να αναρωτιέμαι ως ποιο βαθμό κατάφεραν να με μεταλλάξουν, πριν ξεφύγω και με προστατέψει το κράτος. Όπως και εσένα, άλλωστε». Τρίβω νευρικά το μέτωπό μου. «Απλά λέω ότι ίσως και να ήταν κάποτε σαν εμάς. Απλά τώρα να την έκαναν κάτι άλλο. Σε τόσο μεγάλο σημείο που πλέον δεν ξεχωρίζει από μια μηχανή».
«Ώστε… είναι θέμα τύψεων για τον σάπιο έρωτα που της πούλαγες έτσι; Επειδή σε ξέρω και όπως επίσης ξέρω και πού ακριβώς το πηγαίνεις, μην ανησυχείς. Θα φροντίσω να ψαρέψω τη μητέρα μου για τη Μία Γιογκασάκι. Αν υπήρξε ασθενής τους, τότε σίγουρα ο φάκελός της θα έχει περάσει από τα χέρια της». Σηκώνεται και παίρνει την ακριβή τσάντα της. «Ώρα για μάθημα. Θα έρθεις;»
«Εμ, όχι… όχι σήμερα. Θέλω να κάνω λίγη έρευνα ακόμα. Κράτα με ενήμερο για ό,τι μάθεις. Κερνάω τον καφέ» αποκρίνομαι βιαστικά αποτρέποντάς την από το να βγάλει το πορτοφόλι της.
Η τηλεόραση ψηλά στον τοίχο τραβάει ταυτόχρονα τα βλέμματά μας την ώρα που περνάμε από τον πάγκο με τον μπάρμαν. Είναι μια βαρετή διαφήμιση αισθητικής, όπως όλες οι άλλες, αλλά το μοντέλο και η επωνυμία της εταιρείας είναι αυτά που μας κάνουν εντύπωση. Η εταιρεία είναι η Unitex και κατά ένα μέρος της ανήκει στους Γιογκασάκι. Βασίζεται στο νοσοκομείο του Σον Γιογκασάκι και την προηγμένη τεχνολογία που μπορεί να χειρίζεται. Μαζί με μια σειρά από κορυφαίους χειρούργους από όλον τον κόσμο έχει βρει έναν τρόπο για τον έλεγχο των νευρώνων του ανθρώπινου σώματος και την αντικατάστασή τους, καθώς και οποιοδήποτε όργανο μπορεί κάποιος να θέλει να αλλάξει. Το κατεστραμμένο αντικαθίσταται από ένα συμβατό, άλλοτε πλαστικό ή μεταλλικό. Ανάλογα με το τι επιθυμεί ο πελάτης. Όσο για το μοντέλο που χρησιμοποιούν, τι πιο ταιριαστό από ένα άτομο που έχει αλλάξει τα πάντα μέσα του; Τι καλύτερο από τη Μία Γιογκασάκι;
Η Κρυστάλ ανασηκώνει έκπληκτη τα φρύδια της, αν και το πρόσωπό της προδίδει πως περίμενε κάτι τέτοιο. Ο αντίκτυπος στους απελπισμένους ανθρώπους απ’ όλη την υδρόγειο θα είναι τεράστιος.
«Την είδα» μουρμουρίζω σιωπηλά. «Με ικέτεψε να σβήσω το βίντεο, γιατί αν το έβλεπαν οι Γιογκασάκι, θα σκότωναν εκείνη και την Τούκα. Ο φόβος που υπήρχε στα μάτια της… δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Δε θα μπορούσε ποτέ κάποιος να κλωνοποιήσει ένα τέτοιο συναίσθημα. Όχι σε μια μηχανή».
«Ξέρεις, δε θα με φανταζόμουν ποτέ στο ρόλο του καλού Σαμαρείτη για χάρη της» απαντάει κακόκεφα κάνοντάς με να χαμογελάσω. «Τι;»
«Ποτέ δεν ήσουν κακιά. Ό,τι έκανες το έκανες, επειδή προφανώς γνώριζες τι ήταν, αλλιώς θα αρχίσω να νιώθω κολακευμένος για τα συναισθήματα που τρέφεις για μένα» την πειράζω. Η Κρυστάλ κατσουφιάζει και μου δείχνει τα δόντια της σ’ ένα υπόκωφο γρύλισμα. «Δεν πιάνει. Με θέλεις, παραδέξου το!»
«Θα σε ενημερώσω για ό,τι μάθω» στραβώνει τα χείλη της αποδοκιμαστικά και με προσπερνάει κουνώντας το χέρι της πάνω από τον ώμο της σε αποχαιρετισμό.
Επιστρέφω στο σπίτι. Σκέφτηκα να περάσω πρώτα από το πλέι-ρουμ, στο οποίο δουλεύω με μερική απασχόληση, όμως δεν αισθάνομαι άνετα να κλειστώ σ’ ένα υπόγειο με τόσο έντονες σκέψεις να στριφογυρίζουν στο κεφάλι μου. Οπότε, μια χαρά είναι και το σπίτι. Μπαίνω στο διαμέρισμά μου και διακρίνω τον Τόγκα, τους διδύμους Χάκου και Αόι και την οικονόμο των Γιογκασάκι να κάθονται στο σαλόνι μου μπροστά από κούπες με καυτό καφέ. Τους κοιτάζω σαστισμένος. Τι έχασα;
Η Μάκινο σηκώνεται από τη θέση της και σκύβει το κεφάλι της απολογητικά για την απροειδοποίητη εμφάνισή της. Τη μιμούμαι με ευγένεια. Τα μάτια της έχουν μαύρους κύκλους από την κούραση και το πρόσωπό της ένα κέρινο χρώμα, σαν να φοβάται ακόμα και τη σκιά της. Παρόλα αυτά ο φόβος δεν είναι το μόνο συναίσθημα που κυριαρχεί. Κάπου υπάρχει ο θυμός και η θλίψη. Τι συνέβη;
«Λυπάμαι που σας ενοχλώ τόσο νωρίς το πρωί, όμως υπάρχει κάτι που πρέπει να σας πω» τραυλίζει με σπασμένη φωνή. «Πρόκειται για τη δεσποινίς Μία».
Κατά έναν περίεργο λόγο η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο στο άκουσμα του ονόματός της. Γιατί δεν έχω καθόλου καλό προαίσθημα γι’ αυτό; Τα μάτια μου στρέφονται αυτόματα προς τα αγόρια και παρατηρώ πως κάθονται απίστευτα βλοσυροί απ’ όσο συνήθως. Αποφεύγουν την οπτική επαφή μαζί μου, οπότε υποθέτω πως ήδη γνωρίζουν.
«Ο λόγος που ήρθατε χθες στο σπίτι ήταν επειδή μάθατε για την ιδιαιτερότητά της, έτσι;» με ρωτάει σφιγμένα. Γνέφω καταφατικά. «Οι Γιογκασάκι τη σκότωσαν λίγες ώρες αργότερα, αφότου φύγατε…»
«Τι έκαναν λέει;» ξεφωνίζω έκπληκτος. Δαγκώνω με θυμό τα χείλη μου στο επίμονο σφίξιμο που με συγκλονίζει. Όμως… «Την είδα σήμερα το πρωί στην τηλεόραση».
«Λοιπόν… δεν ήταν αυτή. Αφότου την ακινητοποίησαν και αφαίρεσαν τον κεντρικό της δίσκο, τον άλλαξαν με εκείνον της Τούκα. Πλέον η Τούκα δεν υπάρχει για τον κόσμο. Μόνο σαν την ανανεωμένη Μια Γιογκασάκι» απαντάει. Δεν καταλαβαίνω.
«Γιατί να μπουν στη διαδικασία να τους αλλάξουν σώματα από τη στιγμή, που ήλεγχαν και τις δυο;» ρωτάω μπερδεμένος. Η Μάκινο κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.
«Όχι, κύριε. Η Μία δεν ανήκε σε αυτούς. Ούτε είχε σχέση με τα δικά τους κατασκευάσματα, όπως η Τούκα ή εσείς» μου χαμογελάει καθησυχαστικά. «Έτυχε κάποια στιγμή στο παρελθόν, οι φάκελοί σας να πέσουν στα χέρια μου και σας αναγνώρισα. Όμως… για να το ξεκαθαρίσουμε, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σας καρφώσω στους Γιογκασάκι» ανοίγει την τσάντα της και από μέσα βγάζει ένα πακέτο τυλιγμένο με εφημερίδες.
»Η Μία είναι κλώνος ενός κοριτσιού που ονομάζεται Κάρεν Μέρφι και δημιουργήθηκε για να την αντικαταστήσει για όσον καιρό έπρεπε. Είναι άνθρωπος κατά το ήμισυ. Γεννήθηκε άνθρωπος κατά το ήμισυ μέσα σε τεχνητή μήτρα. Τουλάχιστον αυτά είναι τα περισσότερα που γνωρίζω. Προγραμματίστηκε στην προσωπικότητα εκείνου του κοριτσιού, αλλά στη συνέχεια ανέπτυξε τη δική της και όσο και αν προσπάθησαν να την αλλάξουν οι Γιογκασάκι, δεν τα κατάφεραν. Αυτό την κάνει κάπως ιδιαίτερη, δε νομίζετε; Ένα υπέροχο κατασκεύασμα σαν τη Μία, με ένα πειθήνιο μυαλό σαν της Τούκα» μου δίνει το πακέτο φανερά ανήσυχη.
»Δεν ήταν το τέρας που νόμισες, ξέρεις. Τέλος πάντων. Αυτό είναι το ημερολόγιό της και μέσα βρίσκεται το μικροτσίπ της. Ο σκληρός της καταστράφηκε, αλλά μπορεί αυτό να σου φανεί χρήσιμο. Γνωρίζω την ιδιαιτερότητά σου και το πόσο έξυπνο παιδί είσαι. Χρησιμοποίησε το υλικό που έχεις προς όφελός σου. Δουλεύω για τους Γιογκασάκι εδώ και πολύ καιρό και ειλικρινά μπορώ να πω πως αρρώστησα με τη συμπεριφορά τους. Φτάνει!» λέει με μάτια να λάμπουν από εκδικητική έξαψη.
«Θα… το κάνουμε» ψιθυρίζω αβέβαιος. Από πού και ως πού προέκυψε τώρα αυτό; Ακόμα και τους φακέλους μας να έχει δει πώς γνωρίζει τόσα; Δεν έχω τους Γιογκασάκι τόσο χαζούς, ώστε να κρύψουν τέτοιο υλικό στο σπίτι τους.
Ξετυλίγω το πακέτο αμέσως μόλις η Μάκινο φεύγει και οι δίδυμοι και ο Τόγκα πέφτουν πάνω μου γεμάτοι περιέργεια. Ανοίγω το καλογραμμένο με μικρά στρογγυλά γράμματα ημερολόγιο της Μία και το μικροτσίπ της γλιστράει έξω, πάνω στα πόδια μου. Είναι μια μικρή κάρτα με λεπτές θύρες σε όλες τις πλευρές. Από τη μια της όψη αναγράφεται ένας αριθμός. Υποθέτω του μοντέλου της. S5-320A, ενώ από την άλλη βρίσκεται ο σειριακός της αριθμός. Πρέπει να το κοιτάζω πολύ έντονα, γιατί ο Τόγκα ξεροβήχει διακριτικά. Ένας έντονος κόμπος σφίγγει το στήθος μου και ανεβαίνει προς τα πάνω κλείνοντας τον λαιμό μου.
Θυμάμαι το χαμόγελό της την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε στο πάρκο, έπειτα από το πείραγμα του Χάκου και του Τόγκα και τύψεις γεμίζουν το κεφάλι μου. Ήταν ειλικρινής μαζί μου. Δε μου είπε τι ήταν, όμως… έτρεφε κάποια συναισθήματα για μένα. Είτε φιλικά, είτε κάτι περισσότερο. Αλλά εγώ έπαιξα μαζί της. Μόλις κατάλαβα ποια είναι, την πλησίασα μόνο και μόνο για να ανακαλύψω περισσότερα για τους Γιογκασάκι. Ποτέ δεν έτρεφα τέτοια αισθήματα. Ήταν μόνο για να την κάνω να με εμπιστευτεί. Όμως… ποτέ δε θα μου περνούσε από το μυαλό πως θα τελείωνε έτσι.
«Θα τη φέρω πίσω» λέω αδιάλλακτος. Ο Χάκου και ο Αόι γουρλώνουν ταυτόχρονα τα μάτια τους από το σοκ, ενώ ο Τόγκα χαμογελάει, σαν να ήξερε πολύ καλά τι θα έλεγα.
«Τι… τι;» τραυλίζει ο Χάκου. «Πώς στο καλό θα το κάνεις αυτό;»
«Δεν ξέρω. Θα βρω κάποιον τρόπο. Θα… την ξαναφτιάξω από την αρχή, αν χρειαστεί και μετά θα διαλύσω με ευχαρίστηση τους Γιογκασάκι» γρυλίζω θυμωμένος. Ό,τι άσχημο και αν συμβαίνει, δεν είναι τυχαίο που πάντα δίνουν το παρών. «Της το χρωστάω».
«Εντάξει, αλλά…» ο Τόγκα μου αρπάζει το μικροτσίπ της από τα χέρια «ας δούμε τι μπορούμε να βγάλουμε πρώτα από αυτό».
Σαν τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών στο διαμέρισμά μου έχω κάθε λογής καλώδιο, συσκευές ανάγνωσης διαφόρων καρτών και μια σειρά σκληρών δίσκων, που περιλαμβάνουν διάφορα προγράμματα δημιουργημένα από τους διδύμους, τον Τόγκα και εμένα.
Ο Τόγκα τοποθετεί το μικροτσίπ της Μία σε μια συσκευή ανάγνωσης και διαλέγει ένα καλώδιο που να ταιριάζει στη θύρα της. Έπειτα τη συνδέει στον υπολογιστή μου και περιμένει χτυπώντας νευρικά τα δάχτυλά του. Ένα μαύρο παράθυρο με νούμερα να τρέχουν άτακτα εμφανίζεται στην οθόνη απαγορεύοντάς μας την πρόσβαση στο σύστημά της.
«Μοιάζει με κώδικα» σχολιάζει ο Χάκου και ανοίγει δίπλα του ένα τετράδιο μεταφέροντας μέσα του συγκεκριμένους αριθμούς που του κεντρίζουν την περιέργεια. «Και όποιος τον έφτιαξε, ήξερε καλά τι έκανε».
«Αν το έλυσαν οι τεχνικοί των Γιογκασάκι, τότε μπορούμε και εμείς. Μένει μόνο να βρούμε τον σωστό αλγόριθμο και…»
Παίρνω το ημερολόγιο της Μία και καταφεύγω στην ησυχία του δωματίου μου αφήνοντας τα αγόρια να ασχοληθούν με τα παιχνίδια τους. Κλείνω την πόρτα πίσω μου και πέφτω βαρύς στο κρεβάτι. Νιώθω απίστευτα εξαντλημένος για κάποιο λόγο, λες και όλο αυτό ρουφάει το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς μου. Σφίγγω το ημερολόγιο στο στήθος μου και ξεφυσάω χαμένος σε σκοτεινές σκέψεις. Για πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω τόσο υπερβολικά χαμένος, απ’ όταν αποφάσισα ότι θα εκδικηθώ τους Γιογκασάκι, γι’ αυτό που έκαναν σε μένα και γι’ αυτό που συνεχίζουν να κάνουν σε παιδιά σαν και εμένα. Ποια μπορεί να είναι η ιστορία της Μία; Στριφογυρίζω το ημερολόγιό της για λίγο στα χέρια μου, πριν αποφασίσω να το ξεκινήσω.
«Είμαστε μέσα. Θέλεις να τη δεις;» μου φωνάζει ενθουσιασμένος ο Χάκου χτυπώντας μου εκνευριστικά την πόρτα. Μμμ. Αυτό ήταν γρήγορο.
Νομίζω… πως δε θα μπορούσα να αρνηθώ. Εξάλλου όσο πιο γρήγορα λυθούν οι απορίες όλων μας τόσο το καλύτερο. Επιστρέφω σ’ εκείνους. Και οι τρεις τους έχουν χωθεί ανυπόμονα μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή, λες και περιμένουν να δουν κάτι τρομερά συνταρακτικό. Όμως το μόνο που φαίνεται, είναι μια ίσια γαλαζωπή γραμμή. Συνδέω ένα μικρόφωνο στην κεντρική μονάδα του υπολογιστή και ενεργοποιώ την κάμερα στην οθόνη, παρόλο που δε γνωρίζω, αν μας βλέπει ή μας ακούει.
«Μία» λέω ήρεμα. Δε λαμβάνω καμία απάντηση. Στρέφομαι προς τα αγόρια. «Σίγουρα μπορούμε, να επικοινωνήσουμε μαζί της;»
«Σε αυτήν την κατάσταση υποθέτω πως ναι. Ένας υπολογιστής δε διαφέρει και πολύ από τον φτιαγμένο εγκέφαλό της. Είναι ζωντανό, ενισχυμένο μηχάνημα. Αν δεν επικοινωνεί, νομίζω πως είναι καθαρά από δική της βούληση» μουρμουρίζει ο Αόι.
«Μία!» ξαναπροσπαθώ. «Σε παρακαλώ, απάντησέ μου, αν με λαμβάνεις».
«Το όνομά μου κάποτε ήταν Ρουθ» ακούω τη λυπημένη της φωνή. «Πριν… πολύ καιρό».
Όση ώρα μιλάει η γραμμή στην οθόνη ταράζεται δημιουργώντας μικρά και μεγάλα κύματα ανάλογα με την ένταση της φωνής της.
«Τι συνέβη;» ρωτάει με ενδιαφέρον ο Χάκου. «Βασικά… πώς φτιάχτηκες; Είναι κάπως παράξενο από τη στιγμή που ποτέ δεν έχει αναφερθεί κανείς σε κλώνους ρομπότ».
«Δεν είμαι ρομπότ, ανόητε» γρυλίζει πειραγμένη. «Είμαι άνθρωπος. Κατά το ήμισυ. Υπάρχουν ανθρώπινα όργανα μέσα μου, προστατευμένα από μια ατσαλένια στρώση. Συνήθως όσοι ζητούν αντικαταστάτη, είναι άτομα σημαντικά ή με κύρος. Ένα πρόβλημα υγείας είναι φυσικό να μεταφερθεί στο DNA μας, οπότε η εταιρεία σαν τη δική μου το βρήκε ευκολότερο να με κάνει μισή μηχανή» τους εξηγεί όσο καλύτερα γίνεται μια συζήτηση που θυμάται, όταν βρισκόταν ακόμα στη δεξαμενή της.
«Δε διαφέρεις σε πολλά, απ’ ότι εμείς» σαρκάζω πικρά από το βάρος των ανεπιθύμητων αναμνήσεων.
«Εσείς; Τι εννοείς;» η φωνή της βγαίνει ταραγμένη από τα ηχεία. «Είστε σαν και εμένα;»
«Όχι ακριβώς. Είμαστε κανονικοί άνθρωποι. Όσο γίνεται δηλαδή» γελάει ο Τόγκα. «Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε, όπως όλα τα παιδιά στον κόσμο. Η μόνη μας διαφορά είναι ότι οι Γιογκασάκι μας πήραν και πειραματίστηκαν πάνω μας».
«Τι είδους πειράματα;» ζητάει να μάθει η Μία.
«Κάτι παρόμοιο με αυτά που δημιούργησαν εσένα. Η μόνη μας διαφορά είναι ότι αντί να φτιάχνουν κλωνοποιημένα όργανα βελτιώνουν τα ήδη υπάρχοντα. Οτιδήποτε. Ό,τι θελήσει ο ασθενής τους» συνεχίζω στη θέση του Τόγκα.
«Και… για ποιο λόγο είναι αυτό κακό; Αν γιατρεύουν οποιαδήποτε ασθένεια…»
«Για να πετύχεις την τελειότητα, χρειάζονται και κάποιες θυσίες. Έχει πεθάνει πολύς κόσμος πάνω σε αυτά τα πειράματα. Κυρίως απροστάτευτα παιδιά. Και συνεχίζουν να πεθαίνουν για το κάθε πείραμα που οι Γιογκασάκι κάνουν». Η θλίψη χρωματίζει το βλέμμα και τη φωνή μου. Πολλοί φίλοι μου πέθαναν γι’ αυτόν τον σκοπό.
«Έχω κάποιους ανοιχτούς λογαριασμούς με τους Γιογκασάκι. Γι’ αυτό είμαι πρόθυμη να σας βοηθήσω, όπως μπορώ, σε ό,τι μπορώ» λέει η Μια αποφασισμένη και οι δίδυμοι νεύουν συμφωνώντας. Μόνο ο Τόγκα έχει την έξαψη στα μάτια του.
Ηλιάνα Κλεφτάκη
Ανζάι
Οι πρωινές αχτίδες ενός χλωμού ήλιου διαπερνούν τα ανοιχτά στόρια του παραθύρου απέναντι από το κρεβάτι μου και προσγειώνονται κατευθείαν στα κοκκινισμένα από την αϋπνία μάτια μου. Δεν κατάφερα να κοιμηθώ σχεδόν καθόλου όλο το βράδυ. Ήταν ένας ύπνος σύντομος και δίχως όνειρα. Κάθε τόσο στριφογύριζα ανήσυχα στα ιδρωμένα μου σεντόνια και κάθε φορά υπήρχε μια μόνο λέξη στα ξερά μου χείλη: Μία. Το όνομά της σαν προειδοποιητική ταμπέλα με κόκκινα μεγάλα γράμματα έχει καρφωθεί στο μυαλό μου και δε λέει να φύγει, ενώ το θλιμμένο πρόσωπό της στοιχειώνει τις σκέψεις και τις αναμνήσεις μου. Ανά πάσα στιγμή.
«Άι στο καλό!» φωνάζω θυμωμένος με τον εαυτό μου και πετάω το μαξιλάρι στο παράθυρο από τα νεύρα μου. Το γαντζωμένο στο παράθυρο στόρι ταλαντεύεται άγρια, αλλά δεν πέφτει.
Ποιο είναι το πρόβλημά μου, τέλος πάντων; Γιατί συνεχίζω να τη σκέφτομαι; Ακόμα και τώρα που μου παραδέχτηκε ότι δεν είναι άνθρωπος, παρά μόνο ένα σώμα φτιαγμένο από μέταλλο. Όσο για το σύστημά της κάποιος θα ήταν ο χειριστής του. Διότι δε γίνεται να μιλάει σαν άνθρωπος, να συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος. Όχι… σίγουρα κάποιος άλλος υπήρχε πίσω από τη Μία Γιογκασάκι. Ίσως ένας από τους Γιογκασάκι ή ένας επιστήμονας από τους πολλούς που υπάρχουν στη δούλεψή τους. Θα μπορούσε να είναι και το ίδιο άτομο με αυτό που την έφτιαξε. Δεν είναι διόλου απίθανο να ξανασυναντήσω το τέρας, που βασάνιζε εμένα. Δ… δεν ξέρω τι είναι αυτό που κρύβεται κάτω από το όμορφο πρόσωπό της, όμως… υπάρχει κάτι που με προβληματίζει. Υπερβολικά θα έλεγα.
Η συνείδησή μου. Από τη στιγμή που είδα εκείνο το βίντεο και τα συναισθήματά μου πήραν άλλη τροπή, το μυαλό μου επιμένει πως κάνω λάθος. Ότι την κατηγορώ για πολλά περισσότερα απ’ όσα πραγματικά της αναλογούν. Ο τρόπος που με κοίταξε, όταν της ανακάλυψα ότι ξέρω. Υπήρχε αυτός ο απροσδιόριστος φόβος στα μάτια της. Γιατί; Αν είναι κατασκεύασμα των Γιογκασάκι, γιατί να φοβάται ότι θα τη βλάψουν; Γιατί να φοβάται γενικά; Και από πότε τα ρομπότ έχουν συναισθήματα; Φόβος, αγάπη, χαρά, μίσος και πολλά άλλα που έχω δει να περνούν από το χαριτωμένο πρόσωπό της. Και όλα φαίνονταν τόσο αληθινά. Κουνάω το κεφάλι μου μπερδεμένος. Δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω τίποτα, όμως… ίσως και να υπάρχει κάποιος που να ξέρει.
Πιάνω βιαστικά το κινητό μου από το κομοδίνο και ψάχνω στις επαφές μου για τον αριθμό της Κρυστάλ. Της τηλεφωνώ. Χτυπά μερικές φορές, πριν το σηκώσει και απαντήσει η νυσταγμένη της φωνή.
«Σε ένα τέταρτο στο καφέ απέναντι από το σχολείο. Πρέπει να μιλήσουμε» λέω και το κλείνω απαγορεύοντάς της να αρνηθεί. Νομίζω πως είναι καιρός να ξεκαθαρίσουμε μεταξύ μας ορισμένα πράγματα, πριν υπάρξουν και άλλες παρεξηγήσεις. Ντύνομαι μηχανικά με τη σχολική μου στολή, όπως κάνω κάθε πρωί, αν και αφήνω το διαμέρισμά μου σχετικά νωρίτερα από τη συνηθισμένη ώρα.
Η καφετέρια απέναντι από το σχολείο είναι σχεδόν άδεια τόσο νωρίς το πρωί και οι μόνοι πελάτες που μπαίνουν και βγαίνουν, είναι εκείνοι που θέλουν έναν γρήγορο καφέ στο χέρι, καθώς ξεκινούν την ημέρα τους. Κοντοστέκομαι για λίγο στην πόρτα, ώσπου να παρατηρήσω τις ξανθές μπούκλες της Κρυστάλ από το βάθος του μαγαζιού. Μου κουνάει εύθυμα το χέρι της. Την πλησιάζω με μεγάλες αποφασιστικές δρασκελιές και κάθομαι αντίκρυ της.
Η Κρυστάλ με καλημερίζει με ένα λαμπερό, αλλά και κουρασμένο χαμόγελο. Ανταποδίδω. Όμως το δικό μου είναι περισσότερο ανήσυχο και νευρικό. Για μια ποικιλία θεμάτων. Ένα από αυτά και εκείνη. Η Μία τη χτύπησε άσχημα στο πάρτι. Η γροθιά της δεν έσπασε μόνο τη μύτη της, αλλά τη διέλυσε, την εξαφάνισε αφήνοντας πίσω της ένα κενό. Ευτυχώς η Κρυστάλ είχε την οικονομική ικανότητα να εγκαταστήσει μια καινούρια έπειτα από μερικές επεμβάσεις, όμως όσο καλή δουλειά και αν έκαναν οι γιατροί της, ποτέ δε θα καταφέρουν να επαναφέρουν την προηγούμενη γοητεία της.
«Λοιπόν;» με ρωτάει ανασηκώνοντας τα φρύδια της ανυπόμονα. «Τι συμβαίνει; Από το τηλέφωνο ακούστηκε πως ήταν κάτι σημαντικό, οπότε…»
«Αφορά τη Μία». Το πρόσωπο της Κρυστάλ σκοτεινιάζει αμέσως στο άκουσμα του ονόματός της. «Θέλω να ξέρω, αν εσύ ανέβασες το βίντεο που τραβήχτηκε στο πάρτι. Εκείνο με τον καβγά της Τούκα και της Μία».
«Έχει σημασία;» στραβώνει τα χείλη της σε ένα πονηρό χαμόγελο, όμως εγώ δε γελάω. Αντίθετα είμαι απόλυτα σοβαρός απέναντι στην ανάλαφρη στάση της. Ξεφυσάει ενοχλημένη. «Όχι… για να ηρεμήσω τις υποψίες σου, δεν το έκανα εγώ. Αν και θα είχα κάθε λόγο για εκδίκηση έπειτα απ’ ό,τι μου έκανε. Δε νομίζεις;» γέρνει μπροστά κοιτάζοντάς με απευθείας στα μάτια. «Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί συνεχίζεις να ενδιαφέρεσαι για εκείνη; Ιδιαίτερα από τη στιγμή που επιβεβαιώθηκε πως είναι το καινούριο παιχνίδι των Γιογκασάκι».
«Δεν είναι σαν εμάς. Εμείς ήμασταν άνθρωποι και προσπάθησαν να μας κάνουν μηχανές. Εκείνη είναι μια μηχανή και θέλησαν να την κάνουν άνθρωπο. Αλλά… δε μοιάζει ούτε με το ένα, ούτε και με το άλλο» προσπαθώ να πω, όμως τα λόγια δεν εκφράζουν κατάλληλα τις σκέψεις μου.
«Τι ακριβώς εννοείς, Ανζάι;» μουρμουρίζει η Κρυστάλ καχύποπτα.
«Ότι η Μία ίσως και να μην είναι με το μέρος των Γιογκασάκι. Όταν ήμουν μικρός μαζί με εμένα υιοθέτησαν και πολλά άλλα παιδιά από το ορφανοτροφείο μου για να κάνουν πάνω μας τα πειράματά τους. Χρόνια δουλεύουν πάνω σε ανθρώπους επιμένοντας πως υπάρχει τρόπος για να βελτιώσουν τα σώματά τους. Δεν έχω πάψει να αναρωτιέμαι ως ποιο βαθμό κατάφεραν να με μεταλλάξουν, πριν ξεφύγω και με προστατέψει το κράτος. Όπως και εσένα, άλλωστε». Τρίβω νευρικά το μέτωπό μου. «Απλά λέω ότι ίσως και να ήταν κάποτε σαν εμάς. Απλά τώρα να την έκαναν κάτι άλλο. Σε τόσο μεγάλο σημείο που πλέον δεν ξεχωρίζει από μια μηχανή».
«Ώστε… είναι θέμα τύψεων για τον σάπιο έρωτα που της πούλαγες έτσι; Επειδή σε ξέρω και όπως επίσης ξέρω και πού ακριβώς το πηγαίνεις, μην ανησυχείς. Θα φροντίσω να ψαρέψω τη μητέρα μου για τη Μία Γιογκασάκι. Αν υπήρξε ασθενής τους, τότε σίγουρα ο φάκελός της θα έχει περάσει από τα χέρια της». Σηκώνεται και παίρνει την ακριβή τσάντα της. «Ώρα για μάθημα. Θα έρθεις;»
«Εμ, όχι… όχι σήμερα. Θέλω να κάνω λίγη έρευνα ακόμα. Κράτα με ενήμερο για ό,τι μάθεις. Κερνάω τον καφέ» αποκρίνομαι βιαστικά αποτρέποντάς την από το να βγάλει το πορτοφόλι της.
Η τηλεόραση ψηλά στον τοίχο τραβάει ταυτόχρονα τα βλέμματά μας την ώρα που περνάμε από τον πάγκο με τον μπάρμαν. Είναι μια βαρετή διαφήμιση αισθητικής, όπως όλες οι άλλες, αλλά το μοντέλο και η επωνυμία της εταιρείας είναι αυτά που μας κάνουν εντύπωση. Η εταιρεία είναι η Unitex και κατά ένα μέρος της ανήκει στους Γιογκασάκι. Βασίζεται στο νοσοκομείο του Σον Γιογκασάκι και την προηγμένη τεχνολογία που μπορεί να χειρίζεται. Μαζί με μια σειρά από κορυφαίους χειρούργους από όλον τον κόσμο έχει βρει έναν τρόπο για τον έλεγχο των νευρώνων του ανθρώπινου σώματος και την αντικατάστασή τους, καθώς και οποιοδήποτε όργανο μπορεί κάποιος να θέλει να αλλάξει. Το κατεστραμμένο αντικαθίσταται από ένα συμβατό, άλλοτε πλαστικό ή μεταλλικό. Ανάλογα με το τι επιθυμεί ο πελάτης. Όσο για το μοντέλο που χρησιμοποιούν, τι πιο ταιριαστό από ένα άτομο που έχει αλλάξει τα πάντα μέσα του; Τι καλύτερο από τη Μία Γιογκασάκι;
Η Κρυστάλ ανασηκώνει έκπληκτη τα φρύδια της, αν και το πρόσωπό της προδίδει πως περίμενε κάτι τέτοιο. Ο αντίκτυπος στους απελπισμένους ανθρώπους απ’ όλη την υδρόγειο θα είναι τεράστιος.
«Την είδα» μουρμουρίζω σιωπηλά. «Με ικέτεψε να σβήσω το βίντεο, γιατί αν το έβλεπαν οι Γιογκασάκι, θα σκότωναν εκείνη και την Τούκα. Ο φόβος που υπήρχε στα μάτια της… δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Δε θα μπορούσε ποτέ κάποιος να κλωνοποιήσει ένα τέτοιο συναίσθημα. Όχι σε μια μηχανή».
«Ξέρεις, δε θα με φανταζόμουν ποτέ στο ρόλο του καλού Σαμαρείτη για χάρη της» απαντάει κακόκεφα κάνοντάς με να χαμογελάσω. «Τι;»
«Ποτέ δεν ήσουν κακιά. Ό,τι έκανες το έκανες, επειδή προφανώς γνώριζες τι ήταν, αλλιώς θα αρχίσω να νιώθω κολακευμένος για τα συναισθήματα που τρέφεις για μένα» την πειράζω. Η Κρυστάλ κατσουφιάζει και μου δείχνει τα δόντια της σ’ ένα υπόκωφο γρύλισμα. «Δεν πιάνει. Με θέλεις, παραδέξου το!»
«Θα σε ενημερώσω για ό,τι μάθω» στραβώνει τα χείλη της αποδοκιμαστικά και με προσπερνάει κουνώντας το χέρι της πάνω από τον ώμο της σε αποχαιρετισμό.
Επιστρέφω στο σπίτι. Σκέφτηκα να περάσω πρώτα από το πλέι-ρουμ, στο οποίο δουλεύω με μερική απασχόληση, όμως δεν αισθάνομαι άνετα να κλειστώ σ’ ένα υπόγειο με τόσο έντονες σκέψεις να στριφογυρίζουν στο κεφάλι μου. Οπότε, μια χαρά είναι και το σπίτι. Μπαίνω στο διαμέρισμά μου και διακρίνω τον Τόγκα, τους διδύμους Χάκου και Αόι και την οικονόμο των Γιογκασάκι να κάθονται στο σαλόνι μου μπροστά από κούπες με καυτό καφέ. Τους κοιτάζω σαστισμένος. Τι έχασα;
Η Μάκινο σηκώνεται από τη θέση της και σκύβει το κεφάλι της απολογητικά για την απροειδοποίητη εμφάνισή της. Τη μιμούμαι με ευγένεια. Τα μάτια της έχουν μαύρους κύκλους από την κούραση και το πρόσωπό της ένα κέρινο χρώμα, σαν να φοβάται ακόμα και τη σκιά της. Παρόλα αυτά ο φόβος δεν είναι το μόνο συναίσθημα που κυριαρχεί. Κάπου υπάρχει ο θυμός και η θλίψη. Τι συνέβη;
«Λυπάμαι που σας ενοχλώ τόσο νωρίς το πρωί, όμως υπάρχει κάτι που πρέπει να σας πω» τραυλίζει με σπασμένη φωνή. «Πρόκειται για τη δεσποινίς Μία».
Κατά έναν περίεργο λόγο η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο στο άκουσμα του ονόματός της. Γιατί δεν έχω καθόλου καλό προαίσθημα γι’ αυτό; Τα μάτια μου στρέφονται αυτόματα προς τα αγόρια και παρατηρώ πως κάθονται απίστευτα βλοσυροί απ’ όσο συνήθως. Αποφεύγουν την οπτική επαφή μαζί μου, οπότε υποθέτω πως ήδη γνωρίζουν.
«Ο λόγος που ήρθατε χθες στο σπίτι ήταν επειδή μάθατε για την ιδιαιτερότητά της, έτσι;» με ρωτάει σφιγμένα. Γνέφω καταφατικά. «Οι Γιογκασάκι τη σκότωσαν λίγες ώρες αργότερα, αφότου φύγατε…»
«Τι έκαναν λέει;» ξεφωνίζω έκπληκτος. Δαγκώνω με θυμό τα χείλη μου στο επίμονο σφίξιμο που με συγκλονίζει. Όμως… «Την είδα σήμερα το πρωί στην τηλεόραση».
«Λοιπόν… δεν ήταν αυτή. Αφότου την ακινητοποίησαν και αφαίρεσαν τον κεντρικό της δίσκο, τον άλλαξαν με εκείνον της Τούκα. Πλέον η Τούκα δεν υπάρχει για τον κόσμο. Μόνο σαν την ανανεωμένη Μια Γιογκασάκι» απαντάει. Δεν καταλαβαίνω.
«Γιατί να μπουν στη διαδικασία να τους αλλάξουν σώματα από τη στιγμή, που ήλεγχαν και τις δυο;» ρωτάω μπερδεμένος. Η Μάκινο κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.
«Όχι, κύριε. Η Μία δεν ανήκε σε αυτούς. Ούτε είχε σχέση με τα δικά τους κατασκευάσματα, όπως η Τούκα ή εσείς» μου χαμογελάει καθησυχαστικά. «Έτυχε κάποια στιγμή στο παρελθόν, οι φάκελοί σας να πέσουν στα χέρια μου και σας αναγνώρισα. Όμως… για να το ξεκαθαρίσουμε, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σας καρφώσω στους Γιογκασάκι» ανοίγει την τσάντα της και από μέσα βγάζει ένα πακέτο τυλιγμένο με εφημερίδες.
»Η Μία είναι κλώνος ενός κοριτσιού που ονομάζεται Κάρεν Μέρφι και δημιουργήθηκε για να την αντικαταστήσει για όσον καιρό έπρεπε. Είναι άνθρωπος κατά το ήμισυ. Γεννήθηκε άνθρωπος κατά το ήμισυ μέσα σε τεχνητή μήτρα. Τουλάχιστον αυτά είναι τα περισσότερα που γνωρίζω. Προγραμματίστηκε στην προσωπικότητα εκείνου του κοριτσιού, αλλά στη συνέχεια ανέπτυξε τη δική της και όσο και αν προσπάθησαν να την αλλάξουν οι Γιογκασάκι, δεν τα κατάφεραν. Αυτό την κάνει κάπως ιδιαίτερη, δε νομίζετε; Ένα υπέροχο κατασκεύασμα σαν τη Μία, με ένα πειθήνιο μυαλό σαν της Τούκα» μου δίνει το πακέτο φανερά ανήσυχη.
»Δεν ήταν το τέρας που νόμισες, ξέρεις. Τέλος πάντων. Αυτό είναι το ημερολόγιό της και μέσα βρίσκεται το μικροτσίπ της. Ο σκληρός της καταστράφηκε, αλλά μπορεί αυτό να σου φανεί χρήσιμο. Γνωρίζω την ιδιαιτερότητά σου και το πόσο έξυπνο παιδί είσαι. Χρησιμοποίησε το υλικό που έχεις προς όφελός σου. Δουλεύω για τους Γιογκασάκι εδώ και πολύ καιρό και ειλικρινά μπορώ να πω πως αρρώστησα με τη συμπεριφορά τους. Φτάνει!» λέει με μάτια να λάμπουν από εκδικητική έξαψη.
«Θα… το κάνουμε» ψιθυρίζω αβέβαιος. Από πού και ως πού προέκυψε τώρα αυτό; Ακόμα και τους φακέλους μας να έχει δει πώς γνωρίζει τόσα; Δεν έχω τους Γιογκασάκι τόσο χαζούς, ώστε να κρύψουν τέτοιο υλικό στο σπίτι τους.
Ξετυλίγω το πακέτο αμέσως μόλις η Μάκινο φεύγει και οι δίδυμοι και ο Τόγκα πέφτουν πάνω μου γεμάτοι περιέργεια. Ανοίγω το καλογραμμένο με μικρά στρογγυλά γράμματα ημερολόγιο της Μία και το μικροτσίπ της γλιστράει έξω, πάνω στα πόδια μου. Είναι μια μικρή κάρτα με λεπτές θύρες σε όλες τις πλευρές. Από τη μια της όψη αναγράφεται ένας αριθμός. Υποθέτω του μοντέλου της. S5-320A, ενώ από την άλλη βρίσκεται ο σειριακός της αριθμός. Πρέπει να το κοιτάζω πολύ έντονα, γιατί ο Τόγκα ξεροβήχει διακριτικά. Ένας έντονος κόμπος σφίγγει το στήθος μου και ανεβαίνει προς τα πάνω κλείνοντας τον λαιμό μου.
Θυμάμαι το χαμόγελό της την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε στο πάρκο, έπειτα από το πείραγμα του Χάκου και του Τόγκα και τύψεις γεμίζουν το κεφάλι μου. Ήταν ειλικρινής μαζί μου. Δε μου είπε τι ήταν, όμως… έτρεφε κάποια συναισθήματα για μένα. Είτε φιλικά, είτε κάτι περισσότερο. Αλλά εγώ έπαιξα μαζί της. Μόλις κατάλαβα ποια είναι, την πλησίασα μόνο και μόνο για να ανακαλύψω περισσότερα για τους Γιογκασάκι. Ποτέ δεν έτρεφα τέτοια αισθήματα. Ήταν μόνο για να την κάνω να με εμπιστευτεί. Όμως… ποτέ δε θα μου περνούσε από το μυαλό πως θα τελείωνε έτσι.
«Θα τη φέρω πίσω» λέω αδιάλλακτος. Ο Χάκου και ο Αόι γουρλώνουν ταυτόχρονα τα μάτια τους από το σοκ, ενώ ο Τόγκα χαμογελάει, σαν να ήξερε πολύ καλά τι θα έλεγα.
«Τι… τι;» τραυλίζει ο Χάκου. «Πώς στο καλό θα το κάνεις αυτό;»
«Δεν ξέρω. Θα βρω κάποιον τρόπο. Θα… την ξαναφτιάξω από την αρχή, αν χρειαστεί και μετά θα διαλύσω με ευχαρίστηση τους Γιογκασάκι» γρυλίζω θυμωμένος. Ό,τι άσχημο και αν συμβαίνει, δεν είναι τυχαίο που πάντα δίνουν το παρών. «Της το χρωστάω».
«Εντάξει, αλλά…» ο Τόγκα μου αρπάζει το μικροτσίπ της από τα χέρια «ας δούμε τι μπορούμε να βγάλουμε πρώτα από αυτό».
Σαν τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών στο διαμέρισμά μου έχω κάθε λογής καλώδιο, συσκευές ανάγνωσης διαφόρων καρτών και μια σειρά σκληρών δίσκων, που περιλαμβάνουν διάφορα προγράμματα δημιουργημένα από τους διδύμους, τον Τόγκα και εμένα.
Ο Τόγκα τοποθετεί το μικροτσίπ της Μία σε μια συσκευή ανάγνωσης και διαλέγει ένα καλώδιο που να ταιριάζει στη θύρα της. Έπειτα τη συνδέει στον υπολογιστή μου και περιμένει χτυπώντας νευρικά τα δάχτυλά του. Ένα μαύρο παράθυρο με νούμερα να τρέχουν άτακτα εμφανίζεται στην οθόνη απαγορεύοντάς μας την πρόσβαση στο σύστημά της.
«Μοιάζει με κώδικα» σχολιάζει ο Χάκου και ανοίγει δίπλα του ένα τετράδιο μεταφέροντας μέσα του συγκεκριμένους αριθμούς που του κεντρίζουν την περιέργεια. «Και όποιος τον έφτιαξε, ήξερε καλά τι έκανε».
«Αν το έλυσαν οι τεχνικοί των Γιογκασάκι, τότε μπορούμε και εμείς. Μένει μόνο να βρούμε τον σωστό αλγόριθμο και…»
Παίρνω το ημερολόγιο της Μία και καταφεύγω στην ησυχία του δωματίου μου αφήνοντας τα αγόρια να ασχοληθούν με τα παιχνίδια τους. Κλείνω την πόρτα πίσω μου και πέφτω βαρύς στο κρεβάτι. Νιώθω απίστευτα εξαντλημένος για κάποιο λόγο, λες και όλο αυτό ρουφάει το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς μου. Σφίγγω το ημερολόγιο στο στήθος μου και ξεφυσάω χαμένος σε σκοτεινές σκέψεις. Για πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω τόσο υπερβολικά χαμένος, απ’ όταν αποφάσισα ότι θα εκδικηθώ τους Γιογκασάκι, γι’ αυτό που έκαναν σε μένα και γι’ αυτό που συνεχίζουν να κάνουν σε παιδιά σαν και εμένα. Ποια μπορεί να είναι η ιστορία της Μία; Στριφογυρίζω το ημερολόγιό της για λίγο στα χέρια μου, πριν αποφασίσω να το ξεκινήσω.
«Είμαστε μέσα. Θέλεις να τη δεις;» μου φωνάζει ενθουσιασμένος ο Χάκου χτυπώντας μου εκνευριστικά την πόρτα. Μμμ. Αυτό ήταν γρήγορο.
Νομίζω… πως δε θα μπορούσα να αρνηθώ. Εξάλλου όσο πιο γρήγορα λυθούν οι απορίες όλων μας τόσο το καλύτερο. Επιστρέφω σ’ εκείνους. Και οι τρεις τους έχουν χωθεί ανυπόμονα μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή, λες και περιμένουν να δουν κάτι τρομερά συνταρακτικό. Όμως το μόνο που φαίνεται, είναι μια ίσια γαλαζωπή γραμμή. Συνδέω ένα μικρόφωνο στην κεντρική μονάδα του υπολογιστή και ενεργοποιώ την κάμερα στην οθόνη, παρόλο που δε γνωρίζω, αν μας βλέπει ή μας ακούει.
«Μία» λέω ήρεμα. Δε λαμβάνω καμία απάντηση. Στρέφομαι προς τα αγόρια. «Σίγουρα μπορούμε, να επικοινωνήσουμε μαζί της;»
«Σε αυτήν την κατάσταση υποθέτω πως ναι. Ένας υπολογιστής δε διαφέρει και πολύ από τον φτιαγμένο εγκέφαλό της. Είναι ζωντανό, ενισχυμένο μηχάνημα. Αν δεν επικοινωνεί, νομίζω πως είναι καθαρά από δική της βούληση» μουρμουρίζει ο Αόι.
«Μία!» ξαναπροσπαθώ. «Σε παρακαλώ, απάντησέ μου, αν με λαμβάνεις».
«Το όνομά μου κάποτε ήταν Ρουθ» ακούω τη λυπημένη της φωνή. «Πριν… πολύ καιρό».
Όση ώρα μιλάει η γραμμή στην οθόνη ταράζεται δημιουργώντας μικρά και μεγάλα κύματα ανάλογα με την ένταση της φωνής της.
«Τι συνέβη;» ρωτάει με ενδιαφέρον ο Χάκου. «Βασικά… πώς φτιάχτηκες; Είναι κάπως παράξενο από τη στιγμή που ποτέ δεν έχει αναφερθεί κανείς σε κλώνους ρομπότ».
«Δεν είμαι ρομπότ, ανόητε» γρυλίζει πειραγμένη. «Είμαι άνθρωπος. Κατά το ήμισυ. Υπάρχουν ανθρώπινα όργανα μέσα μου, προστατευμένα από μια ατσαλένια στρώση. Συνήθως όσοι ζητούν αντικαταστάτη, είναι άτομα σημαντικά ή με κύρος. Ένα πρόβλημα υγείας είναι φυσικό να μεταφερθεί στο DNA μας, οπότε η εταιρεία σαν τη δική μου το βρήκε ευκολότερο να με κάνει μισή μηχανή» τους εξηγεί όσο καλύτερα γίνεται μια συζήτηση που θυμάται, όταν βρισκόταν ακόμα στη δεξαμενή της.
«Δε διαφέρεις σε πολλά, απ’ ότι εμείς» σαρκάζω πικρά από το βάρος των ανεπιθύμητων αναμνήσεων.
«Εσείς; Τι εννοείς;» η φωνή της βγαίνει ταραγμένη από τα ηχεία. «Είστε σαν και εμένα;»
«Όχι ακριβώς. Είμαστε κανονικοί άνθρωποι. Όσο γίνεται δηλαδή» γελάει ο Τόγκα. «Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε, όπως όλα τα παιδιά στον κόσμο. Η μόνη μας διαφορά είναι ότι οι Γιογκασάκι μας πήραν και πειραματίστηκαν πάνω μας».
«Τι είδους πειράματα;» ζητάει να μάθει η Μία.
«Κάτι παρόμοιο με αυτά που δημιούργησαν εσένα. Η μόνη μας διαφορά είναι ότι αντί να φτιάχνουν κλωνοποιημένα όργανα βελτιώνουν τα ήδη υπάρχοντα. Οτιδήποτε. Ό,τι θελήσει ο ασθενής τους» συνεχίζω στη θέση του Τόγκα.
«Και… για ποιο λόγο είναι αυτό κακό; Αν γιατρεύουν οποιαδήποτε ασθένεια…»
«Για να πετύχεις την τελειότητα, χρειάζονται και κάποιες θυσίες. Έχει πεθάνει πολύς κόσμος πάνω σε αυτά τα πειράματα. Κυρίως απροστάτευτα παιδιά. Και συνεχίζουν να πεθαίνουν για το κάθε πείραμα που οι Γιογκασάκι κάνουν». Η θλίψη χρωματίζει το βλέμμα και τη φωνή μου. Πολλοί φίλοι μου πέθαναν γι’ αυτόν τον σκοπό.
«Έχω κάποιους ανοιχτούς λογαριασμούς με τους Γιογκασάκι. Γι’ αυτό είμαι πρόθυμη να σας βοηθήσω, όπως μπορώ, σε ό,τι μπορώ» λέει η Μια αποφασισμένη και οι δίδυμοι νεύουν συμφωνώντας. Μόνο ο Τόγκα έχει την έξαψη στα μάτια του.
Ηλιάνα Κλεφτάκη