Με τους Δεσμώτες της Στάχτης, το πρώτο του μυθιστόρημα, ο Βαγγέλης Τσατσαλής κάνει το δυναμικό του ντεμπούτο στο χώρο της λογοτεχνίας του φανταστικού. Θέτει τα θεμέλια μιας σειράς γεμάτης πάγο, μαγεία, περιπέτεια, παράξενα πλάσματα και χαρακτήρες με τους οποίους δένεσαι παρά τις αδυναμίες και τις παραξενιές τους, διεκδικώντας δικαιωματικά μια θέση ανάμεσα στους περισσότερα υποσχόμενους Έλληνες συγγραφείς του είδους.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε πρώτο πρόσωπο και μέσα από αρκετές διαφορετικές οπτικές. Περισσότερο βλέπουμε τον ηλικιωμένο μα αποφασισμένο μάγο Μόρσανθ, που θέλει να αποκαταστήσει την ισχύ του είδους του σε μια κοινωνία που απειλεί να αφανίσει την μαγεία, τον νεαρό Γιούρακ, που με τους κοντινούς του φίλους – σχεδόν αδελφούς – Ρέανταν και Κράφιν αφήνουν το Δάριον, το χωριό όπου μεγάλωσαν, για να εξερευνήσουν τον κόσμο του Έζαιθυρ, τον Ντράιγκσιλ, πολύ φημισμένο μάγο στον οποίο ολόκληρο το Έζαιθυρ εναποθέτει το άχθος της κατατρόπωσης του Μόρσανθ, τον Νάκραροτ, τον νεαρότερο αδελφό του, μαθητή του Μόρσανθ και αποφασισμένου να εξοντώσει τον Ντράιγκσιλ για μια τραγωδία που του επιρρίπτει και μετράει ήδη ολόκληρα χρόνια ιστορίας, και την Σίλερντ, μια βασίλισσα που δικτατορικά επιχειρεί να επαναφέρει τον τόπο της στην παλιά του αίγλη. Λίγο σπανιότερα βλέπουμε και κάποιους από τους υπόλοιπους χαρακτήρες να αφηγούνται, όπως την μάγισσα Σαρέσμιρα, που επιβαρύνεται με καθήκοντα που δεν θέλει να αναλάβει, και τον Ρέανταν, που κουβαλάει μια κληρονομιά που τον καθιστά πολύτιμο και που δεν την γνωρίζει.
Αν και οι χαρακτήρες ξετυλίγουν πρώτα ανεξάρτητα το νήμα της αφήγησης, σύντομα τα παρόντα τους αρχίζουν να συνυφαίνονται. Ο μάγος Μόρσανθ, με την ικανότητά του να εισβάλλει στις σκέψεις όποιου επιλέγει, φαίνεται να ταλανίζει κάποιο από τα τρία αγόρια που έχουν μόλις ξεκινήσει το ταξίδι τους στο Έζαιθυρ. Από την αρχή κιόλας της πορείας τους έρχονται αντιμέτωποι με την φρίκη: ο ουρανός είναι καλυμμένος από την στάχτη του Μόρσανθ, με την οποία καθιστά έκδηλη την απειλή του, και τα Κλάξαγγον, τα τρομερά υβρίδια του Νάκραροτ – μισοί άνθρωποι και μισά κοράκια –, λεηλατούν τα χωριά για να τραφούν και να στρατολογήσουν προς ενίσχυση του ιπτάμενου στόλου τους. Ο Ντράιγκσιλ τους βοηθάει να κρατήσουν στην ζωή τον βαριά τραυματισμένο Κράφιν και, με αφορμή την επαφή τους, ο Γιούρακ, που είναι ορφανός, μαθαίνει πως είναι γόνος δυο εκ των ισχυρότερων μάγων του Έζαιθυρ. Και μαζί μ’ αυτό, πως χρέος του είναι να βοηθήσει τον Ντράιγκσιλ στην εξόντωση του Μόρσανθ.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε πρώτο πρόσωπο και μέσα από αρκετές διαφορετικές οπτικές. Περισσότερο βλέπουμε τον ηλικιωμένο μα αποφασισμένο μάγο Μόρσανθ, που θέλει να αποκαταστήσει την ισχύ του είδους του σε μια κοινωνία που απειλεί να αφανίσει την μαγεία, τον νεαρό Γιούρακ, που με τους κοντινούς του φίλους – σχεδόν αδελφούς – Ρέανταν και Κράφιν αφήνουν το Δάριον, το χωριό όπου μεγάλωσαν, για να εξερευνήσουν τον κόσμο του Έζαιθυρ, τον Ντράιγκσιλ, πολύ φημισμένο μάγο στον οποίο ολόκληρο το Έζαιθυρ εναποθέτει το άχθος της κατατρόπωσης του Μόρσανθ, τον Νάκραροτ, τον νεαρότερο αδελφό του, μαθητή του Μόρσανθ και αποφασισμένου να εξοντώσει τον Ντράιγκσιλ για μια τραγωδία που του επιρρίπτει και μετράει ήδη ολόκληρα χρόνια ιστορίας, και την Σίλερντ, μια βασίλισσα που δικτατορικά επιχειρεί να επαναφέρει τον τόπο της στην παλιά του αίγλη. Λίγο σπανιότερα βλέπουμε και κάποιους από τους υπόλοιπους χαρακτήρες να αφηγούνται, όπως την μάγισσα Σαρέσμιρα, που επιβαρύνεται με καθήκοντα που δεν θέλει να αναλάβει, και τον Ρέανταν, που κουβαλάει μια κληρονομιά που τον καθιστά πολύτιμο και που δεν την γνωρίζει.
Αν και οι χαρακτήρες ξετυλίγουν πρώτα ανεξάρτητα το νήμα της αφήγησης, σύντομα τα παρόντα τους αρχίζουν να συνυφαίνονται. Ο μάγος Μόρσανθ, με την ικανότητά του να εισβάλλει στις σκέψεις όποιου επιλέγει, φαίνεται να ταλανίζει κάποιο από τα τρία αγόρια που έχουν μόλις ξεκινήσει το ταξίδι τους στο Έζαιθυρ. Από την αρχή κιόλας της πορείας τους έρχονται αντιμέτωποι με την φρίκη: ο ουρανός είναι καλυμμένος από την στάχτη του Μόρσανθ, με την οποία καθιστά έκδηλη την απειλή του, και τα Κλάξαγγον, τα τρομερά υβρίδια του Νάκραροτ – μισοί άνθρωποι και μισά κοράκια –, λεηλατούν τα χωριά για να τραφούν και να στρατολογήσουν προς ενίσχυση του ιπτάμενου στόλου τους. Ο Ντράιγκσιλ τους βοηθάει να κρατήσουν στην ζωή τον βαριά τραυματισμένο Κράφιν και, με αφορμή την επαφή τους, ο Γιούρακ, που είναι ορφανός, μαθαίνει πως είναι γόνος δυο εκ των ισχυρότερων μάγων του Έζαιθυρ. Και μαζί μ’ αυτό, πως χρέος του είναι να βοηθήσει τον Ντράιγκσιλ στην εξόντωση του Μόρσανθ.
Έτσι ξεκινάει μια ιστορία με πολλή δράση και πολλή περιπέτεια, που χωρίς περιττές αφηγηματικές φιοριτούρες ή φλυαρία μας εισάγει σταδιακά στον πολύπλοκο κόσμο του Έζαιθυρ. Η γλώσσα είναι άμεση και μεστή και η ροή της αφήγησης γρήγορη και καταιγιστική, με απανταχού παρούσες εξελίξεις, εξηγήσεις και πληροφορίες που όλες τους εξυπηρετούν, με τρόπους αμεσότερους ή εμμεσότερους, την ανάπτυξη της πλοκής. Οι χαρακτήρες είναι σχεδόν όλοι τους εξαιρετικά συμπαθείς, διαφορετικοί και κατανοητοί, που τον καθένα για τους δικούς του λόγους καταλήγεις να τον συμπονάς και να τον δικαιολογείς. Τα κίνητρα είναι σαφή και κανείς τους δεν μένει στάσιμος, παρουσιάζουν μια καινούρια τους πτυχή στην πορεία και μεγαλώνουν με το πέρας της αφήγησης. Θυσιάζουν και θυσιάζονται, υποχωρούν και προχωρούν, επιτυγχάνουν και απογοητεύονται και, σίγουρα, μετά τον επίλογο του καθένα, θέλεις πάρα πολύ να μάθεις πού θα καταλήξουν μετά τις επόμενες περιπέτειες που τους επιφυλάσσει ο Βαγγέλης Τσατσαλής.
Το μόνο που μου έλειψε, ήταν λίγο περισσότεροι διάλογοι. Η κάθε αφήγηση μοιάζει περισσότερο με εσωστρεφή μονόλογο και όχι τόσο με άμεση διάδραση μεταξύ των χαρακτήρων, επειδή οι διάλογοι αποδίδονται κυρίως σε πλάγιο λόγο, κάπως περιληπτικά. Σε ορισμένα καίρια σημεία θα μου άρεσε να έβλεπα μια σαφή αλληλεπίδραση, κυρίως ανάμεσα στους αντιμαχόμενους αδελφούς και μεταξύ του Γιούρακ και του Κράφιν, που φαίνεται να μοιράζονται κάτι ιδιαίτερο, ωστόσο, ακόμη κι έτσι, αφέθηκα με την εντύπωση πως αυτή η εσωστρέφεια ταιριάζει με τον χαρακτήρα του κειμένου. Θεωρώ πως η φιλολογική επιμέλεια θα έπρεπε να ήταν περισσότερο προσεγμένη, επειδή έχουν ξεφύγει αρκετές συντακτικές αστοχίες (που όμως δεν είμαι σίγουρη πως ήταν από την αρχή λάθη του συγγραφέα, επειδή τις ίδιες ακριβώς έχω συναντήσει και σε άλλα βιβλία των ίδιων εκδόσεων) που σε βγάζουν λίγο από το κλίμα της αφήγησης, όμως ακόμη κι έτσι η ιστορία δεν αποτυγχάνει να σε απορροφήσει και, με πολλές ανατροπές και δυναμικές κορυφώσεις, να σε ανταμείψει.
Εν πολλοίς, οι Δεσμώτες της Στάχτης είναι σίγουρα, για ‘μένα τουλάχιστον, ένα πολύ δυναμικό ξεκίνημα για μια σειρά που ήδη από την αρχή υπόσχεται πολλά. Ο Βαγγέλης Τσατσαλής είναι μια νέα φωνή που αξίζει οπωσδήποτε να ακουστεί, και νομίζω πως θα ικανοποιήσει αρκετά τους λάτρεις του καθαρόαιμου fantasy.
Το μόνο που μου έλειψε, ήταν λίγο περισσότεροι διάλογοι. Η κάθε αφήγηση μοιάζει περισσότερο με εσωστρεφή μονόλογο και όχι τόσο με άμεση διάδραση μεταξύ των χαρακτήρων, επειδή οι διάλογοι αποδίδονται κυρίως σε πλάγιο λόγο, κάπως περιληπτικά. Σε ορισμένα καίρια σημεία θα μου άρεσε να έβλεπα μια σαφή αλληλεπίδραση, κυρίως ανάμεσα στους αντιμαχόμενους αδελφούς και μεταξύ του Γιούρακ και του Κράφιν, που φαίνεται να μοιράζονται κάτι ιδιαίτερο, ωστόσο, ακόμη κι έτσι, αφέθηκα με την εντύπωση πως αυτή η εσωστρέφεια ταιριάζει με τον χαρακτήρα του κειμένου. Θεωρώ πως η φιλολογική επιμέλεια θα έπρεπε να ήταν περισσότερο προσεγμένη, επειδή έχουν ξεφύγει αρκετές συντακτικές αστοχίες (που όμως δεν είμαι σίγουρη πως ήταν από την αρχή λάθη του συγγραφέα, επειδή τις ίδιες ακριβώς έχω συναντήσει και σε άλλα βιβλία των ίδιων εκδόσεων) που σε βγάζουν λίγο από το κλίμα της αφήγησης, όμως ακόμη κι έτσι η ιστορία δεν αποτυγχάνει να σε απορροφήσει και, με πολλές ανατροπές και δυναμικές κορυφώσεις, να σε ανταμείψει.
Εν πολλοίς, οι Δεσμώτες της Στάχτης είναι σίγουρα, για ‘μένα τουλάχιστον, ένα πολύ δυναμικό ξεκίνημα για μια σειρά που ήδη από την αρχή υπόσχεται πολλά. Ο Βαγγέλης Τσατσαλής είναι μια νέα φωνή που αξίζει οπωσδήποτε να ακουστεί, και νομίζω πως θα ικανοποιήσει αρκετά τους λάτρεις του καθαρόαιμου fantasy.
Έρση Λάβαρη