Ανοίγω απότομα τα μάτια μου, σαν να ξυπνάω από ένα πολύ βαθύ όνειρο και βρίσκομαι στο κρεβάτι που πριν από λίγο είχα αγκαλιά την Εχεκράτεια. Τώρα όμως δεν είναι εδώ. Πού βρίσκεται; Πετάγομαι όρθιος και κοιτάζω με πανικό γύρω μου. Πάω να ανοίξω την πόρτα, αλλά δεν ανοίγει με τίποτα. Βάζω δύναμη και ενέργεια αλλά δεν κουνιέται καν. Δεν μπορώ ούτε να τη σπάσω. Τι συμβαίνει εδώ μέσα; Ανοίγω τις κουρτίνες και ένα δυνατό φως με χτυπάει. Βάζω το χέρι μου μπροστά από τα μάτια μου για να τα καλύψω. Μόλις συνηθίζω το δυνατό φως, βγαίνω έξω στην αυλή. Δεν είμαι στη γη των αγγέλων. Μοιάζει πολύ με τον παράδεισο που λένε όλοι πίσω στη Γη. Είναι σαν μια τεράστια αυλή με όλες τις ομορφιές του κόσμου. Ο ουρανός είναι πιο γαλανός από ποτέ, καθαρός και φωτεινός. Το γρασίδι μυρίζει φρεσκάδα και απόλυτη ηρεμία τρέχει μέσα στον άνεμο.
Και τότε τη βλέπω. Τη βλέπω μπροστά μου να προσπαθεί να φτάσει ένα ρόδι. Τεντώνει το κορμί της σαν μικρό παιδάκι και προσπαθεί να κόψει ένα ρόδι από ένα ψηλό κλαδί. Πάω από πίσω της και απαλά πιάνω το ρόδι στα χέρια μου και της το προσφέρω. Καθώς γυρνάει να με κοιτάξει η καρδιά μου σφίγγεται. Τα κόκκινα μαλλιά της είναι πανέμορφα και μυρίζει ακόμα γιασεμί. Το πρόσωπό της είναι γλυκό και μόλις με βλέπει μπροστά της μου χαμογελάει και η ανάσα μου κόβεται από την ομορφιά της. Εκείνη παίρνει το ρόδι στα χέρια της και δεν μπορώ να κρατηθώ. Είναι αλήθεια αυτό που ζω; Ή μήπως είναι ένα όνειρο; Με τα δάχτυλά μου χαϊδεύω το πρόσωπό της και στο άγγιγμά μου εκείνη κλείνει τα μάτια της σαν να το αισθάνεται βαθιά μέσα της.
«Εχεκράτεια...» καταφέρνω με δυσκολία να ψιθυρίσω και τότε σφίγγει το χέρι της πάνω στο δικό μου, για να νιώσει λίγο ακόμα το άγγιγμά μου στο μάγουλό της. Τόσο απαλή. Τόσο ζέστη. Τα μάτια της ανοίγουν ήρεμα. Δεν έχει άγχος. Δεν έχει μυστικά. Δεν έχει σκέψεις. Είναι ήρεμη και γαλήνια.
«Μη στεναχωριέσαι» μου λέει. Κόβει το ρόδι στη μέση και μου το προσφέρει. Πώς είναι δυνατόν να μη στεναχωριέμαι; Η καρδιά μου πονάει στη σκέψη ότι είσαι μακριά μου.
«Σε παρακαλώ. Πάρε με μαζί σου» της λέω και πέφτω στα γόνατα. Γαντζώνομαι πάνω στο φόρεμά της σαν μικρό παιδάκι που κλαίει στα ρούχα της μαμάς του. Βάζω το πρόσωπό μου στην κοιλιά της και τη σφίγγω, σαν να προσπαθώ να απαλύνω λίγο τον πόνο μου πάνω της. Εκείνη ατάραχη ακουμπάει απαλά τα μαλλιά μου και με χαϊδεύει. Το άγγιγμά της με ηρεμεί αλλά δεν είναι αρκετό. Αυτό που ζω δεν είναι αληθινό.
«Αυτό δεν μπορώ να το κάνω, άγγελέ μου και το ξέρεις» μου απαντάει με ευγενική φωνή.
«Σε παρακαλώ, μη με αφήνεις» της λέω και ξεσπάω σε κλάματα. Συνεχίζει να με χαϊδεύει καθώς γονατίζει και εκείνη και με παίρνει αγκαλιά. Δεν μπορεί να είναι ψέμα. Όχι... Θα αναγνώριζα παντού αυτό το συναίσθημα. Δεν είναι φαντασία. Είναι αληθινό. Παίρνει το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια της και με κοιτάζει. Τα πανέμορφα μάτια της φαίνονται λες και είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό που πλάστηκε αυτός ο κόσμος. Τόσο ζωηρά. Τόσο ζωντανά και έντονα!
«Δε θα σε αφήσω ποτέ» μου λέει και το βλέμμα μου δεν μπορεί να φύγει από πάνω της. Δε θέλω να κλείσω ξανά τα μάτια μου.
«Θα είμαι για πάντα μαζί σου... Όταν θα γελάς, θα είμαι εκεί. Όταν θα πονάς, θα είμαι πάλι εκεί να απαλύνω τον πόνο σου. Στη μάχη, θα είμαι για πάντα το σπαθί και η ασπίδα σου» μου χαμογελάει τόσο όμορφα που δε θέλω να κοιτάξω πουθενά αλλού. Δε θέλω να νιώσω τίποτα άλλο εκτός από εκείνη. Οι ενέργειές μας ενώνονται και όλο μου το σώμα ανατριχιάζει. Τα χείλη μας ενώνονται και αυτά και τότε σιγά σιγά χάνεται μέσα από τα χέρια μου, καθώς ο άνεμος την παρασέρνει σαν όνειρο. Νιώθω το άγγιγμά της ακόμα ζεστό, καθώς τη βλέπω γαλήνια να απομακρύνεται.
«Μην ξεχνάς ποιος πραγματικά είσαι» την ακούω να λέει για τελευταία φορά και τα μάτια μου ανοίγουν ξανά…
Τώρα όμως είμαι ήρεμος. Θα είναι τα πάντα για εμένα. Για πάντα... Από πάνω μου βλέπω τη Spero να μου χαμογελάει καθώς χαϊδεύει το χέρι μου. Την κοιτάω και φαίνεται ότι καταλαβαίνει τα πάντα. Δε θα χαθεί ποτέ ο δεσμός ανάμεσά μας και έτσι νιώθει την ηρεμία μου. Ανακάθομαι στο κρεβάτι και την κοιτάζω. Φοράει και πάλι το χρυσό της φόρεμα. Η ουρά του φαίνεται σαν να χάνεται ανάμεσα στα αστέρια του ουρανού. Μου δίνει τα χέρια της για να σηκωθώ. Με ευχαρίστηση δέχομαι τη βοήθειά της και μου χαμογελάει ζεστά.
«Ήρθε η ώρα...» μου λέει και τα απλά μου ρούχα αλλάζουν και γίνονται μια πανέμορφη χρυσή πανοπλία.
Την ακολουθώ και ξέρω πολύ καλά πού πάμε. Στον ναό του Διός. Βγαίνουμε μέσα από το σπίτι που ήμασταν και οι ουρανοί ακόμα κλαίνε. Δε σταμάτησαν στιγμή. Προχωράμε προς τον ναό του Διός. Άγγελοι και φωτισμένοι άνθρωποι μαζεύονται. Μπαίνουμε μέσα και είναι όλοι εδώ. Ήρθαν για να τιμήσουν τους νεκρούς. Ήρθαν για να μάθουν την αλήθεια, που είναι πέρα από κάθε φαντασία. Στο κέντρο του ναού, μπροστά από το τεράστιο άγαλμα του Δία, βλέπω την Εχεκράτεια ξαπλωμένη σαν να κοιμάται με τα χέρια σταυρωμένα στην κοιλιά της. Ένα χαμόγελο φαίνεται στα χείλη της, αλλά το δέρμα και τα μαλλιά της είναι ωχρά. Δεν υπάρχει τίποτα ζωντανό εδώ, όχι πια. Πόνος και λύπη έρχονται ξανά στην επιφάνεια.
«Σήμερα η μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό έληξε για μια ακόμα φορά. Οι δαίμονες έχασαν αυτή τη φορά. Χάρη στις μεγάλες δυνάμεις που επέστρεψαν, μπορέσαμε να κλειδώσουμε τις πύλες που ανεξέλεγκτα είχαν ανοίξει ανάμεσα στους κόσμους» βγάζει λόγο και όλοι προσηλωμένοι την κοιτάζουμε με δέος και σεβασμό.
«Είχαμε απώλειες, αλλά οι θυσίες θα μείνουν για πάντα στην ιστορία!» λέει και τότε πλάκες με ονόματα εμφανίζονται γύρω από την Εχεκράτεια. Είναι τα ονόματα όλων όσων χάθηκαν στη μάχη.
«Αυτή η κοπέλα» λέει και στραβοκαταπίνει, καθώς ένας κόμπος της σφίγγει το στομάχι. Είναι και η ίδια πολύ θλιμμένη, παρόλο που δεν την ήξερε.
«Αυτή η κοπέλα θυσίασε όλη της τη ζωή για το καλό Γης και ουρανών» λέει και δείχνει την Εχεκράτεια. Περνάει το χέρι της από πάνω της και τότε τα μαλλιά της γίνονται κόκκινα. Το δέρμα της φωτίζεται και τα χείλη της ροδίζουν. Το φόρεμά της λάμπει σαν να φτιάχτηκε από όλα τα χρώματα και τα αστέρια του γαλαξία. Τα μάτια μου φωτίζονται. Βλέπω τα χείλη της Spero να ψιθυρίζουν κάτι και χαμογελάει ευγενικά.
«Δε θα σε θυμούνται ως φθαρμένη και πονεμένη. Αλλά ως πανέμορφο φως των ουρανών» λέει στην Εχεκράτεια και ένα δάκρυ της κυλάει. «Αυτή η κοπέλα δεν έγραψε απλώς ιστορία. Αυτή η κοπέλα είναι το έμβλημα της ειρήνης μας. Είναι η ίδια μας η δύναμη. Αυτή η κοπέλα είναι η ζωή και ο θάνατος όλων μας. Σήμερα δεν έγραψε απλώς ιστορία. Σήμερα η Εχεκράτεια έγινε θρύλος. Ένας θρύλος που δε θα ξεχαστεί ποτέ ανάμεσα στους αιώνες. Ένας θρύλος που θα ζει μέσα στις ψυχές όλων μας!» λέει και ακουμπάει το χέρι της για μια τελευταία φορά.
Ξαφνικά η αστραπή βγαίνει από μέσα μου και υψώνεται πάνω από το σώμα της Εχεκράτειας. Όλοι αναφωνούν σοκαρισμένοι και κάνουν ένα βήμα πίσω. Δε φαίνεται να κάνει κάτι συγκεκριμένο. Το φως της όμως είναι ακανόνιστο. Η Spero μπροστά της την κοιτάζει σαν να μιλάει σε κάποιον πολύ σημαντικό άνθρωπο. Οι δυο τους φαίνονται σαν να επικοινωνούν μεταξύ τους και μετά από λίγο η αστραπή μπαίνει μέσα στο σώμα της Εχεκράτειας.
«Αδέρφια μου, μη φοβάστε» μας λέει η Spero καθώς χαμογελάει σε όλους μας.
«Η ιερή αστραπή του Διός θα φυλάσσεται μέσα της, μέχρι να βρεθεί ο επόμενος διάδοχος, αντάξιος της δύναμης αυτής της γυναίκας. Η αστραπή δε θέλει να αφήσει την αρχόντισσά της» λέει η Spero και κατεβαίνει σιγά σιγά τα σκαλιά.
«Μη θρηνείτε. Τα αδέλφια μας θυσιάστηκαν για εμάς και δε θα φύγουν ποτέ. Θα είναι πάντα εδώ για να μας προστατεύουν. Είναι στο χέρι μας να τους κρατήσουμε ζωντανούς» λέει και φως μπαίνει μέσα στον ναό.
Η βροχή σταματάει και ήλιος πιο ζεστός από ποτέ χτυπάει τον κόσμο μας. Η ζεστασιά του μας γεμίζει δύναμη και ελπίδα και το άρωμά της ευωδιάζει όλον τον ναό. Γιασεμί. Κλείνω τα μάτια μου και ακούω ψίθυρους στα αυτιά μου.
«Αντίο, μεγάλε αδελφέ!» ακούω έκπληκτος τη φωνή της Ντόροθη.
«Τα κατάφερες καλά τελικά». Μαρία;
«Όσο μας θυμάστε θα μπορούμε να ζούμε για πάντα». Δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω τη φωνή της Γρυνούς, της αγαπημένης μαθήτριας της Spero.
«Δε θα είσαι ποτέ μόνος σου». Εχεκράτεια…
«Μην την ξεχάσεις» με ακουμπάει απαλά η Spero στην πλάτη και ανοίγω ήρεμος τα μάτια μου.
«Δεν ξεχνώ...» της απαντάω και κοιτάζω τον ουρανό. Ένα χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη μου.
Δε θα πεθάνεις ποτέ πραγματικά.
Μας έσωσες όλους μας, μικρή μου κοκκινομάλλα.
Η καρδιά μου θα σου ανήκει για πάντα…
ΤΕΛΟΣ (για τώρα)
Παρασκευή Γκύζη
«Εχεκράτεια...» καταφέρνω με δυσκολία να ψιθυρίσω και τότε σφίγγει το χέρι της πάνω στο δικό μου, για να νιώσει λίγο ακόμα το άγγιγμά μου στο μάγουλό της. Τόσο απαλή. Τόσο ζέστη. Τα μάτια της ανοίγουν ήρεμα. Δεν έχει άγχος. Δεν έχει μυστικά. Δεν έχει σκέψεις. Είναι ήρεμη και γαλήνια.
«Μη στεναχωριέσαι» μου λέει. Κόβει το ρόδι στη μέση και μου το προσφέρει. Πώς είναι δυνατόν να μη στεναχωριέμαι; Η καρδιά μου πονάει στη σκέψη ότι είσαι μακριά μου.
«Σε παρακαλώ. Πάρε με μαζί σου» της λέω και πέφτω στα γόνατα. Γαντζώνομαι πάνω στο φόρεμά της σαν μικρό παιδάκι που κλαίει στα ρούχα της μαμάς του. Βάζω το πρόσωπό μου στην κοιλιά της και τη σφίγγω, σαν να προσπαθώ να απαλύνω λίγο τον πόνο μου πάνω της. Εκείνη ατάραχη ακουμπάει απαλά τα μαλλιά μου και με χαϊδεύει. Το άγγιγμά της με ηρεμεί αλλά δεν είναι αρκετό. Αυτό που ζω δεν είναι αληθινό.
«Αυτό δεν μπορώ να το κάνω, άγγελέ μου και το ξέρεις» μου απαντάει με ευγενική φωνή.
«Σε παρακαλώ, μη με αφήνεις» της λέω και ξεσπάω σε κλάματα. Συνεχίζει να με χαϊδεύει καθώς γονατίζει και εκείνη και με παίρνει αγκαλιά. Δεν μπορεί να είναι ψέμα. Όχι... Θα αναγνώριζα παντού αυτό το συναίσθημα. Δεν είναι φαντασία. Είναι αληθινό. Παίρνει το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια της και με κοιτάζει. Τα πανέμορφα μάτια της φαίνονται λες και είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό που πλάστηκε αυτός ο κόσμος. Τόσο ζωηρά. Τόσο ζωντανά και έντονα!
«Δε θα σε αφήσω ποτέ» μου λέει και το βλέμμα μου δεν μπορεί να φύγει από πάνω της. Δε θέλω να κλείσω ξανά τα μάτια μου.
«Θα είμαι για πάντα μαζί σου... Όταν θα γελάς, θα είμαι εκεί. Όταν θα πονάς, θα είμαι πάλι εκεί να απαλύνω τον πόνο σου. Στη μάχη, θα είμαι για πάντα το σπαθί και η ασπίδα σου» μου χαμογελάει τόσο όμορφα που δε θέλω να κοιτάξω πουθενά αλλού. Δε θέλω να νιώσω τίποτα άλλο εκτός από εκείνη. Οι ενέργειές μας ενώνονται και όλο μου το σώμα ανατριχιάζει. Τα χείλη μας ενώνονται και αυτά και τότε σιγά σιγά χάνεται μέσα από τα χέρια μου, καθώς ο άνεμος την παρασέρνει σαν όνειρο. Νιώθω το άγγιγμά της ακόμα ζεστό, καθώς τη βλέπω γαλήνια να απομακρύνεται.
«Μην ξεχνάς ποιος πραγματικά είσαι» την ακούω να λέει για τελευταία φορά και τα μάτια μου ανοίγουν ξανά…
Τώρα όμως είμαι ήρεμος. Θα είναι τα πάντα για εμένα. Για πάντα... Από πάνω μου βλέπω τη Spero να μου χαμογελάει καθώς χαϊδεύει το χέρι μου. Την κοιτάω και φαίνεται ότι καταλαβαίνει τα πάντα. Δε θα χαθεί ποτέ ο δεσμός ανάμεσά μας και έτσι νιώθει την ηρεμία μου. Ανακάθομαι στο κρεβάτι και την κοιτάζω. Φοράει και πάλι το χρυσό της φόρεμα. Η ουρά του φαίνεται σαν να χάνεται ανάμεσα στα αστέρια του ουρανού. Μου δίνει τα χέρια της για να σηκωθώ. Με ευχαρίστηση δέχομαι τη βοήθειά της και μου χαμογελάει ζεστά.
«Ήρθε η ώρα...» μου λέει και τα απλά μου ρούχα αλλάζουν και γίνονται μια πανέμορφη χρυσή πανοπλία.
Την ακολουθώ και ξέρω πολύ καλά πού πάμε. Στον ναό του Διός. Βγαίνουμε μέσα από το σπίτι που ήμασταν και οι ουρανοί ακόμα κλαίνε. Δε σταμάτησαν στιγμή. Προχωράμε προς τον ναό του Διός. Άγγελοι και φωτισμένοι άνθρωποι μαζεύονται. Μπαίνουμε μέσα και είναι όλοι εδώ. Ήρθαν για να τιμήσουν τους νεκρούς. Ήρθαν για να μάθουν την αλήθεια, που είναι πέρα από κάθε φαντασία. Στο κέντρο του ναού, μπροστά από το τεράστιο άγαλμα του Δία, βλέπω την Εχεκράτεια ξαπλωμένη σαν να κοιμάται με τα χέρια σταυρωμένα στην κοιλιά της. Ένα χαμόγελο φαίνεται στα χείλη της, αλλά το δέρμα και τα μαλλιά της είναι ωχρά. Δεν υπάρχει τίποτα ζωντανό εδώ, όχι πια. Πόνος και λύπη έρχονται ξανά στην επιφάνεια.
«Σήμερα η μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό έληξε για μια ακόμα φορά. Οι δαίμονες έχασαν αυτή τη φορά. Χάρη στις μεγάλες δυνάμεις που επέστρεψαν, μπορέσαμε να κλειδώσουμε τις πύλες που ανεξέλεγκτα είχαν ανοίξει ανάμεσα στους κόσμους» βγάζει λόγο και όλοι προσηλωμένοι την κοιτάζουμε με δέος και σεβασμό.
«Είχαμε απώλειες, αλλά οι θυσίες θα μείνουν για πάντα στην ιστορία!» λέει και τότε πλάκες με ονόματα εμφανίζονται γύρω από την Εχεκράτεια. Είναι τα ονόματα όλων όσων χάθηκαν στη μάχη.
«Αυτή η κοπέλα» λέει και στραβοκαταπίνει, καθώς ένας κόμπος της σφίγγει το στομάχι. Είναι και η ίδια πολύ θλιμμένη, παρόλο που δεν την ήξερε.
«Αυτή η κοπέλα θυσίασε όλη της τη ζωή για το καλό Γης και ουρανών» λέει και δείχνει την Εχεκράτεια. Περνάει το χέρι της από πάνω της και τότε τα μαλλιά της γίνονται κόκκινα. Το δέρμα της φωτίζεται και τα χείλη της ροδίζουν. Το φόρεμά της λάμπει σαν να φτιάχτηκε από όλα τα χρώματα και τα αστέρια του γαλαξία. Τα μάτια μου φωτίζονται. Βλέπω τα χείλη της Spero να ψιθυρίζουν κάτι και χαμογελάει ευγενικά.
«Δε θα σε θυμούνται ως φθαρμένη και πονεμένη. Αλλά ως πανέμορφο φως των ουρανών» λέει στην Εχεκράτεια και ένα δάκρυ της κυλάει. «Αυτή η κοπέλα δεν έγραψε απλώς ιστορία. Αυτή η κοπέλα είναι το έμβλημα της ειρήνης μας. Είναι η ίδια μας η δύναμη. Αυτή η κοπέλα είναι η ζωή και ο θάνατος όλων μας. Σήμερα δεν έγραψε απλώς ιστορία. Σήμερα η Εχεκράτεια έγινε θρύλος. Ένας θρύλος που δε θα ξεχαστεί ποτέ ανάμεσα στους αιώνες. Ένας θρύλος που θα ζει μέσα στις ψυχές όλων μας!» λέει και ακουμπάει το χέρι της για μια τελευταία φορά.
Ξαφνικά η αστραπή βγαίνει από μέσα μου και υψώνεται πάνω από το σώμα της Εχεκράτειας. Όλοι αναφωνούν σοκαρισμένοι και κάνουν ένα βήμα πίσω. Δε φαίνεται να κάνει κάτι συγκεκριμένο. Το φως της όμως είναι ακανόνιστο. Η Spero μπροστά της την κοιτάζει σαν να μιλάει σε κάποιον πολύ σημαντικό άνθρωπο. Οι δυο τους φαίνονται σαν να επικοινωνούν μεταξύ τους και μετά από λίγο η αστραπή μπαίνει μέσα στο σώμα της Εχεκράτειας.
«Αδέρφια μου, μη φοβάστε» μας λέει η Spero καθώς χαμογελάει σε όλους μας.
«Η ιερή αστραπή του Διός θα φυλάσσεται μέσα της, μέχρι να βρεθεί ο επόμενος διάδοχος, αντάξιος της δύναμης αυτής της γυναίκας. Η αστραπή δε θέλει να αφήσει την αρχόντισσά της» λέει η Spero και κατεβαίνει σιγά σιγά τα σκαλιά.
«Μη θρηνείτε. Τα αδέλφια μας θυσιάστηκαν για εμάς και δε θα φύγουν ποτέ. Θα είναι πάντα εδώ για να μας προστατεύουν. Είναι στο χέρι μας να τους κρατήσουμε ζωντανούς» λέει και φως μπαίνει μέσα στον ναό.
Η βροχή σταματάει και ήλιος πιο ζεστός από ποτέ χτυπάει τον κόσμο μας. Η ζεστασιά του μας γεμίζει δύναμη και ελπίδα και το άρωμά της ευωδιάζει όλον τον ναό. Γιασεμί. Κλείνω τα μάτια μου και ακούω ψίθυρους στα αυτιά μου.
«Αντίο, μεγάλε αδελφέ!» ακούω έκπληκτος τη φωνή της Ντόροθη.
«Τα κατάφερες καλά τελικά». Μαρία;
«Όσο μας θυμάστε θα μπορούμε να ζούμε για πάντα». Δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω τη φωνή της Γρυνούς, της αγαπημένης μαθήτριας της Spero.
«Δε θα είσαι ποτέ μόνος σου». Εχεκράτεια…
«Μην την ξεχάσεις» με ακουμπάει απαλά η Spero στην πλάτη και ανοίγω ήρεμος τα μάτια μου.
«Δεν ξεχνώ...» της απαντάω και κοιτάζω τον ουρανό. Ένα χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη μου.
Δε θα πεθάνεις ποτέ πραγματικά.
Μας έσωσες όλους μας, μικρή μου κοκκινομάλλα.
Η καρδιά μου θα σου ανήκει για πάντα…
ΤΕΛΟΣ (για τώρα)
Παρασκευή Γκύζη