Ματωμένη Λονδρέζικη Βροχή (Κεφάλαιο 10)

Ο Τόμας ήρθε κοντά μου και αναστέναξε.

«Τι θα κάνουμε τώρα; Κρίμα ο άνθρωπος που έφυγε, αλλά ο γάμος μας... Θα γίνει που θα γίνει στα κρυφά χωρίς πολύ κόσμο, να μην έχουμε μια γαμήλια τούρτα, έτσι να μας γλυκάνει, να κεράσουμε και εσάς για την χαρά μας; Πρέπει να το πω στη Ραφαέλλα».

«Έλα, βρε Τόμας, για την τούρτα νομίζεις θα έρθουμε; Για εσάς θα έρθουμε. Εξάλλου, υπάρχουν και άλλα ζαχαροπλαστεία και φούρνοι να κλείσουμε εκεί μια τούρτα λευκή με λουλούδια. Θα το ψάξω εγώ, αν θες» τον παρηγόρησα.

«Αχ, βρε κορίτσι μου, να είσαι καλά, αλήθεια. Αν τα καταφέρεις, θα είμαι ευγνώμων».

Μίλησα με τη Ραφαέλλα στο τηλέφωνο, για να την προετοιμάσω ψυχολογικά και να δω τι θα της άρεσε. Εκείνη τη στιγμή, είδα ένα παλικάρι να έρχεται μέσα στο μαγαζί -ψηλός, καραφλός, γαλανομάτης, με γυμνασμένα μπράτσα. Αναρωτήθηκα ποιος ήταν. Τον παρατηρούσα καθώς πλησίαζε. Τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου του με είχαν κάνει προς στιγμήν να αφαιρεθώ.

«Καλησπέρα σας. Είμαι ο Κεν Σόχερτι, ο συνάδελφος του αποθανόντος» είπε και μου έδωσε το χέρι.

«Καλησπέρα» απάντησα χαμένη στο βλέμμα του.

«Ο Τόμας με σκούντηξε και άρχισε την ανάκριση

«Θέλουμε να σας κάνουμε κάποιες ερωτήσεις, κύριε Σόχερτι. Καταρχάς, τι ώρα φύγατε χτες από το ζαχαροπλαστείο;».

«Έφυγα στις δώδεκα μαζί με το αφεντικό μου».

«Επιστρέψατε αργότερα;».

«Όχι. Ο Τζόρτζ δεν ήθελε βοήθεια, οπότε γύρισα στο διαμέρισμά μου». Αμέσως άρπαξα την ευκαιρία και ρώτησα

«Μένετε μόνος; Θέλω να πω... υπάρχει κάποιος να επιβεβαιώσει ότι ήσασταν στο διαμέρισμά σας όλο το βράδυ;». Ο Τόμας με κοίταξε συνοφρυωμένος και εγώ είχα γίνει σίγουρα κατακόκκινη από ντροπή.

«Μένω μόνος, αλλά έχω κάμερες στο σπίτι που καταγράφουν τα πάντα» απάντησε χαμογελώντας και χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω μου.

«Θα χρειαστεί να δούμε το υλικό, κύριε Σόχερτι. Κάτι ακόμη. Ο συνάδελφός σας μήπως είχε τσακωθεί με κανέναν πρόσφατα;».

«Πέρυσι είχε συμμετάσχει σε διαγωνισμό μαγειρικής και είχε κερδίσει τον τίτλο και πενήντα χιλιάδες. Η κοπέλα που ήρθε δεύτερη τον είχε απειλήσει δημόσια. Πριν μέρες είχε έρθει εδώ, από την πίσω πλευρά, και μιλούσαν σε έντονο ύφος».

«Ποια είναι αυτή η κοπέλα;» ρώτησα σημειώνοντας.

«Η σεφ Πατρίτσια Γιόνχανσον. Εργάζεται στο ιταλικό εστιατόριο “Σίσιλυ”». Την είχαμε ακουστά και το εστιατόριο που εργαζόταν ήταν πολύ κοντά στο ζαχαροπλαστείο, οπότε θα μπορούσε άνετα να είναι ο δολοφόνος. Ο Τόμας με τράβηξε πιο πέρα και μίλησε σιγανά

«Εδώ πρόκειται για έγκλημα ζήλειας. Θα πιάσουμε τον ένοχο αυτή την φορά» είπε με αυτοπεποίθηση.

«Ναι, έτσι πιστεύω και εγώ» αποκρίθηκα αλλά το βλέμμα μου ήταν αλλού. Έψαχνε τον Κεν.

«Πέιτζ, συγκεντρώσου σε παρακαλώ. Εδώ σκοτώθηκε κάποιος».

«Συγγνώμη, βρε Τόμας. Έχεις δίκιο. Δε θα έπρεπε μια τέτοια στιγμή μα... μα με ενδιαφέρει πολύ αυτός ο Κεν».

«Τι να πω τώρα... άντε πήγαινε, μίλησέ του, αλλά γρήγορα. Πρέπει να ψάξουμε όλο το μέρος».

«Εντάξει» ψέλλισα και αμέσως βρέθηκα δίπλα στον Κεν σαν να μην συνέβη τίποτα και αρχίσαμε να συζητάμε.

«Μου επιτρέπετε να σας μιλήσω στον ενικό, αστυνόμε;» ρώτησε μόλις στάθηκα μπροστά του.

«Ναι, φυσικά. Τελείωσε η κατάθεση».

«Χαίρομαι. Συγγνώμη που δεν απάντησα πριν. Οδηγούσα από το σπίτι μου και όταν οδηγώ δεν μιλάω στο τηλέφωνο. Αλλά αν θελήσεις να με καλέσεις για οτιδήποτε, μπορείς... θα απαντήσω αμέσως».

«Εγώ συγγνώμη για την ενόχληση, αλλά ήταν σοβαρό θέμα. Aλλά αν οδηγείς και σε καλέσω να προσέχεις στο δρόμο, μη μας πάθεις και τίποτα. Αλήθεια, μένεις μακριά από εδώ;» απάντησα με ένα ελαφρύ γέλιο να γλιστράει από τα χείλη μου.

«Είμαι στη μαρίνα του Λάιμ-Χάουζ, μισή ώρα από εδώ. Έχει πολύ ωραία θέα η περιοχή εκεί, αν επιθυμούσες μια μέρα να κάνουμε βόλτα, για να δεις πόσο όμορφα είναι και να πιούμε έναν καφέ; Ελπίζω μόνο να μην σε φέρνω σε δύσκολη θέση με αυτήν την πρόταση».

«Καθόλου μου αρέσει η πρόταση που μου κάνεις. Να το κανονίσουμε τις επόμενες μέρες».

«Θα το δούμε. Τώρα είναι αρκετά βαρύ το κλίμα εδώ και δεν μπορούμε να πούμε πολλά...».

«Αλήθεια, μου έκανες εντύπωση μόλις σε είδα και ειδικά τώρα που μιλήσαμε και επέτρεψε μου να το εκφράσω, δεν σε είδα να στεναχωριέσαι ιδιαίτερα για ό,τι συνέβη» ανέφερα καχύποπτα.

«Στεναχωρέθηκα, εννοείται, πολύ. Ακόμα δεν το έχω συνειδητοποιήσει...» αποκρίθηκε και στο πρόσωπο του διέκρινα μια έντονη θλίψη.

«Αλλά η ζωή προχωράει. Όσο και να κλάψω, πίσω δεν γυρίζει. Προτιμώ να το αντιμετωπίσω πιο ψύχραιμα, γιατί αν το επεξεργαστώ, θα έχω πρόβλημα στη δουλειά μου, στην καθημερινότητά μου. Όσο και αν ακούγεται άσχημο, οφείλω να συνεχίσω να ζω χωρίς να αφήσω το πένθος να με καταβάλει».

Μέσα μου επικρατούσε ένα περίεργο συναίσθημα. Ήθελα να μιλήσουμε, να γνωριστούμε, γιατί πραγματικά μου άρεσε πολύ. Όμως οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γνωριστήκαμε ήταν πολύ περίεργες. Εξάλλου, φοβόμουν ακόμα μήπως έκρυβε κάτι -δεν τον είχαμε ακόμα απορρίψει από τη λίστα των ενόχων. Συμφώνησα να μιλήσουμε άλλη στιγμή από το τηλέφωνο και αρχίσαμε με τον Τόμας να εξετάζουμε το μαγαζί.

Δέσποινα Τ.