Παρουσίαση: Οι Θεοί του Καταραμένου Δέντρου - Μονοπάτια

"Αλλά, στην τελική, αυτό είναι η ζωή; Τόσο άσκοπη και μάταιη; Το να κυνηγάω φαντάσματα τουλάχιστον είχε πλάκα."

Έχουμε να εξετάσουμε ένα έργο με δύο ιστορίες, παρόμοιας θεματικής και αισθητικής. Και οι δύο παρουσιάζουν ως πρωταγωνιστές φαινομενικά απλούς, καθημερινούς αλλά ανήσυχους ανθρώπους που μπλέκονται σε μυθολογικές περιπέτειες και μέσα απ' αυτό εμείς μπλεκόμαστε σε φιλοσοφικές αναζητήσεις. 
 
Στις δυο αυτοτελείς και ασύνδετες αφηγηματικά μεταξύ τους ιστορίες χρησιμοποιούνται πρόσωπα από την ελληνική και νορβηγική μυθολογία αντίστοιχα. Και οι δύο χωρίζονται σε υποκεφάλαια και έχουν περίπου το ίδιο μέγεθος των εξήντα σελίδων, πράγμα που σημαίνει ότι το βιβλίο είναι αρκετά μικρό. Διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα, σαν μια μικρή ανθολογία. Νιώθω πως αυτό είναι (και θα χαιρόμουν αν ήταν) το πρώτο από μια σειρά παρόμοιων βιβλίων. Φυσικά, στέκεται και σαν βιβλίο με δυο ιστορίες, αλλά πόσα πολλά θα μπορούσε να είναι ακόμη. Ο κόσμος που χτίζει ο συγγραφεάς συνδυάζοντας φαντασία και φιλοσοφία έχει αρκετό ενδιαφέρον και το μοντέλο θα μπορούσε να επεκταθεί και να βελτιωθεί! Λοιπόν, ας σταματήσω το fanboy speculation για το μέλλον και ας συγκεντρωθώ σε αυτό το έργο.

Τι σχέση μπορεί να έχει η λογοτεχνία με τη φιλοσοφία και τι μπορεί να μάθει από αυτή; Αυτή είναι μια ερώτηση που ειπώθηκε από έναν καλό φίλο σε μια παρουσίαση βιβλίου φαντασίας που βρισκόμουν το 2017 και την παραφράζω εδώ, επειδή ταιριάζει. Το βιβλίο αυτό έχει κάποιες επιφανειακές φιλοσοφικές προεκτάσεις, χωρίς να προσπαθεί να περάσει κάποια συγκεκριμένη, θεωρώ, γραμμή προς κάποιο φιλοσοφικό ρεύμα ή κάποια σχολή σκέψης. Πιστεύω ότι και (ανα)γνώστες φυσικής και οντολογικής φιλοσοφίας και καταναλωτές ιστοριών επικής και μυθολογικής φαντασίας μπορούν να απολαύσουν το βιβλίο εξίσου. Τα στοιχεία είναι τόσο όσο ισσοροπημένα μεταξύ τους ώστε να είναι και αρκετά vague και αρκετά ενδιαφέρον το ανάγνωσμα. Παρότι σύντομες και οι δυο ιστορίες έχουν άρτια δομή και σωστό βηματισμό, μοιάζουν ικανοποιητικά ολοκληρωμένες και γεμάτες. Πιο συγκεκριμένα και χωρίς σπόιλερ όπως συνηθίζω...

Πού είναι ο Θεός; Μας εγκατέλειψε; Έφυγε για κάπου αλλού; Και αν αυτό συνέβη, μπορούμε να πάμε εμείς εκεί αν Εκείνος δεν έχει σκοπό να γυρίσει; Η πρώτη ιστορία περικλύει μ' έναν τρόπο, κατ' εμέ, το ζήτημα της "επιστροφής στη φύση", που μπορεί να σημαίνει επιστροφή στα παλιά, στη μυθολογία, στο απλούστερο, στο ξέχωρο απ' την αστική ρουτίνα της μοντέρνας ζωής και κοινωνίας. Οι φιλοσοφικές παρυφές μιας τέτοιας αναζήτησης οδηγεί στον Όλυμπο, στο βούνο, όπου ίσως οι Θεοί να βρίσκονται ακόμη περιμένωντας.

Μπάλντερ (ή Μπαλντρ ή Baldur ή Baldr κ.τ.τ.). Αν δεν γνωρίζετε κάτι από νορβηγική μυθολογία, μπορώ να πω απλά ότι ο τύπος έχει μια μοναδική αδυναμία ικανή να εκμηδενίσει την αθανασία της θειότητάς του: το γκυ. Και όταν λέω αδυναμία, μιλάω για το ultimate vibe check που έχει ως αποτέλεσμα το Ράγκναροκ (ή Ragnarok ή Ragnarök ή... πιάνετε το νόημα, μιλάω για το τέλος του κόσμου). Όπως καταλαβαίνετε, όλοι λίγο-πολύ περιμένουμε το ίδιο πράγμα να συμβεί ξεκινώντας αυτή την ιστορία. Για αυτό είναι αρκετά καλοδεχούμενες μερικές ανατροπές, τόσο στην τροπή των γεγονότων όσο και στα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Ήταν η αγαπημένη μου συγκριτικά με την πρώτη. 

Μέχρι στιγμής, όλα φαίνονται τέλεια. Το βιβλίο σαν σύλληψη, ιδέα και πλοκή μου άρεσε πολύ. Το μόνο nitpick που μπορώ να κάνω είναι πως οι ιστορίες που εξερευνήθηκαν ήταν κάπως τετριμμένες και safe σαν settings. Σίγουρα, το δωδεκάθεο και οι Æsir δεν είναι κάτι το εξεζητημένο, πρωτότυπο ή αναπάντεχο... Το έχουμε ξαναδεί. Ωστόσο αυτό είναι απόλυτα οκ, μιας και ο συγγραφέας το παρουσίασε με την δικιά του οπτική, αισθητική και στυλ. Περί ορέξεως, που λέμε.

Αλλά, το βιβλίο σαν σύνολο δεν είναι τέλειο. Το μεγαλύτερό μου πρόβλημα βρίσκεται στην απόδοση ή το "τεχνικό" κομμάτι και πρέπει να το επισημάνω. Δεν με ενθουσίασε κανένα κομμάτι του έργου γραμμένο σε α' πρόσωπη αφήγηση. Δυστυχώς, λείπει το νεύρο, ο προσωπικός χαρακτήρας και το προσωπικό σχόλιο (του χαρακτήρα που ομιλεί) που κάνουν μια πρωτοπρόσωπη παρουσίαση των γεγονότων να ξεχωρίσει. Εδώ, το exposition και οι πληροφορίες που θέλει να περάσει ο συγγραφέας γίνονται κάπως άτεχνα δια στόματος των πρωταγωνιστών και συχνά το κείμενο καταλήγει ψυχρό και ξύλινο. Αντί να συμπεραίνουμε πώς οι χαρακτήρες νιώθουν απ' αυτά που σκέφτονται και βιώνουν, μας δηλώνουν πολλές φορές ρητά τις συναισθηματικές καταστάσεις και σκέψεις τους χωρίς διακριτικότητα. Καταλήγουν να σε ενδιαφέρουν περισσότερο τα γεγονότα και όχι τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτά. Αν όλο το βιβλίο ήταν γραμμένο σε μια τριτοπρόσωπη αφήγηση, έστω και πιο abstract ή λυρική, θεωρώ πως θα ήταν απείρως πιο εύληπτο. Συνεχώς έψαχνα να δεθώ με τον ομιλούντα, μα ποτέ δεν έφτασα στο σημείο εκείνο. Η γραφή είναι απόλυτα λειτουργική και ευχάριστη, μα τίποτε το ιδιαίτερο και το ότι το βιβλίο είναι γραμμένο έτσι, το κάνει αυτό πιο εμφανές. Φυσικά, δεν έχω σκοπό να κουνήσω το δάχτυλό μου διδακτικά και να προστάξω κανέναν να αλλάξει πρόσωπα αφήγησης ή να ξαναγράψει το έργο, μα έχω να παρατηρήσω πως το κείμενο θα επωφελούταν να είναι πιο συναισθηματικό, προσωπικό και δεμένο. Πραγματικά θα απογείωνε, ίσως, την ιστορία να υπάρχουν πιο ζωντανοί αφηγητές. Μερικές φορές η αφήγηση κάνει drag, αλλά επειδή οι ιστορίες και τα υποκεφάλαια είναι σύντομα, δεν φαίνεται αυτό τόσο.

Επειδή ξέρω ότι είναι δύσκολο πολλές φορές να ξεχωρίσει κανείς πόσο επικριτικό είναι ένα σχόλιο και εύκολα ένα θετικό σχόλιο καθιστά ένα έργο αριστούργημα, ενώ ένα αρνητικό σχόλιο το κάνει αποτρεπτικό... Θα σας το δώσω σχηματικά με βαθμούς που αρέσουν: Αυτό το έργο είναι ένα solid 3.5/5 ή 7-7.5/10 για μένα.

Θεωρώ πως θα μπορούσατε να το βρείτε και ακόμη καλύτερο, αν δεν σας πειράζει τόσο η κάπως αδύναμη αφήγηση (γιατί δυστυχώς πέσατε σε άτομο που με α' πρόσωπους αφηγητές πάντα απαιτεί πολλά) ή μπορεί να το βρείτε ακόμη χειρότερο αν σας αρέσουν διαφορετικού είδους πλοκές (γιατί εγώ είμαι sucker για τέτοιες ιστορίες με τέτοιες προεκτάσεις και θα κάνω defend αυτό το κόνσεπτ για πάντα). Σίγουρα ήταν το πιο αδύναμο κομμάτι οι χαρακτήρες και η παρουσίαση αυτών μέσα στα γεγονότα, με την παράσταση να κλέβει το name value που φέρουν τα γνώριμα πρόσωπα και γεγονότα συνδιασμένα με το twist που εισάγει η φαντασία/φιλοσοφία του συγγραφέα.

Όπως και να 'χει, αξίζει να διαβάσετε αυτό το βιβλίο: Είναι σύντομο, ευχάριστο, εύπεπτο και με ενδιαφέρουσες προεκτάσεις σε φρεσκοπαρουσιασμένα αν και γνώριμα settings. Ελπίζω να δω κάποια στιγμή, παρόμοια συνέχεια. 


Αλέξης Ζησιμόπουλος