«Πού είναι το βραχιόλι μου;» φώναζε η Έμιλι. Πέντε λεπτά πριν τελειώσει η ώρα της γυμναστικής, είχε γυρίσει μαζί με την Ντέμυ στα αποδυτήρια για να αλλάξουν ρούχα. Είχε μόλις ντυθεί. Όμως καθώς έψαχνε στην άκρη του ντουλαπιού, κατάλαβε πως το κίτρινο βραχιόλι έλειπε!
«Μήπως δεν το φόρεσες σήμερα;» τη ρώτησε η Ντέμυ.
«Όχι. Το θυμάμαι πολύ καλά ότι το φορούσα και ότι το έβγαλα για τη γυμναστική» της απάντησε η Έμιλι δείχνοντάς της την άκρη του ντουλαπιού. «Εδώ το άφησα. Το θυμάμαι». Είχε εκνευριστεί. Το θυμόταν καθαρά πως σήμερα φορούσε το βραχιόλι που της είχε κάνει δώρο η Κέιτ. Κάποιος της το είχε κλέψει. Αλλά ποιος θα το ήθελε; Δεν ήταν καν μεγάλης αξίας.
«Έλα μη στεναχωριέσαι. Θα πάρεις άλλο» είπε η Ντέμυ.
«Ξέρεις ήταν δώρο. Τι θα πω στην Κέιτ; Έι, Κέιτ, δε φοράω το βραχιόλι σου, γιατί μου το έκλεψαν από το ντουλάπι των αποδυτηρίων;» Έκανε μια μεγάλη παύση. «Τέλος πάντων είναι απλά ένα βραχιόλι» αποφάνθηκε εν τέλει και έφυγαν από τα αποδυτήρια.
Το κινητό στην τσέπη της Έμιλι άρχισε να δονείται. Είχε μήνυμα από ένα κρυφό αριθμό. Το άνοιξε με περιέργεια.
Συνάντησέ με στις τουαλέτες. Έχω το βραχιόλι σου.
…
Ευτυχώς τα μαθήματα είχαν τελειώσει και η Έμιλι μαζί με την Ντέμυ κατευθύνονταν προς τα αυτοκίνητά τους στο πάρκινγκ του σχολείου. Ήταν κοντά στο αυτοκίνητο της, όταν ένιωσε τη χαρακτηριστική δόνηση ενός νέου μηνύματος. Δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία στο πρώτο. Ήταν μήνυμα ξανά από άγνωστο αριθμό. Άνοιξε το μήνυμα καχύποπτα.
Δε με πίστεψες πριν; Έχω το βραχιόλι σου. Ξέρεις πού θα με βρεις.
Το μήνυμα συνοδευόταν από μια φωτογραφία που έδειχνε ένα βραχιόλι από καφέ δέρμα, με μια κοτσίδα από κίτρινο φωσφοριζέ δέρμα. Ήταν όντως το βραχιόλι της. Κοντά στο κούμπωμά του είχε ένα μικρό σχίσιμο.
«Εεε, Ντέμυ» είπε μπερδεμένη η Έμιλι. «Πρέπει να γυρίσω πίσω. Εσύ μπορείς να φύγεις».
«Γιατί;»
«Θυμήθηκα που έχασα το βραχιόλι. Αλήθεια θα είμαι καλά» απάντησε η Έμιλι. «Τουλάχιστον έτσι νομίζω» ψιθύρισε χαμηλόφωνα πιο πολύ στον εαυτό της.
Η Ντέμυ άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου της, τη χαιρέτησε και έφυγε.
Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να κατευθύνεται προς το σχολείο. Η κύρια είσοδος ήταν ήδη κλειστή και έτσι έπρεπε να κάνει τον κύκλο, για να πάει από την τάξη των Αγγλικών, όπου υπήρχε το «ελαττωματικό» παράθυρο. Όλα τα ζευγαράκια που ήθελαν ένα μέρος για να χαμουρεύονται, χάλασαν κρυφά το παράθυρο, για να μπορούν να μπαίνουν στο σχολείο το βράδυ. Όλοι οι μαθητές το ήξεραν, ήταν το κοινό μυστικό. Ακόμα και τα σπασικλάκια δεν έλεγαν κουβέντα για αυτό στους καθηγητές. Έτσι, όποιος ήθελε να μπει κρυφά στο σχολείο μπορούσε να το κάνει, αρκεί να έβρισκε το σωστό παράθυρο ανάμεσα στα υπόλοιπα πενήντα εννιά.
Η Έμιλι βρήκε τελικά το «ελαττωματικό» παράθυρο και πήδηξε μέσα. Η τάξη ήταν έρημη και ήσυχη, πρωτόγνωρο θέαμα. Προχώρησε και βγήκε έξω από την αίθουσα κατευθυνόμενη προς τις τουαλέτες. Στάθηκε για λίγο απέξω, αναποφάσιστη για τον αν έπρεπε να μπει ή όχι. Κάποιος της έκανε πλάκα. Ή ίσως κάποιος ήθελε να τραβήξει την προσοχή της τόσο απεγνωσμένα, που έφτασε στο σημείο να κλέψει τα πράγματά της. Τελικά πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή για παν ενδεχόμενο. Δεν υπήρχε κανείς. Οι τουαλέτες ήταν άδειες αλλά στο πάτωμα υπήρχε κάτι ακουμπισμένο. Το βραχιόλι της! Τι βλακείες ήταν αυτές. Έσκυψε και το πήρε από το πάτωμα, νιώθοντας μια μικρή αηδία.
«Γεια» είπε μια γνώριμη φωνή. Ήταν ο Μάικλ! Η Έμιλι έριξε το βλέμμα της αστραπιαία πάνω του. Ήταν κρυμμένος στην τελευταία τουαλέτα.
«Ηλίθιε, το ήξερα ότι ήσουν εσύ» είπε εκνευρισμένη η Έμιλι. «Πόσο διεστραμμένος πρέπει να είσαι για να παραβιάζεις το ντουλάπι μου μόνο και μόνο για να μου σπάσεις τα νεύρα;»
Ο Μάικλ την κοίταξε με ένα κενό βλέμμα και έπειτα μέσα από τις υπόλοιπες τουαλέτες ξεπρόβαλαν τρία ακόμα άτομα. Ήταν ο Σαμ, ο Σάιμον και ο Άλεξ. Η Έμιλι τους κοίταξε καχύποπτα. «Εμ… Τώρα αρχίζει να γίνεται περίεργο».
«Έμιλι πρέπει να σου μιλήσουμε» της είπε ο Μάικλ, προσπαθώντας να την καθησυχάσει.
«Ναι. Αλλά γιατί εδώ; Θα μπορούσατε να μου ζητήσετε να συναντηθούμε σε κάποιο καφέ, λέω εγώ τώρα» είπε η Έμιλι κάνοντας ένα βήμα πίσω.
«Δεν είσαι μια απλή κοπέλα, Έμιλι» είπε ο Μάικλ.
«Εεε, καλά, ό,τι πεις». είπε η Έμιλι κάνοντας ένα ακόμα βήμα προς τα πίσω. «Σοβαρά τώρα, έκλεψες το βραχιόλι μου για να μου πεις βλακείες;»
«Έμιλι, κοίτα με στα μάτια» είπε ο Μάικλ. Η Έμιλι υπάκουσε, ούτε που ήξερε γιατί. «Είσαι ξεχωριστή. Είσαι μια Χαρισματική».
«Το ξέρεις πως είσαι τρελός, έτσι; Δε χρειάζεται να σου το πω εγώ» είπε η Έμιλι. Ο φόβος έδωσε τη θέση του στον εκνευρισμό.
«Είμαστε μια φυλή χαρισματικών ανθρώπων που μπορούν να δαμάζουν τα στοιχεία της φύσης και εσύ ίσως είσαι μια από εμάς» είπε ο Άλεξ. Με το χέρι του έδειξε το βραχιόλι στο χέρι της. «Αυτό το βραχιόλι που κρατάς σου το έδωσαν οι Σκοτεινοί, για να κρύψουν τη φύση σου και να την φανερώσουν όταν θελήσουν εκείνοι, για να πας με το μέρος τους».
«Αυτό το βραχιόλι μου το έκανε δώρο η Κέιτ».
«Η Κέιτ είναι μέλος των Σκοτεινών, το ίδιο και η Σκάιλερ και η Μίνα» είπε ο Μάικλ.
«Αρκετά άκουσα. Είστε τρελοί». είπε η Έμιλι και γύρισε να φύγει. Η πόρτα έκλεισε ορμητικά με ένα δυνατό ήχο. Τα μάτια του Άλεξ πήραν ένα ασημί χρώμα. «Ωραίοι φακοί επαφής» είπε ειρωνικά η Έμιλι, πασχίζοντας να κρύψει την έκπληξή της. Ο Μάικλ την πλησίασε αργά, σαν να ήταν φοβισμένο αγρίμι.
«Έμιλι, σου λέμε την αλήθεια. Πρέπει να μας πιστέψεις».
«Μην τολμήσεις. Μείνε πίσω. Δε θέλω να ακούσω».
Ο Μάικλ πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένιωσε την ανάγκη να την κάνει να τον πιστέψει. Έπρεπε να τον πιστέψει. «Έμιλι, σε παρακαλώ! Δεν…»
«Σταματήστε!» φώναξε η Έμιλι διακόπτοντας τον Μάικλ. Μια από τις πόρτες που ήταν ανοιχτές έκλεισε με ορμή.
«Έμιλι;» ρώτησε ο Μάικλ ανήσυχα. Η Έμιλι τον αγνόησε. Ένιωσε κάτι να μεγαλώνει μέσα της. Ένιωσε μια καινούργια δύναμη. Γύρισε και κοίταξε τον Μάικλ.
«Απίστευτο» είπε εκείνος κοιτάζοντας έντρομος τα μάτια της Έμιλι. Είχαν όλα τα χρώματα. Ασημί, χρυσό, μπλε, καφέ, κόκκινο, πράσινο και ένα χρώμα που τα συνέδεε όλα μαζί, μια μίξη μοβ και φούξια, ένα χρώμα που δεν είχε ξανά δει σε κανένα Χαρισματικό.
«Εσείς το κάνατε, έτσι δεν είναι;» ρώτησε εκνευρισμένη η Έμιλι.
«Όχι, Έμιλι… Εσύ το έκανες» είπε με κομμένη την ανάσα ο Μάικλ.
«Όχι… Όχι, δεν ήμουν εγώ. Λες ψέματα» είπε η Έμιλι και έκανε πίσω.
«Έμιλι…» την παρακάλεσε ξανά.
«Σκάσε! Μην τολμήσεις να μου μιλήσεις» ούρλιαξε η Έμιλι. Έκανε ένα βήμα προς την πόρτα, όταν ένιωσε να ζαλίζεται. Τα πάντα άρχισαν να θολώνουν και να σκοτεινιάζουν. Το έδαφος άρχισε να δονείται κάτω από τα πόδια της. Δεν ήξερε αν το έβλεπε στα αλήθεια, αλλά πυκνή μαύρη σκιά βγήκε από το πάτωμα και άρχιζε να την τυλίγει. Εκείνη πάσχιζε να αναπνεύσει, όσο η σκιά την κάλυπτε. Στο κεφάλι της αντήχησε η φωνή του Μάικλ.
«Έμιλι, είσαι καλά;» Δεν κατάλαβε γιατί, αλλά ένιωσε τα πόδια της να μουδιάζουν. Ούτε που ήξερε αν ήταν όρθια. Άφησε τον εαυτό της ελεύθερο και τότε άκουσε ένα γδούπο και ένιωσε πως το κεφάλι της άνοιξε στα δυο.
Ο Μάικλ έτρεξε κοντά της. Πήρε το κεφάλι της στα χέρια του και την κούνησε ελαφρά. Ήταν τόσο γαλήνια. Θυμήθηκε τότε την πρώτη φορά που εκδηλώθηκε η δύναμή του. Είχε δει ένα μαύρο σύννεφο να τον περικυκλώνει και να τον πνίγει. Όλο του το σώμα είχε μουδιάσει και είχε λιποθυμήσει στο πάτωμα των αποδυτηρίων. Την αφύπνιση είχε πυροδοτήσει ο θυμός. Σε εκείνη την πρώτη του προπόνηση μπάσκετ, ένας μεγαλύτερος συμπαίχτης τον πείραζε. Ο θυμός τον κυρίεψε και όλες οι βρύσες και τα ντους στα αποδυτήρια άνοιξαν και έπεσαν με ορμή στον συμπαίκτη του. Θυμόταν πολύ καλά εκείνη την ημέρα. Όλη του η ζωή άλλαξε.
Σήκωσε την Έμιλι στην αγκαλιά του. Το μοναδικό πράγμα που ήθελε ήταν να τον πιστέψει. Θα την έπαιρνε στο σπίτι του μέχρι να ξυπνήσει. Ίσως άλλαζε γνώμη. Το ήλπιζε.
…
Η Έμιλι ένιωσε τα πνευμόνια της να γεμίζουν ξανά αέρα. Ένιωσε την ψυχή της να μπαίνει πίσω στο σώμα της και να επανέρχεται πάλι στη ζωή. Ένιωσε σαν να την επανέφεραν στη ζωή για να πεθάνει μια άλλη μέρα. Φοβόταν να ανοίξει τα μάτια της. Τι θα αντιμετώπιζε; Λογικά ο Μάικλ θα την είχε παρατήσει στις τουαλέτες και θα έφυγε μαζί με τους φίλους του γελώντας μαζί της. Άνοιξε τα μάτια σου είπε στον εαυτό της. Δεν πρόκειται να πάθεις μεγαλύτερο κακό από αυτό που έχεις ήδη πάθει. Ο Μάικλ σίγουρα με παράτησε στις τουαλέτες, αλλά δεν πρόκειται να ξανά δώσω σημασία στις ηλιθιότητές του, είπε στον εαυτό της αποφασιστικά.
Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και ο ήλιος την τύφλωσε για κάμποση ώρα. Σιγά σιγά η θαμπάδα άρχισε να υποχωρεί και τότε είδε πού βρισκόταν. Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι με μπλε-μαύρα παπλώματα που τη σκέπαζαν διακριτικά ως τη μέση της. Ένα λευκό στρογγυλό φωτιστικό κρεμόταν από το ταβάνι. Η λάμπα του δεν ήταν αναμμένη. Τρία παράθυρα κατά μήκος όλου του δωματίου μετέφεραν ζεστασιά και φως. Σίγουρα είναι δωμάτιο αγοριού, σκέφτηκε. Έβαλε το χέρι της στο κεφάλι της ψηλαφώντας το για να βρει κάποιο σχίσιμο. Ήταν σίγουρη πως το κεφάλι της είχε ανοίξει στη μέση εξαιτίας της πτώσης, αλλά δεν ένιωθε τίποτα.
Παραμέρισε τα στρώματα και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Άρχισε να κάνει βόλτες στο δωμάτιο αποφασισμένη να ανακαλύψει σε ποιον ανήκε. Δεν υπήρχαν κορνίζες με φωτογραφίες πουθενά, λες και ο ιδιοκτήτης του ήθελε να κρατήσει άγνωστη την ταυτότητά του. Στο γραφείο στη μέση του δωματίου υπήρχε ένας φορητός υπολογιστής, αλλά η Έμιλι δεν είχε όρεξη να σκοτίσει το μυαλό της προσπαθώντας να βρει τον πολύπλοκο κωδικό που ίσως να είχε βάλει ο ιδιοκτήτης του. Προχώρησε προς το παράθυρο που ήταν πιο κοντά της. Κοίταξε κάτω προς τον δρόμο. Το σίγουρο ήταν πως βρισκόταν στον δεύτερο όροφο ενός μεγάλου σπιτιού. Σκέφτηκε να πηδήξει, αλλά ήταν πολύ ψηλά. Και τι στο διάολο θα κάνω εδώ; Θα περιμένω μέχρι να εμφανιστεί αυτός ο άγνωστος που με πήρε στο σπίτι του; Και αν είναι ψυχοπαθής; σκέφτηκε αμήχανα.
Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, έτσι αποφάσισε να ψάξει στην ντουλάπα. Άνοιξε τα φύλλα της σιγά, για να μην κάνει θόρυβο. Έβλεπε πολλές σκουρόχρωμες μπλούζες και σκουρόχρωμα παντελόνια. Τα ρούχα ανήκαν σε κάποιον κοντά στη δική της ηλικία. Μια πορτοκαλί μπλούζα της κέντρισε το ενδιαφέρον. Έσπρωξε όλα τα υπόλοιπα ρούχα και την έβγαλε. Ήταν μια φανέλα του λακρός με έντονο πορτοκαλί χρώμα. Στο στήθος πάνω αριστερά υπήρχε το σήμα της τοπικής ομάδας. Μια σπίθα άναψε στα μάτια της, αφού ήξερε πως στην πλάτη θα υπήρχε το όνομα του παίχτη. Γύρισε τη φανέλα και είδε γραμμένα με άσπρα έντονα γράμματα.
ΝΤΑΝΙΕΛΣ
25
«Μάικλ» είπε ξέπνοα η Έμιλι απογοητευμένη που δεν είχε καταλάβει τόση ώρα ότι ήταν στο δωμάτιο του Μάικλ. Η πόρτα άνοιξε τη σωστή στιγμή. Έσφιξε την μπλούζα στα χέρια της προσπαθώντας να συγκρατήσει τα νεύρα της.
«Έμς, ξύπνησες» είπε χαρούμενος ο Μάικλ.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» του είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε.
Ο Μάικλ γούρλωσε τα μάτια του μόλις είδε πως η Έμιλι κρατούσε στα χέρια της τη φανέλα του. «Μην… μην τσαλακώνεις τη φανέλα μου. Σε παρακαλώ» της είπε ικετευτικά.
«Δεν το πιστεύω! Αυτό έχεις να πεις όλο κι όλο; Να μην τσαλακώσω την ηλίθια φανέλα σου; Είσαι τρελός; Πας καλά; Τι κάνω εδώ;» του φώναξε αγανακτισμένη. Την είχε φθάσει στα όριά της με τη συμπεριφορά του. Δε φτάνει που με έφερε σπίτι του, με ξάπλωσε στο κρεβάτι του λες και είμαι κανένα σκυλάκι, τώρα αποφεύγει να απαντήσει κιόλας, σκέφτηκε.
Ο Μάικλ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Λιποθύμησες».
«Κάτι καινούργιο έχεις να μου πεις; Το ξέρω αυτό, Μάικλ. Έπεσα κάτω και χτύπησα το κεφάλι μου, λες να μην το ένιωσα; Εννοώ εδώ. Στο σπίτι σου τι κάνω;»
«Δεν μπορούσα να σε αφήσω αναίσθητη στο πάτωμα. Εξάλλου είναι φυσικό έπειτα από την εκδήλωση των δυνάμεων σου…»
«Πάλι τα ίδια; Μάικλ… Ειλικρινά δεν μπορείς να σταματήσεις τις βλακείες έστω για ένα λεπτό; Ωρίμασε λίγο… Αυτό που λες δεν… δεν είναι λογικό». Ο Μάικλ έκανε ένα βήμα μπροστά προσπαθώντας να την πλησιάσει.
«Έμιλι» της είπε ήρεμα. «Δεν μπορείς να το αγνοείς. Ξέρεις πως έχω δίκιο. Βαθιά μέσα σου το νιώθεις πως είσαι μια από εμάς. Μια Χαρισματική».
«Σταμάτα!» του φώναξε, πετώντας τη φανέλα στο πάτωμα.
«Όχι τη φανέλα» κλαψούρισε ο Μάικλ και έτρεξε να τη σηκώσει.
«Είσαι γελοίος. Βαρέθηκα να ακούω τις βλακείες σου, Μάικλ. Πρέπει να ωριμάσεις, γιατί κανείς δε σε παίρνει στα σοβαρά» είπε η Έμιλι και πήγε προς την πόρτα. «Τελείωσα μαζί σου, Μάικλ Ντάνιελς. Μην τολμήσεις να μου μιλήσεις ούτε για αυτή την τρέλα ούτε και για τίποτα άλλο. Είσαι ένας άγνωστος για μένα» είπε και έκλεισε πίσω της την πόρτα με βρόντο.
Rene Rafael