Ματωμένη Λονδρέζικη Βροχή (Κεφάλαιο 2)

Μια ώρα αργότερα ήρθαν οι γονείς της Αντζέλικα για κατάθεση και τους συνόδευσα ως το δωμάτιο. Η μητέρα ήταν συντετριμμένη από την απώλεια της κόρης της. Ξεκίνησα τις ερωτήσεις νιώθοντας ένα κόμπο στον λαιμό «Κυρία Κέιτ Σουίζ, λυπάμαι για την απώλεια σας. Σας κάλεσα να μου πείτε κάποια πράγματα για την κόρη σας. Εργαζόταν;» Η μητέρα της προσπαθούσε με κόπο να μιλήσει. «Ήταν φαρμακοποιός στο φαρμακείο του κύριου Τζόναθαν Βίτο. Δεν το πιστεύω... Δεν πιστεύω ότι έχασα το παιδί μου. Δεν είχε πειράξει ποτέ κανέναν...»

Αισθάνθηκα μεγάλη στεναχώρια βλέποντας τη μητέρα να κλαίει. Έπρεπε όμως να συνεχίσω, οπότε ρώτησα με συμπονετικό τόνο τον πατέρα «Κύριε Ντέιβιντ Σουίζ, έχετε και μια ακόμη κόρη. Μήπως υπάρχει κάποια κόντρα για τα κληρονομικά ή κάποια άλλη οικονομική εκκρεμότητα της κόρης σας;» «Καμία εκκρεμότητα, ούτε υπήρξε τσακωμός για τα κληρονομικά. Στην κόρη μου Στέφανι έχω δώσει ένα διαμέρισμα στο Βάσσαλ του Λονδίνου» δήλωσε με σιγουριά η μητέρα της. Αυτή λοιπόν ήταν η Στέφανι που έψαχνα και τώρα είχα εκμαιεύσει στοιχεία για να μπορέσω να την εντοπίσω. «Με όλο το σεβασμό επιτρέψτε μου να ρωτήσω κάτι ακόμη. Υπήρχε ερωτική διένεξη μεταξύ τους ή με τρίτο πρόσωπο;» «Όχι, ήταν πολύ αγαπημένο ζευγάρι» είπε ο πατέρας της Αντζέλικα καθώς παρηγορούσε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του.

Το βροχερό εκείνο απόγευμα του Μαρτίου κυλούσε γρήγορα. Ο Τόμας ήρθε και έκατσε στο γραφείο μου κρατώντας τον καφέ του. «Ψάχνεις ακόμα αυτήν την Στέφανι;» «Ακόμα, και όχι μόνο αυτή, αλλά και πιθανούς συνεργάτες του Γκρέγκορι» είπα και συνέχισα να πληκτρολογώ στον υπολογιστή μου. «Δεν ξέρω πως θα μας φανούν χρήσιμες οι καταθέσεις τους για να βρούμε τον δράστη» «Εγώ έχω μια υποψία, όμως γι’ αυτό επιμένω» απάντησα υψώνοντας τον τόνο της φωνής μου. «Μην εκνευρίζεσαι, Πέιτζ. Ηρέμησε. Τι υποψία έχεις ακριβώς;» «Ίσως να υπάρχουν αντιζηλίες μεταξύ της Αντζέλικα και της Στέφανι ή να τσακώθηκαν για τα κληρονομικά» «Μα τότε γιατί να τους δέσει και να σκοτώσει και τον Γκρέγκορι; Δεν ευσταθούν οι υποψίες σου» είπε με ειρωνικό ύφος. «Δεν ξέρω. Έχεις δίκιο... Μα και πάλι πρέπει να της μιλήσουμε» απάντησα ηττημένη.

Είχε φτάσει η νύχτα και όμως ήμουν ακόμα στο γραφείο μου μελετώντας τη δολοφονία. Άνοιξα τη μαύρη τσάντα μου και έφαγα ένα κομμάτι απο τη σοκολάτα που είχα τυλιγμένη. Ο αρχηγός της αστυνομίας πλησίασε και μου μίλησε «Καλύτερα να συνεχίσεις αύριο με πιο καθαρό μυαλό. Xρειάζεσαι ξεκούραση, Πέιτζ. Πήγαινε σπίτι». «Έχετε δίκιο, αρχηγέ, καλύτερα να πηγαίνω» είπα κλείνοντας τον φάκελο της κατάθεσης που είχα μπροστά μου. Καθώς έφευγα από το τμήμα άρχισα να αισθάνομαι πολύ κουρασμένη. Ήμουν τόσο πολύ απορροφημένη με τη διαλεύκανση της υπόθεσης, που δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσες ώρες είχαν περάσει.


Είκοσι λεπτά αργότερα είχα φτάσει έξω από τη μεζονέτα που μένω. Ο κάτω όροφος βαμμένος σε απαλούς ροζ τόνους ταίριαζε με τα λουλούδια της αμυγδαλιάς που βρίσκεται κοντά στην εξώπορτα μου. Αντίθετα, ο επάνω όροφος είναι πλινθόκτιστος με σκούρο καστανό χρώμα και λευκά παράθυρα. Μπαίνοντας στο μεγάλο λευκό σαλόνι, άφησα τη βρεγμένη ομπρέλα, την τσάντα και το μαύρο παλτό μου στον καλόγερο και κατευθύνθηκα στον επάνω όροφο από την ελικοειδή σκάλα. Εκεί βρισκόταν το υπνοδωμάτιό μου σε ροζ παλ τόνους. Μέσα υπήρχε ένα λευκό κρεβάτι στο κέντρο με πολλά λευκά και ροζ μαξιλάρια. Πόσο μαλακά και άνετα με έκαναν να νιώθω μόλις ξάπλωνα επάνω τους! Επάνω από το κρεβάτι υπήρχε ένας πίνακας που αποτύπωνε μια κοπέλα ανάμεσα σε αμυγδαλιές και στο βάθος η θάλασσα. Για λίγα δευτερόλεπτα ξεκούρασα το βλέμμα μου επάνω στον πίνακα και φανταζόμουν πως βρίσκομαι στην παραλία. Δίπλα στο κρεβάτι βρισκόταν ένα βίντατζ ξύλινο κομοδίνο στο χρώμα του πάγου και επάνω ένα διαφανές λαμπατέρ. Ακούμπησα το κινητό μου, φόρεσα άνετα ρούχα και ξάπλωσα για να ξεκουράσω το μικροκαμωμένο κορμί μου. Είχα μια μεγάλη μέρα και χρειαζόμουν ύπνο.

Το επόμενο ξημέρωμα με βρήκε να απολαμβάνω σοκολατούχο γάλα με δημητριακά, καθώς άκουγα τον αγαπημένο μου σταθμό να παίζει Εβανέσενς. Καθισμένη στο ορθογώνιο τραπέζι της ευήλιας κουζίνας και ακούγοντας τον απαλό ήχο που έκαναν οι ψιχάλες καθώς έπεφταν σιγανά στο τζάμι δίπλα μου, άρχισα να σκέφτομαι την υπόθεση. Γιατί ο κλέφτης να τους μαχαιρώσει αφού ήταν ήδη δεμένοι; Αν ήταν κλέφτης, πως είναι δυνατόν να μην υπάρχει ίχνος διάρρηξης; Η κατάθεση των γονιών της Αντζέλικα αλλά και η εξαφανισμένη Στέφανι περιέπλεκαν τα πράγματα καθώς σύμφωνα με τους γονείς δεν υπήρχε εμφανές κίνητρο για να δολοφονήσει κάποιος τον Γκρέγκορι και την Αντζέλικα. Μπερδεμένη ξεκίνησα να ετοιμάζομαι για τον σταθμό εκεί ήλπιζα να μάθω κάτι που να με βοηθήσει να φτάσω στην άκρη του νήματος.


Δέσποινα Τ.