Καθώς το όνειρό της γίνεται πραγματικότητα, αρχίζει να μαθαίνει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη ζωή του Charles. Καταλήγει να ονειρεύεται να ακολουθήσει τα χνάρια του στην εύρεση ενός μαγικού κρυστάλλου με απίστευτες δυνάμεις.
Η Isabel βρίσκεται μπροστά σε ένα καίριο δίλημμα. Θα συνεχίσει την ήρεμη ζωή που τόσο κόπιασε να αποκτήσει ή θα ακολουθήσει μια διαφορετική πορεία στην προσπάθειά της να αλλάξει το παρελθόν;
Με τη βοήθεια δυο καλών της φίλων, της Μάγισσας Nora και του Μηχανικού Daniel, θα βάλει τα δυνατά της ώστε να φέρει ξανά τον κόσμο της σε ισορροπία. «Η Κοιλάδα του πράσινου κρυστάλλου» είναι μια περιπέτεια φαντασίας γεμάτη αερόπλοια και μαγικά πλάσματα. Θα κάνει η Isabel το πρώτο βήμα για τη διάσωση του κόσμου της, παρά τα συναισθήματα απληστίας και εγωισμού που θα συναντήσει στο δρόμο της; Δεν έχετε παρά να την ακολουθήσετε στις αναζητήσεις της!
Και εφόσον αυτό το ξεκαθαρίσαμε, προχωράμε.
Με το πολύ δυναμικό της ντεμπούτο, η Χρύσα Αναστασίου εμπλουτίζει την εγχώρια σκηνή της λογοτεχνίας του φανταστικού με ένα μυθιστόρημα τρομερά ιδιαίτερο και τρομερά ενδιαφέρον.
Η Ίζαμπελ Κάσλτον, λοιπόν, που σε λίγο θα κλείσει τα δεκαέξι της χρόνια και θα μπορέσει να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις για την Ακαδημία των Μηχανικών, ζούσε όλη της την ζωή σ’ ένα περιβάλλον που, παρά την τρυφερότητα και την αγάπη του, έτεινε ανέκαθεν να την στρέφει αυστηρά ενάντια στον παππού της. Ο Τσαρλς Κάσλτον ήταν μηχανικός και εφευρέτης, και χάθηκε δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα στην προσπάθειά του να φέρει σε πέρας την μεγάλη αποστολή της ζωής του, το απώτατό του όνειρο: να κάνει δικό του τον Πράσινο Κρύσταλλο, που φρουρούμενος σθεναρά αποτίθεντο στην λίμνη μιας κοιλάδας απροσπέλαστης, κυκλωμένης από ισχυρή μαγεία. Αποτέλεσμα της αποτυχημένης του απόπειρας ήταν ο θάνατος της κόρης του, της Σέσιλι, που σήμανε και την ανατροφή της Ίζαμπελ από την γιαγιά της στην πόλη της Κατηφόρας.
Στο υπόγειο του σπιτιού που μοιράζεται με την γιαγιά της στην Κατηφόρα, και παρά τον αρνητισμό που δίνει πρόσημο αρνητικό σε οτιδήποτε αφορά στον Τσαρλς, στα ταξίδια του και στις κατασκευές του, η Ίζαμπελ, ίσως και ως εξάσκηση για τις επικείμενες εξετάσεις της, εργάζεται επάνω στην δική της μηχανική κατασκευή: αυτήν ακριβώς που θα της επιτρέψει να αποκτήσει τον Πράσινο Κρύσταλλο για να μπορέσει να φέρει πίσω την μητέρα της, ακολουθώντας πιστά τις σημειώσεις στα ημερολόγια του Τσαρλς. Έτσι, ενώ παράλληλα ασχολείται με τις σπουδές της στην Ανηφόρα, εκείνη και οι φίλοι της, η μάγισσα Νόρα και ο μηχανικός Ντάνιελ, καταστρώνουν το σχέδιο που θα τους εξασφαλίσει την πρόσβαση στην Κοιλάδα και που θα τους επιτρέψει να χρησιμοποιήσουν τον πολύτιμο Πράσινο Κρύσταλλο.
Χωρίς να μας απασχολούν οι συμβάσεις (ο ορφανός πρωταγωνιστής που για τους λόγους του είναι εκλεκτός, ο καρμικός έρωτας και οι φίλοι που αυτοθυσιάζονται), τις οποίες η συγγραφέας ούτως ή άλλως χειρίζεται τόσο εύγλωττα ώστε τις ενσωματώνει άψογα στην ιστορία, νομίζω πως αξίζει να μείνουμε στα πραγματικά ευφάνταστα σημεία του κόσμου που γνωρίζουμε: στην Ανηφόρα και την Κατηφόρα, όπου κατοικούν οι εύποροι και οι οικονομικά ασθενέστεροι αντίστοιχα, στα αερόπλοια, που είναι κάτι ανάμεσα σε καράβι και αερόστατο και που τα βρήκα εξαιρετικά γοητευτικά, στην ιδιότυπη μητριαρχία που φαίνεται να λειτουργεί ως Αρχή αυτού του τόπου και που ήταν μια τρομερά ενδιαφέρουσα συμπεριφοριστική πινελιά – κάτι εντελώς διαφορετικό έτσι, για αλλαγή –, στο πού ακριβώς βρισκόταν ο Κρύσταλλος και μέρος τίνος πλάσματος ήταν εν τέλει, στα αυτόματα και τέλος στους Τρελοπιθήκους, που θα ήθελα πολύ να τους αγγίξω. Η Χρύσα Αναστασίου απλώς συλλέγει ετερόκλιτα στοιχεία και τα συνθέτει με τα πιο ισχυρά κονιάματα, και παραδίδει στο τέλος έναν κόσμο καινούριο, ολοκληρωμένο και αρτιότατο.
Η γλώσσα ήταν όμορφη και μεστή, χωρίς ιδιαίτερη διακοσμητικότητα αλλά και δίχως να της λείπει η ευαισθησία που καθιστά ένα κείμενο λογοτεχνικό, με αποτέλεσμα οι περιγραφές να είναι ζωντανές, τα συναισθήματα δυνατά (ιδίως του σασπένς· η συγγραφέας είναι τρομερά καλή στην απόδοση της αγωνίας!) και ο ροή καταιγιστική, γεμάτη εξελίξεις, δυναμισμό και περιπέτεια. Οι χαρακτήρες, περίπου στα μέσα της εφηβείας τους, ήταν όλοι τους συμπαθείς, πιστοί τόσο στις προσωπικότητες όσο και στην ηλικία τους και ανθρώπινοι, γειωμένοι, όχι άψογοι αλλά ούτε καταστροφικοί. Δεν έμειναν στάσιμοι, και ωρίμασαν και μεγάλωσαν κατά την διάρκεια της ιστορίας.
Εν πολλοίς, η πρώτη ελληνική steampunk ιστορία που διάβασα άξιζε σίγουρα τον ενθουσιασμό και τον χρόνο. Πιστεύω πως δεν θα απογοητεύσει κανέναν αναγνώστη, οποιουδήποτε είδους.