Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 36 - Και αν;)

Καθόμουν δίπλα ανάμεσα στον Λαχάρ και την Άιλις. Ακριβώς δίπλα της καθόταν αμίλητος ο Κάιν που απολάμβανε τη σιωπή μαζί με το δείπνο του. Ο μεγαλύτερος από τους πρίγκιπες που καθόταν απέναντί μας, ο Φάραμιρ, εμβόλιζε με την σκέψη και το βλέμμα του τον Κάιν για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ενώ το παράδειγμά του ακολούθησε και η Άιλις. Κάτι είχε συμβεί εδώ πέρα και η περιέργειά μου με έτρωγε να μάθω.

Κάτι ζούληξε το μάγουλό μου και στράφηκα προς τον Λαχάρ που κρατούσε στα δάχτυλά του κάτι βουτηγμένο σε μυρωδάτη σάλτσα. Χαμογέλασα.

«Θα ήθελα πολύ να μάθω αν ακούμπησες το μάγουλό μου, με αυτό» είπα πλαταίνοντας το χαμόγελο.

«Μα φυσικά!».

«Θες να πεθάνεις νωρίς, Λαχάρ;».

«Αναρωτιέμαι αν θα σταματήσεις να είσαι τόσο γκρινιάρα. Όχι ότι δε μου αρέσει βέβαια» απάντησε και φίλησε το μάγουλό μου στο σημείο που με είχε λερώσει. Άφησε την καυτή του ανάσα πάνω μου και αναρίγησα, κλείνοντας στιγμιαία το ελεύθερο μάτι μου. Ο κόσμος γύρω μας δε μας έδινε σημασία. Όλοι γιόρταζαν, έτρωγαν και έπιναν μέχρι να σκάσουν «Εξάλλου μου δίνεις την ευκαιρία να κάνω τέτοια πράγματα» συνέχισε ο πρίγκιπας βγάζοντάς με από το εσωτερικό μου χάος.

«Βρίσκεις έτσι και αλλιώς ευκαιρίες να τα κάνεις αυτά» δήλωσα συγκρατώντας ένα μειδίαμα.

«Μα πώς να αντισταθώ» είπε πίνοντας μια γουλιά από το κύπελλό του «Και αυτά δεν είναι τίποτα σε όλα εκείνα που θέλω να κάνω».

Ανασήκωσα το φρύδι μου έκπληκτη και γύρισα να τον κοιτάξω «Τόσο μεγάλη αυτοσυγκράτηση; Λαχάρ, με αφήνεις άφωνη».

«Μη με δοκιμάζεις Αλιάνα. Ακόμη και εγώ έχω τα όριά μου. Ίσως κάποια στιγμή δεχτείς να τα σπάσεις».

Ξερόβηξα και επέστρεψα στην επίθεση κατά του δίσκου με το φαγητό. Το αίμα μου είχε φτάσει καυτό στα μάγουλά μου. Η αλήθεια ήταν πως δεν είχα ιδιαίτερη... Εμπειρία στις ανθρώπινες σχέσεις, πόσο μάλλον σε αυτά που υπονοούσε ο Λαχάρ. Τα συναισθήματα που μου είχε ξυπνήσει τα είχα καλά θαμμένα εδώ και πολύ καιρό. Με άγχωνε πολλές φορές. Σκεφτόμουν πως πρέπει να συμπεριφερθώ γύρω του, πώς να μην φανώ εντελώς άπειρη και πώς να μην τον διώξω, όπως έδιωχνα μακριά μου κάθε άνθρωπο.

Τον κοίταξα πάλι και απλά άφησα το βλέμμα μου να σταθεί σε κάθε λεπτομέρειά του. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και τα μηνίγγια μου πάλλονταν κάνοντάς την όρασή μου πιο βαθιά. Η μακριά του πλεξούδα τιναζόταν σε κάθε του κίνηση και φαινόταν σα να επιπλέει πάνω στο γερό του στέρνο. Τα χέρια του κινούνταν όπως ένα πέπλο που το παρασέρνει ένα ελαφρύ αεράκι. Μερικά χρυσά βραχιόλια στόλιζαν τους καρπούς του, ενώ λίγα δαχτυλίδια δένονταν γύρω από τα μακριά του δάχτυλά. Η φωνή του ηχούσε ελάχιστα βροντερή όταν το ήθελε και άφηνε μια μικρή υπόνοια ψιθύρου. Σα να χάιδευε τον αέρα γύρω του. Ήταν γοητευτική με το δικό της τρόπο και σε κρατούσε δέσμιό της αν το επέλεγε. Το στομάχι του τρανταζόταν σε κάθε γέλιο του, ενώ όταν έδινε έμφαση σε λέξεις και φράσεις, χτυπούσε ελαφρά το πόδι του στο έδαφος.

Όταν η συζήτηση που έκανε με τον πατέρα του έλαβε τέλος, έφερε το χέρι του πίσω από την πλεξούδα του και την άφησε να γλιστρήσει αθόρυβα από την ανοιχτή του παλάμη ξανά στο στήθος του. Γύρισε προς το μέρος μου και μου χαμογέλασε, στενεύοντας ελάχιστα τα γαλάζια του μάτια.

«Τι είναι;» ρώτησε περίεργος.

Άφησα μια λεπτή ανάσα να φύγει από τα μισάνοιχτα χείλη μου και ανέβασα τον αγκώνα μου στο τραπέζι, στηρίζοντας το σαγόνι μου. Χαμογέλασα όταν έγειρε το κεφάλι του ελάχιστα προς τα δεξιά απορημένος.

«Νομίζω πως αρχίζω να σε ερωτεύομαι» απάντησα σιγανά.

Χωρίς να σπάσει το βλέμμα ανάμεσά μας σκούπισε τα χέρια του σε ένα ύφασμα και γύρισε όλο του τον κορμό προς τα εμένα. Στήριξε τους αγκώνες του στα πόδια του και έσκυψε μπροστά. Πήρε τα χέρια μου μέσα στα δικά του και τα φίλησε απαλά.

«Άργησες» παραπονέθηκε ψιθυριστά.

«Ελπίζω όχι πολύ».

«Πάρα πολύ» συμπλήρωσε παιχνιδιάρικα.

«Και τι πρέπει να κάνω για να το διορθώσω αυτό;» ρώτησα στον ίδιο τόνο.

«Να μου το υπενθυμίζεις κάθε μέρα».

«Και αν το βαρεθείς;».

«Ποτέ» απάντησε και το βλέμμα του ταίριαξε το δικό μου καλύπτοντάς μας στην θέρμη της έντασης και της ανάγκης να σβήσουμε τον κόσμο όλο για να μείνουμε μόνοι μας.

«Πρέπει να συσκεφθούμε με τους Γέροντες και μάλιστα γρήγορα» είπε ο βασιλιάς Χακίμ και σηκώθηκε αμέσως από την θέση του «Τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα από όσο τα περίμενα. Ειδικά τώρα με την κλοπή της πέτρας της ζωής».

«Κλάπηκε η πέτρας της ζωής;» φώναξε ο Λαχάρ στρεφόμενος στο βασιλιά και τα αδέρφια του που έσκυψαν το κεφάλι τους.

Το κλίμα ανάμεσά μας δεν μπορούσε να γίνει ακόμα πιο βαρύ. Ύστερα από την αφήγηση όλου του ταξιδιού και των εμπειριών μας, καθώς και των πραγμάτων τα οποία μάθαμε μέσα σε αυτούς τους δυο μήνες, όλοι είχαν χλομιάσει. Το μόνο θετικό ήταν ότι μπορούσα να ελέγχω την Κάλιντα ως ένα σημαντικό σημείο.

Ο Χάρου τίναξε τα φτερά του και βολεύτηκε καλύτερα στον ώμο μου. Το καημένο το ζώο δεν μπορούσε να συνηθίσει την παρουσία τόσων ανθρώπων μέσα στο χώρο και ας ήταν απλωμένοι πιο μακριά μας.

«Πώς έγινε αυτό;» απαίτησε να μάθει ο Λαχάρ «Η πέτρα θα μας βοηθούσε να κλειδώσουμε τις ψυχές σε αυτή και να της στείλουμε ξανά στον κάτω κόσμο! Ποιος κατάφερε να περάσει από τους Γέροντες;».

«Λαχάρ, ηρέμησε» ξεκίνησε να λέει ο βασιλιάς «Δεν ξέρουμε πως έγινε αυτό. Η πέτρα απλά εξαφανίστηκε. Αλλά δεν πρέπει να μάθει κανείς για την απουσία της. Είναι πολύ σημαντικό μας κειμήλιο και είναι ο λόγος που δεν μας πλησίαζαν άλλες ψυχές τόσους αιώνες. Οι Γέροντες επιστράτευσαν όλες τους τις δυνάμεις για να καταφέρουν να διατηρήσουν μια ισορροπία. Πρέπει να μιλήσουμε οπωσδήποτε μαζί τους» έπειτα γύρισε στον Κάιν «Πρίγκιπα Κάιν, πότε θα φτάσει ο σύμβουλός σας για να μας ενημερώσει σε βάθος για αυτή την τελετή;».

«Θα είναι εδώ ως το μεσημέρι» του απάντησε σοβαρός.

Ο βασιλιάς Χακίμ έγνεψε και στράφηκε στους γιους του:

«Πηγαίνετε στους Γέροντες και ζητήσετε ακρόαση μαζί τους το μεσημέρι. Το μέλλον του κόσμου μας είναι αβέβαιο».

Είχα κρεμάσει τα πόδια μου από την μαρμάρινη κουπαστή του μπαλκονιού και έβλεπα όλη την Ινάλ να ανοίγεται στον μακρινό ορίζοντα και ακόμη παραπέρα. Η χρυσαφιά άμμος, δενόταν με τα μικρά σπιτάκια και ταίριαζε με τα μαλλιά των κατοίκων του βασιλείου. Πέρα από αυτά έσκιζε την περιοχή στα δύο ένας μεγάλος ποταμός που τα νερά του έλαμπαν καταγάλανα κάτω από το ζεστό ήλιο. Μερικοί διάσπαρτοι φοίνικες κρατούσαν σκιά και μερικές καμήλες στέκονταν στην αγκάλη της.

Η Άιλις δεν άργησε να με μιμηθεί. Ανέβηκε προσεκτικά στην κουπαστή και ξεφυσώντας άφησε τον κορμό της να καμπουριάσει.

«Όλα πάνε αντίθετα από τις επιθυμίες μας. Τι άλλο μας περιμένει;» ρώτησε απηυδισμένη το κενό.

«Δεν ξέρω, Άιλις. Δεν ξέρω...» απάντησα σκεπτόμενη το χαμό που έχει δημιουργηθεί από την Κάλιντα.

«Μη στρέφεσαι τόσο εναντίον μου Αλιάνα. Ποτέ δεν ήθελα να γίνουν όλα αυτά» ψιθύρισε η Κάλιντα μέσα μου.

Και η αλήθεια είναι πως δεν στρεφόμουν εντελώς εναντίον της. Ήταν και εκείνη κατά κάποιο τρόπο θύμα των περιστάσεων. Έψαχνε μια ευκαιρία να βγει στον κόσμο των ζωντανών και κάποιος προσπάθησε να την βοηθήσει ή να την σκοτώσει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αυτού.

«Δεν ξέρεις ούτε τα μισά».

«Ε, τότε εξήγησέ μου!» σκέφτηκα νοερά.

Ακολούθησε η απόλυτη σιωπή. Η Κάλιντα δεν ήθελε να μιλήσει άλλο και δεν μπορούσα να την κάνω να αλλάξει γνώμη. Ένα συρτό κρώξιμο έσκισε τον αέρα και ύψωσα τον καρπό μου λίγο πιο πέρα από το σώμα μου, στο ύψος των ματιών μου. Ύστερα από λίγο, ο Χάρου ήρθε και γραπώθηκε γύρω από αυτόν και τύλιξε τα φτερά του στη θέση τους.

«Άιλις, τι είναι η πέτρα της ζωής;».

Η πριγκίπισσα σταμάτησε να κουνάει τα πόδια της μπρος-πίσω πάνω από το κενό και έστρεψε το κεφάλι της προς εμένα:

«Είναι το αρχαιότερο κειμήλιο της Ινάλ και λένε πως οι ίδιοι οι θεοί μας το παρέδωσαν για να μας προστατεύει. Είναι μια σχετικά μεγάλη, όσο οι δυο μου χούφτες, χρυσή πέτρα που κρατούσε μακριά μας τα πνεύματα όπως αυτό που κουβαλάς μέσα σου. Δεν μπορούσαν να πλησιάσουν το βασίλειό μας εξαιτίας της και την είχαν οι Γέροντες υπό την προστασία τους και τη διαρκή επίβλεψή τους. Η πέτρα της ζωής μπορεί να κλείσει μέσα της πάρα πολλές ψυχές και ύστερα να της σφραγίσει μέσα της στέλνοντάς τες στον κόσμο των νεκρών»

«Προφανώς δεν τα κατάφεραν με όλες. Έχω έρθει δυο φορές στην Ινάλ στο παρελθόν. Και τις δυο δεν ένιωσα καμιά δύναμη να με διώχνει από το βασίλειο. Το αντίθετο μάλιστα. Η δύναμη της πέτρας με προσκαλούσε να έρθω ως εδώ. Δε σου φαίνεται περίεργο;» αποκάλυψε η Κάλιντα, εκπλήσσοντάς με «Και αν η πέτρα δεν κρατούσε τα πνεύματα μακριά; Αν τα προσκαλούσε στην Ινάλ;» και είχε δίκιο, αλλά αυτό περιέπλεκε ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

«Οι Γέροντες δεν θα μας έλεγαν ποτέ ψέματα! Πώς τολμάς ακόμη και να το αναφέρεις! Είναι οι αρχαιότεροι πρόγονοί μας και προστάτες της Ινάλ» η Άιλις σοβάρεψε και με κοίταξε με βλέμμα δολοφονικό.

«Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε προσβάλω» απολογήθηκα βιαστικά, αγνοώντας την Κάλιντα που κάγχασε. Δεν ήξερα τι να πιστέψω και τι να σκεφτώ πλέον.

«Σου ζητώ και εγώ συγγνώμη. Δεν έπρεπε να σου φωνάξω. Απλά είναι τόσα πολλά πράγματα μαζεμένα και φοβάμαι τόσο πολύ, Αλιάνα. Τι θα γίνει αν αποτύχει η τελετή; Τι θα απογίνουμε όλοι μας;» η Άιλις ξεφύσησε.

Τι να απαντούσα; Το βάρος που με πλάκωνε επανήλθε επάνω μου και με τραβούσε στο σκοτάδι του ξανά. Το βάρος της ευθύνης. Ήμουν συνδεδεμένη με την καταστροφή και μια άλλη είχε προστεθεί για να μας βουλιάξει στο χάος. Έβγαλα τις δυο βελόνες από την τσέπη του κορσέ μου και τις μελέτησα προσεκτικά. Κουβαλούσα και άλλες ψυχές επάνω μου και ήξερα σε ποιον ανήκαν. Τα λόγια στη περγαμηνή και η αντίδραση της Κάλιντα επιβεβαίωναν τις υποψίες μου. Στα χέρια μου κρατούσα τις ψυχές του συζύγου της και του παιδιού της. Τι πιο τραγικό από αυτό. Να μην μπορείς να αγγίξεις αυτούς που αγαπάς και να ξέρεις ότι τους έχεις μαζί σου και να μην μπορείς να τους μιλήσεις. Τις τοποθέτησα με προσοχή στη θέση τους και προσπάθησα να πάρω το μυαλό μου μακριά από το κακό.

«Επίσης, τι γίνεται με εσένα και τον Κάιν; Διακρίνω μια έχθρα μεταξύ σας;».

Η Άιλις έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της και μούγκρισε απεγνωσμένη.

«Ο Κάιν μπορεί να πάει να φάει άμμο. Δε με ενδιαφέρει».

«Τι σου έκανε;».

Η πριγκίπισσα με κοίταξε με μάτια θλιμμένα.

«Του έχω στείλει τόσα γράμματα και δεν μου έχει απαντήσει σε κανένα από αυτά. Πριν λίγες μέρες μου ήρθε ένα και έλεγε πως δεν θέλει να τον ενοχλώ με παιδικές χαζομάρες γιατί έχει πιο σημαντικά πράγματα να λύσει από τους έρωτές μου. Το πιστεύεις;».

«Με δυσκολία. Ο Κάιν δε θα μιλούσε ποτέ έτσι. Και ας τον γνωρίζω μόλις δυο μήνες. Επίσης, δεν θυμάμαι να έστειλε γράμμα πριν λίγες μέρες».

Έφερα το χέρι μου στο σαγόνι μου, τρίβοντάς το λίγο πριν κοιτάξω τον ορίζοντα ξανά. Κάτι δεν μου άρεσε σε αυτή την ιστορία.

«Μην προσπαθείς να τον δικαιολογήσεις!» φώναξε η Άιλις.

«Άιλις, τα έστελνες μόνη σου τα γράμματα;».

«Γιατί το ρωτάς αυτό; Τα έδινα στον Φάραμιρ να τα στείλει με τα δικά του περιστέρια. Είναι τα πιο γρήγορα στο βασίλειο. Τα εκτρέφει μόνος του και-».

«Υπάρχει περίπτωση να μην έστειλε τα γράμματά σου;» την διέκοψα.

«Ο αδερφός μου; Γιατί να το κάνει αυτό;».

«Ποιος σου παρέδωσε το γράμμα του Κάιν;».

«Ο... Φάραμιρ».

«Έχεις δει ποτέ τον γραφικό χαρακτήρα του Κάιν;».

«Όχι...».

«Τότε πως είσαι σίγουρη πως εκείνος σου έστειλε το γράμμα;».

«Αλιάνα, έχεις δίκιο... Μα ο αδερφός μου δεν θα έκανε ποτέ τέτοιο πράγμα».

«Θα το έκανε, αν δεν συμπαθούσε τον Κάιν».

Η Άιλις κατέβηκε αμέσως από την κουπαστή και με τράβηξε μαζί της. Ο Χάρου έκρωξε και πέταξε στον αέρα πριν προσγειωθεί ξανά στο σημείο όπου καθόμουν.

«Πάμε τώρα να μάθουμε! Πρέπει να έχει γυρίσει από τη συνάντηση με τους Γέροντες» είπε εκνευρισμένη.

Βρήκα γρήγορα το βήμα μου και την ακολούθησα καθώς άνοιγε την πόρτα για να βγούμε στον πλατύ διάδρομο. Μόλις έστριψε δεξιά, με άφησε απότομα με αποτέλεσμα να πέσω πάνω σε κάτι με φόρα.

Η Άιλις κράτησε την ανάσα της και μου έκανε νόημα να φύγω από εκεί που στεκόμουν. Μπροστά μου είχα μια σχετικά νέα γυναίκα με πλεγμένα στη βάση του αυχένα της τα χρυσά της μαλλιά. Με κοιτούσε με θυμό και λίγη περιέργεια, έτοιμη να με κατασπαράξει. Μια υπηρέτρια ίσιωσε το βελούδινο σκούρο πράσινο σάλι που τυλιγόταν στο στήθος της και ανάδειχνε το πλούσιο μπούστο της και έπεφτε πάνω στους ώμους της για να κυλήσει σαν καταρράκτης στα πόδια της. Το χρυσό της φόρεμα έδενε με ένα ελαφρύ και λίγο προεξέχον κορσέ, ενώ η φούστα του έπεφτε αέρινη πάνω στην καλλίγραμμη φιγούρα της.

«Πριγκίπισσα Άιλις, δεν σας έχουν ενημερώσει ότι δεν πρέπει να τρέχετε στο παλάτι; Μια σωστή κυρία και μέλλουσα βασίλισσα δεν πρέπει να φέρεται όπως οι υπήκοοί της,» είπε κοιτάζοντάς με, με νόημα «Σαν ατίθασα κατοικίδια».

Στένεψα το βλέμμα μου και έγειρα το κεφάλι μου στα δεξιά ώστε να έχω καλύτερη εικόνα της καρωτίδα της.

«Συγγνώμη μητέρα» απολογήθηκε η Άιλις σκύβοντας το κεφάλι.

«Εσύ πρέπει να είσαι η καταστροφή για την οποία μιλά με περίσσιο θαυμασμό ο άντρας μου. Να με συγχωρείς που δε σας υποδέχτηκα χθες. Δεν το συνηθίσω να συμμετέχω σε γιορτές κατωτέρων μου. Έμαθα βέβαια ότι ο έβδομος πρίγκιπας σε έφερε εδώ ως την επόμενη ερωμένη του. Πόσο θα κρατήσεις εσύ άραγε; Οι προηγούμενες έφυγαν κλαίγοντας από το παλάτι. Καημένα κορίτσια» είπε η βασίλισσα ανασηκώνοντας ελαφρώς το κεφάλι της ως ένδειξη ανωτερότητας και αγνόησης και πλέκοντας τα γεμάτα δαχτυλίδια δάχτυλά της μεταξύ τους.

«Τελειώσατε;» ρώτησα αφήνοντας το θυμό μέσα μου να βράζει. Δε θα έκανα κάτι που θα έφερνε τον Λαχάρ, τον Κάιν και την Άιλις σε δύσκολη θέση. Δεν ενεργούσα μόνη μου πλέον.

Η βασίλισσα κάγχασε και η υπηρέτρια με σκυφτό το κεφάλι, άπλωσε το χέρι της μπροστά κάνοντάς της χώρο για να προχωρήσει χωρίς άλλη καθυστέρηση.

«Τουλάχιστον αν πεθάνεις, πάρε και το μπάσταρδο μαζί σου. Πρέπει κάποιος να σου κρατά παρέα στον κάτω κόσμο» ψιθύρισε με φωνή που έσταζε δηλητήριο, δίχως να με κοιτάξει άλλη φορά.


Ella Sarlot