Ματωμένες Πύλες (Κεφάλαιο 10)

Η Εχεκράτεια μου είπε ότι πήρα πίσω τις δυνάμεις μου, έστω σε μικρό ποσοστό, από τη στιγμή που η Ντόροθη χάθηκε. Εφόσον η Spero μου είπε μέσα στις αναμνήσεις της ότι είμαι ένα μεγάλο όπλο, αυτό σημαίνει ότι ακόμη και με λίγες δυνάμεις μπορώ να κάνω πολλά πράγματα. Δεν ξέρω για τι είμαι ικανός. Δεν ξέρω για ποιο λόγο με φοβούνται όλοι. Έχει δίκιο η Spero. Δεν είμαι έτοιμος ακόμα. Πρώτα πρέπει να ανακαλύψω τη δύναμη μέσα μου και μετά να προχωρήσω. Ακούω την κοκκινομάλλα μέσα στο κεφάλι μου να με καλεί.
Το βρήκα! Ας ξεκινήσω από κάτι πολύ απλό.
Να μπλοκάρω τις φωνές της…
Καθώς απομακρύνομαι αναλογίζομαι πού να πάω, ώστε να μη με βρει. Ξέρει τόσα πολλά. Μπορεί να κάνει κάποιο από τα ξόρκια της για να με βρει. Άρα πρέπει να βρω και κάτι που μπορεί να με προστατεύσει από το να με βρει κάποιος. Αλλά δεν ξέρω ξόρκια. Δεν έχω μαγικά μαντζούνια ή πνεύματα να με βοηθούν. Κάνω πολλές σκέψεις, αλλά δεν ξέρω πώς να τις πράξω. Σκέψου, Μαξ. Η Spero μου έδειξε ότι είμαστε άγγελοι. Mortem… Θάνατος… Οι άγγελοι δε χρησιμοποιούν ξόρκια. Χρησιμοποιούν απλώς τη δύναμή τους. Κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν. Αλλά πώς;
Καθώς προχωράω στην έρημη γη, το μυαλό μου τρέχει συνεχώς. Βλέπω ένα μεγάλο σπίτι και κοιτάζω μέσα από το παράθυρο. Μέσα του βρίσκεται μια γυναίκα καθισμένη και κοιτάζει το τίποτα. Το βλέμμα της είναι τόσο κενό που με ανατριχιάζει. Δε ζει πραγματικά. Δε χρειάζεται να πάρεις την άδειά της για να πας στην οροφή του κτιρίου, Μαξ. Και έτσι ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Η γυναίκα ατάραχη, συνεχίζει να κοιτάζει το κενό. Ανεβαίνω τις σκάλες μπροστά μου και μετά από λίγο βγαίνω στην επιφάνεια του σπιτιού. Πιστεύω ότι είναι ένα πολύ καλό μέρος για να μείνω μόνος μου. Για να ψάξω λίγο τον εαυτό μου.

Κάθομαι κάτω σταυροπόδι και αναλογίζομαι τι θα μπορούσα να κάνω. Η ανάμνηση της Μαρίας έρχεται στο μυαλό μου. Κάτι ξεκλειδώνεται μέσα μου και ένα κομμάτι του παζλ μπαίνει στη θέση του. Είμαστε σε μια παλιά αγορά με τη Μαρία. Κρατάω ένα καλάθι ενώ εκείνη αγοράζει φρούτα και λαχανικά από τους πάγκους γύρω μας. Είναι χαρούμενη και χαμογελαστή. Δε θυμάμαι να την έχω δει ποτέ τόσο χαρούμενη. Βασικά δεν την έχω δει ποτέ να μου γελάει. Μιλάμε σαν να είμαστε οι καλύτεροι φίλοι ενώ συνεχίζουμε τη βόλτα μας. Δεν υπάρχει ήχος και έτσι δεν μπορώ να καταλάβω τι λέμε. Ένα βουητό μόνο ακούγεται, σαν να μη με αφήνει η ίδια μου η σκέψη να ακούσω. Ο ήχος ξαφνικά ανοίγει και ακούω ξεκάθαρα λίγες προτάσεις από το στόμα της Μαρίας.

«Να θυμάσαι. Η θέληση και η πίστη σου είναι τα πιο δυνατά σου όπλα. Με αυτά τα δύο μαζί μπορείς να αλλάξεις τα πάντα» μου λέει χαμογελαστά και μου πιάνει το μάγουλο στοργικά. Το χάδι της το νιώθω μητρικό...

Η ανάμνηση είναι σύντομη. Απλή και όμορφη. Η Μαρία δεν ήταν πάντα όπως τη θυμάμαι εγώ. Ήταν μια γυναίκα γεμάτη ενέργεια και όμορφα συναισθήματα. Από τότε όμως που η Ντόροθη έγινε δοχείο μου όλα πάνω της άλλαξαν... Τόσο καιρό την έβλεπα αμίλητη και αυστηρή. Τώρα την είδα γλυκιά και κοινωνική. Δεν είδα όμως αυτή την ανάμνηση για τη Μαρία. Τα λόγια της είναι αυτά που έχουν νόημα. Θέληση και πίστη. Αυτό είναι. Πρέπει να εμπιστευτώ τον εαυτό μου και να πιστέψω σε εμένα και σε αυτό που είμαι. Πρέπει να το προσπαθήσω. Όχι μόνο για εμένα. Αλλά για το καλό όλων.

Ακούω την Εχεκράτεια να με αναζητά. Και ξαφνικά σταματάω τις σκέψεις της μέσα στο κεφάλι μου. Με μια κίνηση, χωρίς να κουνηθώ πραγματικά, δεν ξέρω τι ακριβώς, το πνεύμα μου, ή μήπως η αύρα μου, μετακινήθηκε γρήγορα προς μια κατεύθυνση. Βλέπω πού με πάει αυτή η ενέργεια και περνάω με τεράστια ταχύτητα τα στενά μέχρι που σταματάω απότομα μπροστά στα μάτια της Εχεκράτειας σε απόσταση αναπνοής. Εκείνη πετάγεται πίσω τρομαγμένη, καθώς ένιωσε πως κάτι την ακουμπά.



«Μαξ;» μου λέει ενώ προσπαθεί να επεξεργαστεί τι μόλις ένιωσε. Μπορώ και τη βλέπω αλλά εκείνη δεν ξέρει τι να κοιτάξει. Ξαφνικά το βλέμμα της ζωηρεύει και πάει τρέχοντας προς την κατεύθυνση από την οποία μόλις ήρθε η ενέργειά μου.

«Δεν το πιστεύω... Τα κατάφερε!» την ακούω να λέει αλλά δεν κουνάει το στόμα της. Ήταν οι σκέψεις της. Η ενέργειά μου επιστρέφει πίσω και απότομα μπαίνει ξανά πίσω στη θέση της. Δεν το πιστεύω ότι μόλις τώρα το έκανα αυτό! Τι θα μπορούσα άραγε να καταφέρω με αυτές τις δυνάμεις; Πού μπορεί να φτάσει αυτή η δύναμη;

Ακούω την Εχεκράτεια να τρέχει λίγα σπίτια πιο κάτω προς το σημείο που βρίσκομαι. Τώρα δε θέλω να κρυφτώ. Θέλω να της πω τι είδα. Θέλω να τη ρωτήσω τόσα πολλά πράγματα. Θέλω να την αγκαλιάσω. Νιώθω λες και ανακάλυψα μετά από ένα μακρινό ταξίδι έναν θησαυρό. Φτάνει κοντά στο σπίτι και κοιτάζει γύρω της. Την παρακολουθώ από ψηλά και με μια κίνηση πηδάω από την οροφή του σπιτιού και πέφτω στο σκληρό χώμα. Νιώθω πόνο στο πόδι μου και το γόνατό μου ματώνει αλλά δεν έπαθα τίποτα άλλο. Δεν έχασα την ισορροπία μου. Δεν πέθανα. Βλέπω μπροστά μου την Εχεκράτεια να με κοιτάζει άναυδη και μόλις βεβαιώνεται ότι είμαι καλά τρέχει προς το μέρος μου. Ανοίγω τα χέρια μου για να την αγκαλιάσω και όταν με πλησιάζει.. με χαστουκίζει…

«Αυτό για να μάθεις να μη με εμπιστεύεσαι.» μου λέει και με κλωτσάει με δύναμη στο καλάμι.

«Αυτό για να μάθεις να το σκας μακριά μου» συνεχίζει ενώ εγώ φωνάζω μόνος μου και σκύβω πάνω από το πονεμένο πόδι μου.

«Και αυτό..» μου λέει και σηκώνει το κεφάλι μου για να την κοιτάξω. Περιμένω το επόμενο χτύπημα αλλά αντ’ αυτού με φιλάει. Μόλις τα χείλη μας αποχωρίζονται το ένα από το άλλο συνεχίζει την πρότασή της.

«Αυτό ήταν γιατί μου έλειψες…» μου λέει ενώ προσπαθεί να σταματήσει το λαχάνιασμα στα στήθη της. Προσπαθώ να ηρεμήσω και εγώ από την ένταση. Μα... Μα καλά... Τόσο πολύ της έλειψα; Είμαστε μακριά μόνο μερικές ώρες.

«Ώρες;» με ρωτάει και με κοιτάει εξεταστικά.

«Μαξ, λείπεις πάνω από ένα μήνα…Τουλάχιστον τόσο περίπου υπολόγισα» μου λέει και προσπαθεί να καταλάβει τι μου συνέβη.

Τι εννοεί ότι λείπω έναν μήνα; Πώς στο καλό γίνεται αυτό; Νιώθω σαν να προσπαθώ μερικά λεπτά. Ούτε καν ώρες! Πόσο μάλλον μήνες! Ο χρόνος παίζει παιχνίδια με το μυαλό μου. Αλλά δεν έχω συνείδηση; Ακούω την Εχεκράτεια να σκέφτεται.

«Αποκλείεται να γίνεται ένας από αυτούς. Αφού είναι άγγελος. Μπορεί να καταλάβει πόσο χρόνος έχει περάσει πραγματικά...» Ήξερε ότι είμαι άγγελος και δεν μου το είχε πει;

«Διαβάζεις το μυαλό μου;» μου φωνάζει εξαγριωμένη και με σπρώχνει.

«Τι έγινε; Δε σου αρέσει τώρα; Εγώ νόμιζα ότι θα σου άρεσε!» της λέω ειρωνικά και τη σκουντάω στον ώμο. Φαίνεται να εκνευρίζεται και κάτι κάνει για να μπλοκάρει τις σκέψεις της. Δεν την ακούω πλέον.

«Και να στο έλεγα δε θα με πίστευες» μου λέει και βάζει τα χέρια κάτω από το στήθος της θυμωμένη. Πόσα ακόμα ξέρει που δε μου λέει;

«Κάνε μου μια χάρη και πες μου, είχες κλειστά τα μάτια σου όταν έκανες αυτό που έκανες με τις ενέργειες σου;" με ρωτάει εξεταστικά. Νεύω θετικά.

«Τότε αυτό φταίει. Το θνητό σου σώμα ήρθε σε επαφή με τον αθάνατο εαυτό σου και έχασες την αίσθηση του χρόνου. Παλεύεις πάρα πολύ καιρό για να καταφέρεις αυτό που μόλις έκανες και εσύ δεν το κατάλαβες καν. Ο χρόνος παίζει πολλά παιχνίδια. Αποδέξου του και ζήσε με αυτό. Πρέπει να προσέχεις πολύ. Μην το ξανά κάνεις αυτό μόνος σου» Δηλαδή προσπαθούσα να ξεκλειδώσω τις δυνάμεις μου έναν ολόκληρο μήνα; Μα φάνηκε σαν λεπτά!

«Πολύ σωστά. Εάν ήμασταν στη Γη θα γινόταν το αντίθετο. Θα εκπαιδευόσουν για ένα μήνα και θα περνούσαν μόνο λίγα λεπτά. Εδώ όμως ο χρόνος αλλάζει» Εκνευρισμένος που απάντησε πάλι στις ερωτήσεις στο μυαλό μου βάζω «ασπίδες», για να μην μπορεί πλέον να με διαβάσει.

«Άσε τους εγωισμούς και δείξε μου τι έμαθες. Αποκλείεται να έμαθες μόνο «ασπιδούλες» και πώς να εντοπίζεις τον άλλον. Αυτά είναι για αρχάριους, όχι για εσένα!» μου λέει και έπειτα απομακρύνεται μερικά μέτρα και ανοίγει την τσάντα της. Το βλέμμα της ζωντανεύει και φαίνεται ότι θα ευχαριστηθεί πολύ αυτό που σχεδιάζει να κάνει.

Ανοίγει το βιβλίο της και ξεκινάει και ψέλνει τα ξόρκια της. Μια μακρινή κραυγή ακούγεται και ο Nebula έρχεται δίπλα της σε μορφή καπνού. Αλλά δεν είναι μόνος. Έχει άλλους έξι λύκους μαζί του, σε όλες τις αποχρώσεις με τις οποίες μπορεί να παίξει η ομίχλη για να σε παρασύρει. Για μισό λεπτό; Με προκαλεί σε μονομαχία; Είναι τρελή; Δεν ξέρω τι να κάνω! Έχει τόσα χρόνια εμπειρίας και ξέρει πολλά! Εγώ όμως όχι!

«Τι έγινε; Φοβάσαι;» μου λέει ενώ σηκώνει το κεφάλι από το βιβλίο και με κοιτάζει ειρωνικά μέσα στα μάτια.

«Ποτέ» της λέω και ένα απαλό αεράκι έρχεται πάνω μου. Η ενέργειά μου απλώνεται γύρω μου και τη νιώθω σαν ασπίδα που με προστατεύει και με βοηθάει.

Η μάχη ξεκινάει. Η Εχεκράτεια κάνει μια κίνηση του χεριού της και οι λύκοι αγριεύουν. Με ένα μικρό παιχνίδισμα των δαχτύλων της οι λύκοι εκτοξεύονται και τρέχουν προς τα πάνω μου. Μια μαύρη ομίχλη πηδά πάνω μου και ένα φως τη διώχνει μακριά. Μια ροζ συνεχίζει και με γρατζουνάει στο δεξί μου χέρι. Βλέπω αίμα στο μπράτσο μου. Μάλλον τα πράγματα είναι σοβαρά και η Εχεκράτεια μου χαμογελάει. Η μπλε ομίχλη πηδάει πάνω μου και με μια κίνηση του βραχίονά μου την εκτοξεύω μακριά και εκείνη χάνεται. Αυτό συνεχίζεται με τη ροζ, την κίτρινη, τη μαύρη, την κόκκινη και την πράσινη σκιά. Όλες. Η μια μετά την άλλη εξαφανίζονται μετά τα χτυπήματά μου. Η Εχεκράτεια κάθεται ατάραχη με τον Nebula δίπλα της. Τη βλέπω να του ψιθυρίζει κάτι και τότε ο Nebula εξαφανίζεται. Κάτι ετοιμάζουν και δε μου αρέσει… Προσπαθώ να ελέγξω την αναπνοή μου, καθώς όλη αυτή η ένταση με έκανε να λαχανιάσω και να ιδρώσω ολόκληρος. Δεν είμαι συνηθισμένος σε μάχες, πόσο μάλλον υπερφυσικές, παρά μόνο ίσως σε καυγάδες σώμα με σώμα.

Δεν υπάρχουν άλλες ομίχλες. Ο Nebula δεν εμφανίζεται και η κοκκινομάλλα χτυπάει παλαμάκια από την άλλη μεριά.

«Μπράβο! Καλά τα πήγες! Τι θα κάνεις όμως τώρα με τον Nebula;» μου φωνάζει και η γη γύρω μας τραντάζεται. Πίσω από την Εχεκράτεια εμφανίζεται ο Nebula… Αλλά δεν είναι όπως πάντα. Είναι τεράστιος! Και όταν λέω τεράστιος εννοώ ότι έχει το μέγεθος κτιρίου! Τον κοιτάζω από κάτω και εκείνος μου δείχνει απειλητικά τα δόντια του. Και επιτίθεται. Αυτή η κοπέλα δε θέλει να δει τι μπορώ να κάνω. Θέλει να με σκοτώσει! Πάει να με γρατζουνίσει και βάζω το χέρι μου μπροστά σαν ασπίδα. Ένα φως εμφανίζεται και με προστατεύει. Αλλά εκείνος με πιέζει, μέχρι που τα πόδια μου υποχωρούν από το μεγάλο βάρος. Θέλει να με πατήσει, σαν κατσαρίδα. Η ασπίδα στα χέρια μου ραγίζει και τελικά σπάει. Μόλις σπάει, ένα μεγάλο κύμα ενέργειας απελευθερώνεται και τον διώχνει από πάνω μου, δίνοντάς μου την ευκαιρία να απομακρυνθώ.

Τον κοιτάζω και δεν ξέρω τι να κάνω. Κοιτάζω την Εχεκράτεια και εάν μπορούσε τώρα θα λίμαρε τα νύχια της! Φαίνεται να αδιαφορεί και δε μας κοιτάζει καν. Απλώς έχει αφήσει το ζωάκι της να με βγάλει από τη μέση. Ο Nebula ανοίγει το στόμα του και ετοιμάζεται να με φάει ολόκληρο. Τα μεγάλα του δόντια με πλησιάζουν και κάνω μια μόνο κίνηση. Βάζω το χέρι μου πίσω στην πλάτη μου και τραβάω ένα δόρυ, ένα χρυσό δόρυ, φτιαγμένο από ενέργεια από όλο το σύμπαν. Με τη βάση του σταματάω τον Nebula, βάζοντάς τη στο στόμα του. Ο λύκος δεν μπορεί να κουνηθεί και πέφτει κάτω. Προσπαθεί να απεγκλωβιστεί αλλά η δύναμη του όπλου είναι τόσο μεγάλη που τον έχει εξασθενεί πλήρως, μέχρι που γίνεται πάλι καπνός και εξαφανίζεται.

«Ωραίο κόλπο! Ξέρω και εγώ ένα!» μου λέει η Εχεκράτεια καθώς η ομίχλη του λύκου της φεύγει και εμφανίζεται ξανά σε κανονικό μέγεθος δίπλα της.

Κοιτάζω την κοκκινομάλλα που νόμιζα ότι τελείωσε. Αλλά έκανα λάθος. Ένα δόρυ, ίδιο με το δικό μου, εμφανίζεται στην πλάτη της και το τραβάει.

«Δεν παίζεις δίκαια, Μαξ. Αυτό το όπλο στα χέρια σου έχει τεράστια δύναμη για τα αγόρια μου» μου λέει και χαϊδεύει τον λύκο δίπλα της. «Εάν θέλεις να παίξεις βρώμικα έλα και παίξε μαζί μου» συνεχίζει και κάνει μερικές θεαματικές κινήσεις με το κοντάρι στα χέρια της. Ύστερα, παίρνει θέση μάχης. Εντάξει…

Τώρα νομίζω ότι την έβαψα…



Παρασκευή Γκύζη