Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 20)


Σάββατο 24 Ιουνίου, 7:30
Ημέρα τέταρτη.
Το τραγούδι από το ξυπνητήρι ήχησε σε όλο το δωμάτιο και η νεαρή κοπέλα έσπευσε να το κλείσει. Το προηγούμενο βράδυ είχε ξεχάσει να το απενεργοποιήσει, καθώς γνώριζε πως δε θα το χρειαζόταν. Δεν είχε κλείσει μάτι από την ανησυχία της και μόλις πήγε εφτά, άρχισε να ετοιμάζεται όσο πιο αθόρυβα μπορούσε για να μην ξυπνήσει τον Τόνι και τη Λούσι. 

Διάλεξε μία απλή λευκή φούστα και ένα μπλε σκούρο τιραντάκι και φόρεσε τα καφέ της σανδάλια. Δε βάφτηκε και προτίμησε να αφήσει απλώς τα ξανθά της μαλλιά ελεύθερα να πέφτουν στην πλάτη της. Αφού έστρωσε λίγο καλύτερα τη φούστα της, άρχισε να βηματίζει νευρικά στο διαμέρισμα πριν αποφασίσει να ξυπνήσει τον Γκρέις για να πάνε στο νοσοκομείο. Άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα του υπνοδωματίου των ανάδοχων γονιών της και τρύπωσε μέσα. Όσο και να μην ήθελε να τους ξυπνήσει, δυστυχώς η περίσταση το απαιτούσε. Πήγε από τη μεριά του κρεβατιού που κοιμόταν ο επιθεωρητής και άρχισε να λέει το όνομά του. Εκείνος άνοιξε τα καστανά του μάτια και αντίκρισε τα γαλανά δικά της.
"Τι έγινε, Γαλήνη;"
"Μου υποσχέθηκες πως θα με πάς να δω τη Ζωή, σήμερα!", απάντησε η κοπέλα ψιθυριστά.
"Τι ώρα είναι;", μονολόγησε και κοίταξε την οθόνη του κινητού του που έλεγε οχτώ παρά είκοσι. Αναστέναξε ηττημένος. "Σε είκοσι λεπτά το πολύ θα έχουμε φύγει"
Στο άκουσμα της απάντησης το πρόσωπο της Γαλήνης έλαμψε και ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης απλώθηκε στα χείλη της. "Σ'ευχαριστώ πολύ, Τόνι! Πάω να φτιάξω πρωινό!", δήλωσε και έφυγε από το δωμάτιο.
"Δεν μπορείς να της χαλάσεις χατίρι, έτσι Τόνι;", σχολίασε η Λούσι και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα.
"Όχι, δεν μπορώ, διότι της αξίζει να την κακομαθαίνουμε και λίγο". Έχει περάσει πολλά και της αξίζει μία φυσιολογική οικογένεια, συμπλήρωσε στο μυαλό του.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να ετοιμαστεί, ενώ η Λούσι κατευθύνθηκε προς την κουζίνα για να βοηθήσει με το πρωινό.
***
Πάτησε το κουμπί για να κλείσει το ξυπνητήρι και έτριψε τα μάτια του για να του φύγει η νύστα, διότι γνώριζε πως αν δε σηκωνόταν εκείνη τη στιγμή θα τον έπαιρνε ξανά ο ύπνος, πράγμα το οποίο δεν ήθελε. Έπρεπε να είναι συνεπής στο ραντεβού του. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα και ετοίμασε καφέ, αλλά μετά θυμήθηκε πως είχε υποσχεθεί στη Χλόη ότι θα πηγαίνανε μαζί. Έτσι, απλά έφαγε δύο φέτες ψωμί με μαρμελάδα φράουλα πριν πάει να ντυθεί.
Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και αφού ντύθηκε, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του και ξεκίνησε για το νοσοκομείο.
Ευτυχώς δε χρειάστηκε να ψάξει πολύ για θέση πάρκινγκ κι έτσι θα ήταν στην ώρα του. Χτύπησε ελαφρά την πόρτα του δωματίου και μία φωνή του είπε χαμηλόφωνα να περάσει μέσα.
Η Ζωή του έκανε νόημα να κάνει ησυχία, τοποθετώντας τον δείκτη της μπροστά από τα χείλη της, ενώ με τη ματιά της έδειχνε την κοιμισμένη Χλόη.
"Ήταν πού θα με περίμενε...", ψιθύρισε ο Άγγελος, αναποφάσιστος ακόμη για το αν έπρεπε να την ξυπνήσει.
"Πριν κάνεις οτιδήποτε, έχω μερικές ερωτήσεις"
"Σε ακούω", είπε και στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι της Ζωής.
"Πόσο χάλια είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή η Χλόη;"
Η έκφρασή του συννέφιασε και τα χείλη του ενώθηκαν, σχηματίζοντας μία λεπτή γραμμή. "Αντικειμενικά μιλώντας, η φίλη σου αν δεν είχε τη συγκεκριμένη δύναμη, δε θα βρισκόταν εδώ"
"Ποια δύναμη;"
"Δε σου έχει πει;", απόρησε και η κοπέλα έγνεψε αρνητικά. "Η Χλόη κατέχει τη δύναμη των λέξεων. Δηλαδή, ό,τι γράφει ή λέει μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Χάρη στις λέξεις είναι ασφαλής τώρα και βάζω στοίχημα πως έχει γραμμένη πάνω της τη λέξη άφαντη και γι'αυτό δεν τη βρίσκουν"
"Και αν την πιάσουν, τι θα γίνει;"
Η απάντηση του Άγγελου ήταν η σιωπή του. "Σε παρακαλώ, να την προσέχεις"
"Θα το κάνω", της υποσχέθηκε.
"Τώρα μπορείς να την ξυπνήσεις"
Ο νεαρός κατευθύνθηκε προς την κοιμισμένη κοπέλα, την έπιασε μαλακά από τον ώμο και την ταρακούνησε ελαφρά. "Χλόη, ξύπνα"
"Χλόη!", φώναξε και η Ζωή, αλλά η κοκκινομάλλα φαινόταν πως κοιμόταν αρκετά βαριά.
Ο Άγγελος την ταρακούνησε με λίγη περισσότερη δύναμη. "Χλόη, σήκω να πάμε για καφέ και φαγητό"
"Μόνο ύπνο θέλω αυτή τη στιγμή", μουρμούρισε η κοπέλα ως απάντηση και χασμουρήθηκε δυνατά.
"Καλημέρα Χλόη!", έκανε η Ζωή και η φίλη της αρκέστηκε απλά να μουρμουρίσει τη λέξη καλημέρα, καθώς δεν είχε κοιμηθεί καθόλου καλά.
"Τελικά δεν άντεξες και κοιμήθηκες"
"Σκάσε Άγγελε, άντεξα μέχρι τις έξι και μισή", γρύλισε και ο νεαρός γέλασε. Η Χλόη γύρισε προς το μέρος της κοπέλας με τα κοντά καστανά μαλλιά. "Ζωή, πώς είσαι;"
"Καλύτερα από χθες"
Ακούστηκε ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα και οι νεαροί αλληλοκοιτάχτηκαν πριν η Ζωή πει να περάσουν μέσα. Την εμφάνισή τους έκαναν η Γαλήνη, η αδερφή της Χλόης και ο επιθεωρητής Άντονι Γκρέις και αυτόματα τα βλέμματά τους έπεσαν πάνω στην κοκκινομάλλα, η οποία είχε ξυπνήσει πλέον για τα καλά και είχε σηκωθεί από την καρέκλα.
Η Γαλήνη, κρατώντας ακόμα τα λουλούδια που είχε φέρει για δώρο στη Ζωή, με γρήγορο βήμα πλησίασε την αδερφή της και την αγκάλιασε σφιχτά. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια των δύο αδερφών, αλλά και της Ζωής, η οποία είχε συγκινηθεί.
"Χλόη μου! Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που είσαι σώα και αβλαβής!", ψέλλισε η ξανθιά κοπέλα και αποτραβήχτηκε από την αγκαλιά.
"Κι εγώ χαίρομαι πού είσαι καλά", απάντησε και γύρισε προς το μέρος του επιθεωρητή, ο οποίος κάτι συζητούσε χαμηλόφωνα με τον Άγγελο στη γωνία. "Τόνι, γιατί την έφερες εδώ;"
"Μην του θυμώνεις, εγώ του το ζήτησα. Ήθελα να δω τη Ζωή, ασχέτως αν έτυχε να είσαι κι εσύ εδώ", έδωσε τα λουλούδια στη Ζωή κι εκείνη την ευχαρίστησε. "Πώς είσαι;"
"Καλύτερα από χτες, Γαλήνη και σε ευχαριστώ πού ήρθες"
Οι δύο άντρες τις πλησίασαν και με τη σειρά του, ο Γκρέις ρώτησε κι αυτός τη Ζωή πώς ήταν και της ευχήθηκε καλή ανάρρωση.
"Ώστε, λοιπόν, εσύ είσαι η μικρή αδελφή της Χλόης", σχολίασε ο Άγγελος και η κοπέλα έγνεψε καταφατικά. "Άγγελος, χάρηκα"
"Γαλήνη, χάρηκα"
Ο νεαρός παρατήρησε λίγο καλύτερα τις δύο αδελφές. "Μοιάζετε αρκετά στα χαρακτηριστικά σας. Αν εξαιρέσουμε τα χρώματα που είναι διαφορετικά"
"Μας το λένε συχνά", απάντησε η Γαλήνη με ένα ζεστό χαμόγελο. "Αλήθεια, γνωρίζεστε με τη Χλόη;"
"Αμέ! Με κυνηγούσε πέντε ολόκληρες ώρες, τρομερή πρώτη εντύπωση!", δήλωσε ειρωνικά η Χλόη.
"Εγώ απλά τη δουλειά μου έκανα", δικαιολογήθηκε ο νεαρός με ένα μειδίαμα. "Αλλά τώρα που μένουμε παρέα, δε νομίζω να έχεις παράπονο από μένα"
"Ορίστε;", σάστισε η Γαλήνη.
"Ποιος ήρθε;", πετάχτηκε η Ζωή και το μάτι της γυάλισε, ενώ η Χλόη έριξε μία δολοφονική ματιά στον Άγγελο.
"Κανείς, Ζωή!", της αντιγύρισε.
"Γι'αυτό έχεις εξαφανιστεί από το σπίτι σου!", διαπίστωσε η Γαλήνη.
"Νομίζω ο λόγος της εξαφάνισής μου είναι αρκετά πιο προφανής από αυτό!"
"Σωστά", συμφώνησε ο επιθεωρητής Γκρέις, "οπότε καλύτερα να πηγαίνετε, δεν είστε ασφαλείς αν παραμένετε σε ένα μέρος για πολλές ώρες"
Η έκφραση των νεαρών σοβάρεψε απότομα και η Χλόη μαζί με τον Άγγελο έγνεψαν καταφατικά. Κανονικά θα έπρεπε να είχαν ήδη φύγει, καθώς υπήρχε πιθανότητα να τους εντοπίσουν, παρά τα ξόρκια που είχαν κάνει για να παραμείνουν μη ανιχνεύσιμοι.
"Χλόη, φεύγουμε"
Η κοκκινομάλλα αγκάλιασε μία τελευταία φορά την αδερφή και τη φίλης της και χαιρέτησε τον επιθεωρητή Γκρέις.
"Να προσέχεις", της είπαν ταυτόχρονα η Γαλήνη και η Ζωή.
"Να προσέχετε", δήλωσε και με τη σειρά του ο επιθεωρητής Γκρέις, πριν κλείσει πίσω από τη Χλόη και τον Άγγελο η πόρτα του δωματίου.
"Υποψιάζομαι πως δε θα τις ξαναδώ μέχρι να τελειώσει όλη αυτή η περιπέτεια", μονολόγησε η Χλόη, ενώ περπατούσαν στο διάδρομο για την έξοδο.
"Όσο και να θέλω να διαψεύσω αυτή σου την υποψία, δυστυχώς δεν μπορώ", απάντησε ο Άγγελος.
Κατευθύνθηκαν προς το αυτοκίνητο του νεαρού κι εκείνος γύρισε το κλειδί στη μίζα με αποτέλεσμα να ανάψει τη μηχανή. "Πού θες να πάμε για καφέ; Ή καλύτερα να πάμε σπίτι να κοιμηθείς;"
"Για να είμαι ειλικρινής θα ήθελα να κοιμηθώ, καθώς μετά έχω πολλά πράγματα να ψάξω και να κάνω"
"Τι εννοείς;", ρώτησε χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το δρόμο.
"Ένα από αυτά είναι πώς θα καταφέρω να ανοίξω το Κουτί της Πανδώρας χωρίς να κινδυνεύσω"
"Το Κουτί της Πανδώρας;"
Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά. "Έτσι λέγεται το σεντούκι παύλα ξόρκι, το οποίο κρατάει κάποιες από τις αναμνήσεις μου"
"Α. Έμαθα πως έχει κάποιους περίεργους ρούνους χαραγμένους πάνω στην κλειδαριά του"
"Έχει, αλλά ακόμα δε γνωρίζω ούτε κι εγώ η ίδια ποιοι είναι. Όταν τους μάθω, θα πρέπει να πάω ίσως μέχρι τη βιβλιοθήκη της Αλντέρα", απάντησε η κοκκινομάλλα και χασμουρήθηκε. Το αυτοκίνητο την ηρεμούσε και χωρίς να το καταλάβει είχε γείρει το κεφάλι και είχε κλείσει τα μάτια της.
Ο Άγγελος κατάλαβε από τη ρυθμική της αναπνοή ότι την είχε πάρει ο ύπνος κι έτσι χαμήλωσε ταχύτητα. Πάρκαρε όσο πιο ήρεμα μπορούσε και έσβησε τη μηχανή. Έστρεψε το βλέμμα του προς την κοιμισμένη κοπέλα και βρέθηκε αντιμέτωπος με δύο ερωτήματα: να την ξυπνούσε ή να την άφηνε να κοιμηθεί και να την κουβαλούσε μέχρι το κρεβάτι;
Σκέφτηκε πως αν η Χλόη μάθαινε ότι την κουβάλησε σαν πριγκιπισσούλα στο κρεβάτι θα τον έβριζε, οπότε την απέρριψε την ιδέα και απλά τη σκούντηξε μαλακά για να την ξυπνήσει. "Χλόη, φτάσαμε"
Καμία ανταπόκριση. Μα, πόσο βαθιά κοιμόταν πια;
Την σκούντηξε ξανά και σχεδόν φώναξε το όνομά της. "Μα καλά, γιατί είναι τόσο δύσκολο να την ξυπνήσω;", μουρμούρισε στον εαυτό του. "Μήπως να την πάρω αγκαλιά μέχρι πάνω;"
"Ούτε να το διανοηθείς", απάντησε η κοπέλα και άνοιξε σιγά σιγά τα πράσινα μάτια της.
"Φτάσαμε, πριγκιπέσσα", είπε εκείνος γελώντας, "σήκω, διότι σε περιμένει το κανονικό κρεβάτι"
Εκείνη χασμουρήθηκε δυνατά και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. Ήταν τόσο κουρασμένη που σχεδόν δεν έβλεπε μπροστά της από τη νύστα.
"Να βοηθήσω;", πρότεινε ο Άγγελος, ο οποίος είχε βρεθεί από τη θέση του οδηγού, έξω από τη δική της πόρτα και της έτεινε το χέρι του. Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά και το πήρε, καθώς δεν εμπιστευόταν τα πόδια της. Η παλάμη του ήταν ζεστή σε αντίθεση με τη δική της και η σύντομη επαφή τους έληξε, για να νιώσει το άγγιγμά του ανάμεσα στις ωμοπλάτες της.
"Πες μου πως δε θα ανέβουμε με τα σκαλοπάτια ως το διαμέρισμα", γκρίνιαξε η Χλόη.
Μπήκαν στο ασανσέρ και ο νεαρός πάτησε το κουμπί με τον αριθμό δύο. "Μη μου κοιμηθείς στη διαδρομή του μισού λεπτού, κοντεύουμε"
"Χα, χα, πολύ αστείο", ειρωνεύτηκε εκείνη.
Οι πόρτες άνοιξαν και οι νεαροί μπήκαν μέσα στο διαμέρισμα. Έβγαλαν τα παπούτσια τους και η Χλόη κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο το οποίο της είχε παραχωρήσει ο Άγγελος.
"Να μαντέψω πως πρώτα θα κοιμηθείς και μετά θα φας;"
"Πολύ σωστά", του απάντησε και έπεσε με φόρα στο στρώμα χωρίς καν να αλλάξει και σε λιγότερο από δύο λεπτά την είχε πάρει ο ύπνος.
Από την άλλη, ο Άγγελος κατευθύνθηκε προς το δικό του δωμάτιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Διάφορες ερωτήσεις τριγυρνούσαν στο μυαλό του, γνωρίζοντας πως δε θα έπαιρνε τόσο εύκολα τις απαντήσεις από την κοκκινομάλλα. Αλλά έπρεπε να τις πάρει από την ίδια και όχι από κάποιον τρίτο, διότι δεν ήθελε να περιπλέξει το πράγμα περισσότερο.
Αποφάσισε να κοιμηθεί και ο ίδιος για μερικές ώρες και θα σηκωνόταν αργότερα να φτιάξει φαγητό. Κι έτσι έγινε. Μετά από τρεις χορταστικές ώρες ύπνου, όταν οι δείκτες του ρολογιού έδειξαν έντεκα και μισή το πρωί, ο νεαρός άφησε την άνεση του κρεβατιού του. Πρώτα κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της Χλόης, η οποία κοιμόταν ακόμα του καλού καιρού και υπέθεσε πως δε θα ξυπνούσε πριν τις τρεις το μεσημέρι, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Άνοιξε το παράθυρο για να μπει λίγη δροσιά και στη συνέχεια πήγε στην κουζίνα. Άρχισε να ανοίγει τα ντουλάπια και το ψυγείο για να δει τι υλικά είχε στη διάθεσή και αφού τα απαρίθμησε, έκανε ένα μισάωρο να αποφασίσει τι θα μαγειρέψει. Ήταν ανάμεσα σε ομελέτα με πατάτες τηγανητές και κοτομπουκιές με πατάτες τηγανητές.
Ο Άγγελος έβγαλε ένα νόμισμα από την τσέπη του και το έπαιξε κορώνα γράμματα. Εκείνο προσγειώθηκε στην παλάμη του με τη μεριά της κορώνας και ο νεαρός δυσανασχέτησε. Πέταξε ξανά το νόμισμα στον αέρα και μέχρι αυτό να προσγειωθεί, ο Άγγελος είχε πάρει την απόφασή του.
"Ομελέτα με πατάτες τηγανητές, λοιπόν", μονολόγησε και ετοιμάστηκε να φτιάξει το φαγητό, αλλά συνειδητοποίησε πως υπήρχε ένα θεματάκι: δε γνώριζε πότε θα ξυπνούσε η κοπέλα. Άφησε στον πάγκο της κουζίνας το τηγάνι που κρατούσε και έβαλε ξανά τα αυγά στο ψυγείο. Θα μαγείρευε αργότερα.
***
Γύρισε ανάσκελα και πήρε μία βαθιά ανάσα, χαζεύοντας το λευκό ταβάνι. Ξεκάθαρα βαριόταν να σηκωθεί, αλλά το στομάχι της παραπονιόταν από την έλλειψη φαγητού. Πέταξε το σεντόνι από πάνω της και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Άνοιξε την πόρτα, την οποία δε θυμόταν να είχε κλείσει και κατευθύνθηκε με νωχελικά βήματα προς την κουζίνα. Ο ήχος του λαδιού που καίει στο τηγάνι και η μυρωδιά του τηγανητού την κατέκλυσαν, οξύνοντας την περιέργειά της. "Τι διάολο;", ρώτησε σαστισμένη και το βλέμμα της έπεσε πάνω στις τηγανητές πατάτες και τις ομελέτες που υπήρχαν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.
Ξανθίππη Γιωτοπούλου