Εξόριστοι (Κεφάλαιο 3)

Drite

-Για πού το έβαλες εσύ;

Η Drite γύρισε και κοίταξε το αφεντικό της καθώς κρεμούσε τη λερωμένη της φόρμα.

-Είναι πέντε, σχόλασα.

-Θα σχολάσεις όταν σου πω εγώ. Γύρνα στο πόστο σου, έχουμε δουλειά.

Έμεινε να τον κοιτά με το γνώριμο σοβαρό της ύφος.

-Άκου να σου πω, της είπε αγριεμένος. Θα έπρεπε να με ευχαριστείς που σε πήρα στη δούλεψή μου και όχι να παραπονιέσαι! Και αν δε σου αρέσει, να γυρίσεις στο χωριό σου στην Αλβανία!

Έσφιξε τις γροθιές της και κατέβασε το κεφάλι της. Δεν ήταν συνηθισμένη να παραδίδει τόσο εύκολα τα όπλα, μα την είχε ανάγκη αυτή τη δουλειά. Ήταν η μόνη πηγή εσόδων, αφού ο θείος της, όποτε αποφάσιζε να εμφανιστεί, ήταν συνήθως άφραγκος.

Ξαναφόρεσε τη λεκιασμένη φόρμα της και γύρισε πίσω στον νεροχύτη. Έπιασε πρόχειρα τα μαλλιά της ψηλά και έβαλε και πάλι τα χέρια της στο παγωμένο νερό και στα λιγδιασμένα πιάτα. Έκανε υπομονή. Μάζευε ότι μπορούσε από τον πενιχρό μισθό της και κάποια στιγμή θα έφευγε. Δε θα γύριζε στο χωριό της, όχι. Εξάλλου, δεν είχε κανέναν λόγο να γυρίσει.

Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό της. Το ρολόι απέναντί της έδειχνε ήδη εφτά. Είχε αργήσει, πάλι θα της έβαζε τις φωνές ο προπονητής της. Βέβαια δεν ήταν δικό της φταίξιμο, μα για εκείνον δεν είχε σημασία. Το μόνο που μετρούσε για εκείνον ήταν η συνέπεια με κάθε κόστος.

-Μπορώ τώρα να φύγω;

Ο εύσωμος άντρας με το κόκκινο πρόσωπο έμεινε να την κοιτά για λίγο με ανέκφραστο βλέμμα. Έπειτα κούνησε το χέρι του μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο και έφυγε, πράγμα που η Drite εξέλαβε σαν κατάφαση. Άλλαξε βιαστικά και βγήκε στη στάση. Πρόλαβε το λεωφορείο την τελευταία στιγμή.

Βολεύτηκε σε μια θέση και έτριψε τον κουρασμένο της αυχένα. Μισούσε τη δουλειά της, μισούσε αυτή τη χώρα και τους ανθρώπους της. Από τότε που είχε πατήσει το πόδι της εδώ, δεν είχε τίποτα καλό να θυμάται.

Απέναντί της, δύο νεαροί, σχεδόν στην ηλικία της με αυθάδικο ύφος, είχαν καρφώσει τα μάτια τους πάνω της. Κοντό κουρεμένο μαλλί, πράσινα πλαστικά μπουφάν με σηκωμένα μανίκια. Στον λαιμό του ενός, ένα ναζιστικό τατουάζ με τον αριθμό 88 στεφανωμένο με δάφνες.

Απέστρεψε το βλέμμα της ενοχλημένη. Μιλούσαν για εκείνη σιγανά και γελούσαν χυδαία. Τους ήξερε καλά τους τύπους αυτού του είδους. Τους είχε γνωρίσει από την καλή, δυο χρόνια πριν, ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ, παραμονές Χριστουγέννων. Τότε, που καθώς επέστρεφε από τη δουλειά, δύο νεαροί την πλησίασαν ύπουλα από πίσω.

Έπιασε ασυναίσθητα τον αυχένα της. Η ουλή επέμενε παρά τα χρόνια να της θυμίζει τον άγριο ξυλοδαρμό της, μόνο και μόνο επειδή η προφορά της διέφερε από τη δική τους. Είχε μείνει αρκετή ώρα κουλουριασμένη στο κρύο, πάνω στο πεζοδρόμιο με το ηθικό της πιο τσακισμένο από το κορμί της. Έμενε εκεί, χωρίς κανείς να της δίνει σημασία, απλώς την αγνοούσαν.

Δεν έκλαψε όμως. Στη ζωή της δεν είχε χύσει ούτε ένα δάκρυ. Ούτε στα δώδεκα της χρόνια, όταν η μητέρα της πέθανε, ούτε όταν ο θείος της της ανακοίνωνε πως ο πατέρας της είχε σκοτωθεί σε ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία.

Πάντα ήταν δυνατή, δεν είχε λυγίσει ποτέ της. Έτσι είχε μάθει, να επιβιώνει με κάθε κόστος. Η ζωή ήταν σκληρή, μα εκείνη σκληρότερη. Μέχρι τα δώδεκα της, όσο ζούσε η μητέρα της, η ζωή της ήταν υποφερτή. Μπορεί να μην τα βρήκαν εύκολα όταν έφτασαν σ’ αυτόν τον τόπο, μα της αρκούσε που την είχε δίπλα της. Την βρήκε ένα πρωί, ακίνητη στο κρεβάτι, με μάτια γυάλινα να κοιτάει το ταβάνι. Έφυγε έτσι απλά, αθόρυβα, αφήνοντάς τη μόνη να φροντίζει τους δύο άντρες της οικογένειας, τον πατέρα της και τον αδερφό του.

Το λεωφορείο σταμάτησε κάπως απότομα και η Drite κατέβηκε βιαστικά. Μαζί της κατέβηκαν και οι δύο νεαροί και την ακολούθησαν. Τάχυνε το βήμα της μα εκείνοι επέμεναν.

-Ε, lavire[1]! της φώναξε ο ένας γελώντας.

Αγνόησε τη βρισιά και συνέχισε με σκυμμένο το κεφάλι της. Εκείνος που της φώναξε την πρόφτασε και την άρπαξε από το μπράτσο. Γύρισε ξαφνιασμένη και τίναξε το χέρι του από πάνω της. Σήκωσε τις σφιγμένες της γροθιές σε στάση επίθεσης. Οι δύο νεαροί κάγχασαν ειρωνικά, αυτό το κορίτσι με το μικροκαμωμένο σώμα δεν το θεωρούσαν απειλή. Έκανε να την αρπάξει, μα με μια επιδέξια κίνηση, τον απέφυγε. Του έριξε μια γροθιά στα πλευρά και αμέσως άλλη μια στο πρόσωπο και σωριάστηκε αιμόφυρτος στο πεζοδρόμιο.

Ο δεύτερος την κοίταξε έκπληκτος, μα η σαστιμάρα του κράτησε για λίγο. Έβγαλε ένα στιλέτο από το μπουφάν του και κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος της. Η επίθεση του δεν είχε αποτέλεσμα. Η Drite έγειρε στο πλάι και του έριξε μια γροθιά στο στομάχι ξαπλώνοντάς τον και εκείνον δίπλα στον σύντροφό του.

Άρπαξε το σακίδιο της που ήταν πεσμένο δίπλα της και έφυγε τρέχοντας. Πάντα η ίδια ιστορία, μια ζωή κυνηγημένη, να τρέχει να σωθεί. Από την αστυνομία, από τους διώκτες της, από τη μοίρα της. Ανηφόρισε στο στενό δρομάκι και, λίγο πριν το τέλος του, έσπρωξε μια στενή σιδερένια πόρτα και μπήκε μέσα. Κατέβηκε τρία σκαλάκια και βρέθηκε στο υπόγειο γυμναστήριο. Ακριβώς απέναντί της, στο ύψος των ματιών της μια επιγραφή που διάβαζε σχεδόν κάθε μέρα, δυο χρόνια τώρα:

«Ποτέ μην παρακαλάς για κάτι που έχεις τη δύναμη να κερδίσεις».

-Άργησες! ακούστηκε η φωνή του προπονητή της.

-Συγγνώμη, κόουτς, είπε σκύβοντας το κεφάλι. Το αφεντικό με κράτησε παραπάνω.

-Τι έχουμε πει;

-Όχι δικαιολογίες.

-Πάνω από όλα;

-Η συνέπεια.

-Ξεκίνα το ζέσταμα και μετά στο ρινγκ. Τσακίσου!

Ηλίας Στεργίου





[1]Πόρνη