Δεν είχα πολεμήσει ξανά με Ούαλακ, μα ήξερα πως το αδύνατο σημείο τους ήταν το κεφάλι. Τα καλά με τις ταβέρνες της Σεβέλ ήταν πως μάθαινες κάθε λογής πράγματα και έπαιρνες ένα σωρό πληροφορίες για τα πάντα. Κυνηγοί επικηρυγμένων και σπάνιων ειδών, κυρίως άγριων, έρχονταν συχνά στη ταβέρνα του Σαπιοδόντη και καυχιόνταν για τα κατορθώματά τους. Από αυτές τις συζητήσεις δεν έλειπα και εγώ. Προφυλαγμένη σε ένα άδειο τραπεζάκι στη πιο σκοτεινή γωνία της ταβέρνας, τα άκουγα όλα και κρατούσα στο μυαλό μου τα πιο σημαντικά.
Τα σκυλιά ήταν μόλις έξι, μα και πάλι αποτελούσαν πρόβλημα. Συνήθως αυτά τα πλάσματα ταξίδευαν σε αγέλες των δώδεκα, μα οι Ασράι δεν ήθελαν να κουράσουν τα αγρίμια. Έτσι και αλλιώς μας είχαν όλους για ετοιμοθάνατους. Το μόνο καλό ήταν πως οι τρεις πειρατές, θα καθυστερούσαν τα τέρατα, μιας και θα ήταν απασχολημένα με το να τους κατασπαράζουν. Αυτό μου άφηνε πολύτιμο χρόνο να τα σκοτώσω ένα προς ένα. Το πρόβλημα θα ήταν με τα άλλα τρία που περίσσευαν. Δεν μπορούσα να τα αναλάβω όλα μόνη μου. Θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω και την Κάλιντα. Και αυτό δεν ήταν κάτι που ήθελα, μα θα στηριζόμουν για άλλη μια φορά πάνω της.
Τα Ούαλακ όρμησαν καταπάνω μας και οι πειρατές ετοιμάστηκαν για μια μάχη που πιθανώς θα έχαναν. Οι νεράιδες είχαν εκστασιαστεί και ζητωκραύγαζαν χωρίς σταματημό. Τα τέρατα ανοιγόκλειναν τα στόματα τους και τα δόντια τους κροτάλιζαν, αφήνοντας τους αιχμηρούς τους κυνόδοντες να σκίζουν τον αέρα. Τα πρώτα έπεσαν πάνω στους πειρατές, οι οποίοι κατάφεραν να αποκρούσουν την πρώτη επίθεση. Γύρισα απευθείας μπροστά το κεφάλι και πήρα μια βαθιά ανάσα. Την στιγμή που το Ούαλακ πήδηξε για να φάει το κεφάλι μου, έκανα δυο βήματα και με ακρίβεια μάζεψα τα χέρια μου σταυρωτά μπροστά από το λαιμό μου, κρατώντας σφιχτά τα στιλέτα.
Μόλις το σκυλί της κολάσεως πλησίασε αρκετά, άνοιξα τα χέρια μου και έσκισα το λαιμό του. Έπεσε πίσω μου, αφήνοντας ένα μονοπάτι αίματος και το κεφάλι του στα πόδια μου. Οι Ασράι σώπασαν. Ακούστηκε ένα ουρλιαχτό που τράβηξε την προσοχή μου και των υπόλοιπων Ούαλακ. Ο μακρυμάλλης πειρατής κρατούσε το λαιμό του απ' όπου ανάβλυζε το αίμα χωρίς σταματημό. Παραπάτησε και έπεσε στα γόνατα.
Την επόμενη στιγμή, το σώμα του έμεινε χωρίς κεφάλι και δυο από τα πλάσματα έπεσαν να τον φάνε. Οι φωνές συνεχίστηκαν πάλι και οι νεράιδες χοροπηδούσαν χαρούμενες στις κερκίδες, ενώ η Βασίλισσα γελούσε. Χωρίς να χάσω λεπτό από αυτή του τη θυσία, έτρεξα καταπάνω τους, μαζί με τον φαλακρό πειρατή. Τα τέρατα, αφοσιωμένα στο δείπνο τους, δεν μας άκουσαν καν. Με μια μου κίνηση έπιασα το αυτί του ενός και έσκισα το πάνω μέρος του κεφαλιού του, αφήνοντας ανοιχτό το κρανίο του, ενώ με το άλλο στιλέτο το κάρφωσα, πιτσιλώντας το πρόσωπό μου.
Εκείνο άφησε ένα ανατριχιαστικό λυγμό και τα πόδια του λύθηκαν από κάτω του. Ο φαλακρός πειρατής τα είχε καταφέρει εξίσου καλά, καρφώνοντας πολλές λεπίδες στο λαιμό του άλλου. Είχαμε φάει τρία και αυτό δεν άρεσε στις περήφανες νεράιδες. Περίμεναν να μας κατασπαράξουν αμέσως. Μόλις έπεσε και το τρίτο, ο φαλακρός πειρατής γύρισε και μου χαμογέλασε. Το πρόσωπό του ήταν τόσο κιτρινωπό και τα μάτια του είχαν κοκκινίσει. Από το στόμα του κύλησε μια σταγόνα αίματος. Το δηλητήριο τον έφτανε στα τελευταία του. Γύρισα στα αριστερά μου και δεν πρόλαβα να τον προειδοποιήσω για αυτό που ερχόταν.
Δυο Ούαλακ έπεσαν επάνω μας, κοπανώντας εμένα και πετώντας με λίγα μέτρα ψηλά, ενώ ο φαλακρός πειρατής δεν είχε την ίδια τύχη με μένα. Τον είδα να πέφτει λίγο πιο πέρα, κομμένος στα δύο. Ο άνω κορμός του έγινε τροφή για τα σιχαμένα κουτάβια. Η πτώση μου δεν ήταν ευχάριστη. Έπεσα και κυλίστηκα στο έδαφος. Ευγνωμονούσα τους Θεούς που η άμμος ήταν μαλακιά και έκοψε τη φόρα μου. Ο Ματωμένος Τζακ, ούρλιαξε και τον είδα με την άκρη του ματιού μου να τρέχει προς τα τέρατα. Σηκώθηκα όπως-όπως, πιάνοντας ελαφρώς το κεφάλι μου. Ο μεγαλόσωμος πειρατής μάζεψε και τα τρία Ούαλακ γύρω του και άρχισε να τα χτυπά μανιωδώς, όπου έβρισκε. Μα εκείνα ήταν τρία και πιο βαριά από τον ίδιο. Πιο μυώδη και πιο άγρια. Τον ξέσκισαν πριν προλάβω να ανοιγοκλείσω το μάτι μου. Τον τεμάχισαν και βάλθηκαν να τρώνε το υπόλοιπο σώμα του. Οι Ασράι επιδόθηκαν σε τραγούδια και μουσικές φράσεις πανηγυρισμών.
Προσπάθησα να κουνηθώ, μα το σώμα μου δεν με υπάκουε. Έμεινα κολλημένη εκεί, να κοιτάζω τα Ούαλακ να γεύονται τη φρέσκια σάρκα. Ο τόπος ποτίστηκε με αίμα και η άμμος άφησε το χρυσαφί της χρώμα να αναμειχθεί με το ζεστό πορφυρό. Η φωνή μου πιάστηκε στο λαιμό και την ένιωθα να με πνίγει, να μου τσακίζει το λαρύγγι και να φράσσει τη δίοδο του αέρα μου. Ένα-ένα τα Ούαλακ γύρισαν προς το μέρος μου. Οι ματωμένες τους μουσούδες διψούσαν και για άλλο αίμα. Τα κατακόκκινα μάτια τους με έκαιγαν και ένιωθα πως ξεγύμνωναν την ψυχή μου. Δεν θα τα κατάφερνα. Ήμουν μόνη μου, εναντίον τριών τεράτων. Σάλια γεμάτα αίμα, έσταζαν από τα δόντια τους. Τα πόδια τους πατούσαν στο έδαφος και συγχρονίζονταν με τον κάθε αργό χτύπο της καρδιάς μου. Το τρεμάμενο χέρι μου ανέβηκε στην καλύπτρα του ματιού μου και την τράβηξα απότομα, αφήνοντάς τη να πέσει κάτω. Τα πόδια μου λύγισαν. Άνοιξα το καταραμένο μάτι μου και περίμενα την Κάλιντα να καταλάβει το κορμί μου. Περίμενα. Τα σκυλιά ολοένα και πλησίαζαν. Η Κάλιντα δεν εμφανιζόταν.
«Σε έχω χρησιμοποιήσει αρκετά, Αλιάνα. Αν συνεχίσω, δε θα καταφέρω τίποτα και θα είμαστε και οι δυο χαμένες» με ενημέρωσε. Η φωνή της με ξύπνησε και έδιωξε μέρος του φόβου μου μακριά.
«Και αν δε με χρησιμοποιήσεις, θα πεθάνουμε και οι δύο» της είπα, μέσα από τα δόντια μου.
Το πρώτο Ούαλακ μου γρύλισε και ύψωσε το κεφάλι του στον ουρανό, ουρλιάζοντας. Γύρισα την πλάτη μου σε αυτά και άρχισα να τρέχω στην Αρένα. Από κάθε κερκίδα που περνούσα οι Ασράι φώναζαν στα σκυλιά. Θα στοιχημάτιζα το κεφάλι μου πως τα εμψύχωναν για να τους χαρίσουν ένα βίαιο και αργό θάνατο. Έτρεχα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, μα και πάλι δεν ήταν αρκετό. Τα πλάσματα με έφταναν και μάλιστα ταχύτατα.
«Κάλιντα!» βρυχήθηκα. Η ψυχή μέσα μου ήταν σε δίλημμα. Για πρώτη φορά η Κάλιντα, είχε βρεθεί σε αδιέξοδο. Δε γινόταν να καταλάβει το σώμα της μικρής, τόσο σύντομα από την προηγούμενη φορά. Θα την σκότωνε σίγουρα. Μα δε μπορούσε να την αφήσει και έτσι. Τα σιχαμένα Ούαλακ θα την διαμέλιζαν και δεν θα είχε κορμί τόσο ιδανικό να κατοικήσει. Μια κραυγή απόγνωσης ξέφυγε από τα χείλη της. Θα αναγκαζόταν να παραχωρήσει για λίγο τις δυνάμεις της στο κορίτσι. Δε θα την χρησιμοποιούσε, αλλά θα γινόταν το αντίθετο. Η Αλιάνα θα δανειζόταν την ίδια και όσο και αν δεν της άρεσε, θα έπρεπε να το κάνει.
«Ετοιμάσου» της είπε »Αυτό θα πονέσει λίγο».
Συνέχιζα να τρέχω, μα τα Ούαλακ με κύκλωσαν και με υποχρέωσαν να σταματήσω επιτόπου. Στεκόμουν λαχανιασμένη στο κέντρο του κύκλου τους και ύψωσα αδύναμα τα στιλέτα μπροστά μου, κοιτάζοντάς τα όλα με τη σειρά. Ξάφνου, ένας πόνος διαπέρασε το μάτι μου και έσκυψα μπροστά, καλύπτοντας το με την παλάμη μου και ταυτόχρονα προσπαθώντας να συγκρατήσω τις κραυγές μου. Ένα ρεύμα αέρα αέρα που ξεκίνησε από τα πόδια μου, τίναξε πέρα τα σκυλιά και χτύπησε τις κερκίδες με δύναμη, κάνοντας τις Ασράι να σωπάσουν. Νεκρική σιγή επικρατούσε στο χώρο, όταν σήκωσα το κεφάλι μου.
Ένιωθα δυνατή. Πολύ πιο δυνατή από πριν και το πιο σημαντικό, ήμουν κυρίαρχος των κινήσεών μου. Γύρισα προς τα Ούαλακ που κουνούσαν το κεφάλι τους πέρα δώθε προσπαθώντας να καθαρίσουν το οπτικό τους πεδίο. Ύψωσα το ένα στιλέτο στο πρόσωπό μου και ταράχτηκα με την όψη μου. Και τα δυο μου μάτια ήταν πνιγμένα σε ένα γαλάζιο ρυάκι που σαν καπνός ταξίδευε γύρω από τις κόρες τους. Στράφηκα προς τα σιχαμένα πλάσματα.
Στην αρχή περπατώντας και σιγά σιγά αναπτύσσοντας ταχύτητα, ώσπου άρχισα να τρέχω, όρμησα καταπάνω στο πρώτο που βρήκα. Έπιασε με δύναμη τη μουσούδα του και την κατέβασα βίαια προς τα κάτω και στηριζόμενη στο κεφάλι του, ανέβηκα στην πλάτη του. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει, όταν κάρφωσα τα δυο στιλέτα στη βάση του κεφαλιού, στο σημείο που ενωνόταν με το λαιμό και τα τράβηξα ως πέρα, κόβοντας το μισό του κεφάλι, ενώ το υπόλοιπο κρατιόταν ακόμη στη θέση του, με το μισό λαρύγγι να ξεπετάει καυτό αίμα. Τα μάτια μου γυάλισαν και χαμογέλασα. Συγκράτησα ένα γέλιο που ταρακούνησε το κορμί μου και προχώρησα στο άλλο. Κατέβηκα γλιστρώντας από την πλούσια και βρωμερή χαίτη του ζώου και με λεπτές κινήσεις, σχεδόν χορευτικές, πλησίαζα τα άλλα δύο. Δεν έδωσα καμία σημασία στις νεράιδες που σιωπηλές είχαν κρεμαστεί στις κερκίδες, και χωρίς ανάσα παρακολουθούσαν την τελευταία φυλακισμένη να σκοτώνει τα πολύτιμα κατοικίδια τους.
Τα άλλα δύο σκυλιά, μου γρύλισαν και δε μπορούσα παρά να χαμογελάσω και να γείρω το κεφάλι μου στο πλάι. «Σκυλί που γαβγίζει, μην το φοβάσαι» είπα χαρωπά και κατέβασα τα δυο στιλέτα στους μηρούς μου. Ένιωθα τόσο δυνατή και ακατανίκητη. Μπορούσα να κάνω τα πάντα! Τίποτα δε με σταματούσε. Έβγαλα δυο από τις βελόνες που είχα πάρει από τον αρχηγό των Όγκρε και τις πέταξα με ακρίβεια στο ένα από τα Ούαλακ, καρφώνοντας τα μάτια του. Το άγριο ζώο, ούρλιαξε και έφερε τα μπροστινά πόδια του στο πρόσωπό του και με λυγμούς, χάιδευε την περιοχή που το πονούσε. Κάγχασα και αφού το πλησίασα αρκετά, του έκοψα τα πόδια και εκείνο έπεσε κλαίγοντας στο χώμα.
Το τελευταίο Ούαλακ, ήρθε από πίσω μου, σημαδεύοντας με τα κοφτερά δόντια του το κεφάλι μου. Με μια γρήγορη κίνηση, το απέφυγα και κάρφωσα το ένα μου στιλέτο στο στόμα του, καρφώνοντάς το στο έδαφος. Και τα δύο έκλαιγαν και το πρώτο, προσπαθούσε να σηκωθεί όρθιο χωρίς να τα καταφέρνει. Το έβγαλα από τη μιζέρια του, πατώντας το στο λαιμό και σπάζοντάς το. Το σκυλί, άφησε την τελευταία του πνοή και έριξε το κεφάλι του πίσω. Αφαίρεσα από τα μάτια του τις βελόνες και αφού τις σκούπισα, τις έκρυψα μέσα στις μπότες μου.
Στράφηκα στο τελευταίο Ούαλακ που δε μπορούσε να βγάλει το στιλέτο από το στόμα του και έβγαζε μισές κραυγές. Γονάτισα μπροστά του και άρχισα να το χαϊδεύω στο κεφάλι. Σήκωσε τα πόδια του να με γρατζουνίσει, μα δε με έφτανε. Χαμογέλασα και πιέζοντας το στιλέτο, το τράβηξα από το στόμα ως τη γραμμή ανάμεσα από τα μάτια του. Το σώμα του άρχισε να τρέμει και σε ελάχιστους χτύπους ήταν νεκρό. Έβγαλα το στιλέτο μου, το σκούπισα και το τοποθέτησα στο θηκάρι του μαζί με το άλλο. Σηκώθηκα όρθια και προχώρησα λίγα βήματα πιο κάτω για να σηκώσω την καλύπτρα του ματιού μου. Πριν την βάλω, όμως, έπρεπε να κάνω κάτι άλλο.
Έσυρα από την ουρά τα δυο τελευταία Ούαλακ, μπροστά από την κερκίδα της Βασίλισσας, η οποία είχε σηκωθεί όρθια και ακουμπούσε στην άκρη της πλούσιας κερκίδας της. Έκανα το ίδιο και με τα άλλα τέσσερα. Αφού τα συγκέντρωσα, όλα μαζί σε μια στοίβα, ανέβηκα επάνω τους και έδεσα την καλύπτρα στο μάτι μου. Στη συνέχεια, ξάπλωσα αναπαυτικά στη γούνα του τελευταίου και στράφηκε στη Βασίλισσα Νάιδα.
«Τώρα; Είστε έτοιμη να μιλήσουμε;».
Τα σκυλιά ήταν μόλις έξι, μα και πάλι αποτελούσαν πρόβλημα. Συνήθως αυτά τα πλάσματα ταξίδευαν σε αγέλες των δώδεκα, μα οι Ασράι δεν ήθελαν να κουράσουν τα αγρίμια. Έτσι και αλλιώς μας είχαν όλους για ετοιμοθάνατους. Το μόνο καλό ήταν πως οι τρεις πειρατές, θα καθυστερούσαν τα τέρατα, μιας και θα ήταν απασχολημένα με το να τους κατασπαράζουν. Αυτό μου άφηνε πολύτιμο χρόνο να τα σκοτώσω ένα προς ένα. Το πρόβλημα θα ήταν με τα άλλα τρία που περίσσευαν. Δεν μπορούσα να τα αναλάβω όλα μόνη μου. Θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω και την Κάλιντα. Και αυτό δεν ήταν κάτι που ήθελα, μα θα στηριζόμουν για άλλη μια φορά πάνω της.
Τα Ούαλακ όρμησαν καταπάνω μας και οι πειρατές ετοιμάστηκαν για μια μάχη που πιθανώς θα έχαναν. Οι νεράιδες είχαν εκστασιαστεί και ζητωκραύγαζαν χωρίς σταματημό. Τα τέρατα ανοιγόκλειναν τα στόματα τους και τα δόντια τους κροτάλιζαν, αφήνοντας τους αιχμηρούς τους κυνόδοντες να σκίζουν τον αέρα. Τα πρώτα έπεσαν πάνω στους πειρατές, οι οποίοι κατάφεραν να αποκρούσουν την πρώτη επίθεση. Γύρισα απευθείας μπροστά το κεφάλι και πήρα μια βαθιά ανάσα. Την στιγμή που το Ούαλακ πήδηξε για να φάει το κεφάλι μου, έκανα δυο βήματα και με ακρίβεια μάζεψα τα χέρια μου σταυρωτά μπροστά από το λαιμό μου, κρατώντας σφιχτά τα στιλέτα.
Μόλις το σκυλί της κολάσεως πλησίασε αρκετά, άνοιξα τα χέρια μου και έσκισα το λαιμό του. Έπεσε πίσω μου, αφήνοντας ένα μονοπάτι αίματος και το κεφάλι του στα πόδια μου. Οι Ασράι σώπασαν. Ακούστηκε ένα ουρλιαχτό που τράβηξε την προσοχή μου και των υπόλοιπων Ούαλακ. Ο μακρυμάλλης πειρατής κρατούσε το λαιμό του απ' όπου ανάβλυζε το αίμα χωρίς σταματημό. Παραπάτησε και έπεσε στα γόνατα.
Την επόμενη στιγμή, το σώμα του έμεινε χωρίς κεφάλι και δυο από τα πλάσματα έπεσαν να τον φάνε. Οι φωνές συνεχίστηκαν πάλι και οι νεράιδες χοροπηδούσαν χαρούμενες στις κερκίδες, ενώ η Βασίλισσα γελούσε. Χωρίς να χάσω λεπτό από αυτή του τη θυσία, έτρεξα καταπάνω τους, μαζί με τον φαλακρό πειρατή. Τα τέρατα, αφοσιωμένα στο δείπνο τους, δεν μας άκουσαν καν. Με μια μου κίνηση έπιασα το αυτί του ενός και έσκισα το πάνω μέρος του κεφαλιού του, αφήνοντας ανοιχτό το κρανίο του, ενώ με το άλλο στιλέτο το κάρφωσα, πιτσιλώντας το πρόσωπό μου.
Εκείνο άφησε ένα ανατριχιαστικό λυγμό και τα πόδια του λύθηκαν από κάτω του. Ο φαλακρός πειρατής τα είχε καταφέρει εξίσου καλά, καρφώνοντας πολλές λεπίδες στο λαιμό του άλλου. Είχαμε φάει τρία και αυτό δεν άρεσε στις περήφανες νεράιδες. Περίμεναν να μας κατασπαράξουν αμέσως. Μόλις έπεσε και το τρίτο, ο φαλακρός πειρατής γύρισε και μου χαμογέλασε. Το πρόσωπό του ήταν τόσο κιτρινωπό και τα μάτια του είχαν κοκκινίσει. Από το στόμα του κύλησε μια σταγόνα αίματος. Το δηλητήριο τον έφτανε στα τελευταία του. Γύρισα στα αριστερά μου και δεν πρόλαβα να τον προειδοποιήσω για αυτό που ερχόταν.
Δυο Ούαλακ έπεσαν επάνω μας, κοπανώντας εμένα και πετώντας με λίγα μέτρα ψηλά, ενώ ο φαλακρός πειρατής δεν είχε την ίδια τύχη με μένα. Τον είδα να πέφτει λίγο πιο πέρα, κομμένος στα δύο. Ο άνω κορμός του έγινε τροφή για τα σιχαμένα κουτάβια. Η πτώση μου δεν ήταν ευχάριστη. Έπεσα και κυλίστηκα στο έδαφος. Ευγνωμονούσα τους Θεούς που η άμμος ήταν μαλακιά και έκοψε τη φόρα μου. Ο Ματωμένος Τζακ, ούρλιαξε και τον είδα με την άκρη του ματιού μου να τρέχει προς τα τέρατα. Σηκώθηκα όπως-όπως, πιάνοντας ελαφρώς το κεφάλι μου. Ο μεγαλόσωμος πειρατής μάζεψε και τα τρία Ούαλακ γύρω του και άρχισε να τα χτυπά μανιωδώς, όπου έβρισκε. Μα εκείνα ήταν τρία και πιο βαριά από τον ίδιο. Πιο μυώδη και πιο άγρια. Τον ξέσκισαν πριν προλάβω να ανοιγοκλείσω το μάτι μου. Τον τεμάχισαν και βάλθηκαν να τρώνε το υπόλοιπο σώμα του. Οι Ασράι επιδόθηκαν σε τραγούδια και μουσικές φράσεις πανηγυρισμών.
Προσπάθησα να κουνηθώ, μα το σώμα μου δεν με υπάκουε. Έμεινα κολλημένη εκεί, να κοιτάζω τα Ούαλακ να γεύονται τη φρέσκια σάρκα. Ο τόπος ποτίστηκε με αίμα και η άμμος άφησε το χρυσαφί της χρώμα να αναμειχθεί με το ζεστό πορφυρό. Η φωνή μου πιάστηκε στο λαιμό και την ένιωθα να με πνίγει, να μου τσακίζει το λαρύγγι και να φράσσει τη δίοδο του αέρα μου. Ένα-ένα τα Ούαλακ γύρισαν προς το μέρος μου. Οι ματωμένες τους μουσούδες διψούσαν και για άλλο αίμα. Τα κατακόκκινα μάτια τους με έκαιγαν και ένιωθα πως ξεγύμνωναν την ψυχή μου. Δεν θα τα κατάφερνα. Ήμουν μόνη μου, εναντίον τριών τεράτων. Σάλια γεμάτα αίμα, έσταζαν από τα δόντια τους. Τα πόδια τους πατούσαν στο έδαφος και συγχρονίζονταν με τον κάθε αργό χτύπο της καρδιάς μου. Το τρεμάμενο χέρι μου ανέβηκε στην καλύπτρα του ματιού μου και την τράβηξα απότομα, αφήνοντάς τη να πέσει κάτω. Τα πόδια μου λύγισαν. Άνοιξα το καταραμένο μάτι μου και περίμενα την Κάλιντα να καταλάβει το κορμί μου. Περίμενα. Τα σκυλιά ολοένα και πλησίαζαν. Η Κάλιντα δεν εμφανιζόταν.
«Σε έχω χρησιμοποιήσει αρκετά, Αλιάνα. Αν συνεχίσω, δε θα καταφέρω τίποτα και θα είμαστε και οι δυο χαμένες» με ενημέρωσε. Η φωνή της με ξύπνησε και έδιωξε μέρος του φόβου μου μακριά.
«Και αν δε με χρησιμοποιήσεις, θα πεθάνουμε και οι δύο» της είπα, μέσα από τα δόντια μου.
Το πρώτο Ούαλακ μου γρύλισε και ύψωσε το κεφάλι του στον ουρανό, ουρλιάζοντας. Γύρισα την πλάτη μου σε αυτά και άρχισα να τρέχω στην Αρένα. Από κάθε κερκίδα που περνούσα οι Ασράι φώναζαν στα σκυλιά. Θα στοιχημάτιζα το κεφάλι μου πως τα εμψύχωναν για να τους χαρίσουν ένα βίαιο και αργό θάνατο. Έτρεχα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, μα και πάλι δεν ήταν αρκετό. Τα πλάσματα με έφταναν και μάλιστα ταχύτατα.
«Κάλιντα!» βρυχήθηκα. Η ψυχή μέσα μου ήταν σε δίλημμα. Για πρώτη φορά η Κάλιντα, είχε βρεθεί σε αδιέξοδο. Δε γινόταν να καταλάβει το σώμα της μικρής, τόσο σύντομα από την προηγούμενη φορά. Θα την σκότωνε σίγουρα. Μα δε μπορούσε να την αφήσει και έτσι. Τα σιχαμένα Ούαλακ θα την διαμέλιζαν και δεν θα είχε κορμί τόσο ιδανικό να κατοικήσει. Μια κραυγή απόγνωσης ξέφυγε από τα χείλη της. Θα αναγκαζόταν να παραχωρήσει για λίγο τις δυνάμεις της στο κορίτσι. Δε θα την χρησιμοποιούσε, αλλά θα γινόταν το αντίθετο. Η Αλιάνα θα δανειζόταν την ίδια και όσο και αν δεν της άρεσε, θα έπρεπε να το κάνει.
«Ετοιμάσου» της είπε »Αυτό θα πονέσει λίγο».
Συνέχιζα να τρέχω, μα τα Ούαλακ με κύκλωσαν και με υποχρέωσαν να σταματήσω επιτόπου. Στεκόμουν λαχανιασμένη στο κέντρο του κύκλου τους και ύψωσα αδύναμα τα στιλέτα μπροστά μου, κοιτάζοντάς τα όλα με τη σειρά. Ξάφνου, ένας πόνος διαπέρασε το μάτι μου και έσκυψα μπροστά, καλύπτοντας το με την παλάμη μου και ταυτόχρονα προσπαθώντας να συγκρατήσω τις κραυγές μου. Ένα ρεύμα αέρα αέρα που ξεκίνησε από τα πόδια μου, τίναξε πέρα τα σκυλιά και χτύπησε τις κερκίδες με δύναμη, κάνοντας τις Ασράι να σωπάσουν. Νεκρική σιγή επικρατούσε στο χώρο, όταν σήκωσα το κεφάλι μου.
Ένιωθα δυνατή. Πολύ πιο δυνατή από πριν και το πιο σημαντικό, ήμουν κυρίαρχος των κινήσεών μου. Γύρισα προς τα Ούαλακ που κουνούσαν το κεφάλι τους πέρα δώθε προσπαθώντας να καθαρίσουν το οπτικό τους πεδίο. Ύψωσα το ένα στιλέτο στο πρόσωπό μου και ταράχτηκα με την όψη μου. Και τα δυο μου μάτια ήταν πνιγμένα σε ένα γαλάζιο ρυάκι που σαν καπνός ταξίδευε γύρω από τις κόρες τους. Στράφηκα προς τα σιχαμένα πλάσματα.
Στην αρχή περπατώντας και σιγά σιγά αναπτύσσοντας ταχύτητα, ώσπου άρχισα να τρέχω, όρμησα καταπάνω στο πρώτο που βρήκα. Έπιασε με δύναμη τη μουσούδα του και την κατέβασα βίαια προς τα κάτω και στηριζόμενη στο κεφάλι του, ανέβηκα στην πλάτη του. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει, όταν κάρφωσα τα δυο στιλέτα στη βάση του κεφαλιού, στο σημείο που ενωνόταν με το λαιμό και τα τράβηξα ως πέρα, κόβοντας το μισό του κεφάλι, ενώ το υπόλοιπο κρατιόταν ακόμη στη θέση του, με το μισό λαρύγγι να ξεπετάει καυτό αίμα. Τα μάτια μου γυάλισαν και χαμογέλασα. Συγκράτησα ένα γέλιο που ταρακούνησε το κορμί μου και προχώρησα στο άλλο. Κατέβηκα γλιστρώντας από την πλούσια και βρωμερή χαίτη του ζώου και με λεπτές κινήσεις, σχεδόν χορευτικές, πλησίαζα τα άλλα δύο. Δεν έδωσα καμία σημασία στις νεράιδες που σιωπηλές είχαν κρεμαστεί στις κερκίδες, και χωρίς ανάσα παρακολουθούσαν την τελευταία φυλακισμένη να σκοτώνει τα πολύτιμα κατοικίδια τους.
Τα άλλα δύο σκυλιά, μου γρύλισαν και δε μπορούσα παρά να χαμογελάσω και να γείρω το κεφάλι μου στο πλάι. «Σκυλί που γαβγίζει, μην το φοβάσαι» είπα χαρωπά και κατέβασα τα δυο στιλέτα στους μηρούς μου. Ένιωθα τόσο δυνατή και ακατανίκητη. Μπορούσα να κάνω τα πάντα! Τίποτα δε με σταματούσε. Έβγαλα δυο από τις βελόνες που είχα πάρει από τον αρχηγό των Όγκρε και τις πέταξα με ακρίβεια στο ένα από τα Ούαλακ, καρφώνοντας τα μάτια του. Το άγριο ζώο, ούρλιαξε και έφερε τα μπροστινά πόδια του στο πρόσωπό του και με λυγμούς, χάιδευε την περιοχή που το πονούσε. Κάγχασα και αφού το πλησίασα αρκετά, του έκοψα τα πόδια και εκείνο έπεσε κλαίγοντας στο χώμα.
Το τελευταίο Ούαλακ, ήρθε από πίσω μου, σημαδεύοντας με τα κοφτερά δόντια του το κεφάλι μου. Με μια γρήγορη κίνηση, το απέφυγα και κάρφωσα το ένα μου στιλέτο στο στόμα του, καρφώνοντάς το στο έδαφος. Και τα δύο έκλαιγαν και το πρώτο, προσπαθούσε να σηκωθεί όρθιο χωρίς να τα καταφέρνει. Το έβγαλα από τη μιζέρια του, πατώντας το στο λαιμό και σπάζοντάς το. Το σκυλί, άφησε την τελευταία του πνοή και έριξε το κεφάλι του πίσω. Αφαίρεσα από τα μάτια του τις βελόνες και αφού τις σκούπισα, τις έκρυψα μέσα στις μπότες μου.
Στράφηκα στο τελευταίο Ούαλακ που δε μπορούσε να βγάλει το στιλέτο από το στόμα του και έβγαζε μισές κραυγές. Γονάτισα μπροστά του και άρχισα να το χαϊδεύω στο κεφάλι. Σήκωσε τα πόδια του να με γρατζουνίσει, μα δε με έφτανε. Χαμογέλασα και πιέζοντας το στιλέτο, το τράβηξα από το στόμα ως τη γραμμή ανάμεσα από τα μάτια του. Το σώμα του άρχισε να τρέμει και σε ελάχιστους χτύπους ήταν νεκρό. Έβγαλα το στιλέτο μου, το σκούπισα και το τοποθέτησα στο θηκάρι του μαζί με το άλλο. Σηκώθηκα όρθια και προχώρησα λίγα βήματα πιο κάτω για να σηκώσω την καλύπτρα του ματιού μου. Πριν την βάλω, όμως, έπρεπε να κάνω κάτι άλλο.
Έσυρα από την ουρά τα δυο τελευταία Ούαλακ, μπροστά από την κερκίδα της Βασίλισσας, η οποία είχε σηκωθεί όρθια και ακουμπούσε στην άκρη της πλούσιας κερκίδας της. Έκανα το ίδιο και με τα άλλα τέσσερα. Αφού τα συγκέντρωσα, όλα μαζί σε μια στοίβα, ανέβηκα επάνω τους και έδεσα την καλύπτρα στο μάτι μου. Στη συνέχεια, ξάπλωσα αναπαυτικά στη γούνα του τελευταίου και στράφηκε στη Βασίλισσα Νάιδα.
«Τώρα; Είστε έτοιμη να μιλήσουμε;».
Ella Sarlot