Το ρυθμικό τικ-τικ-τικ του νερού που έσταζε κάπου μέσα στο κελί κόντευε να τον τρελάνει. Ο αέρας ήταν πνιγηρός και μύριζε μούχλα, ο λαιμός του ξεραινόταν με κάθε ανάσα που έπαιρνε και τον έκανε να θέλει να βήξει.
Το τελευταίο που θυμόταν ήταν το βασανιστικό κάψιμο στο χέρι του, λες και τον είχαν καρφώσει με ένα πυρωμένο στιλέτο, και την λάμψη ευχαρίστησης μέσα στα ψυχρά μάτια της Μπαστιάνας που απολάμβανε τον πόνο που του προκαλούσε. Τον ήχο των δαχτύλων της που χτύπησαν προτού τα πάντα σκοτεινιάσουν.
Είχε ξυπνήσει μέσα σε αυτό το κελί, άοπλος και με τα σημάδια από το βασανιστήριο εκείνης της σαδίστριας μέγαιρας να έχουν σβηστεί μυστηριωδώς από το δέρμα του.
Τέσσερις πετρόχτιστοι τοίχοι των περικύκλωναν και μια ξύλινη πόρτα. Παρόλο που η επιφάνεια της είχε ξεφλουδίσει από τα χρόνια και την υγρασία παρέμενε σταθερή, όπως μαρτυρούσαν οι σκούρες μελανιές στα μπράτσα και στους ώμους του. Το μικρό δωμάτιο ήταν άδειο. Δεν υπήρχε τίποτα που να χρησίμευε για να ξαπλώσει ή για να καθίσει πέρα από το σκονισμένο πάτωμα. Το μόνο φως προερχόταν από το χλωμό φως του φεγγαριού που τρύπωνε μέσα από τα κάγκελα του μακρόστενου παραθύρου στη γωνία που κοίταζε στην πίσω πλευρά του κάστρου (ακόμα κι αν κατάφερνε να ξηλώσει τα σκουριασμένα κάγκελα δεν θα χωρούσε να περάσει) Ήταν αρκετό για να φωτίσει μονάχα το μισό κελί, αφήνοντας τη μια πλευρά βυθισμένη στο σκοτάδι.
Είχε διαλέξει το σημείο κάτω από το παράθυρο για να καθίσει με την πλάτη του να στηρίζεται πάνω στην κρύα πέτρα, τα γόνατα του τραβηγμένα κοντά στο στήθος του και τα χέρια του να ακουμπάνε πάνω τους. Δεν είχε ουσιαστική διαφορά αν θα επέλεγε να καθίσει στο μισοσκόταδο ή στο απόλυτο σκοτάδι, άλλωστε δεν κινδύνευε να σκοντάψει πουθενά, αλλά ένιωθε πως έστω και αυτό το ελάχιστο φως τον βοηθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά.
Ήταν η δεύτερη νύχτα του στο φαράγγι, αν υπέθετε ότι τα μαγικά της Μπαστιάνας δεν τον είχαν ρίξει αναίσθητο για περισσότερο από μερικές ώρες.
Η Σελίν την είχε αφήσει να τον πετάξει μέσα σε εκείνο το κελί και δεν είχε εμφανιστεί από τότε. Η προδοσία έστελνε μικρές τσιμπιές που έτσουζαν μέσα στο στήθος του με κάθε χτύπο της καρδιάς του και άφηνε μια πικρή γεύση στο στόμα του. Κάπως έτσι θα πρέπει να είχε νιώσει κι εκείνη όταν την είχε συλλάβει και την είχε παραδώσει στους Κυνηγούς. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν η τωρινή του κατάσταση ήταν κάποιο αστείο της μοίρας ή τραγική ειρωνεία.
Ήταν έξαλλος μαζί της. Μετά από όλα εκείνα τα λόγια για αγάπη και ότι ήθελε μια ζωή μαζί του τον είχε κάνει στην άκρη για μια γυναίκα που την είχε εγκαταλείψει λίγες ώρες αφότου την είχε φέρει στον κόσμο και απειλούσε κάθε ζωντανό πλάσμα μέσα στο δάσος και γύρω από αυτό.
Όμως κάτω από τον θυμό του φοβόταν για εκείνη. Βρισκόταν σε τρομερό κίνδυνο αλλά επέλεγε να κλείσει τα μάτια της και να μη το δει. Η Μπαστιάνα την χειραγωγούσε με εξαιρετική ακρίβεια βγάζοντας στην επιφάνεια όλους τους φόβους και τις ανασφάλειες που έκρυβε μέσα της. Αν νοιαζόταν πραγματικά επειδή η κόρη της ήταν δυστυχισμένη στη Σύναξη θα είχε επέμβει νωρίτερα. Θα είχε τρέξει στο χωριό του για να την βγάλει από την φυλακή όταν ήταν κρατούμενη των Κυνηγών. Αντ΄αυτού αγνοούσε την ύπαρξη της επί χρόνια και την είχε αναζητήσει μόνο όταν οι μάγισσες της αρνήθηκαν τις Θυσίες και χρειάστηκε να ψάξει μια εναλλακτική για να διατηρήσει την δύναμη της.
Η Σελίν είχε τυφλωθεί από την επιθυμία της να έχει έναν γονιό που θα της έδινε την στοργή και την αγάπη που είχε στερηθεί όλα αυτά τα χρόνια. Ο Έρικ ήξερε πως η προδοσία του Άιζακ την είχε πληγώσει περισσότερο απ' όσο ήθελε να παραδεχθεί. Αλλά αυτή η επιθυμία την εμπόδιζε να δει πως εκείνη η γυναίκα ήταν διαβολική. Μια πραγματική μητέρα κατεύναζε τους φόβους του παιδιού της, δεν τους έτρεφε. Δεν υπήρχε αγάπη ή συμπόνια μέσα στην Μπαστιάνα.
Η ιδέα μιας μητέρας που ήταν έτοιμη να δώσει την αγάπη της στην κόρη της που την είχε στερηθεί όλα αυτά τα χρόνια και θα έλυνε όλα της τα προβλήματα ήταν ελκυστική, αλλά ήταν μονάχα μια ψευδαίσθηση. Η Σελίν έπρεπε να το καταλάβει και να δει πως το μόνο που ήθελε από εκείνη η Μπαστιάνα ήταν να την χρησιμοποιήσει. Για ποιους σκοπούς, ο Έρικ δεν ήταν σίγουρος. Αλλά δεν ήταν ανόητη. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα ταρακούνημα που θα την έκανε να αντικρίσει την πραγματικότητα.
Έπρεπε να βγει από εκεί μέσα και να την βρει.
Αλλά πως;
Αργά ή γρήγορα κάποιος θα εμφανιζόταν για να του φέρει φαγητό και νερό. Η καλύτερη ελπίδα που είχε για να δραπετεύσει ήταν να αιφνιδιάσει και να επιτεθεί στο πρώτο άτομο που θα άνοιγε εκείνη την αναθεματισμένη πόρτα. Μπορεί να βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, άοπλος και χωρίς να γνωρίζει το κάστρο ή πόσους φρουρούς έκρυβε, αλλά ήταν αποφασισμένος.
Όμως οι ώρες περνούσαν και κανένας δεν ερχόταν. Μπορούσε να αγνοήσει το σφίξιμο της πείνας στο στομάχι του αλλά το νερό ήταν διαφορετική υπόθεση. Ένας πονοκέφαλος είχε απλωθεί σε ολόκληρο το κρανίο του και έστελνε σουβλιές στους κροτάφους του. Υπομονή, είπε στον εαυτό του. Η Μπαστιάνα δεν είχε σκοπό να τον αφήσει να σαπίσει εκεί. Όχι ακόμα τουλάχιστον, όσο προσπαθούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της κόρης της. Για ποιόν άλλο λόγο να είχε επιτρέψει να γιατρέψουν το χέρι του; Για την ώρα τουλάχιστον, είχε όφελος να τον κρατήσει ζωντανό.
Έφερε στο μυαλό του τα αγάλματα που διακοσμούσαν τις σκάλες της Μπαστιάνας. Τι είδους διεστραμμένο άτομο διατηρούσε τα θύματα του και στόλιζε με αυτά το σπίτι του για να τα βλέπει κάθε μέρα; Αναρωτήθηκε αν εκείνες οι μάγισσες είχαν υποφέρει καθώς πέθαιναν ή αν οι τρομοκρατημένες εκφράσεις στα πρόσωπα τους ήταν κάποιο σκληρό, άρρωστο αστείο της Μπαστιάνας.
Αναρωτήθηκε αν η μητέρα του είχε υποφέρει. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια και τόσα ψέματα είχε μάθει την πραγματική της μοίρα. Εκείνος και ο Τομ είχαν εστιάσει τον θυμό τους στα λάθος άτομα. Αλλά τώρα που γνώριζε τον πραγματικό ένοχο ορκίστηκε πως θα την έκανε να πληρώσει.
Η ατμόσφαιρα μέσα στο κελί άλλαξε. Η θερμοκρασία έπεσε δραματικά, σε σημείο που η ανάσα του άρχισε να σχηματίζει αχνά συννεφάκια μπροστά στο πρόσωπο του. Όλες οι τριχούλες στα χέρια του σηκώθηκαν όρθιες.
Το σκοτάδι έγινε πιο πηχτό, βαθύ σαν πίσσα. Το αγόρι σηκώθηκε αργά από το πάτωμα και τα καστανά μάτια του καρφώθηκαν στην απέναντι γωνία του κελιού. Μια φιγούρα άρχισε να σχηματίζεται και να ξεχωρίζει από τις σκιές. Βγήκε μπροστά και οι αδύναμες δέσμες φωτός του φεγγαριού έπεσαν πάνω του.
Ο Έρικ κοίταξε το πλάσμα -αν μπορούσε να το χαρακτηρίσει έτσι- που στεκόταν λίγα μέτρα μακριά του. Ένα πλάσμα που δεν θα έπρεπε να βρίσκεται σε αυτόν τον κόσμο αλλά παραδόξως δεν ένιωσε φόβο.
«Προσπάθησες να μας προειδοποιήσεις» είπε σιγανά, λες και αν σήκωνε την φωνή του θα το τρόμαζε και θα το έδιωχνε. Αμέσως συνειδητοποίησε πόσο γελοία ήταν αυτή η σκέψη.
Όταν ήταν μικρός, ο γερο- Νέντ του έλεγε ιστορίες για φαντάσματα.
«Αν συναντήσεις ποτέ σου ένα πνεύμα, μικρέ, πρέπει να το αγνοήσεις πάση θυσία. Αυτό είναι τρομερά σημαντικό» τον είχε προειδοποιήσει κουνώντας με έμφαση το δάχτυλο του μπροστά στο πρόσωπο του Έρικ. «Αν αναγνωρίσεις την παρουσία του του δίνεις τη δύναμη να πάρει τη ψυχή σου μαζί του στον άλλο κόσμο. Μη το κοιτάξεις, μη του μιλήσεις, και προσευχήσου να εξαφανιστεί γρήγορα»
Λοιπόν, τώρα ήταν αργά για αυτό. Αλλά το πνεύμα δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να του κλέψει την ψυχή. Προσπάθησε να ξεχωρίσει το πρόσωπο του κάτω από το κουρελιασμένο πέπλο του αλλά μέσα στο σκοτάδι ήταν αδύνατον.
«Σ' ευχαριστώ» πρόσθεσε.
Το μαυροφορεμένο πνεύμα παρέμεινε σιωπηλό, ενισχύοντας έτσι την απόκοσμη παρουσία του. Ο Έρικ υπέθεσε πως ακόμη κι αν ήθελε να του απαντήσει δεν θα μπορούσε. Οι νεκροί δεν είχαν φωνή. Αν είχαν τώρα δεν θα ήταν φυλακισμένος και η Σελίν δεν θα βρισκόταν σε ενούς διαφορετικού είδους φυλακής στα χέρια της Μπαστιάνας. Αλλά το φάντασμα είχε προσπαθήσει να τους βοηθήσει και του ήταν ευγνώμων για αυτό.
Το πνεύμα σήκωσε το χέρι του, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά μια ιδέα για του τι κρυβόταν κάτω από τον τρύπιο μανδύα του. Ένα μικρό, σίγουρα γυναικείο χέρι ξεπρόβαλε μέσα από το ύφασμα. Το δέρμα ήταν άχρωμο και ημι-διάφανο σαν ομίχλη. Τα κόκαλα φαινόντουσαν ξεκάθαρα από κάτω. Έμεινε σε αυτή τη θέση, περιμένοντας.
«Θέλεις να πιάσω το χέρι σου;» ρώτησε επιφυλακτικά ο Έρικ.
Ένα μικρό νεύμα του κεφαλιού του έδωσε την απάντηση.
Όλες οι προειδοποιήσεις που είχε ακούσει για τα φαντάσματα ήχησαν στα αυτιά του. Κάθε λογικός άνθρωπος που θα βρισκόταν στη θέση του θα έκανε τα πάντα για να απομακρυνθεί από το φάντασμα. Και ένα μέρος του ήθελε να κάνει το ίδιο. Άλλα αν το πνεύμα ήθελε να τον βλάψει γιατί να προσπαθήσει να τους προειδοποιήσει για την Μπαστιάνα; Οι ενέργειες του έδειχναν πως η πρόθεση του ήταν να βοηθήσει. Τουλάχιστον αυτό είπε στον εαυτό του επειδή ήταν αρκετά απελπισμένος για να δεχθεί οποιαδήποτε βοήθεια του παρουσιαζόταν εκείνη τη στιγμή.
Έκανε ένα βήμα μπροστά. «Μήπως θέλεις να πάρεις την ψυχή μου μαζί σου στον άλλο κόσμο;» ρώτησε, μισό-αστεία και μισό-σοβαρά.
Το φάντασμα δεν απάντησε ούτε ένευσε. Ο Έρικ έδιωξε τα πάντα από το μυαλό του εκτός από την Σελίν και την επιτακτική ανάγκη να την βρει για να πάρει θάρρος και έπιασε το παρατεταμένο, χλωμό χέρι του πνεύματος.
Περίμενε πως το χέρι του θα περνούσε μέσα από το ημι-διάφανο δέρμα και τα κόκαλα. Και πράγματι, δεν ήταν στερεό. Είχε μια αλλόκοτη υφή λες και ο αέρας είχε σκληρύνει. Θα μπορούσε να περάσει το χέρι του από μέσα αν ήθελε, αλλά ένιωθε που ξεκινούσε και που τελείωνε.
Χωρίς προειδοποίηση, μια δυσάρεστη αίσθηση τον κατέκλυσε, κρύα, υγρή και πνιγηρή λες και είχε βουτήξει μέσα σε μια παγωμένη λίμνη. Η ανάσα του κόπηκε. Το χέρι του, μπλεγμένο με το χέρι του πνεύματος, έχασε το χρώμα του και έγινε διάφανο. Κοίταξε τις μακρόστενες φάλαγγες των δαχτύλων του και τις γαλαζοπράσινες φλέβες που διακλαδώνονταν γύρω τους. Το στήθος του ήταν επώδυνα άδειο.
Η καρδιά του είχε σταματήσει. Ένας ήχος που τον συντρόφευε σε όλη του τη ζωή είχε σωπάσει. Πήρε μια σοκαρισμένη ανάσα αλλά τα πνευμόνια του δεν ανταποκρίθηκαν.
Κοίταξε το καλυμμένο πρόσωπο του πνεύματος. «Είμαι νεκρός;» ρώτησε, αλλά φυσικά δεν πήρε απάντηση.
Το φάντασμα προχώρησε προς το παράθυρο, σέρνοντας τον μαζί του. Η κίνηση ήταν περίεργη, σαν να γλιστρούσαν πάνω σε πάγο. Ήταν ανάλαφρος, λες και ήταν καμωμένος από σύννεφα, λες και κάθε ίνα του κορμιού του είχε μετατραπεί σε αέρα. Είδε τον τοίχο να έρχεται κατά πάνω τους και ενστικτωδώς έκλεισε τα μάτια του περιμένοντας την σύγκρουση.
Όταν τα άνοιξε ξανά βρισκόταν έξω, κρυμμένος στη μαύρη σκιά του κάστρου. Υγρή ζέστη κύλησε στις φλέβες του και απλώθηκε σε ολόκληρο το σώμα του καθώς έπαιρνε ξανά υλική υπόσταση. Ένιωσε την καρδιά του να σκιρτά ξανά μέσα στον θώρακα του, σαν ένα μικρό πουλί που χτυπούσε χαρούμενα τα φτερά του. Κοίταξε τα χέρια του που ήταν και πάλι στερεά και μαυρισμένα από τον ήλιο.
«Σ' ευχαριστώ» είπε, και σήκωσε το βλέμμα του από το χέρια του για να κοιτάξει το πνεύμα.
Αλλά η σκοτεινή φιγούρα είχε χαθεί.
Κάτω από το απαλό φως της σελήνης στεκόταν μια γυναίκα. Ο κουρελιασμένος μανδύας και το πέπλο είχαν αντικατασταθεί από ένα απλό λευκό φόρεμα. Τα γυμνά της πόδια αιωρούνταν λίγα εκατοστά πάνω από το ξερό έδαφος. Το δέρμα της εξακολουθούσε να είναι λευκό σαν το φεγγάρι που κρεμόταν στον ουρανό αλλά τα οστά της δεν ήταν πλέον ορατά. Τα σκουρόξανθα μαλλιά της κυμάτιζαν απαλά γύρω από το γλυκό πρόσωπο της και τα μάτια της, μαύρα και αστραφτερά όπως η νύχτα με τα λαμπερά αστέρια, ήταν εστιασμένα πάνω του.
Ο Έρικ την κοίταξε παγωμένος. Το έδαφος είχε χαθεί από τα πόδια του και έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε, ανίκανος να αντιδράσει.
«Μαμά;»
Η λέξη ίσα που βγήκε από τον λαιμό του, ή μπορεί και να φαντάστηκε πως την είπε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. Ήταν αληθινή ή κάποια οπτασία σταλμένη για να μπερδέψει το μυαλό του;
Η μητέρα του ήταν ακριβώς όπως την τελευταία μέρα που την είχε δει, αναλλοίωτη από τον χρόνο. Ήθελε να τρέξει κοντά της και να την αγκαλιάσει αλλά τα πόδια του είχαν ριζώσει στη θέση τους. Πως ήταν δυνατόν να θέλει να της πει τόσα πράγματα και ταυτόχρονα οι λέξεις να τον έχουν εγκαταλείψει;
Γιατί τους είχε κρατήσει κρυφή την καταγωγή τους; Πίστευε ότι οι γιοι της θα την μισούσαν αν μάθαιναν ότι ήταν μάγισσα; Δεν ήξερε πως ήταν το πιο σημαντικό άτομο στη ζωή των παιδιών της και τίποτα δεν θα το άλλαζε αυτό; Τίποτα δεν θα αναιρούσε την αγάπη τους για εκείνη.
Αυτές και άλλες τόσες ερωτήσεις βασάνιζαν το μυαλό του αλλά ήταν γραφτό να μείνουν για πάντα αναπάντητες.
Το σώμα της μητέρας του άρχισε να διαλύετε σε μικροσκοπικά αστραφτερά σωματίδια, σαν να ήταν καμωμένη από αστερόσκονη και παρασυρόταν στον άνεμο. Τον κοίταξε τρυφερά και του χαμογέλασε σαν να ήταν ακόμα το μικρό αγοράκι που νανούριζε στην αγκαλιά της.
«Περίμενε!» της φώναξε και έτρεξε μπροστά, απλώνοντας το χέρι του για να την πιάσει, αλλά ήταν αργά.
Η μητέρα του είχε χαθεί.
Το τελευταίο που θυμόταν ήταν το βασανιστικό κάψιμο στο χέρι του, λες και τον είχαν καρφώσει με ένα πυρωμένο στιλέτο, και την λάμψη ευχαρίστησης μέσα στα ψυχρά μάτια της Μπαστιάνας που απολάμβανε τον πόνο που του προκαλούσε. Τον ήχο των δαχτύλων της που χτύπησαν προτού τα πάντα σκοτεινιάσουν.
Είχε ξυπνήσει μέσα σε αυτό το κελί, άοπλος και με τα σημάδια από το βασανιστήριο εκείνης της σαδίστριας μέγαιρας να έχουν σβηστεί μυστηριωδώς από το δέρμα του.
Τέσσερις πετρόχτιστοι τοίχοι των περικύκλωναν και μια ξύλινη πόρτα. Παρόλο που η επιφάνεια της είχε ξεφλουδίσει από τα χρόνια και την υγρασία παρέμενε σταθερή, όπως μαρτυρούσαν οι σκούρες μελανιές στα μπράτσα και στους ώμους του. Το μικρό δωμάτιο ήταν άδειο. Δεν υπήρχε τίποτα που να χρησίμευε για να ξαπλώσει ή για να καθίσει πέρα από το σκονισμένο πάτωμα. Το μόνο φως προερχόταν από το χλωμό φως του φεγγαριού που τρύπωνε μέσα από τα κάγκελα του μακρόστενου παραθύρου στη γωνία που κοίταζε στην πίσω πλευρά του κάστρου (ακόμα κι αν κατάφερνε να ξηλώσει τα σκουριασμένα κάγκελα δεν θα χωρούσε να περάσει) Ήταν αρκετό για να φωτίσει μονάχα το μισό κελί, αφήνοντας τη μια πλευρά βυθισμένη στο σκοτάδι.
Είχε διαλέξει το σημείο κάτω από το παράθυρο για να καθίσει με την πλάτη του να στηρίζεται πάνω στην κρύα πέτρα, τα γόνατα του τραβηγμένα κοντά στο στήθος του και τα χέρια του να ακουμπάνε πάνω τους. Δεν είχε ουσιαστική διαφορά αν θα επέλεγε να καθίσει στο μισοσκόταδο ή στο απόλυτο σκοτάδι, άλλωστε δεν κινδύνευε να σκοντάψει πουθενά, αλλά ένιωθε πως έστω και αυτό το ελάχιστο φως τον βοηθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά.
Ήταν η δεύτερη νύχτα του στο φαράγγι, αν υπέθετε ότι τα μαγικά της Μπαστιάνας δεν τον είχαν ρίξει αναίσθητο για περισσότερο από μερικές ώρες.
Η Σελίν την είχε αφήσει να τον πετάξει μέσα σε εκείνο το κελί και δεν είχε εμφανιστεί από τότε. Η προδοσία έστελνε μικρές τσιμπιές που έτσουζαν μέσα στο στήθος του με κάθε χτύπο της καρδιάς του και άφηνε μια πικρή γεύση στο στόμα του. Κάπως έτσι θα πρέπει να είχε νιώσει κι εκείνη όταν την είχε συλλάβει και την είχε παραδώσει στους Κυνηγούς. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν η τωρινή του κατάσταση ήταν κάποιο αστείο της μοίρας ή τραγική ειρωνεία.
Ήταν έξαλλος μαζί της. Μετά από όλα εκείνα τα λόγια για αγάπη και ότι ήθελε μια ζωή μαζί του τον είχε κάνει στην άκρη για μια γυναίκα που την είχε εγκαταλείψει λίγες ώρες αφότου την είχε φέρει στον κόσμο και απειλούσε κάθε ζωντανό πλάσμα μέσα στο δάσος και γύρω από αυτό.
Όμως κάτω από τον θυμό του φοβόταν για εκείνη. Βρισκόταν σε τρομερό κίνδυνο αλλά επέλεγε να κλείσει τα μάτια της και να μη το δει. Η Μπαστιάνα την χειραγωγούσε με εξαιρετική ακρίβεια βγάζοντας στην επιφάνεια όλους τους φόβους και τις ανασφάλειες που έκρυβε μέσα της. Αν νοιαζόταν πραγματικά επειδή η κόρη της ήταν δυστυχισμένη στη Σύναξη θα είχε επέμβει νωρίτερα. Θα είχε τρέξει στο χωριό του για να την βγάλει από την φυλακή όταν ήταν κρατούμενη των Κυνηγών. Αντ΄αυτού αγνοούσε την ύπαρξη της επί χρόνια και την είχε αναζητήσει μόνο όταν οι μάγισσες της αρνήθηκαν τις Θυσίες και χρειάστηκε να ψάξει μια εναλλακτική για να διατηρήσει την δύναμη της.
Η Σελίν είχε τυφλωθεί από την επιθυμία της να έχει έναν γονιό που θα της έδινε την στοργή και την αγάπη που είχε στερηθεί όλα αυτά τα χρόνια. Ο Έρικ ήξερε πως η προδοσία του Άιζακ την είχε πληγώσει περισσότερο απ' όσο ήθελε να παραδεχθεί. Αλλά αυτή η επιθυμία την εμπόδιζε να δει πως εκείνη η γυναίκα ήταν διαβολική. Μια πραγματική μητέρα κατεύναζε τους φόβους του παιδιού της, δεν τους έτρεφε. Δεν υπήρχε αγάπη ή συμπόνια μέσα στην Μπαστιάνα.
Η ιδέα μιας μητέρας που ήταν έτοιμη να δώσει την αγάπη της στην κόρη της που την είχε στερηθεί όλα αυτά τα χρόνια και θα έλυνε όλα της τα προβλήματα ήταν ελκυστική, αλλά ήταν μονάχα μια ψευδαίσθηση. Η Σελίν έπρεπε να το καταλάβει και να δει πως το μόνο που ήθελε από εκείνη η Μπαστιάνα ήταν να την χρησιμοποιήσει. Για ποιους σκοπούς, ο Έρικ δεν ήταν σίγουρος. Αλλά δεν ήταν ανόητη. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα ταρακούνημα που θα την έκανε να αντικρίσει την πραγματικότητα.
Έπρεπε να βγει από εκεί μέσα και να την βρει.
Αλλά πως;
Αργά ή γρήγορα κάποιος θα εμφανιζόταν για να του φέρει φαγητό και νερό. Η καλύτερη ελπίδα που είχε για να δραπετεύσει ήταν να αιφνιδιάσει και να επιτεθεί στο πρώτο άτομο που θα άνοιγε εκείνη την αναθεματισμένη πόρτα. Μπορεί να βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, άοπλος και χωρίς να γνωρίζει το κάστρο ή πόσους φρουρούς έκρυβε, αλλά ήταν αποφασισμένος.
Όμως οι ώρες περνούσαν και κανένας δεν ερχόταν. Μπορούσε να αγνοήσει το σφίξιμο της πείνας στο στομάχι του αλλά το νερό ήταν διαφορετική υπόθεση. Ένας πονοκέφαλος είχε απλωθεί σε ολόκληρο το κρανίο του και έστελνε σουβλιές στους κροτάφους του. Υπομονή, είπε στον εαυτό του. Η Μπαστιάνα δεν είχε σκοπό να τον αφήσει να σαπίσει εκεί. Όχι ακόμα τουλάχιστον, όσο προσπαθούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της κόρης της. Για ποιόν άλλο λόγο να είχε επιτρέψει να γιατρέψουν το χέρι του; Για την ώρα τουλάχιστον, είχε όφελος να τον κρατήσει ζωντανό.
Έφερε στο μυαλό του τα αγάλματα που διακοσμούσαν τις σκάλες της Μπαστιάνας. Τι είδους διεστραμμένο άτομο διατηρούσε τα θύματα του και στόλιζε με αυτά το σπίτι του για να τα βλέπει κάθε μέρα; Αναρωτήθηκε αν εκείνες οι μάγισσες είχαν υποφέρει καθώς πέθαιναν ή αν οι τρομοκρατημένες εκφράσεις στα πρόσωπα τους ήταν κάποιο σκληρό, άρρωστο αστείο της Μπαστιάνας.
Αναρωτήθηκε αν η μητέρα του είχε υποφέρει. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια και τόσα ψέματα είχε μάθει την πραγματική της μοίρα. Εκείνος και ο Τομ είχαν εστιάσει τον θυμό τους στα λάθος άτομα. Αλλά τώρα που γνώριζε τον πραγματικό ένοχο ορκίστηκε πως θα την έκανε να πληρώσει.
Η ατμόσφαιρα μέσα στο κελί άλλαξε. Η θερμοκρασία έπεσε δραματικά, σε σημείο που η ανάσα του άρχισε να σχηματίζει αχνά συννεφάκια μπροστά στο πρόσωπο του. Όλες οι τριχούλες στα χέρια του σηκώθηκαν όρθιες.
Το σκοτάδι έγινε πιο πηχτό, βαθύ σαν πίσσα. Το αγόρι σηκώθηκε αργά από το πάτωμα και τα καστανά μάτια του καρφώθηκαν στην απέναντι γωνία του κελιού. Μια φιγούρα άρχισε να σχηματίζεται και να ξεχωρίζει από τις σκιές. Βγήκε μπροστά και οι αδύναμες δέσμες φωτός του φεγγαριού έπεσαν πάνω του.
Ο Έρικ κοίταξε το πλάσμα -αν μπορούσε να το χαρακτηρίσει έτσι- που στεκόταν λίγα μέτρα μακριά του. Ένα πλάσμα που δεν θα έπρεπε να βρίσκεται σε αυτόν τον κόσμο αλλά παραδόξως δεν ένιωσε φόβο.
«Προσπάθησες να μας προειδοποιήσεις» είπε σιγανά, λες και αν σήκωνε την φωνή του θα το τρόμαζε και θα το έδιωχνε. Αμέσως συνειδητοποίησε πόσο γελοία ήταν αυτή η σκέψη.
Όταν ήταν μικρός, ο γερο- Νέντ του έλεγε ιστορίες για φαντάσματα.
«Αν συναντήσεις ποτέ σου ένα πνεύμα, μικρέ, πρέπει να το αγνοήσεις πάση θυσία. Αυτό είναι τρομερά σημαντικό» τον είχε προειδοποιήσει κουνώντας με έμφαση το δάχτυλο του μπροστά στο πρόσωπο του Έρικ. «Αν αναγνωρίσεις την παρουσία του του δίνεις τη δύναμη να πάρει τη ψυχή σου μαζί του στον άλλο κόσμο. Μη το κοιτάξεις, μη του μιλήσεις, και προσευχήσου να εξαφανιστεί γρήγορα»
Λοιπόν, τώρα ήταν αργά για αυτό. Αλλά το πνεύμα δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να του κλέψει την ψυχή. Προσπάθησε να ξεχωρίσει το πρόσωπο του κάτω από το κουρελιασμένο πέπλο του αλλά μέσα στο σκοτάδι ήταν αδύνατον.
«Σ' ευχαριστώ» πρόσθεσε.
Το μαυροφορεμένο πνεύμα παρέμεινε σιωπηλό, ενισχύοντας έτσι την απόκοσμη παρουσία του. Ο Έρικ υπέθεσε πως ακόμη κι αν ήθελε να του απαντήσει δεν θα μπορούσε. Οι νεκροί δεν είχαν φωνή. Αν είχαν τώρα δεν θα ήταν φυλακισμένος και η Σελίν δεν θα βρισκόταν σε ενούς διαφορετικού είδους φυλακής στα χέρια της Μπαστιάνας. Αλλά το φάντασμα είχε προσπαθήσει να τους βοηθήσει και του ήταν ευγνώμων για αυτό.
Το πνεύμα σήκωσε το χέρι του, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά μια ιδέα για του τι κρυβόταν κάτω από τον τρύπιο μανδύα του. Ένα μικρό, σίγουρα γυναικείο χέρι ξεπρόβαλε μέσα από το ύφασμα. Το δέρμα ήταν άχρωμο και ημι-διάφανο σαν ομίχλη. Τα κόκαλα φαινόντουσαν ξεκάθαρα από κάτω. Έμεινε σε αυτή τη θέση, περιμένοντας.
«Θέλεις να πιάσω το χέρι σου;» ρώτησε επιφυλακτικά ο Έρικ.
Ένα μικρό νεύμα του κεφαλιού του έδωσε την απάντηση.
Όλες οι προειδοποιήσεις που είχε ακούσει για τα φαντάσματα ήχησαν στα αυτιά του. Κάθε λογικός άνθρωπος που θα βρισκόταν στη θέση του θα έκανε τα πάντα για να απομακρυνθεί από το φάντασμα. Και ένα μέρος του ήθελε να κάνει το ίδιο. Άλλα αν το πνεύμα ήθελε να τον βλάψει γιατί να προσπαθήσει να τους προειδοποιήσει για την Μπαστιάνα; Οι ενέργειες του έδειχναν πως η πρόθεση του ήταν να βοηθήσει. Τουλάχιστον αυτό είπε στον εαυτό του επειδή ήταν αρκετά απελπισμένος για να δεχθεί οποιαδήποτε βοήθεια του παρουσιαζόταν εκείνη τη στιγμή.
Έκανε ένα βήμα μπροστά. «Μήπως θέλεις να πάρεις την ψυχή μου μαζί σου στον άλλο κόσμο;» ρώτησε, μισό-αστεία και μισό-σοβαρά.
Το φάντασμα δεν απάντησε ούτε ένευσε. Ο Έρικ έδιωξε τα πάντα από το μυαλό του εκτός από την Σελίν και την επιτακτική ανάγκη να την βρει για να πάρει θάρρος και έπιασε το παρατεταμένο, χλωμό χέρι του πνεύματος.
Περίμενε πως το χέρι του θα περνούσε μέσα από το ημι-διάφανο δέρμα και τα κόκαλα. Και πράγματι, δεν ήταν στερεό. Είχε μια αλλόκοτη υφή λες και ο αέρας είχε σκληρύνει. Θα μπορούσε να περάσει το χέρι του από μέσα αν ήθελε, αλλά ένιωθε που ξεκινούσε και που τελείωνε.
Χωρίς προειδοποίηση, μια δυσάρεστη αίσθηση τον κατέκλυσε, κρύα, υγρή και πνιγηρή λες και είχε βουτήξει μέσα σε μια παγωμένη λίμνη. Η ανάσα του κόπηκε. Το χέρι του, μπλεγμένο με το χέρι του πνεύματος, έχασε το χρώμα του και έγινε διάφανο. Κοίταξε τις μακρόστενες φάλαγγες των δαχτύλων του και τις γαλαζοπράσινες φλέβες που διακλαδώνονταν γύρω τους. Το στήθος του ήταν επώδυνα άδειο.
Η καρδιά του είχε σταματήσει. Ένας ήχος που τον συντρόφευε σε όλη του τη ζωή είχε σωπάσει. Πήρε μια σοκαρισμένη ανάσα αλλά τα πνευμόνια του δεν ανταποκρίθηκαν.
Κοίταξε το καλυμμένο πρόσωπο του πνεύματος. «Είμαι νεκρός;» ρώτησε, αλλά φυσικά δεν πήρε απάντηση.
Το φάντασμα προχώρησε προς το παράθυρο, σέρνοντας τον μαζί του. Η κίνηση ήταν περίεργη, σαν να γλιστρούσαν πάνω σε πάγο. Ήταν ανάλαφρος, λες και ήταν καμωμένος από σύννεφα, λες και κάθε ίνα του κορμιού του είχε μετατραπεί σε αέρα. Είδε τον τοίχο να έρχεται κατά πάνω τους και ενστικτωδώς έκλεισε τα μάτια του περιμένοντας την σύγκρουση.
Όταν τα άνοιξε ξανά βρισκόταν έξω, κρυμμένος στη μαύρη σκιά του κάστρου. Υγρή ζέστη κύλησε στις φλέβες του και απλώθηκε σε ολόκληρο το σώμα του καθώς έπαιρνε ξανά υλική υπόσταση. Ένιωσε την καρδιά του να σκιρτά ξανά μέσα στον θώρακα του, σαν ένα μικρό πουλί που χτυπούσε χαρούμενα τα φτερά του. Κοίταξε τα χέρια του που ήταν και πάλι στερεά και μαυρισμένα από τον ήλιο.
«Σ' ευχαριστώ» είπε, και σήκωσε το βλέμμα του από το χέρια του για να κοιτάξει το πνεύμα.
Αλλά η σκοτεινή φιγούρα είχε χαθεί.
Κάτω από το απαλό φως της σελήνης στεκόταν μια γυναίκα. Ο κουρελιασμένος μανδύας και το πέπλο είχαν αντικατασταθεί από ένα απλό λευκό φόρεμα. Τα γυμνά της πόδια αιωρούνταν λίγα εκατοστά πάνω από το ξερό έδαφος. Το δέρμα της εξακολουθούσε να είναι λευκό σαν το φεγγάρι που κρεμόταν στον ουρανό αλλά τα οστά της δεν ήταν πλέον ορατά. Τα σκουρόξανθα μαλλιά της κυμάτιζαν απαλά γύρω από το γλυκό πρόσωπο της και τα μάτια της, μαύρα και αστραφτερά όπως η νύχτα με τα λαμπερά αστέρια, ήταν εστιασμένα πάνω του.
Ο Έρικ την κοίταξε παγωμένος. Το έδαφος είχε χαθεί από τα πόδια του και έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε, ανίκανος να αντιδράσει.
«Μαμά;»
Η λέξη ίσα που βγήκε από τον λαιμό του, ή μπορεί και να φαντάστηκε πως την είπε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. Ήταν αληθινή ή κάποια οπτασία σταλμένη για να μπερδέψει το μυαλό του;
Η μητέρα του ήταν ακριβώς όπως την τελευταία μέρα που την είχε δει, αναλλοίωτη από τον χρόνο. Ήθελε να τρέξει κοντά της και να την αγκαλιάσει αλλά τα πόδια του είχαν ριζώσει στη θέση τους. Πως ήταν δυνατόν να θέλει να της πει τόσα πράγματα και ταυτόχρονα οι λέξεις να τον έχουν εγκαταλείψει;
Γιατί τους είχε κρατήσει κρυφή την καταγωγή τους; Πίστευε ότι οι γιοι της θα την μισούσαν αν μάθαιναν ότι ήταν μάγισσα; Δεν ήξερε πως ήταν το πιο σημαντικό άτομο στη ζωή των παιδιών της και τίποτα δεν θα το άλλαζε αυτό; Τίποτα δεν θα αναιρούσε την αγάπη τους για εκείνη.
Αυτές και άλλες τόσες ερωτήσεις βασάνιζαν το μυαλό του αλλά ήταν γραφτό να μείνουν για πάντα αναπάντητες.
Το σώμα της μητέρας του άρχισε να διαλύετε σε μικροσκοπικά αστραφτερά σωματίδια, σαν να ήταν καμωμένη από αστερόσκονη και παρασυρόταν στον άνεμο. Τον κοίταξε τρυφερά και του χαμογέλασε σαν να ήταν ακόμα το μικρό αγοράκι που νανούριζε στην αγκαλιά της.
«Περίμενε!» της φώναξε και έτρεξε μπροστά, απλώνοντας το χέρι του για να την πιάσει, αλλά ήταν αργά.
Η μητέρα του είχε χαθεί.
Φαίη