Ο κρουστός ήχος από μικρά τύμπανα, τράβηξε την προσοχή της Έλστα, καθώς ο ήλιος έδυε αρκετά μίλια βόρεια της Αραζέμ. Ήταν η δεύτερη μέρα της περιπλάνησης της προς τη Σινές, την πόλη που θα συναντούσε ξανά το νεαρό Μποέμιαν.
Είχαν περάσει κιόλας έντεκα μερόνυχτα, από τότε που συναντήθηκαν για πρώτη φορά. Φορούσε το μεγάλο ξύλινο μποέμικο σταυρό στο λαιμό της, κρατώντας τον όμως κάτω από τα ρούχα της, γιατί δεν ήθελε να τραβήξει αδιάκριτα βλέμματα.
Πορευόταν μόνη, υπό το φως της ημέρας, έχοντας ένα σακίδιο δεμένο στη μέση της. Πλησίαζε ολοένα και περισσότερο τον ήχο από τα τύμπανα και δεν άργησε να ξεχωρίσει ακόμη ένα μουσικό όργανο στα αυτιά της. Ήταν τρομπέτα… ή μήπως βιόλα; Όσο διαφορετικό ήχο κι αν παρήγαγαν, η νεαρή γυναίκα ήταν σίγουρη πως αυτό που άκουγε ήταν ένα από τα δύο μουσικά όργανα.
Προχώρησε ακόμη περισσότερο, μέχρι που άκουγε τη μουσική πολύ κοντά της. Αποφάσισε να κρυφτεί ανάμεσα στους θάμνους και να παρακολουθήσει τους μουσικούς.
«Μα βέβαια!..» σκέφτηκε «…έχουν και τρομπέτα και βιόλα!». Η Έλστα, από τη μία ήταν χαρούμενη που βρήκε κι άλλους ανθρώπους στο δρόμο της πριν πέσει η νύχτα, από την άλλη όμως δίστασε να παρουσιαστεί μπροστά τους. Κάθισε κρυμμένη και τους παρατήρησε. Ήταν τρεις μεσήλικες σκουρόδερμοι άντρες. Ένας έπαιζε βιόλα, ο άλλος τρομπέτα και ο τρίτος το τύμπανο. Κοιτάζοντας πιο δίπλα, η Έλστα είδε τρεις μεγάλες σταματημένες άμαξες. Και μπροστά τους, μια κοπέλα να κάθεται κατάχαμα, φορώντας ένα μακρύ ροδόχρωμο φόρεμα και ένα λεπτό λουλουδένιο στεφάνι στα μαλλιά.
«Είναι καραβάνι τσιγγάνων…» είπε από μέσα της και θέλησε να τρέξει κοντά τους και να τους πει για τον πολύτιμο σταυρό που κουβαλούσε πάνω της και για το ασυνήθιστο ταξίδι που είχε ξεκινήσει. Γρήγορα, όμως, άλλαξε γνώμη και παρέμεινε εκεί, κρυμμένη και φοβισμένη.
Για μια στιγμή, ένιωσε πως κάποιος την παρακολουθούσε κι ένα ρίγος την διαπέρασε από άκρη σ’ άκρη. Γύρισε απότομα προς τα πίσω. Στο βλέμμα της υπήρχε τρόμος. Δεν υπήρχε κανείς εκεί, μα η μουσική σταμάτησε αναπάντεχα, κόβοντας το τσιγγάνικο τραγούδι στη μέση. Οι δυο τσιγγάνοι πλησίαζαν προς το σημείο που είχαν δει κάτι να κουνιέται πίσω από ένα θάμνο.
Η Έλστα άρχισε να τρέμει, σίγουρη πια πως όλη αυτή η περιπέτεια ήταν ένα παρορμητικό λάθος. Ένιωσε κάτι αιχμηρό ψηλά στην πλάτη της.
«Είσαι καλά κορίτσι;…» αποκρίθηκε ο ένας τσιγγάνος και η φωνή του πάγωσε το αίμα της. Το τρέμουλο μετατράπηκε σε κοκκάλωμα. Το μυτερό πράγμα που την ακουμπούσε στην πλάτη, έφυγε από πάνω της και η νεαρή γυναίκα γύρισε αργά προς το μέρος τους.
«…Ε, κορίτσι! Είσαι καλά;» ρώτησε αυτή τη φορά ο δεύτερος τσιγγάνος, πιο έντονα.
Η Έλστα είδε πως αυτό που την είχε σκουντήξει ήταν το δοξάρι από τη βιόλα. «Είναι μουσικοί…» θυμήθηκε «…αποκλείεται να έχουν κακή ψυχή…». Αποφάσισε να τους μιλήσει
«Είμαι εντάξει…». Η φωνή της βγήκε παγωμένη και τρεμάμενη, καθώς σηκωνόταν ξανά στα πόδια της.
Οι δυο μουσικοί την επεξεργάστηκαν γεμάτοι περιέργεια για λίγα δευτερόλεπτα.
«…Άκουσα τη μουσική σας και σταμάτησα να…» προσπάθησε να προσθέσει η Έλστα μα την διέκοψαν οι φωνές του τρίτου τσιγγάνου.
«Τι γίνεται; Τι ήταν τελικά;» φώναξε, κρατώντας ένα ετοιμοπόλεμο τσεκούρι στα χέρια του.
«Ωπ, ήσυχα, κατέβασε το τσεκούρι…» απάντησε ο άντρας με το δοξάρι «…Είναι απλά ένα κορίτσι…»
Στο μεταξύ, η νεαρή τσιγγάνα, που καθόταν νωρίτερα μπροστά από τις άμαξες, είχε σηκωθεί ανήσυχη και ετοιμαζόταν να ανέβει σε μια από αυτές. Ηρέμησε όμως, όταν αντίκρισε τους τρεις άντρες να επιστρέφουν, έχοντας κοντά τους και μια κοπέλα.
«Είναι κάποιος άλλος μαζί σου;» ρώτησε την Έλστα ο τσιγγάνος με το τσεκούρι. Η Έλστα απάντησε αρνητικά. κουνώντας το κεφάλι της.
«Είσαι σίγουρη;» επέμεινε, καθώς έφταναν μπροστά από τις άμαξες.
«Ναι…» απάντησε παγωμένα. Το βλέμμα της έπεσε στην νεαρή τσιγγάνα. Δεν θα ήταν πάνω από δεκαεφτά χρονών.
«Εντάξει…» πείστηκε ο βιολονίστας. «Πες μας όμως τη δουλειά έχει στους έρημους δρόμους, μια γυναίκα μόνη;…» απόρησε ευγενικά.
«Πηγαίνω στη Μαν’ νακά. Στο λιμάνι. Πρέπει να είμαι στη Σινές σε τέσσερις μέρες..» απάντησε ανέκφραστη. «…Η δουλεία μου είναι… δουλειά μου…»
«Θέλεις δυο μερόνυχτα ως το λιμάνι. Μετά είναι άλλο ένα ως τη Σινές, αν η Πράσινη Θάλασσα δεν έχει …κέφια!» της είπε ο τσιγγάνος με το δοξάρι και της αντιπρότεινε «…Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας;… Άκακη μου φαίνεσαι… Εμείς θα φύγουμε απόψε με προορισμό τη Μικρή Ήπειρο. Είσαι τυχερή, γιατί θα χρειαστούμε το ίδιο λιμάνι!»
Η Έλστα δεν μπορούσε να παραβλέψει αυτή την προσφορά. Βέβαια, την τελευταία φορά που εμπιστεύτηκε έναν άγνωστο, έμπλεξε σε τούτην εδώ την περιπέτεια! Και μάλιστα τσιγγάνο!
«Πώς να μας εμπιστευθεί το κορίτσι;» φώναξε ο τσιγγάνος με το τσεκούρι. «Δε μας ξέρει και ίσως δεν έχει ξαναδεί Μποέμιαν από κοντά!»
Κάτι έλαμψε στα μάτια της και θυμήθηκε το σταυρό στο λαιμό της. Δεν έπρεπε να μάθουν για αυτόν σε καμία περίπτωση.
«Εγώ είμαι ο Γιοέλ…» συστήθηκε ο τσιγγάνος που έπαιζε βιόλα, «…Αυτός είναι ο Γιοτζαΐλ, ο τυμπανιστής μας…» συνέχισε ο τσιγγάνος «…και ο ευγενής κύριος με το τσεκούρι, είναι ο Μπόρι Κενν… παίζει τρομπέτα!»
Η Έλστα τους χαμογέλασε και, αφού το σκέφτηκε λίγο, δέχθηκε να τους ακολουθήσει μέχρι την Μαν’ νακά.
«…Α! μα πώς μου διέφυγε!» πρόσθεσε ο Γιοέλ, «…Αυτή είναι η καλή μας φίλη Έλινορ Λαγκ!»
Η Έλστα έγνεψε ευγενικά το κεφάλι της. «Όμορφο όνομα…» σκέφτηκε δυνατά.
«Σε ευχαριστώ… Και ποιο είναι το δικό σου;» ρώτησε εύλογα η νεαρή τσιγγάνα…
Κυριάκος Μαυροειδέας