Summer Solstice (Κεφάλαιο 32)

ΜΠΡΑΙΝΤΕΝ

Ο Φόστερ και εγώ ορμάμε στο νερό, αμέσως μόλις τους βλέπουμε, να πέφτουν και εγκαίρως αρπάζω την Σελέστ από τους ώμους, πριν την καταπιούν τα κύματα. Είναι αναίσθητη και όταν την τραβάω στην ακτή, ούτε που αναπνέει. Από την άλλη ο Γκασπάρντ κρέμεται σε ημιλιπόθυμη κατάσταση στο πλάι του Φόστερ.
Ανασηκώνω το κεφάλι της Σελέστ και φυσάω αέρα στα πνευμόνια της, ενώ παράλληλα κάνω μαλάξεις στο στήθος της. Εκείνη γυρίζει στο πλάι βήχοντας και ξερνώντας το νερό, που κατάπιε. Το πρόσωπό της παραμορφώνεται από δυσφορία και τα μελανιασμένα χείλη της τρέμουν από την παγωνιά. Ανάθεμά σε. Όταν υποσχέθηκα στην μητέρα της, να την προσέχω, ποτέ μου δε φαντάστηκα κάτι τέτοιο.

«Γκασπάρντ». Ψελλίζει αδύναμα προσπαθώντας, να σηκωθεί. Πιάνω το χέρι της και το σφίγγω, για να της τραβήξω την προσοχή.

«Είναι ασφαλής. Ο Φόστερ τον έσωσε». Αποκρίνομαι ήρεμα και της χαμογελάω. «Παραλίγο Σελέστ. Νόμιζα, ότι θα σε έχανα».

«Μμμ… χρειάζεται κάτι περισσότερο, για να με σκοτώσει». Χαμογελάει, για να συνοφρυωθεί στη συνέχεια. «Η Κρήνη;»

«Άθικτη. Η προσθήκη της έσπασε, όμως είναι ολόκληρη υποθέτω». Σχολιάζω σκεφτικός. Απ’ όσο διέκρινα τουλάχιστον, δεν υπήρχε τίποτα αφύσικο ή κατεστραμμένο πάνω της.

«Και ο δούκας;»

«Δεν ξέρω. Δεν τον είδα καθόλου. Ίσως νεκρός ή φυγάς. Πιθανότατα νεκρός. Η Γητεύτρα κάηκε ολοσχερώς με την επίθεση του Ρόις και των αντρών του». Την ενημερώνω. «Εν πάση περίπτωση. Ας γυρίσουμε στο πλοίο. Και οι δυο σας χρειάζεστε ιατρική φροντίδα άμεσα».

Τρέψαμε σε φυγή τους πειρατές στη στεριά, όμως δεν καταφέραμε, να ακουμπήσουμε καν εκείνους στην θάλασσα. Ποιος ξέρει, τι θα σχεδιάσουν μετά; Ελευθερώσαμε τους αιχμάλωτους στρατιώτες και αφήσαμε ένα γενναιόδωρο ποσό χρημάτων στα χέρια των κατοίκων του νησιού, που δεν εκτελέστηκαν. Σίγουρα δε θα αποκαταστήσει ούτε στο ελάχιστο, τον πόνο και την απώλεια των αγαπημένων τους, αλλά… θα τους βοηθήσει, να κάνουν μια νέα αρχή. Με το μυαλό μου να επιστρέφει στις ζοφερές εικόνες, που κατέγραψε στην παραλία, περνάω τα χέρια μου κάτω από το πληγωμένο σώμα της Σελέστ και την σηκώνω στην αγκαλιά μου.

Όταν επιστρέφουμε στο Μαύρο Τριαντάφυλλο, το πρώτο πράγμα που θα κάνω, είναι, να φροντίσω για τις πληγές τους. Η Σελέστ στο μεταξύ έχει ήδη αρχίσει, να ανακτά τις αισθήσεις της και θα προτιμούσα, να έμενε αναίσθητη για λίγο ακόμα. Η κάθε κίνησή της συνοδεύεται από μορφασμούς πόνου, ενώ ο απρόσκλητος πυρετός έχει κάνει την εμφάνισή του μπροστά στην αδυναμία του οργανισμού της. Η Σελέστ είναι ξαπλωμένη στην καμπίνα μου και εγώ κάθομαι σε μια καρέκλα απέναντι από το κρεβάτι της σφίγγοντας και ξεσφίγγοντας θυμωμένος τις γροθιές μου. Στο δίπλα δωμάτιο βρίσκεται ο πρίγκιπας Γκασπάρντ και προφανώς ο Φόστερ θα είναι μαζί του. Δεν μπορώ, να καταλάβω, πως ένας άντρας νοιάζεται για τη γυναίκα, που αγαπά, με το να θέτει την ζωή της σε κίνδυνο και να επιτρέπει, να πληγώνεται για χάρη του; Αν η Σελέστ ήταν δική μου, αν με άφηνε, να την προστατέψω, όπως η καρδιά μου επιθυμεί, δε θα άφηνα, να συμβεί τίποτα τέτοιο. Το στήθος μου σφίγγεται στη σκέψη, ότι έχει δώσει την καρδιά της σε αυτόν τον άνθρωπο.

Η Σελέστ ανοίγει τα μάτια της και με κοιτάζει ανήσυχα. Όμως στο πρόσωπό της είναι χαραγμένο ένα αμυδρό χαμόγελο, που με παρασέρνει μακριά από τις ζοφερές σκέψεις μου. Η αλήθεια είναι, πως δεν μπορώ, να την αναγκάσω, να είναι μαζί μου μόνο και μόνο για να είμαι ευχαριστημένος. Η ευτυχία της ελπίζω, να μου φέρει την ίδια ικανοποίηση.

«Πως είναι ο πρίγκιπας;» ρωτάει σιγανά.

«Θα γίνει καλά. Μερικές γρατσουνιές και κάποια σπασμένα πλευρά. Τίποτα το σημαντικό». Την ενημερώνω προσπαθώντας, να κρατήσω το πρόσωπό μου όσο πιο ανέκφραστο γίνεται. «Σύντομα θα φτάσουμε στο Έστρελ και από εκεί μπορείτε, να φύγετε, για το Στάρενιθ. Οι στρατιώτες και το πλήρωμα του Άλμπερτ θα σας ακολουθήσουν και θα παλέψουν, για να σας προστατέψουν, αν χρειαστεί. Αν δεν το κάνουν, θα αντιμετωπίσουν εμένα και την οργή μου». Χαμογελάω, για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα. Όμως δε λέω ψέματα.

Η επιστροφή τους στο Στάρενιθ θα προκαλέσει την χαρά του λαού αλλά και την οργή του πρίγκιπα Φρεντέρικο. Η ζωή του πρίγκιπα Γκασπάρντ δε με απασχολεί ιδιαίτερα, αλλά δε θα επιτρέψω σε κανέναν, να απλώσει το χέρι του στη Σελέστ.

«Και με την Κρήνη τι θα γίνει;»

«Δεν… ξέρω. Ο πρίγκιπάς σου έχει ένα πολύ ριψοκίνδυνο σχέδιο κατά νου και δεν είμαι σίγουρος, αν η συνείδησή μου επιτρέψει, να πάρω ένα τόσο μεγάλο ρίσκο στους ώμους μου μόνο και μόνο για να γίνει εκείνος ο επόμενος βασιλιάς του Στάρενιθ».

«Ο Γκασπάρντ βασίζεται στην βοήθειά σου. Μπορεί η οικογένειά του, να περιβάλλεται από άξεστους, όμως εκείνος διαφέρει. Ομολογώ, πως τον φοβόμουν και τον μισούσα στην αρχή, αλλά δεν είναι κακός. Στ’ αλήθεια πιστεύει, ότι κάποια μέρα θα καταφέρουμε, να ενώσουμε πάλι τα κράτη. Όσο δύσκολο και αν είναι». Η Σελέστ απλώνει το χέρι της και το ακουμπάει πάνω στα πλεγμένα δικά μου. «Πριν τον καταδικάσεις, δώσε του μια ευκαιρία. Ίσως να σε εκπλήξει».

«Ίσως…» σχολιάζω προβληματισμένος και σηκώνομαι. «Προσπάθησε, να ξεκουραστείς. Το βράδυ θα βρισκόμαστε στο Έστρελ». Σκύβω από πάνω της και της αφήνω ένα φιλί στο μέτωπο, που κάνει τα μάγουλά της, να κοκκινήσουν ντροπαλά.

Βγαίνω από την καμπίνα και είμαι έτοιμος, να επισκεφτώ εκείνη του Γκασπάρντ, όταν ακούω την συζήτησή του με τον Φόστερ. Κοντοστέκομαι έξω από την μισάνοιχτη πόρτα και στενεύω τα μάτια μου.

«Οι δικοί μας είπαν, ότι ο βασιλιάς είναι πολύ άρρωστος. Μάλλον δε θα βγάλει την εβδομάδα». Λέει ο Φόστερ και ο πρίγκιπας αναστενάζει.

«Οπότε ο Φρεντέρικο βιάζεται, να τελειώσει το παιχνίδι. Αν γίνει βασιλιάς θα είναι πολύ δύσκολο, να τον καταρρίψουμε από τον θρόνο δίχως να κατηγορηθούμε για προδοσία. Και αν πάρει στα χέρια του την Κρήνη αυτός ο ηλίθιος θα τη χρησιμοποιήσει, για να βυθίσει τον κόσμο στο χάος». Γρυλίζει πικαρισμένος. «Ας ελπίσουμε, ότι θα φτάσουμε πριν την τελευταία πνοή του πατέρα μου».

Ναι και εγώ το ελπίζω αυτό. Μόνο που έχω σκοπό, να σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, έτσι και δεν τηρήσεις τον λόγο σου.


Ηλιάνα Κλεφτάκη