Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 11)

Αμερέυ

«Anta Cotis Syrum, Anta Cotis Syrum» έψαλλε η μάγισσα κρατώντας σφιχτά το μενταγιόν με τον αμέθυστο στον λαιμό της. Έριξε μια κλεφτή ματιά στον νεαρό άντρα που στεκόταν στην άκρη του δωματίου. Ακουμπούσε την πλάτη του στον τοίχο έχοντας τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά από το στήθος του. Μια ενοχλημένη έκφραση ήταν χαραγμένη στο πρόσωπό του.

«Είσαι ανήσυχος, άρχοντά μου» είπε η Αμερέυ. Πήρε τρία πέταλα τριαντάφυλλου και τα έριξε μέσα σε ένα μπολ γεμάτο νερό που ήταν τοποθετημένο στο τραπέζι μπροστά της.

«Κάνε το ξόρκι σου και μη σπαταλάς την υπομονή μου» την αποπήρε.

Η Αμερέυ επέστρεψε στην προετοιμασία για το ξόρκι της. Η παρουσία του άντρα την έκανε να νιώθει νευρικότητα. Ήταν όμορφος και θα μπορούσε να είναι ένας πολύ γοητευτικός άντρας, αν η στάση του δεν ήταν τόσο εχθρική. Το φως των κεριών έριχνε σκιές στο πρόσωπό του κι έκαναν την ουλή στο μέτωπό του να φαίνεται πιο βαθιά και τρομαχτική.

Πήρε ένα μαχαίρι και έκοψε την άκρη του δαχτύλου της. Άφησε τη μικρή κόκκινη σταγόνα να πέσει στο νερό και έτεινε το μαχαίρι προς το μέρος του.

«Σειρά σου, άρχοντά μου»

Ο Κλάους κοίταξε το μαχαίρι με καχυποψία. «Για ποιο λόγο;»

«Για να βρω τον ξάδελφό σου χρειάζομαι κάτι κοντινό σε εκείνον. Είστε συγγενείς, άρα το αίμα σου μου κάνει».

Δε φάνηκε απόλυτα πεπεισμένος από την εξήγησή της, ωστόσο πλησίασε και πήρε το μαχαίρι από το χέρι της. Χάραξε την παλάμη του, το κόψιμο άρχισε αμέσως να αιμορραγεί. Το σκούρο κόκκινο, ρουμπινένιο αίμα των Ντρόγκομιρ ξεχύθηκε. Τα ψυχρά γαλάζια μάτια του καρφώθηκαν στα καστανά δικά της. Υπήρχε μια απειλή μέσα τους, μια προειδοποίηση να μην τον απογοητεύσει. Οι μικρές τριχούλες στο πίσω μέρος του λαιμού της σηκώθηκαν όρθιες.

Η μάγισσα ανακάτεψε το περιεχόμενο του μπολ με το χέρι της. Το σήκωσε και ήπιε μια γουλιά, η μεταλλική γεύση του αίματος και το άρωμα του τριαντάφυλλου γέμισε το στόμα της. Τα δάχτυλά της έκλεισαν γύρω από το μενταγιόν, νιώθοντας την ενέργεια που ήταν αποθηκευμένη μέσα στη μοβ πέτρα. Πολλές μάγισσες χρησιμοποιούσαν ημιπολύτιμους λίθους ως αποθήκες ενέργειας για να ενισχύουν τα ξόρκια τους.

«Mennen me sa me chache». Οι ίριδες των ματιών της άστραψαν ασημένιες καθώς εικόνες του ατόμου που έψαχνε περνούσαν μπροστά από τα μάτια της. Είδε τα πράσινα δέντρα του Δάσους των Ψιθύρων. Είδε τις Σπηλιές στη βάση της Οροσειράς της Υρκόνια. Είδε μια ομάδα από δώδεκα μάγισσες σε ένα ξέφωτο να κρατούν τα χέρια σε ένα κύκλο και να ψέλνουν ένα ξόρκι συγκάλυψης. Αναγνώρισε τη μικροκαμωμένη μελαχρινή που έδινε το πρόσταγμα ως την αρχηγό της Σύναξης. Ημισέληνα ήταν κεντημένα με ασημένια κλωστή στο πίσω μέρος των μανδυών τους.

«Τι είδες;» απαίτησε να μάθει ανυπόμονα ο Κλάους.

Τα οράματα ξεθώριασαν και η μάγισσα μπόρεσε να εστιάσει πάνω του ξανά. Και πάλι κυριαρχούσε εκείνη η αίσθηση της απειλής. Ο Κλάους Ντρόγκομιρ δεν ήταν κάποιος που ήθελες για εχθρό σου.

«Είδα τη Νόρτα, άρχοντα μου. Είδα το κάστρο του Άρχοντα Κάσρελ. Ο ξάδελφός σου και η κοπέλα που αναζητάς βρίσκονται στην Νταχάρα».

Ο Κλάους έδειξε να δυσαρεστείται από αυτή την είδηση. Μια ζάρα εμφανίστηκε ανάμεσα στα φρύδια του και πήρε μια πιο υπολογιστική έκφραση.

«Έχουν φτάσει στο κάστρο;» ρώτησε.

«Όχι, άρχοντά μου. Βρίσκονται τουλάχιστον μια μέρα μακριά. Μόλις πέσει το σούρουπο μπορείτε να τους προλάβετε πετώντας».

«Και ο Ντέβαν και η Ορόρα μπορούν να πετάξουν».

Τακτοποίησε αδιάφορα τα σύνεργα που είχε αραδιασμένα πάνω στο τραπέζι.

«Τότε ο άρχοντάς μου θα πρέπει να είναι πιο γρήγορος».

Ο Κλάους της έριξε μια ματιά από πάνω μέχρι κάτω, σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Η Αμερέυ προσπάθησε να παραμείνει ψύχραιμη. Τον κοίταξε κατάματα και κράτησε το βλέμμα της σταθερό. Μετά από μια στιγμή ο Κλάους τράβηξε ένα μικρό μεταξωτό πουγκί από τη ζώνη του και το πέταξε πάνω στο τραπέζι. Η Αμερέυ χαμήλωσε το βλέμμα της και πήρε του πουγκί. Ήταν βαρύ, γεμάτο χρυσά νομίσματα.

«Ο άρχοντάς μου είναι πολύ γενναιόδωρος» είπε η μάγισσα.

«Και αμείλικτος με τους εχθρούς μου. Μην το ξεχνάς αυτό».

Η Αμερέυ υποκλίθηκε αν και ο Κλάους της είχε ήδη γυρίσει την πλάτη και δεν την είδε. Περίμενε μέχρι να φύγει και η πόρτα να κλείσει πίσω του για να αναπνεύσει ξανά. Η απειλή του επαναλαμβάνονταν στα αυτιά της.

Λίγες στιγμές μετά η πόρτα του δωματίου της άνοιξε και από μέσα ξεπρόβαλλε το ξανθό κεφάλι του Νάριαν.

«Θα μάθει την αλήθεια και θα με κυνηγήσει» του είπε στριφογυρίζοντας το πουγκί στις χούφτες της.

Ο Νάριαν την πλησίασε.

«Μη φοβάσαι». Έβαλε τα χέρια του στη μέση της και την τράβηξε κοντά του. Της έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη. «Θα είναι νεκρός πολύ πριν το μάθει».

Ακούμπησε τα χέρια της στο στήθος του. «Κι εσύ;»

«Θα πάω στις Συνάξεις. Είναι το ασφαλέστερο μέρος για εμένα, τουλάχιστον μέχρι να περάσει η θύελλα. Ο Οίκος μου είναι στα πρόθυρα πολέμου και τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα».

«Θα μου λείψεις» του είπε κοιτάζοντας μέσα στα καθαρά γαλάζια μάτια του. «Εγώ θα σου λείψω;»

Έπιασε το πιγούνι της και σήκωσε το πρόσωπό της για να τη φιλήσει ξανά. «Φυσικά και θα μου λείψεις, αλλά θα είναι μόνο για λίγο»

«Το υπόσχεσαι;»

«Το υπόσχομαι».

Απομακρύνθηκε απρόθυμα από την αγκαλιά του.

«Τότε πήγαινε» Αν δεν τον άφηνε εκείνη, δε θα έφευγε ποτέ και δεν έπρεπε να χάνουν χρόνο. Δεν ήθελε να τον αφήσει, αλλά η ασφάλειά του προηγούνταν. Κι εκείνη έπρεπε να εξαφανιστεί, πριν ο Κλάους ανακάλυπτε πως τον εξαπάτησε. Ούτε στα πιο τρελά της όνειρα δε φανταζόταν πως θα κορόιδευε έναν Ντρόγκομιρ. Κοίταξε ξανά τον Νάριαν, τα χρυσά μαλλιά που πλαισίωναν το πρόσωπό του, τα γαλανά μάτια του σαν τον καθαρό ουρανό, την απαλή καμπύλη των χειλιών του. Μέχρι πού θα έφτανε για αυτόν τον άντρα;

«Έλα μαζί μου» της είπε.

«Δεν ξέρω» είπε σκεφτικά. «Οι Συνάξεις δεν είναι για εμένα». Προτιμούσε να ταξιδέψει λίγο. Είχε αρκετό χρυσάφι χάρη σε έναν εξαπατημένο Ντρόγκομιρ.

«Τώρα πήγαινε» του είπε πιο απαιτητικά, αλλά ένα χαμόγελο μαλάκωνε τα λόγια της.

Ο Νάριαν αναστέναξε με προσποιητή αγανάκτηση για τις διαταγές της και πήγε προς την πόρτα.

«Μόνο για λίγο, μου το υποσχέθηκες» του φώναξε καθώς έπιανε το χερούλι της πόρτας.

Ο Νάριαν της χαμογέλασε. «Μόνο για λίγο».

Άνοιξε την πόρτα και πάγωσε στη θέση του.

Μπροστά του στεκόταν ο Κλάους χαμογελώντας ύπουλα.

«Ξάδελφε!» είπε με προσποιητό ενθουσιασμό. «Ήμουν σίγουρος πως θα ήσουν ανακατεμένος και εδώ». Το χέρι του πήγε πίσω από την πλάτη του.

Ο Νάριαν τον παρακολουθούσε παγωμένος από το σοκ.

«Υπερβολικά σίγουρος» συνέχισε ο Κλάους και έβαλε το ελεύθερο χέρι του στον ώμο του Νάριαν, κρατώντας τον τόσο σφιχτά, που το δέρμα του αγοριού μελάνιασε κάτω από το ύφασμα της μπλούζας του. Ένα μαχαίρι εμφανίστηκε στο άλλο χέρι του. Τράβηξε μπροστά τον Νάριαν και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, καθώς η λεπίδα βυθίστηκε στο στομάχι του. Η Αμερέυ ούρλιαξε, κλείνοντας το στόμα της με τα χέρια της. Ο Κλάους τράβηξε τη λεπίδα και μαχαίρωσε ξανά τον Νάριαν. Το ξανθό αγόρι σωριάστηκε στο έδαφος. Κόκκινο αίμα μούλιασε τα ρούχα του.

«Και τώρα» είπε ο Κλάους στρέφοντας την προσοχή του στη Αμερέυ που κοιτούσε σοκαρισμένη, ανίκανη να αντιδράσει. Πώς είχαν συμβεί όλα αυτά; Ήταν όνειρο, ένας εφιάλτης και σύντομα θα ξυπνούσε. Έπρεπε να είναι.

«Τώρα, σχετικά με εκείνο το ξόρκι!»

Με την αιματοβαμμένη λεπίδα ακόμα στο χέρι, προσπέρασε την ακίνητη μορφή του ξαδέλφου του και πήγε προς την Αμερέυ, καθώς η ζωή χανόταν από τα μάτια του Νάριαν.

Φαίη