Storm (Κεφάλαιο 6)

Το νερό ήταν τόσο ανακουφιστικό. Η Έμιλι κουνούσε τα χέρια και τα πόδια της γρήγορα χωρίς να το καταλαβαίνει. Η πισίνα του σχολείου ήταν ολυμπιακών διαστάσεων. Η προπονήτριά της είχε τηλεφωνήσει την προηγούμενη ημέρα και της είχε πει πως είχε χάσει αρκετές προπονήσεις και πως έπρεπε να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο. Είχε ξεχάσει εντελώς οτιδήποτε υπήρχε πριν την ημέρα των γενεθλίων της. Η εκπαίδευσή της τραβούσε τόσο πολύ την προσοχή της που είχε σχεδόν ξεχάσει πως πήγαινε σχολείο. Είχε φθάσει στο σχολείο νωρίς το απόγευμα και έξω πλέον είχε σκοτεινιάσει. Είχε κολυμπήσει τόσο πολύ που πίστευε πως είχε αφήσει πίσω όλα τα τρελά που βίωνε τις τελευταίες ημέρες. Γύρισε για τελευταία φορά και σταμάτησε. Έκανε πίσω τα βρεγμένα της μαλλιά και πήρε μια βαθιά ανάσα. Βούτηξε το κεφάλι της για μια ακόμα φορά φτιάχνοντας καλύτερα τα μαλλιά της.

Ήταν έτοιμη να βγει όταν άκουσε έναν θόρυβο. Σταμάτησε απότομα και αφουγκράστηκε. Περίμενε για λίγα δευτερόλεπτα και ανέβηκε τα σκαλιά. Κατευθύνθηκε στην πόρτα που οδηγούσε στα αποδυτήρια, όταν άκουσε ξανά τον θόρυβο. Αυτή τη φορά ερχόταν από διαφορετική μεριά. Η πισίνα είχε δύο εισόδους. Η μια ήταν εξωτερική, ενώ η άλλη ήταν μέσα από το σχολείο. Η Έμιλι έριξε μια ματιά πίσω της. Είχε αρχίσει να φοβάται. Άκουσε μερικά βήματα. Ανάγκασε τα πόδια της να κουνηθούν ξανά προς τα αποδυτήρια για να πάρει τα πράγματά της και να εξαφανιστεί από εκεί. Φτάνοντας εκεί ανακάλυψε πως όλα έλειπαν. Ο σάκος με τα ρούχα της και το κινητό της έλειπαν. Το ίδιο και η πετσέτα της. Περίφημα! σκέφτηκε. Όχι μόνο υπάρχει κάποιος άλλο μέσα στο σχολείο, πιθανότατα ανώμαλος, αλλά πρέπει να φύγω από εδώ βρεγμένη μέχρι το κόκκαλο φορώντας μόνο το μαγιό μου. Ωραία τα κατάφερες πάλι, Έμς.

Πώς στον διάολο θα πάω ξυπόλητη μέχρι το σπίτι; Σήμερα έπρεπε ο πατέρας μου να με φέρει για προπόνηση; αναρωτήθηκε εκνευρισμένη. Βγήκε από τα αποδυτήρια και κατευθύνθηκε προς την κεντρική πύλη του σχολείου. Καθώς έστριβε, κάποιος την άρπαξε από τα χέρια και τη στρίμωξε στον τοίχο. Η Έμιλι δεν πρόλαβε να τσιρίξει˙ ο άγνωστος είχε ήδη κλείσει το στόμα της με το χέρι του. Έκλεισε τα μάτια της και συνέχισε να ουρλιάζει βουβά κάτω από το χέρι του αγνώστου.

«Έμς, Έμς! Έμιλι, ηρέμησε» είπε μια γνώριμη φωνή. Η Έμιλι άνοιξε τα μάτια της και είδε τον Μάικλ. Εκείνος έφερε τον δείκτη του στο στόμα του κάνοντάς της νόημα να μη μιλήσει και πήρε το χέρι του από το στόμα της.

«Βλάκα, ηλίθιε» είπε χτυπώντας τον. «Με τρόμαξες».

«Σταμάτα» της ψιθύρισε.

«Τι έγινε;» τον ρώτησε.

«Σκοτεινοί» απάντησε ο Μάικλ. «Απ’ ότι φαίνεται δεν τα παρατούν. Μάλλον έμαθαν πως χειρίζεσαι όλα τα στοιχεία».

«Και τι μ’ αυτό; Έπρεπε να μου κόβουν το αίμα;»

«Πρέπει να φύγουμε».

«Μου έκλεψαν τα ρούχα» του είπε.

«Όχι, δεν το έκαναν. Εγώ τα πήρα» είπε και της έδωσε τον σάκο.

«Πρέπει να αλλάξω» του είπε.

«Δεν έχουμε χρόνο για αυτό».

«Είμαι βρεγμένη».

«Άμα θες να αλλάξεις, θα το κάνεις εδώ… Μπροστά μου».

Η Έμιλι κοίταξε για λίγο τον Μάικλ σοκαρισμένη. Προσπαθούσε να καταλάβει αν της έκανε πλάκα ή αν σοβαρολογούσε. «Ας την κάνουμε από εδώ».

«Ωραία» είπε και έπιασε το χέρι της. Την οδήγησε έξω στο πάρκινγκ προς το αυτοκίνητό του.

«Μάικ. Μάικ, έξω ξεπαγιάσει» είπε η Έμιλι τουρτουρίζοντας από το κρύο.

«Μισό λεπτό» είπε και έβγαλε το μπουφάν του. Το πέρασε γύρω της και άφησε τα χέρια του για λίγο πάνω στους ώμους της. «Καλύτερα τώρα;» τη ρώτησε. Η Έμιλι κοίταξε για λίγο τα γαλάζια μάτια του, ξεχνώντας το κυνηγητό.

«Έτσι νομίζω» απάντησε ψιθυριστά. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ο Μάικλ έβαλε μπρος τη μηχανή. Η Έμιλι κουλουριάστηκε στο κάθισμα του συνοδηγού και έσφιξε γύρω της το μπουφάν του Μάικλ. Η μυρωδιά του ήταν μεθυστική.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε. Η Έμιλι δεν απάντησε αμέσως. Θα έπρεπε να ήταν εύκολη η απάντηση. Ναι ή όχι, μα ούτε εκείνη ήξερε.

«Δεν ξέρω» απάντησε ειλικρινά τελικά. «Έτσι θα είναι από εδώ και πέρα η καθημερινότητά μου; Θα με κυνηγούν σε καθημερινή βάση οι Σκοτεινοί; Και γιατί στο διάολο με θέλουν τόσο πολύ;»

«Θέλουν να σε χρησιμοποιήσουν» της απάντησε κοιτώντας μόνο μπροστά.

«Θα με χρησιμοποιήσουν για ποιο πράγμα;»

«Για να μας καταστρέψουν». Η Έμιλι χαμήλωσε το βλέμμα της.

«Κι αν δε θέλω να με χρησιμοποιήσουν;»

«Δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Θα χρησιμοποιήσουν τους πάντες και τα πάντα. Το οποιοδήποτε ψέμα. Το μεγαλύτερο και χειρότερο ψέμα που θα έχουν… Μόνο και μόνο για να σε πάρουν με το μέρος τους και να μας καταστρέψουν».

«Δηλαδή το ίδιο κάνετε κι εσείς; Με χρησιμοποιείτε για να καταστρέψετε τους Σκοτεινούς;»

«Όχι. Φυσικά και όχι».

«Αυτή τη γνώμη έχει και ο πατέρας σου;»

«Έμι, δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του ο πατέρας μου για εσένα, αλλά αν καταλάβω πως θέλει να σε χρησιμοποιήσει…» είπε και σταμάτησε.

«Τότε τι, Μάικ;»

Ο Μάικλ γύρισε και κοίταξε την Έμιλι. «Τότε θα σε πάρω από εδώ πέρα. Το υπόσχομαι. Αν αυτή η πόλη γίνει επικίνδυνη για εσένα, το ορκίζομαι πως θα σε πάρω από εδώ. Θα σε κρατήσω ασφαλή». Η Έμιλι τον κοίταξε και του χαμογέλασε. Έφτασαν έξω από το σπίτι της πολύ πιο γρήγορα από όσο ήθελε.

«Οι γονείς σου είναι στο σπίτι;» τη ρώτησε.

«Ναι».

«Θα είσαι εντάξει;»

«Ίσως».

«Καληνύχτα».

«Καληνύχτα» είπε η Έμιλι κάνοντας κίνηση να βγάλει το μπουφάν.

«Κράτα το μπουφάν, Έμς. Θα μου το δώσεις αύριο. Να περάσω να σε πάρω ή θα έρθεις εσύ στο σπίτι μου;»

«Θα έρθω εγώ» του απάντησε. «Ευχαριστώ» είπε και βγήκε από το αυτοκίνητο. Πέρασε τον σάκο στον ένα της ώμο και προχώρησε προς το σπίτι.

Ο Μάικλ έβαλε μπροστά το μαύρο του τζιπ και έφυγε.

Η Έμιλι ανέβηκε στο δωμάτιό της και έκανε ένα γρήγορο ντουζ. Φόρεσε τις πιζάμες της και κάθισε στο κρεβάτι της. Μπορούσε ακόμα να μυρίσει το άρωμα του Μάικλ. Σηκώθηκε και πήγε στην πολυθρόνα της όπου ήταν ακουμπισμένο το μπουφάν του. Το πήρε στα χέρια της και το φόρεσε, σφίγγοντάς το γύρω της. Πήγε πάλι πίσω στο κρεβάτι της και ξάπλωσε. Ένιωθε πως ήταν κι εκείνος ξαπλωμένος μαζί της, έχοντας τα δυνατά του χέρια τυλιγμένα γύρω της. Κοιμήθηκε αμέσως.

Rene Rafael